Η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, αποτελούν όχι μόνο το χερσαίο εθνικό σύνορο της Ελλάδας με την Τουρκία και την Ανατολή, αλλά και την είσοδο από και προς την Ευρώπη. Είναι επίσης μια περιοχή που παραδοσιακά και ιστορικά, στέγαζε ένα ιδιαίτερο εθνοτικό και θρησκευτικό μείγμα, σημείο συνάντησης και φιλικής συνύπαρξης διαφορετικών αλλά και παράλληλα εξαιρετικά όμοιων πολιτισμών και ανθρώπων. Ωστόσο, η πολιτική και οι διεθνείς σχέσεις, τείνουν να αντιτίθενται και να απεμπλουτίζουν τις δράσεις τους από τα ανθρωπιστικά στοιχεία των πολλών, ασκώντας άμεσα και έμμεσα τις αποφάσεις, τις επιλογές και τα συμφέροντα των λίγων. Αλλά αυτό είναι ένα πόρισμα διαχρονικό, διέπεται από τους «φυσικούς νόμους» της πολιτικής και βρίσκει εφαρμογή πάντα και παντού. Η θρησκευτική μουσουλμανική μειονότητα στην περιοχή αποτελεί σημαντικό μοχλό πίεσης και εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας ασκώντας, τουλάχιστον στα μάτια όσων σκοπίμως εθελοτυφλούν σε ζητήματα διεθνούς δικαίου, έναν ρόλο-προμαχώνα του τουρκικού έθνους στην Ελλάδα. Δεν είναι λίγες οι φορές που τούρκοι αξιωματούχοι (θρησκευτικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί) κηρύττουν για την ύπαρξη τουρκικής μειονότητας στα νησιά του Αιγαίου και την Ανατολική Θράκη, αμφισβητώντας υπογεγραμμένες συμφωνίες, νομικές συμβάσεις και πολλές φορές την κοινή λογική.
Εκ προοιμίου προκύπτει έτσι, η φυσική τριβή μεταξύ των δύο χωρών στην προαναφερθείσα περιοχή. Είναι επίσης γνωστές και εύκολα προσβάσιμες πληροφορίες αναφορικά με τις δράσεις της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών (MIT) που λαμβάνει επιθετικό ρόλο σε ενέργειες στο εξωτερικό (Συρία, Γερμανία, Ισραήλ, Λιβύη) με την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών στον αντίποδα, να εκτελεί περισσότερο καθήκοντα παθητικής άμυνας και ήπιας αντικατασκοπείας. Θα προσπαθήσουμε, σε μία σύντομη μα εμβριθή προσέγγιση να προσδιορίσουμε τόσο τις δράσεις της τουρκικής μυστικής διπλωματίας και επιρροής στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης μέσω του προξενείου, καθώς θα ερευνήσουμε και τον ενδιάμεσο ρόλο που λαμβάνει η Ziraat Bankasi, η τουρκική τράπεζα με υποκαταστήματα σε Κομοτηνή, Ξάνθη και Θεσσαλονίκη. Ας γίνουν εξαιρετικά ξεκάθαρες οι θέσεις που ακολουθούνται από την συντριπτική μερίδα των ορθολογικών, δημοκρατικών πολιτών, απόψεις που ακολουθούνται και στην παρούσα ανάλυση. Σε ουδεμία περίπτωση όσα αναφέρονται παρακάτω, δεν έχουν σκοπό να αποτελέσουν φράγμα στις σχέσεις των δύο γειτονικών λαών, που ξεχωριστά των πολιτικών διαφορών, συνυπάρχουν ειρηνικά, παντρεύονται, εμπορεύονται, δραστηριοποιούνται εν γένει μαζί. Το παρόν, αποτελεί μια δριμύτατη και αυστηρή αναφορά και κριτική στις δράσεις της τουρκικής άτυπης και κατά καιρούς παράνομης διπλωματίας και πολιτικής, που τείνει να εκμεταλλεύεται και να αμφισβητεί συμβάσεις και συμφωνίες του διεθνούς δικαίου. Σε καμία περίπτωση, δεν είναι μια επίθεση στην μουσουλμανική μειονότητα που εργάζεται, σέβεται και συμπράττει στην ανάπτυξη της Θράκης, προσφέροντας σημαντικά στην τοπική κοινωνία.
Το τουρκικό γενικό προξενείο στην Κομοτηνή ιδρύθηκε το 1923 και φέρει αντιστοιχία ελληνικής διπλωματικής αποστολής στη Σμύρνη. Καθήκοντα γενικού προξένου, τελεί ο Αϊκούτ Ουνάλ, με υπηρεσία σε κρίσιμα και κομβικά διπλωματικά πόστα (Μόσχα, Δαμασκό, Γενική Διεύθυνση Ευρωπαϊκής Ένωσης). Με αυτά να έχουν ειπωθεί, εύκολα κατανοεί κανείς πόση βαρύτητα δίνει η τουρκική εξωτερική πολιτική στην περιοχή της Θράκης και συγκεκριμένα την Κομοτηνή. Δυνάμει του προξενικού (διπλωματικού) δικαίου, οι πρόξενοι ακολουθώντας τις διπλωματικές αρχές δεν πρέπει να ασχολούνται με τα πολιτικά ζητήματα της περιοχής τους, καθώς αποτελούν συνδετικό κρίκο των δύο λαών (χώρα αποστολής – χώρα υποδοχής), εξυπηρετώντας σκοπούς των πολιτών τους, στον οικονομικό, εμπορικό, ταξιδιωτικό τομέα. Οι πρόξενοι έτσι, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να εμπλέκονται σε εσωτερικά ζητήματα του κράτους υποδοχής, με την αρμοδιότητά τους να περιορίζεται αυστηρά, στην περιφερειακή έκταση που τα διαπιστευτήριά τους ορίζουν.
Η θέση του τουρκικού προξενείου
Ωστόσο, ένας απλός δημότης της Κομοτηνής, θα μπορούσε ισχυριστεί και να επιχειρηματολογήσει για το αντίθετο. Θα μπορούσε να στηρίξει ότι το τουρκικό προξενείο στην Κομοτηνή, όχι μόνο εμπλέκεται στα κοινά, στα εσωτερικά ζητήματα του ελληνικού κράτους και σε στρατηγικές υποδαύλισης της εθνικής κυριαρχίας, αλλά το κάνει φανερά και άμεσα. Σε συνέντευξή του στις 24 Απριλίου του 2022 στον ραδιοφωνικό σταθμό xronos.gr, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Αχμέτ Ιλχάν κατηγόρησε το τουρκικό προξενείο για εμπλοκή του σε εσωτερικά ζητήματα που δεν το αφορούν, όπως για χειραγώγηση των ψηφοφόρων, έπειτα από φωτογράφιση του πρόξενου με συγκεκριμένους και στοχευμένους υποψηφίους. Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Αλληλεγγύης Τούρκων Δυτικής Θράκης, επίσης χαρακτήρισε τον Αχμέτ Ιλχάν, ανάξιο να εκπροσωπεί την τουρκική (!) μειονότητα της Θράκης, λέγοντας πως η μειονότητα δεν θα δώσει την θέση του βουλευτή στον τελευταίο.
Ο Hasan Küçük που εκτελεί χρέη προέδρου του Συλλόγου Αλληλεγγύης Τούρκων Δυτικής Θράκης, κηρύσσοντας συνεχώς υπέρ μιας τουρκικής μειονότητας στην Θράκη ανέφερε ότι, η συνθήκη της Λοζάνης σφετερίστηκε καταλήγοντας με την φράση «θα υπερασπιστούμε μέχρι τέλους τα δικαιώματα κάθε μέλους της τουρκικής μειονότητας Δυτικής Θράκης». Η συνέχεια του χαιρετισμού του στον ιστότοπο του συλλόγου, δεν αναφέρει ούτε σαν ιδέα την έννοια της μουσουλμανικής, θρησκευτικής μειονότητας, θέση που παραβιάζει τις διεθνείς συμφωνίες, όπως αυτές έχουν υπογραφεί από όλα τα συμβαλλόμενα κράτη. Η ρητορική της εν λόγω ομάδας, είναι λοιπόν γνωστή. Ακόμη και υπό επίκληση πλήρη άγνοια, το όνομά της το υποδηλώνει.
Ωστόσο, στις 02/02/2023 ο Hasan Küçük ανάρτησε φωτογραφία μαζί με τους συνεργάτες, ύστερα από συνάντησή τους με τον τούρκο πρόξενο ενώ μάλιστα ακολούθησε και ανταλλαγή δώρων. Αυτό, δεν σημαίνει αναγνώριση της επίσημης τουρκικής διπλωματικής αποστολής στην Ελλάδα, σε μία οργάνωση που χρησιμοποιεί, κηρύττει και επικροτεί ένα αβάσιμο, παράνομο και παράλογο αφήγημα; Αυτό, δεν αντιτίθεται με τις προξενικές αρχές, που οι χώρες αποστολής οφείλουν να σέβονται και να τηρούν στα πλαίσια της φιλοξενίας στη χώρα υποδοχής; Αλήθεια, υπήρξε στη σύγχρονη ιστορία στιγμή, παρόμοιας ρητορικής από πλευράς ελληνικής αποστολής στην Τουρκία; Μάλλον όχι. Και το ζήτημα, δεν τελειώνει καν εδώ.
Ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Πομάκων, Ιμάμ Αχμέτ πριν μερικούς μήνες έπεσε θύμα επίθεσης από ομάδα ατόμων, που ο ίδιος χαρακτήρισε «ανθρώπους του Ερντογάν, που είναι παντού στη Θράκη». Μαζί με την πλειοψηφία των Πομάκων της Ελλάδας (τουλάχιστον αυτών στις θέσεις αποφάσεων, άρα και των ψηφοφόρων τους), ασκούν δριμύτατη κριτική στην κυβέρνηση Ερντογάν, στην ευρύτερη τουρκική εξωτερική πολιτική και στις δράσεις της στην ελληνική παραμεθόριο. Ο ίδιος ο εγγονός του Ιμάμ Αχμέτ, είχε εντοπίσει και σφαίρα στο μπαλκόνι του σπιτιού τους, δείγμα ξεκάθαρης απειλής και εκβιαστικής κίνησης, που σίγουρα δεν υποδηλώνει τυχαία και ασύνδετα κίνητρα. Ο ίδιος, είχε σχολιάσει ότι το τουρκικό προξενείο σε συνεργασία με το τουρκικό υπουργείο άμυνας, είχε δώσει «θάρρος στις μουσουλμανικές κοινότητες της Θράκης». Η ίδια στάση φανερώνεται και από τον πολιτιστικό σύλλογο Πομάκων Θράκης το 2021 κατά την επίσκεψη του τούρκου υπουργού εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου. Αυτοί, τον χαρακτήρισαν ανεπιθύμητο, λέγοντας πως δεν υπάρχει τουρκική μειονότητα και οι ίδιοι είναι έλληνες πομάκοι. Κατά ομολογία μάλιστα, του γνωστού πομάκου δημοσιογράφου, Σεμπαϊδήν Καραχότζα, «το τουρκικό προξενείο προσπαθεί με κάθε τρόπο και μέσο να παρουσιάσει όλους τους μουσουλμάνους της Θράκης ως τούρκους κι όσους δε συμφωνούν μ’ αυτό, προσπαθεί να τους εκτουρκίσει με κάθε τρόπο. Ήδη έχει ανθρώπους σε κάθε μέρος που κατοικούν μουσουλμάνοι, η δουλειά των οποίων είναι να κάνουν πλύση εγκεφάλου στους συντοπίτες τους και να τους πείσουν πως οι μουσουλμάνοι της Θράκης είναι μόνο τούρκοι και τίποτα άλλο. Αυτό γίνεται κυρίως μέσα στα τζαμιά όπου στα κηρύγματα των ιμάμηδων γίνεται πολλές φορές αναφορά σε τούρκους μουσουλμάνους της Θράκης, αλλά και στο ότι η Τουρκία είναι αυτή που ενδιαφέρεται περισσότερο για τους μουσουλμάνους της Θράκης και όχι η Ελλάδα».
Η οικονομική επιρροή και ο ρόλος της Ziraat Bankasi
Γίνεται αντιληπτή, η έντονη παρουσία ανθρώπων επιρροής που άμεσα ή έμμεσα υποστηρίζονται από την τουρκική διπλωματική αποστολή στην Ελλάδα και άλλους μισθωμένους αξιωματούχους της Άγκυρας. Ποια είναι όμως η τράπεζα Ziraat και ποιος ο ρόλος της στην Ελλάδα, αλλά και στην ευρύτερη ύπαρξή της σε χώρες εκτός της Τουρκίας; Πολλά μπορούν να γίνουν ευκόλως εννοούμενα, αν απλώς αναφέρουμε ότι η Γερμανική Ομοσπονδιακή Αρχή Χρηματοοικονομικής Εποπτείας περιόρισε σημαντικά τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος της Ziraat στη Γερμανία, καθώς το κατάστημά της στην Φρανκφούρτη λόγω αποκλίσεων σε δάνεια και στην είσπραξη καταθέσεων. Αυτό, σε συνδυασμό με τις δεκάδες φορές που αξιωματικοί πληροφοριών της Τουρκικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (MIT) έχουν συλληφθεί στη Γερμανία και τις αναφορές για τουρκική κατασκοπεία σε τοπικές γερμανικές ή κουρδικές οργανώσεις, την αντιπολίτευση, μέχρι και το ίδιο την γερμανική βουλή (Bundestag). Ακόμη και τα καταστήματα της Ziraat δεν είναι τυχαία τοποθετημένα. Πέρα από την Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Κομοτηνή, Ξάνθη και μέχρι πρόσφατα στη Ρόδο), η Ziraat διαθέτει -μεταξύ άλλων- καταστήματα στη Βοσνία, το Κόσοβο και το Μαυροβούνιο, το Αζερμπαϊτζάν και τη Ρωσία. Εύκολα κατανοητή γίνεται η αιτία της επιλογής των σημείων αυτών που αποτελούν βαρυσήμαντα κέντρα γεωπολιτικού ενδιαφέροντος και πολιτικής ισχύς της τουρκικής επιρροής.
Η Ziraat Bankasi στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στην Ξάνθη και την Κομοτηνή, είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και άξια έρευνας περίπτωση. Με τα επιτόκιά της να αγγίζουν το 5% όταν οι υπόλοιπες τράπεζες υπερβαίνουν το 10%, προσφέρουν σημαντικό πλεονέκτημα σε επιχειρήσεις μουσουλμάνων στην περιοχή, εξαγοράζοντας ακίνητα ή αγοράζοντας επιχειρήσεις στην περιοχή από τα χέρια Ελλήνων. Τουρκικά προϊόντα με τη δημιουργία καταστημάτων υπό την αιγίδα τουρκικών ομίλων, πωλούνται σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, σκιάζοντας εντελώς την ελληνική, τοπική αγορά. Υπό άλλες συνθήκες, όλα αυτά θα πλαισιώνονταν στην ελεύθερη οικονομία και εμπόριο, χωρίς κανένα πρόβλημα. Ωστόσο, η απουσία του ελληνικού κράτους και η έλλειψη παρεμβατικότητας των αρμόδιων υπουργείων από την περιοχή, αφήνουν σκοπιμότητες που ασκούν συμφέροντα άμεσης εξωτερικής πολιτικής της γείτονας χώρας, σε μία πολύπαθη και ιδιαίτερη περιφέρεια της παραμεθορίου, μόνο επικίνδυνη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Το τουρκικό προξενείο στην Κομοτηνή λοιπόν, όχι μόνο παρεμβάλει στα εσωτερικά ζητήματα του ελληνικού κράτους, αλλά προωθεί και την παρεμβατική, αναθεωρητική τουρκική ατζέντα, μέσω του πιο ισχυρού μοχλού πίεσης που διαθέτει, της θρησκευτικής, μουσουλμανικής μειονότητας. Η τοπική κοινωνία, μα περισσότερο από όλα τα κυβερνητικά όργανα και οι αξιωματούχοι των αρμόδιων υπουργείων και περιφερειών, οφείλουν να ασφαλίσουν και να θωρακίσουν τη Θράκη από τέτοια στοιχεία, χωρίς όμως να πέσουν στην παγίδα «επιχειρήσεων σκούπας», που θα πλήξουν την θρησκευτική μειονότητα και τους μη υπεύθυνους για τις παράνομες και επικίνδυνες αποφάσεις λίγων. Το ισχυρότερο από όλα τα μέτρα όμως, είναι η πληροφόρηση. Εφόσον η πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού είναι έγκυρα ενημερωμένη για τις δράσεις και τις δραστηριότητες που έχουν στόχο να υπονομεύσουν την εθνική κυριαρχία στην περιοχή της Θράκης, οι δρώντες θα χάσουν το δυνατότερό της όπλο, που είναι η παραπληροφόρηση και η κίνηση στο σκοτάδι της άγνοιας. Είναι ένα ζήτημα άξιο έρευνας και προσοχής και με τα νέα στοιχεία που έρχονται στο φως από διαφορετικές πηγές, σίγουρα υπάρχει περισσότερο έδαφος να καλυφθεί, με περισσότερο υλικό να χρήζει μελέτης και έκθεσης.
Συντάκτης: Δημήτρης Τάκος