Πότε άρχισε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις η έννοια της βίας μεταξύ ανηλίκων στον ελλαδικό χώρο; Η απάντηση στην παραπάνω ερώτηση βρίσκεται αρκετά χρόνια πίσω, το  2006 μετά την δολοφονία του μικρού Άλεξ από μια ομάδα ανηλίκων στην Βέροια. Από τότε, επιστήμονες και κοινωνικοί λειτουργοί που ειδικεύονται και έρχονται σε καθημερινή επαφή με παιδιά, καθώς και γονείς, άρχισαν να διερωτώνται για το αν θα εξακολουθήσει η εγκληματικότητα μεταξύ των ανηλίκων και μάλιστα σε τι βαθμό. Δυστυχώς, οι ανησυχίες τους επαληθεύτηκαν. Τα περιστατικά βίας αυξήθηκαν μέσα στα επόμενα χρόνια και μάλιστα, στην σύγχρονη πραγματικότητα, τα περιστατικά αυτά βγαίνουν στην δημοσιότητα το ένα μετά το άλλο. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ., σύμφωνα με τα οποία καταγράφηκε αύξηση 122% στις περιπτώσεις που αφορούν συλλήψεις ανηλίκων και απαγγελίες κατηγοριών περί σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. Ενώ παράλληλα, οι δε δράστες ως άτομα, με την ιδιότητα του μέλους συμμορίας, πολλαπλασιάστηκαν κατά 80%.

Κάνοντας μια σύντομη ανασκόπηση σε ορισμένα περιστατικά, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Στην περιοχή της Θέρμης Θεσσαλονίκης, τέσσερα νεαρά άτομα έστησαν ενέδρα σε έναν -περίπου- συνομήλικό τους, 17 ετών. Τα τέσσερα αυτά άτομα οπλοφορούσαν καθώς επίσης απείλησαν το θύμα ότι θα τον πυροβολήσουν στην περίπτωση που δεν τους έδινε τα χρήματα που ζητούσαν. Μεταξύ τους υπήρχε προηγούμενο αγοραπωλησίας ναρκωτικών. Εν τέλει, οι τέσσερις νεαροί χτύπησαν τον 17χρονο και επιχείρησαν να διαφύγουν. Όταν συνελήφθησαν, στην κατοχή τους βρέθηκαν αεροβόλα, μαχαίρια και ένα μίνι “συνεργείο” για τη συσκευασία της κάνναβης που εμπορεύονταν. Ένα ακόμη περιστατικό έλαβε χώρα στην Θεσσαλονίκη, όπου μια 12χρονη με βεβαρυμμένο ιστορικό βίας εναντίον συνομηλίκων της, φέρεται να κακοποίησε ένα άλλο κορίτσι 13 ετών. Μεταξύ άλλων, η μητέρα του θύματος κατήγγειλε ότι η δράστης έσβησε το τσιγάρο της στο στήθος της κόρης της. Επιπλέον, τέλη του περασμένου Αυγούστου, στα νότια προάστια της πρωτεύουσας, μια βιντεοσκοπημένη βαρβαρότητα μεταξύ ανηλίκων καθήλωσε το πανελλήνιο, όπου μια ομάδα εφήβων ξυλοκόπησε άγρια έναν 15χρονο, βρίζοντας παράλληλα χυδαία τον ίδιο και την οικογένειά του ενώ στο τέλος τον εγκατέλειψαν αιμόφυρτο στον δρόμο. Κατόπιν, ανάρτησαν τα πειστήρια της επίθεσης στο διαδίκτυο. Παρομοίως και στη Ρόδο, όπου δύο 15χρονες ξυλοκόπησαν με γροθιές και κλωτσιές μια 13χρονη. Την άφησαν με σοβαρά τραύματα στο κεφάλι και το πρόσωπο, καθώς κατέγραψαν σε βίντεο τη σκηνή με τα κινητά τους τηλέφωνα. Κι ενώ τα αλλεπάλληλα αυτά περιστατικά έχουν πάρει την μορφή μάστιγας, η συγκλονισμένη ελληνική κοινωνία αναρωτιέται: για ποιον λόγο δημιουργείται σε ένα παιδί η τάση να έρχεται σε σύγκρουση με τον νόμο;

Η εφηβεία αποτελεί μια κρίσιμη περίοδο στη ζωή του ατόμου και η τάση για ανεξαρτησία, αυτονόμηση, ιδεολογική διαφοροποίηση, είναι ορισμένα συνήθη σημάδια/χαρακτηριστικά. Η προσωπικότητα του εφήβου γίνεται εύθραυστη, ευάλωτη, ευαίσθητη, ευεπηρέαστη, καθώς οι ψυχοσυναισθηματικές εναλλαγές παρουσιάζονται συχνές και απότομες. Το γεγονός ότι καλείται να ενσαρκώσει τον ρόλο του υπεύθυνου ενήλικα σε μια κοινωνία πλήρως ανταγωνιστική, του δίνει το έναυσμα να εμφανίσει μια συμπεριφορά επαναστατική και συχνά παραβατική. Έτσι, γίνεται κατανοητό πως υποκρύπτεται μια “κραυγή”, η ανάγκη της νέας γενιάς να ακουστεί και όχι η γενίκευση πως είναι εγκληματική. Εκτός αυτού, η κάθε γενιά έχει τον δικό της κώδικα συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, ακούγονται συχνά οι φράσεις: “Εντάξει και τι έγινε”, “Πλάκα κάναμε”, οι οποίες όμως, δηλώνουν απάθεια και έλλειψη ενσυναίσθησης. Ο κ. Γιάννης Πανούσης, Καθηγητής Εγκληματολογίας, αναφέρει πως “πλέον η χρήση και η κτήση όπλου ή μαχαιριού είναι πολύ εύκολη, καθώς και το ότι μεταξύ των νεαρών παιδιών παρατηρείται έντονα η παραβίαση στα δικαιώματα των συνανθρώπων του, επομένως και στην παρέα τους”. Αυτή η συμπεριφορά, κατά την ενηλικίωση, προβληματίζει τον καθηγητή, διότι μπορεί να εξελιχθεί σε οργανωμένο έγκλημα.

Μπορεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οι έφηβοι να έγιναν αποδέκτες της οικονομικής κρίσης – που βιώνει ακόμη η Ελλάδα-  αλλά και της πανδημίας, όμως η ειδοποιός διαφορά, σε σχέση με την παραβατικότητα των προηγούμενων χρόνων, είναι η αγριότητα. Αυτή η αγριότητα σχετίζεται άμεσα με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και το διαδίκτυο και συγκεκριμένα με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στην πρώτη περίπτωση, όπου παρέες παιδιών ταυτοχρόνως συνδέονται ομαδικώς σε ένα παιχνίδι, με βασικό περιεχόμενο την στρατηγική και την βία, έχει ως αποτέλεσμα να απενοχοποιούν σε σημαντικό βαθμό την βία και υποσυνείδητα μαθαίνουν πως για να διεκδικήσουν και να πετύχουν τους σκοπούς τους, πρέπει να επιβληθούν απολίτιστα. Στην δεύτερη περίπτωση, η επιρροή της αφιλτράριστης και εύπεπτης πληροφορίας από δημοσιεύματα των “youtubers” και “influencers”, είναι τεράστια. Προκειμένου να αποκτήσουν το λεγόμενο “εύκολο χρήμα” και επιτυχία, τα παιδιά μπαίνουν στην διαδικασία της υπερ-προβολής της καθημερινότητάς τους. Κατανοώντας πως η ανάρτηση, για παράδειγμα, ενός κακοποιητικού βίντεο προς έναν συμμαθητή τους θα γίνει “viral”, προβαίνουν σε αυτή, χωρίς να σκεφτούν τις συνέπειες. Και στις δύο περιπτώσεις, παρατηρείται πως οι νεαρές ηλικίες έχουν ανάγκη να αισθανθούν μέλος μιας ομάδας -που για να ενταχθούν σε αυτή, υπάρχει η πιθανότητα οι “αρχηγοί” αυτής να προκαλέσουν τον υποψήφιο σε μια διαδικασία μύησης, η οποία όμως εντάσσεται στις αποκλίνουσες συμπεριφορές, προκειμένου να αποδείξουν τις ικανότητές τους και την αφοσίωσή τους στην ομάδα/συμμορία.

Ενδέχεται και το σχολικό περιβάλλον να φέρει ευθύνη. Πέραν του ότι δεν χτίζεται η “κουλτούρα της τάξης”, λόγω αδιαφορίας των δασκάλων, σε περίπτωση που έρθουν αντιμέτωποι με κάποιο κακοποιητικό περιστατικό, είτε το προσπερνούν είτε ζητούν την επίπληξη του “κακού” μαθητή, χωρίς να πάρει το γεγονός διαστάσεις εκτός του σχολικού πλαισίου. Οι διευθυντές  δεν καλούν σε παρέμβαση κάποιον κοινωνικό λειτουργό ή ψυχολόγο, προκειμένου να τους ενημερώσει πώς να διαχειριστούν παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον. Ένας άλλος λόγος, είναι ο φόβος. Συχνά βγαίνουν από το στόμα τους οι φράσεις: “Πού να μπλέξω τώρα” ή “Μην βρεθώ κι εγώ ξαφνικά κατηγορούμενος”. Δεν υπάρχει ουσιαστικό ενδιαφέρον από μέρος της πλειοψηφίας αυτών, παρά μόνο να “φαίνεται” στους ανωτέρους τους πως κάνουν καλά την δουλειά τους, ως διευθυντές και δάσκαλοι και όχι ως παιδαγωγοί.

Το κυριότερο βάρος όμως, πέφτει στην οικογένεια. Όταν ένα παιδί έχει μεγαλώσει σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον, όταν βλέπει τους γονείς τους να ασκούν βία ο ένας τον άλλον, να φωνάζουν και να τσακώνονται συνεχώς, το ίδιο θα κάνει κι αυτό στο μέλλον. Από πολλά ερευνητικά πορίσματα συμπεραίνεται πως ανήλικοι που μεγαλώνουν σε ένα δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον, εμφανίζουν μειωμένη ενσυναίσθηση και ιδιαίτερες δυσκολίες ως προς το να σεβαστούν τα δικαιώματα των άλλων ανθρώπων, λόγω συναισθηματικής, ψυχικής, σωματικής κακοποίησης ή παραμέλησης που έχουν βιώσει. Παρόλα αυτά, υπάρχουν και περιπτώσεις που ανήλικοι παραβάτες προέρχονται από μια λειτουργική οικογένεια, που έχει μεγαλώσει “σωστά” τα παιδιά της, που τους έχει διδάξει ηθικές αξίες και αρχές.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η σύλληψη ανήλικου δράστη,  μπορεί να λειτουργεί ως έναρξη μιας διαδικασίας οριοθέτησης, η οποία δεν τέθηκε νωρίτερα, προφανώς από τους γονείς, αν και, όπως προαναφέρθηκε, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο αν θα επέλθει ουσιαστικός σωφρονισμός. Κατά τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, ανήλικοι νοούνται αυτοί που κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης έχουν ηλικία μεταξύ του 12ου και του 18ου έτους της ζωής τους. Ως εκ τούτου, καθίσταται σαφές ότι ποινικά αδικήματα που τελέστηκαν από άτομα κάτω των 12 ετών μένουν ατιμώρητα, καθότι τα τελευταία δεν ενδιαφέρουν το Ποινικό Δίκαιο. Στους ανήλικους παραβάτες μεταξύ 12 και 18 ετών, η αξιόποινη πράξη που τέλεσαν δεν καταλογίζεται σε αυτούς, με το δικαστήριο να δύναται να τους επιβάλλει μόνον αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, ενώ σε αυτούς που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, πέρα των ανωτέρων, δύναται να επιβληθεί και ο εγκλεισμός τους σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 127 ΠΚ: «Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων επιβάλλεται μόνο σε ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας τους, εφόσον η πράξη τους, αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα και εμπεριέχει στοιχεία βίας ή στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας.». Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 54 ΠΚ: «Η διάρκεια του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη ούτε να είναι κατώτερη των έξι μηνών, αν για την πράξη που τελέστηκε ο νόμος απειλεί κάθειρξη ως δέκα χρόνια». Επομένως, γίνεται κατανοητό πως τα “παραθυράκια” του νόμου είναι αρκετά. Και το δυστυχές, είναι πως έφηβοι που βιάζουν ή χτυπούν αλύπητα συνομηλίκους τους και βιντεοσκοπούν το συμβάν αυτό, προωθώντας το στα  μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το χειρότερο που μπορεί να τους επιβληθεί ως ποινή  -σε σπάνιες περιπτώσεις- είναι ο περιορισμός σε ειδικό χώρο για περίπου πέντε χρόνια! Γιατί; Γιατί η οποιαδήποτε έκνομη πράξη που τελεί ανήλικος θεωρείται πλημμέλημα και ποτέ κακούργημα.

Παρά την υπέρμετρη αύξηση ποινών που ενδέχεται να επέλθει, θα συνεχίζεται να εμφανίζεται η εναλλαγή του ρόλου θύτη-θύματος. Στατιστικά, δύο στα τρία παιδιά που έχουν υποστεί bulling στο σχολείο, σε δεύτερο χρόνο έχουν γίνει θύτες. Για την ριζική αλλαγή του κοινωνικού αυτού ζητήματος, θα πρέπει να υπάρξει παράλληλη κίνηση τριών αρμοδίων “συνιστωσών”: της οικογένειας, του σχολείου και της πολιτείας από κοινού, έχοντας ως στόχο να δημιουργήσουν νέους κώδικες αξιών στην νέα γενιά.

Συντάκτης: Μαρία Κυριακοπούλου

Πηγές:


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.