«Ο παλιός κόσμος πεθαίνει, ο νέος αγκομαχεί να γεννηθεί. Το μεσοδιάστημα είναι η εποχή των τεράτων». Το διορατικό αυτό απόφθευγμα του Αντόνιο Γκράμσι εφαρμόζεται ακόμη μια φορά κατάλληλα στο γεωπολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο που ξεδιπλώνεται σήμερα. Η άφιξη της τεχνητή νοημοσύνη και των πολλαπλών της χρήσεων αποτελεί το νέο “Μήλον της Έριδος” σε μια ήδη πολυτάραχη γεωπολιτική σκακιέρα και είναι εμφανές πως αν μείνει ανεξέλεγκτη μπορεί μέχρι και να την ανατρέψει.

Σε αντίθεση με προηγούμενα τεχνολογικά ρεύματα του παρελθόντος, η τεχνητή νοημοσύνη διαφέρει τόσο στην ποικιλία των εφαρμογών της όσο και στην ιλλιγιώδη ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται. Πρόκειται για ένα πεδίο εξέλιξης το οποίο θα προκαλέσει σεισμικές μετατοπίσεις στα παραδοσιακά συστήματα εξουσίας και την παγκόσμια τάξη όπως την γνωρίζουμε, καθώς μόνο  από την διασπαστική της φύση,  απειλεί το κύρος των εθνών-κρατών ως τους πρωτεύοντες γεωπολιτικούς παράγοντες. Η παραπάνω εξουσία μεταφέρεται στους δημιουργούς της τεχνολογίας αυτής διαπλάθοντας μια νέα τάξη πραγμάτων, την Τεχνοπολική. Στην τάξη αυτή οι εταιρείες που διαχειρίζονται αυτήν την τεχνολογία αποκτούν ιδιότητες και δυνατότητες που κάποτε διατίθεντο μόνο σε κράτη. Τόσο στον κυβερνοχώρο, όσο ακόμα και στον φυσικό χώρο, οι δράσεις των εταιρειών αυτών προσιδιάζουν ολοένα και περισσότερο στην άσκηση κυριαρχίας. Οι δράσεις αυτές φέρνουν στο προσκήνιο το εξής δίλλημα που χρίζει άμεσης απάντησης εξαιτίας των ρυθμών ανάπτυξης: Πως θα καταφέρουν να ελέγξουν τόσο τις εταιρείες, όσο και την ίδια την τεχνολογία που αυτές αναπτύσσουν τα Κράτη-Έθνη πριν να είναι πολύ αργά; Τα μέτωπα δείχνουν να χωρίζονται στο στρατόπεδο της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης ως εργαλείο για συγκέντρωση και εξάπλωση της κρατικής εξουσίας ή την καθυστέρηση της ανάπτυξης για την αποτροπή των επικείμενων ρίσκων. Ωστόσο τα παραπάνω μοντέλα προδίδουν την έλλειψη κατανόησης της τεχνολογίας αυτής και παραμένουν βασισμένα σε αναχρονιστικές κρατοκεντρικές αντιλήψεις για την επίλυση προβλημάτων, που ίσως ήταν επωφελείς στις κρίσεις του 20ου αιώνα. Η τεχνητή νοημοσύνη πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου τεχνολογική εξέλιξη που έχει εφαρμογές τόσο στην ιδιωτική και την πολιτική σφαίρα όσο και στην στρατιωτική, και το κυριότερο: παράγεται και αναπτύσσεται από «εξω-κρατικούς παράγοντες» σε αντίθεση με παλαιότερες τεχνολογίες ανάλογου βεληνεκούς όπως η πυρηνική ενέργεια.

Η φύση της Τεχνητής Νοημοσύνης και η Γεωπολιτική της Διάσταση

Τον Μάϊο του 2023, πρωτοπόροι επιστήμονες στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης, επιχειρηματίες παγκοσμίου κύρους, πολιτικές προσωπικότητες και διοικητικά στελέχη των μεγαλύτερων τεχνολογικών εταιρειών υπέγραψαν την ακόλουθη δήλωση: «Η προάσπιση και η αντιμετώπιση των ρίσκων που θα επιφέρει η Τεχνητή Νοημοσύνη, καθίσταται αναγκαίο να αποτελέσει παγκόσμια προτεραιότητα ύψιστης σημασίας όπως η απειλή του πυρηνικού πολέμου και οι πανδημίες». Ανάμεσα στους 350 υπογράφοντες εντοπίζονται ονόματα όπως ο Sam Altman (Ιδρυτής της OpenAI και πατέρας του CHATGTP), ο Bill Gates (Microsoft) και ο Βιτάλικ Μπουτεριν (Ethereum). Λίγο νωρίτερα, τον Μάρτιο,  είχε προηγηθεί ένα αντίστοιχο «Ανοικτό Γράμμα» το οποίο καλούσε την οριστική παύση της ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης για τουλάχιστον έξι μήνες με υπογραφές από τον Έλον Μασκ και Στιβ Γουοζνιακ. Τα γράμματα αυτά αποτελούν μια σαφή προειδοποίηση και έκκληση βοήθειας από τους ίδιους τους δημιουργούς της καλπάζουσας αυτής τεχνολογίας για τους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς κινδύνους που δύναται να εκτυλιχθούν από την χρήση της για κακοήθεις σκοπούς. Το νόημα είναι σαφές: ποτέ δεν υπήρξε μεγαλύτερη ανάγκη για συντονισμένη και διεθνή συνεργασία στο ζήτημα της εποπτείας και ελέγχου της χρήσης της Τεχνητής Νοημοσύνης.

Δύο είναι οι σημαντικότεροι κίνδυνοι που αξίζει να υπογραμμιστούν σχετικά με την φύση της Τεχνητής Νοημοσύνης: η ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται και η δυνατότητα εκδημοκρατισμού της βίας. Για να δοθεί ένα ικανοποιητικό παράδειγμα κατανόησης της ταχύτητας θα πρέπει να ανατρέξουμε στον Νόμο του Μουρ. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό η υπολογιστική ισχύς διπλασιάζεται ανά δύο χρόνια. Ο ρυθμός προόδου των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης ωστόσο κινείται σε υπερπολλαπλάσια κλίμακα μεγέθους. Ενδεικτικά, εκτιμάται πως το μέγεθος της υπολογιστικής ισχύος που χρησιμοποιείται για την εκπαίδευση των πιο ισχυρών μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης δεκαπλασιάζεται κάθε χρόνο. Με άλλα λόγια, τα πιο προηγμένα μοντέλα χρησιμοποιούν πέντε δισεκατομμύρια φορές περισσότερη υπολογιστική ισχύ από τα πρότυπα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης της προηγούμενης δεκαετίας. Ένας τέτοιος αριθμός είναι δυσνόητος στο μέγεθος του, όπως και οι ικανότητες οι οποίες αναπτύσσονται εντός αυτών των συστημάτων. Επεξεργασίες τεράστιου φόρτου δεδομένων που άλλοτε έπαιρναν μήνες ή εβδομάδες, πλέον συμβαίνουν σε δευτερόλεπτα. Παράλληλα, κάθε έκδοση νέου μοντέλου βελτιώνει εκθετικά και την αποδοτικότητα των συστημάτων αυτών. Τα νεότερα μοντέλα χρειάζονται λιγότερη ενέργεια και έχουν μικρότερο κόστος,  χωρίς να θυσιάζεται η αποτελεσματικότητα τους, ενώ ταυτόχρονα γίνονται ολοένα και πιο προσβάσιμα στο ευρύ κοινό.

Οι κίνδυνοι πολλαπλασιασμού και κακοήθους εκμετάλλευσης τέτοιων λογισμικών είναι προφανείς.

Από τους σημαντικότερους υποβόσκοντες κινδύνους είναι πως με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης η κατασκευή εκλεπτυσμένων εκρηκτικών ή ακόμα και βιολογικών όπλων μπορεί να πάψει να περιορίζεται πλέον εντός των τοίχων εργαστηρίων ή στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Η τεχνητή νοημοσύνη έχει την ικανότητα να εκδημοκρατίσει την βία, επιτρέποντας σε ποικιλία κακοήθων δρώντων όπως τρομοκρατικές οργανώσεις να αδράξουν τέτοιες ευκαιρίες για την περάτωση δικών τους συμφερόντων. Από την εύκολη δημιουργία κακόβουλων λογισμικών με σκοπό την διεξαγωγή κυβερνοεπιθέσεων σε κρατικές ψηφιακές εγκαταστάσεις, στην κατασκευή προπαγανδιστικών μηχανών και την διάδοση ψευδών ειδήσεων σε γιγαντιαία κλίμακα, μέχρι και στην κατασκευή χημικών ή βιομηχανικών όπλων, τα τρομακτικά σενάρια ποικίλουν.

Η ανάπτυξη της τεχνολογίας αυτής δεν μπορεί να μείνει ανεξέλεγκτη. Είναι ήδη αφελές και επιβλαβές το γεγονός πως δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις σε δημοκρατικά καθεστώτα επαφίονται στην εμπιστοσύνη που δείχνουν στους δημιουργούς των τεχνολογιών αυτών. Η απουσία ενός κοινού οράματος και παγκόσμιου consensus για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να διοχετευτεί η δύναμη της τεχνητής νοημοσύνης εγκυμονεί ζωτικούς κινδύνους για την γεωπολιτική και κοινωνική σταθερότητα.

Η Τεχνοπολική Τάξη

Για περίπου τετρακόσια χρόνια τα κράτη έχουν υπάρξει οι πρωτεύοντες παράγοντες διάπλασης της γεωπολιτικής σκηνής. Η άφιξη της τεχνητής νοημοσύνης και των εταιρειών που την αναπτύσσουν αμφισβητεί την κυριαρχία αυτή. Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες βρίσκονται πλέον στην αρένα της γεωπολιτικής και αποτελούν υπαρκτούς ανταγωνιστές των Εθνών-Κρατών για την άσκηση επιρροής. Οι εταιρείες αυτές έχουν πάψει να λειτουργούν υπό την επιρροή των κρατών στα οποία εδράζουν και να αποτελούν απλά εργαλεία των κυβερνήσεων. Με πιο πρόσφατο παράδειγμα την απόφαση του Έλον Μασκ να διακόψει την πρόσβαση του Ουκρανικού Στρατού στους δορυφόρους της Starlink και ουσιαστικά να ματαιώσει υποβρύχια επιχείρηση κατά του ρωσικού Ναυτικού, είναι εμφανές πως τέτοιες εταιρείες αναδιαμορφώνουν το παγκόσμιο περιβάλλον στον τομέα των διεθνών σχέσεων και την αντίληψη πέρι γεωπολιτικής. Είναι οι κάτοχοι των τεχνολογιών, υπηρεσιών και των υποδομών που σχετίζονται με την έκφραση οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης των κρατών. Η τεχνητή νοημοσύνη αναμένεται μόνο να διευρύνει την επιρροή αυτή.

Στην πραγματικότητα η υφή των παραπάνω εταιρειών δεν διαφέρει και τόσο από εκείνη των Κρατών. Μπορεί να μην κυβερνούνται από λαϊκά εκλεγμένους ηγέτες (στην περίπτωση των φιλελεύθερων δημοκρατιών), από βασιλικές οικογένειες ή δικτατορικά καθεστώτα, σε ότι αφορά όμως την άσκηση κυριαρχίας οι ομοιότητες είναι φανερές. Η κυριαρχία αυτή δεν πρόκειται όμως περί εκείνης των συνόρων, αλλά πρόκειται για την κυριαρχία επί του συνεχώς εξελισσόμενου ψηφιακού χώρου. Ο ψηφιακός χώρος ή αλλιώς κυβερνοχώρος αποτελεί μια καινούρια διάσταση γεωπολιτικής αρένας στον οποίο τόσο τα κράτη, όσο και οι εταιρείες ανταγωνίζονται για μερίδιο επιρροής, με τις εταιρείες να έχουν το σαφές προβάδισμα. Οι αλγόριθμοι που τρέχουν πίσω από τα περισσότερα κοινωνικά δίκτυα είναι ικανοί να διαμορφώσουν καταναλωτικές αλλά και επαγγελματικές συμπεριφορές, να κατευθύνουν τον δημόσιο διάλογο και να διαπλάσουν αφηγήσεις γύρω από πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά τεκταινόμενα. Αυτή η επιρροή μπορεί να μην είναι ίδια με εκείνη των οπλικών συστημάτων, ωστόσο είναι ένα είδους soft power που επηρεάζει τόσο τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες αλληλεπιδρούν και εκφράζουν τις απόψεις τους, αλλά ακόμα και τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ρόλος της Meta στην εξέγερση του Καπιτωλίου των Η.Π.Α. στις 6 Ιανουαρίου του 2021. Όπως ανακαλύφθηκε από τους εισαγγελείς των ΗΠΑ, όχι μόνο δεν κατάφερε να αποτρέψει την διαιώνιση ψευδών ειδήσεων στην πλατφόρμα του Facebook, αλλά μέσω της περισυλλογής δεδομένων, συστηματικά στοχοποιούσε ανθρώπους που θα ήταν πιο επιρρεπείς να υποπέσουν θύματα τέτοιας παραπληροφόρησης.

Παράλληλα, ιδιωτικές τεχνολογικές εταιρείες παρέχουν σε κυβερνήσεις υπηρεσίες στενά συνδεδεμένες με την εθνική ασφάλεια. Με την αύξηση των κρουσμάτων κυβερνο-επιθέσεων η ανάγκη για την ασφάλεια δεδομένων έχει οδηγήσει τις κυβερνήσεις να βασίζονται στις εταιρείες αυτές για την προάσπιση των δεδομένων και την ανίχνευση των κυβερνο-τρομοκρατών. Τόσο η Microsoft, όσο και η Google αναλαμβάνουν ολοένα και περισσότερα έργα στην οικοδόμηση ψηφιακών συστημάτων του Αμερικανικού στρατού. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται τόσο οι υπόλοιπες φιλελεύθερες δημοκρατίες όσο και απολυταρχικά καθεστώτα για την ενίσχυση των αμυντικών τους ικανοτήτων. Θα μπορούσε κανείς να επισημάνει πως η επιστράτευση ιδιωτικών εταιρειών για την επίτευξη εθνικών στόχων αποτελεί κάτι το σύνηθες, ωστόσο υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά σε σχέση με το παρελθόν: οι εταιρείες αυτές δεν επιτελούν απλά τον ρόλο του «δημιουργού» των νέων τεχνολογιών που βρίσκεται στη διάθεση των κυβερνήσεων, αλλά οικοδομούν τα θεμέλια μιας νέας ψηφιακής επικράτειας στην οποία ασκούν απόλυτα κυριαρχικά δικαιώματα. Στον ψηφιακό κόσμο συγκεντρώνουν στο πρόσωπο τους τον ρόλο του δικαστή, των ενόρκων αλλά και της εκτελεστικής αρχής. Δεν είναι λίγες οι φορές, άλλωστε, που έχουν αψηφήσει κρατικές υποδείξεις ή ακόμα και εθνικές νομοθεσίες.

Παρόλα αυτά, οι εταιρείες αυτές δεν είναι άυλες οντότητες. Παραμένουν “προσγειωμένες” στον φυσικό κόσμο, στον οποίο κυριαρχικά δικαιώματα ασκούν τα κράτη και οι νομοθεσίες τους, τις οποίες είναι υποχρεωμένες να ακολουθούν. Τόσο τα κέντρα δεδομένων, όσο και οι έδρες τους βρίσκονται εντός κρατικών επικρατειών στις οποίες τον τελευταίο λόγο τον έχουν οι κυβερνήσεις. Η ερώτηση όμως είναι «για πόσο ακόμα;». Οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο πρέπει να επιταχύνουν σημαντικά τις νομοθετικές τους διαδικασίες αν πρόκειται να καταφέρουν να εποπτεύσουν και να ελέγξουν ικανοποιητικά τόσο τον ψηφιακό κόσμο, όσο και την αιχμή του δόρατος αυτού, δηλαδή την τεχνητή νοημοσύνη.

Ο νέος ανταγωνισμός Εξοπλισμών και οι διαφορετικές προσεγγίσεις

Κίνα, Ε.Ε. και Η.Π.Α είναι οι τρεις βασικοί παίκτες που θα διαμορφώσουν τα ελεγκτικά πλαίσια πίσω από την εποπτεία της τεχνητής νοημοσύνης. Σταδιακά, κάθε μία από αυτές τις δυνάμεις φαίνεται να επιλέγει και μια διαφορετική προσέγγιση προκειμένου να δαμάσει το νέο αυτό φαινόμενο και τους κινδύνους που αυτό κρύβει. Οι προσεγγίσεις αυτές προσδίδουν και τις ιδεολογικές βάσεις των καθεστώτων αυτών όπως έχουν προκύψει από την ιστορική διαδικασία.

Από την μία οι Η.Π.Α φαίνεται να παραμένουν διστακτικές στην έκδοση νομοθετημάτων για την ρύθμιση της Τεχνητής Νοημοσύνης σε ομοσπονδιακό επίπεδο και εναποθέτουν τεράστια εμπιστοσύνη στις τεχνολογικές εταιρείες για την εξέλιξη της τεχνολογίας αυτής. Ακολουθούν την προσέγγιση της αγοράς, με σκοπό την ενίσχυση της εφευρετικότητας, της τεχνολογικής εξέλιξης και της καινοτομίας. Η Γουασινγκτον αντιμετωπίζει τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες ως μια πηγή οικονομικής ευημερίας, συσσώρευσης πλούτου και πολιτικής ελευθερίας. Συνάδοντας με τις αξίες των προπατέρων της, δίνει περισσότερη βαρύτητα στον ρόλο της περιορισμένης κυβερνητικής επεμβατικότητας και στην προάσπιση της ελευθερίας της έκφρασης και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Βέβαια πίσω από την στάση αυτή, βρίσκεται η ακράδαντη πεποίθηση των Η.Π.Α πως δίνοντας προτεραιότητα στην τεχνολογική πρόοδο και παραμερίζοντας την νομοθετική εποπτεία, είναι ο σαφέστερος τρόπος διασφάλισης των εθνικών τους συμφερόντων, δηλαδή της τεχνολογικής και στρατιωτικής τους υπεροχής. Ωστόσο, η αφελής αυτή νοοτροπία, εθελοτυφλεί εσκεμμένα απέναντι στους κινδύνους πολλαπλασιασμού κακόβουλων προγραμμάτων τεχνητής νοημοσύνης και των δυνατοτήτων τους. Ούτε η Γουάσινγκτον, ούτε το Πεκίνο, ούτε οι Βρυξέλλες θα είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν τις αμέτρητες προκλήσεις που θα προκύψουν, εφόσον το Κουτί της Πανδώρας που ονομάζεται τεχνητή νοημοσύνη ανοίξει και μείνει δίχως ρυθμιστικές δικλείδες ασφαλείας.

Στο αντίθετο ιδεολογικό στρατόπεδο βρίσκεται η Κίνα. Λόγω της φύσεως του καθεστώτος, δεν θα μπορούσε ποτέ να αφήσει την ανάπτυξη αυτών των ανατρεπτικών τεχνολογιών σε δυνάμεις έξω-κρατικές. Η προσέγγιση της είναι κρατικοκεντρική και στοχεύει στην οικοδόμηση μιας ψηφιακής αυτοκρατορίας που σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα φιλόδοξα πρότζεκτ (Belt and Road Iniatitive) θα την τοποθετήσει στην πρωτοκαθεδρία της παγκόσμιας επιρροής, εκθρονίζοντας παράλληλα τον μεγαλύτερο της γεωπολιτικό ανταγωνιστή, τις Η.Π.Α. Το κινεζικό κράτος έχει επενδύσει σημαντικά στην εξέλιξη των τεχνολογιών αυτών, εντός βέβαια των αυστηρών παραμέτρων που το ίδιο έχει ορίσει. Στο όνομα της «κοινής ευημερίας» και της κοινωνικής σταθερότητας, το Πεκίνο έχει δημιουργήσει τα πιο προηγμένα συστήματα ψηφιακής παρακολούθησης, λογοκρισίας και διάδοσης κυβερνητικής προπαγάνδας. Ιδιαίτερα αποτελεσματική κατέληξε η χρήση των συστημάτων αυτών στις πρόσφατες πολιτικές αναταραχές στο Χονκγ Κονγκ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας έχει αναγνωρίσει τα πρωτοφανή οικονομικά και πολιτικά πλεονεκτήματα που η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να του προσφέρει. Αποτελεί για αυτό ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία που διαθέτει για τη διεύρυνση της παγκόσμιας επιρροής και την ανατροπή της υπεροχής της Δύσης. Ωστόσο, τα μεγάλα προγνωστικά γλωσσικά συστήματα και η δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη αναμένεται να τεστάρουν τις αντοχές του λογοκρισιακού ελέγχου που επιβάλλει το Κινεζικό καθεστώς στο διαδίκτυο και ενδεχομένως να προκαλέσουν τον κλονισμό του , ενώ η αμφίπλευρη αυτή φύση της τεχνητής νοημοσύνης, την καθιστά ένα δύσβατο μονοπάτι, το οποίο Κίνα θα πρέπει να περιηγηθεί με την μέγιστη προσοχή εάν επιθυμεί να ηγηθεί στην παγκόσμια αρένα, διατηρώντας ταυτόχρονα τον έλεγχο στο εσωτερικό της.

Η τρίτη προσέγγιση είναι εκείνη των Βρυξελλών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να μη διαθέτει τους τεχνολογικούς γίγαντες των Η.Π.Α. ή της Κίνας, έχει όμως στη φαρέτρα της το περίφημο «Brussels Effect». Το φαινόμενο αυτό, όπως έχει παρατηρηθεί από οικονομολόγους και πολιτικούς επιστήμονες, είναι η διαδικασία κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση εξωτερικεύει de facto (όχι απαραίτητα de jure) τα νομοθετήματα της, εκτός των συνόρων της, χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς της αγοράς προκειμένου να διαμορφώσει μονομερώς ένα παγκόσμιο ρυθμιστικό πλαίσιο προσκείμενο στις αξίες της. Μέσα από την επιρροή των Βρυξελλών, διεθνείς πολυεθνικοί οργανισμοί και εταιρείες καταλήγουν να προσαρμόζονται στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και να το εφαρμόζουν και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαπλάθοντας μια «κοινή γραμμή» υποχρεώσεων και συμπεριφορών. Τυπικά παραδείγματα του φαινομένου αυτού αποτελούν το GDPR Act, για την ασφάλεια των προσωπικών ψηφιακών δεδομένων και το Emmision Trading Scheme για την μείωση των ρίπων των αεροσκαφών.

Αξιοποιώντας την διεθνή της νομοθετική ακτινοβολία η Ευρώπη, θα προσπαθήσει να καινοτομήσει στο μέτωπο της Τεχνητής Νοημοσύνης, θέτοντας το πλαίσιο και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα οριοθετηθεί η εξέλιξη αυτής της τεχνολογίας. Για τις Βρυξέλλες, οι αποσταθεροποιητικές δυνατότητες της Τεχνητής Νοημοσύνης είναι αναγκαίο να δαμαστούν. Δεν μπορεί η τεχνολογική και κοινωνική μεταμόρφωση που θα επέλθει να αφεθεί στις διαθέσεις και τις επιθυμίες μη υπόλογων παραγόντων όπως οι εταιρείες. Όπως και σε παλαιότερα νομοθετήματα, η Ευρώπη θα λειτουργήσει ως προασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών της, δημιουργώντας ένα πλαίσιο στο οποίο η Τεχνητή Νοημοσύνη και τα παρακλάδια της θα υπακούν στις αρχές των νόμων και της δημοκρατικής διακυβέρνησης.  Ήδη, οι νομοθέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν αναλάβει το έργο συγγραφής του AI Act, προκείμενου να οχυρώσουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών έναντι συστημάτων ΑΙ σχεδιασμένα για ψηφιακή παρακολούθηση και κακόβουλης εκμετάλλευσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Άλλες δικλείδες ασφαλείας περιλαμβάνουν την υποχρέωση διαφάνειας και την απαγόρευση δημιουργίας παράνομου περιεχομένου. Αυτή η προσέγγιση κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος, ιδίως μετά τις αλεπάλληλες παραβιάσεις εθνικών και ευρωπαϊκών νομοθεσιών από τις πρωτοπόρες τεχνολογικές εταιρείες (Microsoft, Amazon, Apple, Meta) που έχει ζημιώσει εμφανώς την καλή φήμη και ευνοϊκή μεταχείριση που απολάμβαναν την προηγούμενη δεκαετία.

Σε κάθε περίπτωση, ο νέος αυτός εξοπλιστικός αγώνας θα αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνος εφόσον οι δυνάμεις πίσω από την τεχνητή νοημοσύνη δεν καταλήξουν σε ένα διεθνές consensus για την διακυβέρνηση της. Ο μακροπρόθεσμος στόχος μιας διεθνούς εποπτικής και ρυθμιστικής αρχής θα πρέπει να καταπιάνεται με την ταυτοποίηση και την αντιμετώπιση των κινδύνων που προκύπτουν από την Τεχνητή Νοημοσύνη, χωρίς να φημώνει τις καινοτομίες και την πρόοδο που αυτή έχει να προσφέρει. Θα πρέπει να περιλαμβάνει και να καθιστά υποκείμενους σε υποχρεώσεις όλους εκείνους τους παράγοντες που εργάζονται στο μέτωπο αυτό, δηλαδή τόσο τις εταιρείες όσο και τα έθνη-κράτη. Καθώς τα χρονικά περιθώρια στενεύουν, η διεθνής συνεργασία-σε μια ολοένα και πιο ασταθή γεωπολιτική σκακιέρα-καθίσταται πιο ζωτική από ποτέ. Η διακυβέρνηση της τεχνητής νοημοσύνης θα πρέπει να αποτελέσει παγκόσμια προτεραιότητα. Μόνο με αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσουν τα κράτη και οι λαοί τους να απολαύσουν τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας αυτής. Ειδάλλως, αναμένεται να ξημερώσει μια νέα «εποχή των τεράτων».

Συντάκτης: Νίκος Μπούρλος

Πηγές: 


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.