Την Κυριακή της 17ης Σεπτεμβρίου, πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ πανηγύριζαν για την συμμετοχή στις κάλπες για την ανάδειξη νέας ηγεσίας, λόγω του αριθμού των ψηφισάντων που έφτασε τις 148.821 ψήφους από νέα και παλιά μέλη. Μετά από την διαδικασία, των εσωκομματικών εκλογών, πολλά στελέχη του κόμματος ισχυρίστηκαν ότι αυτό είναι μία “προειδοποίηση προς τη ΝΔ”, ενώ επιπλέον ότι θα πρέπει να “σκιάζονται στο ΠΑΣΟΚ και ότι έρχονται ανατροπές”. Οι αριθμοί όμως λένε πάντα την αλήθεια ασχέτων το πως την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι περίπου εξήντα χιλιάδες από τα παλαιά μέλη έμειναν στο σπίτι τους και πιθανόν έχουν εγκαταλείψει ή πρόκειται να εγκαταλείψουν την μέχρι πρότινος κομματική τους στέγη.
Το 2021 το ΠΑ.ΣΟ.Κ του 8% εξέλεξε πρόεδρο τον Νίκο Ανδρουλάκη, έχοντας διπλάσια και παραπάνω συμμετοχή στις εσωκομματικές κάλπες για την ανάδειξη της δικής του νέας ηγεσίας. Για την ακρίβεια το ΠΑ.ΣΟ.Κ κατάφερε να συγκεντρώσει στις εσωκομματικές του κάλπες, 270.706 ψήφους. Ο ΣΥΡΙΖΑ τότε και ο Αλέξης Τσίπρας τον κατηγορούσαν για μικρομεγαλισμό μόλις εξελέγη νέος πρόεδρος και θέλησε να αξιοποιήσει τη δυνατή εντολή που πήρε.
Ας συνεχίσουμε όμως από εκεί που είχαμε σταματήσει, πριν κάνουμε την παρένθεση για τις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Την Κυριακή της 25ης Σεπτεμβρίου, νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε ο Στέφανος Κασσελάκης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα στο 97,39% της ενσωμάτωσης, στα 522 από τα 536 εκλογικά τμήματα, ο Στέφανος Κασσελάκης έλαβε 70.810 ψήφους και ποσοστό 56,04%. Ενώ η συνηποψήγια του για την προεδρία του κόμματος, Έφη Αχτσιόγλου έλαβε 55.546 ψήφους και ποσοστό 43,96%. Η νίκη του Στέφανου Κασσελάκη επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό τη συντριπτική ιδεολογική ηγεμονία της Δεξιάς, ακόμη και εντός των τειχών (ή των υπολειμμάτων) μιας κατ’ όνομα –όπως αποδείχθηκε– Αριστεράς. Η κυριαρχία στην ηγεσία του κόμματος ενός ανθρώπου δίχως καν κάποια κοινωνικοπολιτική ατζέντα, για τον οποίο γνωρίζουμε απλώς την «αντισυμβατική» προσωπική του ζωή (που ο ίδιος διαφήμισε με κάθε τρόπο), καθώς και ότι φοιτούσε κάποτε στο Κολλέγιο Αθηνών, έκανε σεβαστή περιουσία στις ΗΠΑ και ισχυρίζεται πως μπορεί να νικήσει κάποτε τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ισοδυναμεί με πελώρια πολιτική τομή.
Δίχως άλλο, πρόκειται, για τον ιδεολογικό θάνατο του ΣΥΡΙΖΑ. Όχι του κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς της δεκαετίας του 90΄ και του 00’, που παραλίγο να υποστεί έναν αιφνιδιαστικό θάνατο το 2009-2010, αλλά τελικά άντεξε και εκτινάχθηκε στην κορυφή από την αντιμνημονιακή λαϊκή εξέγερση του 2010-2012. Εκείνο το κόμμα έπαψε να υφίσταται το καλοκαίρι του 2015. Αυτό που το αντικατέστησε ήταν η στροφή προς την σοσιαλδημοκρατία που το διαδέχθηκε την τετραετία 2015-2019, παλεύοντας να διαχειριστεί «φιλολαϊκά» το Τρίτο Μνημόνιο που ψήφισε. Όταν όμως ένα κόμμα δεν μπορεί να έχει μία σταθερή πολιτική ταυτότητα, τότε με εύκολο τρόπο μπορεί να στραφεί προς τα δεξιά όπως έγινε με την εκλογή του Κασσελάκη.
Βεβαίως, ουδεμία συμπόνοια για τους ηττηθείς της εκλογικής διαδικασίας οι οποίοι αποδέχθηκαν την εκλογή προέδρου από μια πλασματική «βάση» του δίευρου, που παραλίγο να χωρέσει ακόμη και τον ταμία του οικογενειακού Ιδρύματος Μητσοτάκη. Από τη στιγμή που, με αυτό τον τρόπο, το κόμμα επέτρεψε στα «βοθροκάναλα της διαπλοκής», όπως οι ίδιοι τα έχουν χαρακτηρίσει, την αποφασιστική εξουσία να διαμορφώσουν το εκλογικό σώμα που θα καθόριζε το μέλλον του, δικαιούμαστε να μιλάμε για κανονική πολιτική αυτοκτονία. Δηλαδή, συνδυαστικό αποτέλεσμα ενός μίγματος απελπισίας, αυτοκαταστροφικού κυνισμού και πολιτικής ευήθειας. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντί για αρχή, να συζητήσει σοβαρά με τον εαυτό για το τι είναι ως κόμμα, πού θέλει να οδηγήσει τη χώρα ως δυνάμει κυβερνητικό κόμμα και με ποιο τρόπο, και ύστερα να εκλέξει την ηγεσία που ανταποκρίνεται σ’ αυτό το πολιτικό και κοινωνικό σχέδιο, πόνταρε στο καθαρά επικοινωνιακό εφέ μιας δίωρης εικονικής κινητοποίησης ενός ασπόνδυλου πλήθους «οπαδών», που κανείς και τίποτα δεν εγγυάται πως θα είναι εκεί την επόμενη μέρα.
Η απόφαση εγκατάλειψης της πολιτικής υπέρ ενός ψεύτικου εντυπωσιασμού είχε ακούσιες συνέπειες, καθώς επέτρεψε την εμφάνιση φανερών και κρυφών μηχανισμών που θέλησαν να διεκδικήσουν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το αποτέλεσμα θα ήταν αδύνατο για οποιαδήποτε πολιτική οντότητα που τηρεί τις βασικές αρχές και αξίες της. Το αποτέλεσμα ήταν η διάλυση και η αντικατάσταση του ηγετικού κόμματος της αντιπολίτευσης από μια νέα ομάδα, της οποίας η προεκλογική στρατηγική βασιζόταν αποκλειστικά στις ωμές τακτικές της συκοφαντικής δυσφήμισης και της δολοφονίας χαρακτήρων με στόχο την απαξίωση κάθε πτυχής της ιστορικής κληρονομιάς του κόμματος.
Οι πολιτικές τομές δεν προκύπτουν, ωστόσο, από παρθενογένεση. Πιθανόν, είναι προϊόν υπόγειων διεργασιών που προηγήθηκαν, υποσκάπτοντας το επίσημο ιδεολογικό και θεσμικό περίβλημα των υφιστάμενων δομών. Ο Στέφανος Κασσελάκης δεν υπερψηφίστηκε από την βάση του ΣΥΡΙΖΑ, μονάχα από έναν κόσμο συντριπτικά ηττημένο που αναζητά απεγνωσμένα έναν σωτήρα. Αυτός ο κόσμος πιστεύει ότι ένας άνθρωπος που έκανε την περιουσία του στο υπερατλαντικό χρηματιστήριο και τον εφοπλισμό, ως εύστροφος ή απλά τυχερός, μπορεί να κυβερνήσει αποτελεσματικά μια χώρα για την οποία σαφώς γνωρίζει ελάχιστα, όπως αποδεικνύεται από τις ζοφερές προοπτικές της. Το επίτευγμα της επιτυχίας του είναι το επιστέγασμα των προσπαθειών του Αλέξη Τσίπρα τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αγωνίστηκε να δημιουργήσει ένα εικονικό πολιτικό κόμμα απλών χειροκροτητών, δίχως εσωκομματική δημοκρατία και παλιομοδίτικα «βαρίδια» που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις στρατηγικές αποφάσεις και οδηγίες του. Ωστόσο, αυτό το έργο ήταν αναποτελεσματικό και δεν συνέβαλε τίποτα στην έκβαση των δύο τελευταίων εκλογών. Αντίθετα, αντικατέστησε τη δυναμική και ποικιλόμορφη συλλογική πολιτική οργάνωση του παρελθόντος με μια εξατομικευμένη και αυτοτελή διαδικτυακή κοινότητα που απομονώθηκε από τον έξω κόσμο.
Και σε αυτό το σημείο καταλήγουμε στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ έχει πλέον, λόγω των νέων δεδομένων που φαίνεται να εδραιώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ, την δυνατότητα να διεκδικήσει και πάλι τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του κυριάρχου κόμματος της ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης. Βέβαια για να γίνει αυτό, το ΠΑ.ΣΟ.Κ θα πρέπει πρώτον να ενδυναμώσει στο επικοινωνιακό μέρος και στην προβολή του στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Σταθμός για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές του κόμματος είναι προφανώς οι ευρωεκλογές της επόμενης άνοιξης. Όμως η θετική σε γενικές γραμμές πανελλαδική επίδοση στις αυτοδιοικητικές εκλογές που προηγήθησαν φαίνεται να επικυρώνει τον “ούριο άνεμο” στα πανιά πλεύσης του άλλοτε κραταιού κόμματος της κεντροαριστεράς. Έτσι, γίνεται αντιληπτό ότι η διαχρονικά πλειοψηφούσα στο εκλογικό σώμα κεντροαριστερά έχει μία μοναδική και ανεπανάληπτη ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει και πάλι στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Συντάκτης: Σωτήρης Σωτηρόπουλος