Οι αυτοδιοικητικές εκλογές, παρ’ όλο που δεν προβάλλονται τόσο όσο οι εθνικές εκλογές, έχουν μεγάλη σημασία για την ποιότητα της δημοκρατίας αλλά και την εύρυθμη λειτουργία του κράτους, καθώς μέσω των περιφερειακών και δημοτικών συμβουλίων δίνονται λύσεις στα προβλήματα των πολιτών, αλλά και αναδεικνύονται οι ιδιαιτερότητες και οι ανάγκες κάθε περιοχής.

Η τοπική αυτοδιοίκηση, όπως και κάθε άλλος πολιτικός και διοικητικός θεσμός, αναπτύχθηκε μέσα στις ιδιόμορφες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές περιστάσεις του ελληνικού κράτους. Ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης εισήχθη την περίοδο της Βαυαρικής αντιβασιλείας, με το Βασιλικό  διάταγμα της 27ης  Δεκεμβρίου. Για πρώτη φορά, η μικρή τότε ελληνική επικράτεια, διαιρέθηκε σε δήμους, επαρχίες και νομούς.

Έπειτα από μια σειρά μεταρρυθμίσεων και οργανωτικών μεταβολών η τοπική αυτοδιοίκηση, πλέον αποτελεί τον δίαυλο επικοινωνίας της κεντρικής κυβέρνησης με την υπόλοιπη χώρα. Ωστόσο, οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που προκάλεσε η πρόσφατη οικονομική κρίση, άφησαν το στίγμα τους και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Η πεποίθηση ότι “όλοι είναι ίδιοι” σε συνδυασμό με μια κλιμακούμενη αποχή των πολιτών από την ενασχόληση με την πολιτική ζωή, αποδυνάμωσε την αυτοδιοίκηση και καλλιέργησε ένα αίσθημα ανασφάλειας στους πολίτες. Σταδιακά, το ποσοστό αποχής από τις αυτοδιοικητικές εκλογές αυξήθηκε κατά πολύ, φτάνοντας  σχεδόν το 40% στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές του 2019.

Όμως η παραπάνω αρνητική κατάσταση τείνει προς αλλαγή. Ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών κατανοούν -πλέον- την ανάγκη για συμμετοχή στην πολιτική, γενικότερα  και στην τοπική αυτοδιοίκηση, ειδικότερα. Μέρος αυτού του ποσοστού αποτελούν και η Φιλαρέτη Αρκουδοχωρίτου, ο Μηνάς Βασιλείου, ο Ίων Λαδόπουλος, ο Σπύρος Μαλάμης, η Κρυσταλλένια Μανάβη και ο Γιάννης Χριστοδουλίδης, οι οποίοι κατέρχονται ως υποψήφιοι στον δήμο Θεσσαλονίκης, στις αυτοδιοικητικές εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση στις επερχόμενες εκλογές. Είχαμε την ευκαιρία μέσω από μια εκτενή συζήτηση μαζί τους που ακολουθεί παρακάτω, να κατανοήσουμε τους λόγους που παρακινούν τους νέους να ασχοληθούν πλέον με το πολιτικό γίγνεσθαι, τα εμπόδια με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι, καθώς επίσης να αναλύσουμε και το φαινόμενο του πολιτικού κυνισμού, μέσα από την οπτική των νέων αυτών ανθρώπων.

Σχετικά με τους λόγους που παρακινούν, έναν νέο ή μια νέα να ασχοληθεί με τα κοινά και την τοπική αυτοδιοίκηση συγκεκριμένα, καθώς και τα προβλήματα που ενδεχομένως μπορεί να αντιμετωπίσει, η Φιλαρέτη Αρκουδοχωρίτου ισχυρίζεται ότι, σήμερα ένας νέος άνθρωπος βιώνει πολλές δυσκολίες. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία, όπως η ακρίβεια των τιμών, οι φυσικές καταστροφές λόγω κλιματικής αλλαγής, το τραγικό συμβάν στα Τέμπη και πολλά ακόμη, αποτελούν καταστάσεις με τις οποίες ένας νέος έρχεται αντιμέτωπος με τους συνολικούς όρους ζωής. Εκτός από αυτά αν κοιτάξει κανείς την καθημερινότητα στην πόλη θα δει την τραγική κατάσταση που υπάρχει στα ΜΜΜ, στην ελλιπή καθαριότητα, τους ανύπαρκτους χώρους άθλησης και πρασίνου – αναψυχής και πολιτισμού. Όλα αυτά αποτελούν τους λόγους για κάθε νέο να ασχοληθεί πιο δυναμικά στην διεκδίκηση της ζωής που μας αξίζει.

Από την άλλη ο Μηνάς Βασιλείου αναφέρει:

”η απόφασή μου να ασχοληθώ με τα κοινά και την τοπική αυτοδιοίκηση ξεκίνησε από το βαθύ ενδιαφέρον μου για την κοινωνία στην οποία ζω. Από μικρή ηλικία, πάντα με ενέπνευσε η ιδέα της συνεργασίας για τη δημιουργία θετικής αλλαγής. Βλέπω την τοπική αυτοδιοίκηση ως τον πυρήνα της κοινότητάς μας, το μέρος όπου οι αποφάσεις που λαμβάνονται έχουν άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινή μας ζωή. Η επιθυμία μου να συμβάλω σε αυτήν τη διαδικασία προέρχεται από την πεποίθησή μου ότι μια ενεργά εμπλεκόμενη κοινότητα μπορεί να δημιουργήσει αληθινή αλλαγή και να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για όλους μας. Κατανοώ πλήρως ότι υπάρχουν προκλήσεις, όπως η έλλειψη εμπειρίας και η πολυπλοκότητα των διαδικασιών. Ωστόσο, βλέπω αυτές τις προκλήσεις ως ευκαιρίες για μάθηση και ανάπτυξη. Πιστεύω ότι με αφοσίωση, προσήλωση και τη δέσμευση να μάθω συνεχώς, μπορώ να ξεπεράσω τα εμπόδια αυτά. Τέλος, η ενεργή συμμετοχή στην τοπική αυτοδιοίκηση για μένα είναι περισσότερο από μια δραστηριότητα. Είναι η ευκαιρία να συμβάλω στη δημιουργία ενός καλύτερου μέλλοντος για τη γειτονιά μας και να βελτιώσω την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Είμαι αποφασισμένος να δουλέψω σκληρά, να ακούω τις ανησυχίες των συμπολιτών μου και να προτείνω και υποστηρίξω πολιτικές που θα ενισχύσουν την κοινότητά μας.”

Αντίστοιχα ο Ίων Λαδόπουλος υποστηρίζει:

εμείς οι νέοι άνθρωποι είμαστε γεμάτοι όνειρα και φιλοδοξίες για να φτιάξουμε έναν νέο, καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο. Αυτό μαζί με την συνεχή κριτική που ασκούμε στο κράτος και την κοινωνία, μάς ωθούν να ενεργοποιηθούμε πολιτικά από το επίπεδο του ενεργού πολίτη μέχρι του ενεργού πολιτικού. Όσον αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση ειδικότερα, η πόλη του καθενός παρουσιάζει μεγάλες ελλείψεις και προβλήματα. Η προβολή αυτών των προβλημάτων της καθημερινότητας και ο αγώνας προς την επίλυσή τους είναι αυτά που μπορούν να οδηγήσουν έναν νέο, όπως και στην περίπτωση την δική μου, στο να ασχοληθεί με την τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς όχι μόνο μπορεί να συμβάλει στην εύρεση ουσιαστικών  λύσεων, αλλά και επειδή το ίδιο το δημοτικό συμβούλιο αποτελεί μια μικρή κλίμακα της κεντρικής πολιτικής σκηνής, καθιστώντας το ως έναν προθάλαμο, αλλά και μια δοκιμασία για να δει κανείς αν η ενεργή πολιτική δράση είναι κάτι που τον ευχαριστεί πραγματικά. Παρόλα αυτά, τα εμπόδια μπορούν να είναι πολλά προς το όραμα του καθενός, από τη μη στήριξη του κόσμου, ώστε να εκλεγεί κανείς, μέχρι και την εμπόδιση της προσπάθειάς σου από μεμονωμένα άτομα ή ομάδες με αντίθετα συμφέροντα.”

Ο Σπύρος Μαλάμης τονίζει :

”είναι αλήθεια πως η συμμετοχή στα κοινά, μέσω της θεσμικής οδού, για έναν νέο ή μία νέα δεν είναι συχνό φαινόμενο. Παρόλα αυτά, η τοπική αυτοδιοίκηση συνιστά έναν από τους πλέον άμεσους πολιτικούς θεσμούς, παρακινώντας έτσι τις νέες και νέους που θέλουν να ασχοληθούν περαιτέρω με τα κοινά, να συμμετέχουν ενεργά. Βέβαια, θα πρέπει να αναφέρουμε πως υπάρχουν θεσμικές και μη δυσκολίες και εμπόδια για έναν νέο να εκλεγεί και να συμμετάσχει στα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης, με κυριότερο εξ αυτών την έλλειψη εμπιστοσύνης στις δυνατότητες και τις ικανότητες των νέων ανθρώπων, η οποία εκφράζεται και στην πράξη. Αναφορικά με τη δική μου υποψηφιότητα, η μέχρι τώρα ενασχόλησή μου με τα κοινά σχετίζεται κυρίως με τη συμμετοχή και στήριξη σε κινητοποιήσεις των κοινωνικών και ταξικών κινημάτων της πόλης. Παράλληλα, δε, οι προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές μου στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, ενέτειναν το ενδιαφέρον για την άσκηση πολιτικής σε θεσμικό επίπεδο.”

Η Κρυσταλλένια Μανάβη αναφέρει πως ο λόγος που την παρακίνησε ήταν η περιέργεια!

”Προσωπικά, το κίνητρο μου, αρχικά τουλάχιστον, ήταν αυτό! Με ενοχλούσαν πολλά πράγματα, θαύμαζα κάποια άλλα, κι έτσι ήθελα να δω με τα μάτια μου πώς λειτουργούν όλα όσα επηρεάζουν την ποιότητα της καθημερινότητάς μου. Ήθελα να καταλάβω καλύτερα… Ποιές είναι οι διαδικασίες; Ποιά είναι τα εμπόδια που μας κρατάνε πίσω; Πώς λαμβάνονται οι πρωτοβουλίες που μας πηγαίνουν μπροστά; Έχω κάτι να προσφέρω εγώ; Τι χρειάζεται ο Δήμος; Το πρώτο βήμα για να αλλάξεις κάτι, είναι να το δεις στις σωστές διαστάσεις του. Τώρα, δεν θα πω ψέματα, υπάρχουν εμπόδια… Αρχικά, αντιμετωπίζεις δυσπιστία λόγω της ηλικίας, γιατί δεν έχεις ακόμα δεκαετίες έργου και προσφοράς πίσω σου, όπως έχουν άλλοι που δραστηριοποιούνται στο χώρο. Και αυτό οδηγεί μερικούς, πολύ άδικα, στην υποτίμηση. Δυστυχώς υπάρχει ακόμα αυτή η νοοτροπία, που μας έχει κοστίσει ιδιαίτερα και έχει άμεσο αντίκτυπο στην απουσία πολιτικής συμμετοχής των νέων. Η όρεξη, η φρέσκια ματιά, η διαφορετική οπτική ενός νέου ανθρώπου, είναι κάτι που και μπορεί και πρέπει, να συμπληρώνει κάθε στάδιο της πολιτικής εκπροσώπησης. Ωστόσο, ίσως το πιο δύσκολο για ένα νέο άτομο που κάνει τα πρώτα του βήματα στην πολιτική, είναι η βαριά δόση ρεαλισμού που θα πάρει. Μικροπολιτική, χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, υποκρισία και πολλά άλλα, ίσως σε κάνουν να χάσεις την θέληση σου για προσφορά και να θες τα παρατήσεις. Γι’ αυτό, πρέπει να βρεις άτομα που εμπιστεύεσαι και που πιστεύουν και αυτά σε σένα, και να επιμένεις διαρκώς για το καλύτερο, ότι άσχημο και αν  συμβαίνει γύρω σου.”

Τέλος, ο Γιάννης Χριστοδουλίδης ισχυρίζεται πως ένας νέος ενασχολείται με τα κοινά καθώς βλέπει γύρω του τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία των πολιτών.

”Στην εποχή μας ιδιαίτερα βλέπουμε την Ελλάδα, αλλά και την Ευρώπη, να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην ακροδεξιά και τον φασισμό. Επομένως, είναι η επιτακτική  ανάγκη. εμείς οι νέοι να αντιδράσουμε, να βγούμε μπροστά  και παράλληλα να ενεργοποιήσουμε όσους άλλους νέους μπορούμε. Τα τελευταία χρόνια γίναμε μάρτυρες των πολιτικών αποτελεσμάτων της ακροδεξιάς ρητορικής και είναι χρέος μας να μην αφήσουμε τα γεγονότα αυτά να επαναληφθούν. Όσον αφορά το κομμάτι της αυτοδιοίκησης, ένας νέος εδρεύει στον τόπο του. Κατανοεί τα προβλήματα που υπάρχουν στην περιοχή του, όποτε αν ενεργοποιηθεί πολιτικά και αγωνιστεί είτε ως υποψήφιος είτε μέσω της στήριξης κάποιας αυτοδιοικητικής παράταξης, θα μπορέσει να αλλάξει τον τόπο του προς το καλύτερο. Επιπροσθέτως, επειδή στην Ελλάδα επικρατεί ένας τοπικισμός και μια αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα του καθενός, ένας νέος θα ασχοληθεί περισσότερο με τον τόπο του.”

Αναφορικά με την διαχρονική στάση -ιδιαίτερα των νέων πολιτών- με τα τεκταινόμενα στην τοπική αυτοδιοίκηση, είναι θα λέγαμε από αδιάφορη έως και αρνητική. Πώς και γιατί πιστεύετε πρέπει να αλλάξει αυτός ο συσχετισμός, νέων και τοπικής αυτοδιοίκησης;

Στην ερώτηση αυτή η Φιλαρέτη Αρκουδοχωρίτου τόνισε πως, ”το ότι σήμερα η πλειοψηφία των νέων δεν ασχολείται με τα κοινά, όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο αλλά και γενικά, έχει να κάνει και με το γεγονός ότι πολλές φορές δεν έχει ούτε τον χρόνο, ούτε την διάθεση να συμμετέχει πιο ενεργά. Υπάρχουν όμως χιλιάδες νέοι σε όλη την Ελλάδα που τους προηγούμενους μήνες και ειδικά στις κινητοποιήσεις για τα Τέμπη, έδειξαν ότι μονό «απολιτίκ» δεν είναι.”

Ο Μηνάς Βασιλείου επιβεβαιώνει την παραπάνω άποψη και υποστηρίζει:

”ότι πράγματι, παρατηρείται πολλές φορές μια αδιάφορη ή και αρνητική στάση των νέων προς την τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται σε έναν αριθμό παραγόντων που επηρεάζουν την αντίληψή μας για την πολιτική συμμετοχή. Καταρχάς, πολλοί από εμάς μεγαλώνουμε με την εντύπωση ότι η πολιτική είναι μια σύνθετη και απομακρυσμένη διαδικασία, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται αλλού και δεν επηρεάζουν την καθημερινή μας ζωή. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι η τοπική αυτοδιοίκηση επηρεάζει πολλές πτυχές της ζωής μας, από την υποδομή μέχρι τις υπηρεσίες που λαμβάνουμε. Επίσης, υπάρχει μια αίσθηση ότι οι νέοι δεν έχουν αρκετή επιρροή για να αλλάξουν τα πράγματα. Αυτή η αντίληψη μπορεί να προέρχεται από το γεγονός ότι οι πολιτικές διαδικασίες είναι συχνά πολύπλοκες και απροσπέλαστες. Ωστόσο, πρέπει να αντιληφθούμε ότι η συμμετοχή μας, ακόμη και σε μικρές κλίμακες, μπορεί να έχει συνολικό αντίκτυπο και να προκαλέσει αλλαγές που αφορούν την κοινότητά μας. Για να αλλάξει αυτός ο συσχετισμός, πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο στην εκπαίδευση και την ενημέρωση των νέων σχετικά με την τοπική αυτοδιοίκηση. Πρέπει να δημιουργήσουμε μηχανισμούς που θα καταστήσουν τη συμμετοχή πιο προσιτή και ελκυστική για εμάς. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η συμβολή μας μπορεί να προωθήσει τις αλλαγές που επιθυμούμε για την κοινότητά μας. Τέλος, η αντίληψη ότι η τοπική αυτοδιοίκηση δεν αφορά την προσωπική μας ζωή πρέπει να αντικατασταθεί από μια πιο ανοιχτή και ενημερωμένη προσέγγιση. Με την ενίσχυση της συμμετοχής μας, μπορούμε να διαμορφώσουμε το περιβάλλον μας και να επηρεάσουμε θετικά την ανάπτυξη και την πορεία της τοπικής μας κοινότητας.”

Αντιστοίχως, ο Ίων Λαδόπουλος αναφέρει πως η στάση των νέων απέναντι στην τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να αλλάξει, γιατί λόγω των αρμοδιοτήτων της μπορεί να προσφέρει λύσεις στα προβλήματα της καθημερινότητάς τους πολύ πιο άμεσα από ότι θα μπορούσε η κεντρική διοίκηση στα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Όσον αφορά το πως, η προσέγγιση θα πρέπει να γίνει από δύο μέτωπα. Αφενός οι νέοι θα πρέπει να ενημερωθούν ή να τους παρέχεται ενημέρωση για τις λειτουργίες, τις αρμοδιότητες και τις δυνατότητες που μπορεί να έχει μια λειτουργική τοπική αυτοδιοίκηση και αφετέρου η ίδια η τοπική διοίκηση να θίγει και να παρέχει λύσεις στα καίρια προβλήματα των νέων, όπως η επίλυση του ζητήματος των δρομολογίων του ΟΑΣΘ, η έλλειψη πράσινων κοινόχρηστων χώρων και η συντήρηση των εκπαιδευτικών εγκαταστάσεων, δηλαδή τα σχολεία.

Ο Σπύρος Μαλάμης αναφέρει επίσης ότι είναι γεγονός πως τόσο η συμμετοχή όσο και η στάση πολλών νέων απέναντι στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι κυρίως αδιάφορη. Πράγματι, φαίνεται πως τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας δήμος ή μια κοινότητα δεν επηρεάζουν στο βαθμό που θα ανέμενε κανείς τους νέους και τις νέες. Αν και η αδιαφορία των νέων έχει μια διαχρονική διάσταση, η περίοδος της κρίσης που βιώνουμε για πάνω από μία δεκαετία έχει οξύνει το φαινόμενο. Και αυτό διότι, οι νέοι και οι νέες αναγκάζονται να επωμιστούν ένα πολύ δυσανάλογο βάρος, γεγονός που επιδρά καθοριστικά στην καθημερινότητά τους. Πολλές και πολλοί νέες και νέοι αναγκάζονται να εργάζονται παράλληλα με τη φοίτησή τους, να εργάζονται πολλές ώρες, ώστε να συντηρούν και την οικογένειά τους, ή να επιλεγούν τη δύσκολη, αλλά και μοναδική, διέξοδο προς το εξωτερικό. Από την άλλη πλευρά, διακατέχονται από ένα αίσθημα αποκλεισμού τόσο από το κράτος σε κεντρικό επίπεδο, όσο και σε τοπικό επίπεδο. Ένας αποκλεισμός που ενισχύει την υπάρχουσα αδιαφορία ή την αρνητική τους στάση απέναντι στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Επιπρόσθετα, η Κρυσταλλένια Μανάβη τόνισε ότι πράγματι, παρατηρείται μια τάση αδιαφορίας ή ακόμα και αρνητικής στάσης.

Συχνά, αυτό οφείλεται στην έλλειψη ενημέρωσης: οι νέοι ενδέχεται να μην έχουν επαρκή ενημέρωση σχετικά με τον ρόλο και τη σημασία της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και τα οφέλη που μπορεί να φέρει στην καθημερινή τους ζωή. Γι’ αυτό, είναι σημαντικό να μαθαίνουν τη λειτουργία, τον ρόλο και τις ευκαιρίες που προσφέρει, και σίγουρα πρέπει να έχουν δυνατότητα να συμμετάσχουν στην τοπική αυτοδιοίκηση. Και φυσικά, είναι καθήκον της δημοτικής αρχής να ενσωματώνει θέματα που αφορούν τους νέους στην ατζέντα της, ώστε να καλλιεργηθεί μια αμφίδρομη σχέση. Θεωρώ ότι δεν είναι εύκολο για πολλούς να αντιληφθούν ότι ζούμε σε έναν διαφορετικό κόσμο από αυτόν που ζούσαν οι γονείς μας ή οι παππούδες μας. Η τεχνολογία έχει αλλάξει τα πάντα, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η κοινωνικοπολιτική συγκυρία είναι τόσο ιδιαίτερη, που η τωρινή εμπειρία ενός νέου ατόμου στον κόσμο, δεν μπορεί να αποδοθεί εύκολα από κάποιον άλλον. Επομένως, πρέπει ο νέος του σήμερα, να εκπροσωπείται από ανθρώπους που μπορούν να τον καταλάβουν, με αντίστοιχα βιώματα και όχι μόνο από όσους πιστεύουν ότι τον καταλαβαίνουν στη θεωρία. Και είναι, ειλικρινά, πολύ πολύτιμη η εμπειρία αυτή. Μέσα από την ενεργό συμμετοχή στα τοπικά τεκταινόμενα, σου έρχονται ιδέες, σου λύνονται απορίες και γενικά θεωρώ ότι είναι μία διαδικασία που αν έχει λίγο κάποιος το «μικρόβιο» της πολιτικής, αξίζει να την δει από κοντά. ”

Από την άλλη ο Γιάννης Χριστοδουλίδης ισχυρίζεται πως  υπάρχει απογοήτευση στους νέους γιατί βλέπουν εδώ και χρόνια τα ίδια πρόσωπα να εκλέγονται σε αυτοδιοικητικές θέσεις. Θα έλεγε κανείς ότι υπάρχει ένα καθεστώς οικογενειοκρατίας και «βασιλευόμενης δημοκρατίας» στην τοπική αυτοδιοίκηση, όπου εκλέγεται μια ο πατέρας, μετά ο γιός  και ούτω καθεξής. Η οικογενειοκρατία μάλιστα είναι ακόμα ισχυρή στην τοπική αυτοδιοίκηση από ότι στο εθνικό κοινοβούλιο. Αυτή η εναλλαγή προσώπων εκτός του ότι σταματάει κάθε προσπάθεια αλλαγής, δημιουργεί ιδεολογικές ταυτίσεις μεταξύ αριστερών, κεντρώων και δεξιών υποψήφιων. Δημιουργούνται υποσχέσεις, οι οποίες εν πολλοίς είναι λόγια του «αέρα» και χωρίς σχέδιο και φυσικά όταν εν τέλει εκλέγονται, δεν υλοποιείται καμία υπόσχεση και δεν αλλάζει τίποτα. Οι νέοι θέλουν την αλλαγή, αποζητούν μια πιο προοδευτική φωνή και λόγω της επαναστατικότητας που τους χαρακτηρίζει, αποθαρρύνονται να ενασχοληθούν ενεργά με την τοπική αυτοδιοίκηση εξαιτίας  της στασιμότητας που επικρατεί.

Σχετικά με το ενδημικό πρόβλημα των τελευταίων ετών του πολιτικού μας συστήματος όπως είναι η αποχή από τις εκλογικές αναμετρήσεις όλων των βαθμίδων εξουσίας, πώς θα μπορούσε να επανέλθει το ενδιαφέρον και συνάμα η συμμετοχή των πολιτών στις κάλπες στα προ εικοσαετίας επίπεδα; Αν μπορούσατε να εντοπίσετε έναν μόνο λόγο που η αποχή σε όλες τις εκλογές καλπάζει αντί να μειώνεται, ποιον θα υπογραμμίζατε;

Η Φιλαρέτη Αρκουδοχωρίτου πιστεύει :

”για την αποχή του κόσμου από τις εκλογές σίγουρα δεν μπορούμε να απαντήσουμε με έναν μόνο λόγο, καθώς είναι αρκετοί οι παράγοντες που έχουν οδηγήσει τον λαό στην επιλογή να μην συμμετέχει στις εκλογές με την ψήφο του. Παρόλα αυτά εκτιμάμε ότι κυριότερη αιτία της αποχής, δεν είναι η απάθεια και ιδιαίτερα των νέων να πάνε ως την κάλπη, όπως λένε πολλοί, αλλά ότι το πολιτικό σύστημα και φυσικά οι συνολικοί όροι ζωής, έχουν οδηγήσει τον κόσμο σε αποστροφή, σε απογοήτευση και μάλιστα δικαιολογημένα. Η σημερινή κυβέρνηση και όλες οι προηγούμενες, έχουν αποδείξει ότι, όσα πρόσωπα και αν αλλάξουν στην εξουσία, η κατάσταση δεν αλλάζει, αν ο λαός δεν επιλέξει να γίνει πρωταγωνιστής, αν δεν γίνει αυτό που λέμε και εμείς με ένα σύνθημα, «ο λαός να σώσει τον λαό». Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος σήμερα έχει δει να αλλάζουν πόσες κυβερνήσεις, διαφορετικού «χρώματος», έχει δει να γίνονται συγκυβερνήσεις, είτε μεταξύ μεγάλων αστικών κομμάτων όπως ΝΔ με ΠΑΣΟΚ, είτε με πιο μικρά (πχ Ποτάμι) δοκίμασε την «πρώτη φορά αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ που μάλιστα συγκυβέρνησε για την μισή θητεία του με το ακροδεξιό κόμμα των ΑΝΕΛ. Τελικά αυτό που του έμεινε είναι «κάθε κυβέρνηση χειρότερη από την προηγούμενη». Επομένως, είναι επόμενο να αισθάνεται απέχθεια για το πολιτικό σύστημα και για τις εκλογικές διαδικασίες διότι ως έναν βαθμό έχει κατανοηθεί ότι ριζικά η κατάσταση δεν μπορεί να αλλάξει. Φυσικά αυτό συμφέρει το σημερινό σύστημα, γιατί με την αποχή, ενώ μπορεί να θέλουμε να στείλουμε ένα μήνυμα αντίδρασης, στην πραγματικότητα στέλνουμε μήνυμα ανοχής στην σημερινή πολιτική. Πιστεύουμε ότι η συμμετοχή στις κάλπες μπορεί να αυξηθεί παράλληλα με την συμμετοχή του κόσμου στον καθημερινό αγώνα, στην διεκδίκηση και στις συλλογικές διαδικασίες.”

Στην ίδια συνιστώσα κινούνται και οι απόψεις του Μηνά Βασιλείου ο οποίο θεωρεί πως πράγματι, έχουμε δει μια αυξανόμενη τάση της αποχής από τις εκλογές τα τελευταία χρόνια, και αυτό είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο για το πολιτικό μας σύστημα.

”Πιστεύω ότι η βασική αιτία που η αποχή συνεχίζει να αυξάνει αντί να μειώνεται είναι η αίσθηση της αναποτελεσματικότητας και της απογοήτευσης που νιώθουν πολλοί πολίτες. Οι εκλογές αναμένεται να είναι ένας τρόπος για να εκφράσουμε τις απόψεις μας και να επηρεάσουμε την πολιτική κατεύθυνση. Ωστόσο, όταν οι πολίτες νιώθουν ότι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις προσδοκίες τους, τότε αμφισβητούν την αξία της συμμετοχής τους στην διαδικασία. Οι πολιτικοί πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που ενθαρρύνει την αμοιβαία επικοινωνία και τη συνεργασία με τους πολίτες. Η διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων και η ανταπόκριση στις ανάγκες του κοινού είναι καίρια για να αναζωογονήσουμε το ενδιαφέρον μας για τις εκλογές. Επιπλέον, η ενημέρωση και η εκπαίδευση των πολιτών σχετικά με τη σημασία των εκλογών και τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος είναι ζωτικής σημασίας. Όταν οι πολίτες γνωρίζουν πώς η συμμετοχή τους μπορεί να επηρεάσει την κοινωνία και την πολιτική, τότε είναι πιο πιθανό να συμμετάσχουν ενεργά. Τέλος, πιστεύω ότι η δημιουργία περισσότερων ευκαιριών για τη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων, είτε μέσω δημόσιων διαβουλεύσεων είτε μέσω πρωτοβουλιών πολιτών, μπορεί να αυξήσει το αίσθημα της εμπλοκής και να μειώσει την απογοήτευση που οδηγεί στην αποχή. Αν οι πολίτες βιώνουν την επίδραση των ενεργειών τους, τότε είναι πιθανότερο να ανταποκριθούν και να συμμετάσχουν περισσότερο στις εκλογικές διαδικασίες.”

Στις παραπάνω απόψεις συμπίπτει και η γνώμη του Ίων Λαδόπουλου, ο οποίος υπογραμμίζει, η εκπαίδευση και ενημέρωση των πολιτών, η διαμόρφωση πολιτικής συνείδησης και άποψης είναι το κλειδί τόσο για την κατανόηση της κατάστασης, όσο και για την ενεργότερη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία. Θεωρώ καίριο αποτρεπτικό παράγοντα της συμμετοχής των πολιτών γενικά στην εκλογική διαδικασία την απογοήτευση της πλειονότητας του κόσμου από τις ανεπαρκείς ή έστω ανεφάρμοστες πολιτικές της εκάστοτε διοίκησης ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης απέναντι σε βασικά ζητήματα που μαστίζουν την κοινωνία.

Ο Σπύρος Μαλάμης, επίσης υποστηρίζει:

”τα υψηλά ποσοστά αποχής από την εκλογική διαδικασία είτε αναφερόμαστε σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο είτε σε περιφερειακό και τοπικό, συνιστούν ένα ζήτημα που πρέπει να μας απασχολήσει ιδιαίτερα. Αναλογιζόμενοι, μάλιστα, τις αλλεπάλληλες κρίσεις σε οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο που  βιώνει η χώρα ήδη από το 2009 μέχρι και σήμερα, θα περιμέναμε την αύξηση παρά τη μείωση της συμμετοχής των πολιτών στις εκλογικές αναμετρήσεις. Όσο αντιφατικό και παράδοξο και αν φαίνεται αυτό, το φαινόμενο της αποχής είναι ένα πολυσύνθετο ζήτημα. Ίσως ο συνδετικός κρίκος του πολύπλευρου αυτού φαινομένου που αξίζει να υπογραμμίσουμε εδώ είναι κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου δόγματος του «There Is No Alternative» («Δεν υπάρχει εναλλακτική»). Μία από τις πλέον σημαντικές επιπτώσεις της επικράτησης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου υπήρξε η ολοένα και μεγαλύτερη τάση του πολιτικού συστήματος να πολώνεται προς το κέντρο, μετατοπίζοντας ή/και καταργώντας τα όρια της διάκρισης μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Το γεγονός αυτό έχει βαρύνουσα σημασία καθώς έχουμε μεταβεί σε ένα μοντέλο που στηρίζεται στον άνευ όρων συμβιβασμό στο πλαίσιο μιας διαχειριστικής λογικής του υπάρχοντος και όχι στην πολιτική σύγκρουση και αντιπαράθεση αντιτιθέμενων πολιτικών θέσεων και προγραμμάτων. Το αποτέλεσμα του νέου αυτού πλαισίου που έχει διαμορφωθεί είναι η δημιουργία ενός αισθήματος πολιτικού αδιεξόδου για ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, γεγονός που το οδηγεί στην επιλογή της  αποχής. Η τάση, λοιπόν, της πλειοψηφίας των πολιτικών κομμάτων, ομάδων ή σχημάτων, να παρουσιάζουν πανομοιότυπες προτάσεις σε κεντρικά ζητήματα, σε συνδυασμό με την  έλλειψη ουσιαστικών εναλλακτικών προτάσεων, δημιουργεί στους πολίτες ένα αίσθημα  αδιεξόδου που τους απομακρύνει από τη συμμετοχή τους στα κοινά, ιδιαίτερα τους πολίτες που εντάσσονται στο χώρο της ευρύτερης Αριστεράς. Υπό το πρίσμα αυτό, μια ενδεχόμενη  επιστροφή στα προ εικοσαετίας επίπεδα συμμετοχής δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από την ανάπτυξη και τη συγκροτημένη παρουσίαση εναλλακτικών, ριζοσπαστικών προτάσεων, οι οποίες δεν περιορίζονται στη λογικής της διαχείρισης της υπάρχουσας κατάστασης, αλλά στοχεύουν στην αλλαγή του υποδείγματος.”

Ακόμη η Κρυσταλλένια Μανάβη πιστεύει πως το ζήτημα της αποχής είναι πολύ σύνθετο και δεν υπάρχει μία και μοναδική λύση, όπως και σε κανένα σύνθετο πρόβλημα οι λύσεις δεν είναι απλές.

”Πολλοί πιστεύουν ότι η αποχή είναι απλά αδιαφορία, και συχνά πράγματι είναι. Ωστόσο, εξίσου συχνά, είναι μία αρκετά συνειδητοποιημένη επιλογή, αλλά όπως όλες οι πολιτικές επιλογές, κρίνεται. Καταλαβαίνω απόλυτα το ότι υπάρχει μια μεγάλη αίσθηση ματαιότητας στον κόσμο, είναι γενικευμένη η απογοήτευση από τα πολιτικά και αυτό είναι που ευθύνεται στον μεγαλύτερο βαθμό για αυτή την κατάσταση. Και δεν έχω το θράσος να «κουνήσω το δάχτυλο» στον πολίτη για αυτό, η κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς,  σημαίνει ότι οι θεσμοί είναι που πρέπει να τα πάνε καλύτερα. Μπορεί να μην συμφωνώ με την αποχή ως αντίδραση, αλλά την καταλαβαίνω. Όπως συμβαίνει και στην καθημερινή μας ζωή με άλλα πράγματα, όταν κάτι μας στεναχωρεί, απλά να θέλουμε να μην ασχοληθούμε, να κάνουμε πως δεν υπάρχει. Δυστυχώς όμως, στην πολιτική δεν έχουμε την πολυτέλεια να το κάνουμε αυτό. Όχι πια. Κρίνονται οι ζωές μας. Τα πάντα γύρω μας είναι πολιτική. Από τη λακκούβα στο οδόστρωμα που μας τραντάζει το αμάξι όταν πηγαίνουμε στη δουλειά και δεν είχε διορθωθεί εδώ και χρόνια, μέχρι το αν έχω τη δυνατότητα να κάνω μια ποδηλατάδα για να καθαρίσει το μυαλό μου, με την άνεση μου. Όλα αυτά, είναι πολιτικές αποφάσεις, και για να το αλλάξει όλη αυτή η αδράνεια, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι εκλογές είναι μόνο ένα από τα διαθέσιμα εργαλεία που έχουμε για να εκφράσουμε την πολιτική μας συνείδηση. Να καταλάβουμε ότι ως πολίτες, πρέπει διαρκώς να μιλάμε, να σκεφτόμαστε, να προτείνουμε. Όποιον τρόπο ταιριάζει στον καθένα. Τον εθελοντισμό; Με τις διόδους που υπάρχουν θεσμικά; Την ένταξη σε κάποια συλλογικότητα; Με την ενασχόληση με κάποιο πολιτικό κόμμα; Με την δημόσια διαμαρτυρία; Όπως κρίνει ο καθένας. Και σταδιακά, όταν καταλάβουμε ότι έχουμε φωνή και ότι ο ωχαδερφισμός δεν βοηθάει πουθενά, θα είμαστε σε ένα πολύ καλύτερο σημείο συμμετοχής.”

Ενώ ο Γιάννης Χριστοδουλίδης θεωρεί:

είναι πολύ δύσκολο να φτάσουμε τα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων δεκαετιών της μεταπολίτευσης ,όπως για παράδειγμα τις δεκαετίες του «σκληρού» δικομματισμού των δεκαετιών του ‘80 και του ‘90. Φυσικά σε αυτήν την συμμετοχή έπαιξε ρόλο και η μεταπολίτευση , όπου είχε πέσει η Χούντα των Συνταγματαρχών και ήρθαν στο πολιτικό προσκήνιο  πολιτικά κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία και το ΚΚΕ. Τα κόμματα διεκδικούσαν την λαϊκή ψήφο, εισάγοντας έτσι την  Γ’ Ελληνική δημοκρατία. Επίσης υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη συμμετοχής για τους νέους, καθώς για 7 χρόνια κάθε μορφής κινητοποίησης ή πολιτική οργάνωση είχε απαγορευτεί. Τώρα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Τα αίτια της αποθάρρυνσης των νέων από την συμμετοχή στην πολιτική, είναι το γεγονός ότι δεν αλλάζει τίποτα. Η χώρα οδηγείται από το κακό στο χειρότερο, καθώς δεν έχει υπάρξει ένα εθνικό σχέδιο με όραμα και προοπτική. Έχει χαθεί η ελπίδα και η προοπτική στην κεντρική πολιτική σκηνή. Για τους αριστερούς και προοδευτικούς πολίτες  πιστεύω, η ελπίδα ήρθε τελευταία φορά το 2015. Ένας τρόπος  να κινήσουμε το  ενδιαφέρον των νέων να ασχοληθούν με την πολιτική είναι να τους δώσουμε ένα κίνητρο για να αγωνιστούν.”

Αξιοσημείωτη είναι και η αναφορά στις ισοπεδωτικές «φωνές» του «όλοι ίδιοι είναι» και «τίποτα δεν αλλάζει στο τέλος» που έχουν κυριαρχήσει στο συλλογικό υποσυνείδητο μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων. Κατά την γνώμη σας πόσο επηρεάζει το περιφερειακό και τοπικό επίπεδο διοίκησης; Υπάρχουν ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των υποψήφιων τοπικών και περιφερειακών αρχόντων καθώς και τι ρόλο παίζουν;

Η Φιλαρέτη Αρκουδοχωρίτου απαντά ότι κάθε παράταξη έχει επιμέρους ιδεολογικές διάφορές, δεν μπορούμε να πούμε ότι όλοι είναι ακριβώς το ίδιο. Παρόλα αυτά, το θέμα είναι ότι αποδεδειγμένα έχουν όλοι τους κοινή στρατηγική στα κυρίαρχα ζητήματα και εξυπηρετούν τα ίδια συμφέροντα ανεξαρτήτως χρώματος. Για παράδειγμα σε πολλούς δήμους και περιφέρειες, όπως στην Πάτρα που για χρόνια είναι δήμαρχος ο κομμουνιστής  Πελετίδης Κώστας, οι παρατάξεις των ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, στηρίζουν κοινό υποψήφιο στις εκλογές. Στον δήμο Θεσσαλονίκης, όλα αυτά τα χρόνια, ανεξαρτήτως διοίκησης, όλοι μαζί ανέχθηκαν και συνέχισαν την πολιτική της υποχρηματοδότησης, συμφώνησαν στην παραχώρηση κρίσιμων υποδομών της πόλης μας για τα νατοϊκά σχέδια, έχουν κοινή ευθύνη για τις τραγικές ελλείψεις σε σχολικές υποδομές και κτίρια και προώθησαν σχέδια που συνέβαλαν στην νέα άνοδο στις τιμές των ακινήτων. Επομένως οι όποιες διάφορες, στην πραγματικότητα δεν παίζουν κάποιον ουσιαστικό ρόλο καθώς παρουσιάζονται σε μια μόνιμη «κοκορομαχία» για να κρύψουν ότι τελικά συμφωνούν από κοινού στην αντιλαϊκή πολιτική. Άλλωστε πολλά στελέχη των αστικών κομμάτων και σε βουλευτικό επίπεδο και στο τοπικό, έχουν παραδεχτεί ότι στα «μεγάλα συμφωνούμε», όπως δήλωσε η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, λίγο πριν την εκλογική αναμέτρηση του Μάη στην ερώτηση σχετικά με το αν θα έκανε κυβέρνηση συνεργασίας με την ΝΔ.

Αντίστοιχα ο Μηνάς Βασιλείου επισημαίνει ότι η προσφυγή σε φράσεις όπως «όλοι ίδιοι είναι» και «τίποτα δεν αλλάζει στο τέλος» αντανακλά την απογοήτευση πολλών πολιτών από το πολιτικό σύστημα, καθώς βιώνουν τη συνεχιζόμενη ανισότητα και την απουσία πραγματικής αλλαγής.

”Είναι καίριας σημασίας να αποδείξουμε ότι υπάρχουν πραγματικές διαφορές μεταξύ των υποψηφίων στο περιφερειακό και τοπικό επίπεδο διοίκησης και ότι η αλλαγή μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της πολιτικής δράσης. Σε αντίθεση με το κοινό νόημα της αδυναμίας της πολιτικής να φέρει πραγματική αλλαγή, πιστεύουμε ότι οι αρχές σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο μπορούν να είναι οι πρωταγωνιστές της μεταμόρφωσης. Μέσω προοδευτικών πολιτικών που εστιάζουν στην κοινωνική δικαιοσύνη, την ισότητα και την αειφορία, μπορούμε να διαμορφώσουμε μια νέα πραγματικότητα για τις κοινότητες μας. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των υποψηφίων στο περιφερειακό και τοπικό επίπεδο αντικατοπτρίζουν τις διάφορες προσεγγίσεις για το πώς θα αντιμετωπίσουμε τα κοινωνικά προβλήματα. Ενώ ορισμένοι υποστηρίζουν την επέκταση των δημόσιων υπηρεσιών και την ενίσχυση των κοινωνικών προγραμμάτων, άλλοι εστιάζουν στην ενθάρρυνση της συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ο ρόλος των περιφερειακών και τοπικών αρχών είναι κρίσιμος στην προώθηση της αλλαγής που επιδιώκουμε. Μπορούν να αποτελέσουν πρότυπα δράσης που θα εμπνέουν το ευρύτερο πολιτικό σύνολο και θα δείξουν ότι η αλλαγή είναι εφικτή μέσω συνειδητών προσπαθειών. Αυτές οι αρχές μπορούν να αναδείξουν τη σημασία της ανθρωποκεντρικής προσέγγισης, ενισχύοντας τη συνοχή και την κοινωνική δικαιοσύνη σε κάθε γωνιά της κοινωνίας μας.”

Ο Ίων Λαδόπουλος από την άλλη υποστηρίζει ότι:

η ιδέα αυτή της ταύτισης όλων των υποψηφίων παίζει σημαντικότατο ρόλο στην αποτροπή των πολιτών από την ενεργή συμμετοχή κυρίως στις κεντρικές εκλογές. Στις τοπικές, θα έλεγα πως μεγαλύτερο ρόλο παίζουν οι προτάσεις και η δυνατότητα εφαρμογής των προτάσεων του κάθε συνδυασμού παρά η πολιτική/κομματική τοποθέτησή του. Οι Θεσσαλονικείς ειδικά έχουν αποδείξει τις τελευταίες δεκαετίες πως η κομματική υποστήριξη ενός υποψηφίου δεν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην επιλογή τους για τον επόμενο δήμαρχο. Τουναντίον η αδυναμία ή αδιαφορία της εφαρμογής των προτάσεων του οποιουδήποτε εν ενεργεία δημάρχου είναι αυτό που τους αποθαρρύνει να πάνε να ψηφίσουν. Παρόλα αυτά, δεν χάνουν την ελπίδα πως πάντα μπορεί να υπάρξει μια πραγματική εναλλακτική στην στασιμότητα που έχει επέλθει η πόλη τα τελευταία χρόνια.”

Αναφορικά με την παραπάνω ερώτηση ο Σπύρος Μαλάμης λέει:

θα πιάσω το νήμα από την προηγούμενη απάντηση, εστιάζοντας περισσότερο στο περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Όντως, η επικρατούσα λογική του «όλοι ίδιοι είναι», «δεν έχει νόημα η ψήφος, αφού στο τέλος δεν υπάρχει καμία ουσιαστική αλλαγή» είναι κυρίαρχη και στη βαθμίδα της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης. Θα έλεγα, μάλιστα, πως στο επίπεδο αυτό είναι ακόμη πιο εμφανές το αίσθημα του πολιτικού αδιεξόδου, αλλά και της αδυναμίας πολιτικής έκφρασης για ένα μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων. Μια κατάσταση που οδηγεί είτε στην αποχή, όπως αναφέραμε προηγουμένως, είτε σε ψήφο δίχως υψηλές προσδοκίες για ουσιαστικές και ριζικές αλλαγές. Καθοριστικό ρόλο στην αναπαραγωγή αυτής της  μεταδημοκρατικής, θα λέγαμε, κατάστασης διαδραματίζει η προσπάθεια αποπολιτικοποίησης και αποϊδεολογικοποίησης της δημόσιας σφαίρας. Αυτή η προσπάθεια εκφράζεται με κάθε τρόπο από πολλούς συνδυασμούς και σχήματα που θέτουν υποψηφιότητα για τις περιφερειακές ή δημοτικές εκλογές. Ο πιο χαρακτηριστικός τρόπος είναι η παρουσίαση μιας παράταξης ως κομματικά και ιδεολογικά ανεξάρτητης. Το έχουμε δει να συμβαίνει και στο Δήμο Θεσσαλονίκης πολλές φορές. Κατά τη γνώμη μου, η επιδίωξη αυτή από πλευράς των υποψηφίων σχετίζεται με μια γενικότερη προσπάθεια παρουσίασης των προβλημάτων και των ζητημάτων που αντιμετωπίζει ένας δήμος ή μια περιφέρεια ως μη πολιτικών ή ιδεολογικών, αλλά απλώς ως αντικειμένων που απαιτούν σωστή διαχείριση στα πλαίσια του οικονομικού μάνατζμεντ. Η διαχείριση, μάλιστα, παραπέμπει περισσότερο στη διατήρηση μια κατάστασης ως έχει, με κάποιες προσπάθειες βελτίωσης, παρά στην εύρεση ουσιαστικών λύσεων. Αρκεί να διερωτηθεί κάθε πολίτης, τα ζητήματα της καθαριότητας, των μεταφορών, των υποδομών, του περιβάλλοντος, του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων, της ανεργίας, της φτώχειας δεν συνιστούν κατ’ εξοχήν πολιτικά ζητήματα για τα οποία οφείλει η τοπική αυτοδιοίκηση να βρει λύσεις; Η πόλη της Θεσσαλονίκης αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπου η ανεπάρκεια και η αδυναμία εξεύρεσης λύσεων για τα προβλήματα της καθημερινότητας παρουσιάζεται ως ένα μη πολιτικό ζήτημα. To μετρό, η συγκοινωνία, η καθαριότητα, η έλλειψη δημόσιων χώρων με πράσινο συνιστούν τέτοια παραδείγματα. Θεωρώ, λοιπόν, πως η αντιμετώπιση των προβλημάτων μπορεί να προκύψει μόνον εάν τεθούν τα ζητήματα στη σωστή τους βάση, με συγκροτημένο πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο.”

Σε όλα τα παραπάνω η Κρυσταλλένια Μανάβη προσθέτει ότι αυτό προκύπτει από τα όσα είπαμε και για την αποχή.

”Είναι αποτέλεσμα της απογοήτευσης. Το «είναι όλοι ίδιοι» , είναι κάτι που λέγεται διαρκώς, περνάει από στόμα σε στόμα, ως μια αναμενόμενη συνέπεια της κόπωσης του εκλογικού σώματος. Ωστόσο, η άποψη ότι «όλοι είναι ίδιοι και επομένως εγώ δεν θα ασχοληθώ» είναι αφοριστική και δυστυχώς, καταλήγει να είναι κάπως προνομιακή, καθώς δεν είναι όλοι ίδιοι στην πράξη. Σίγουρα υπάρχουν χρόνιες παθογένειες που αντιμετωπίζουν όλοι όσοι θα βρεθούν σε θέσεις ευθύνης, όσο κλισέ και αν ακούγεται αυτό, σίγουρα υπάρχουν ζητήματα που δεν λύνονται μαγικά όσο καλή πρόθεση και να υπάρχει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε καταδικασμένοι. Αυτή η πεποίθηση είναι που οδηγεί σε μια κατάσταση «η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα». Αν παραιτηθούμε, η παραίτηση αντανακλάται, αν επαναπαυθούμε, θα επαναπαυθεί και ο μηχανισμός, που δεν θα δίνει κίνητρα συμμετοχής και έτσι ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται αιωνίως. Σίγουρα υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους υποψηφίους, όμως θα ήθελα να σταθώ κάπου. Όσο ο αγώνας γίνεται «καθαρά», λοιπόν, εμένα μου αρέσει πάρα πολύ που βλέπω ότι υπάρχουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι που ενδιαφέρονται για την πόλη.  Ξέρω πως έχει γίνει και ανέκδοτο στα social media ότι όλοι ξαφνικά κατεβαίνουν υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι και δήμαρχοι, αλλά ειλικρινά, μακάρι να είναι αυτά τα προβλήματά μας. Μακάρι πάντα να «σκοτωνόμαστε» για το ποιος θα πρωτοκατέβει, γιατί αυτό σημαίνει ότι θα πάψει η αντιμετώπιση της πολιτικής ως κληρονομικό δικαίωμα ή επάγγελμα ή προνόμιο μερικών ελίτ. Αλλά θα γίνει κάτι που ανήκει σε όλους μας!”

Τέλος, ο Γιάννης Χριστοδουλίδης υπογραμμίζει πως, σίγουρα υπάρχουν ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στις περιφερειακές και δημοτικές παρατάξεις. Δεν θα βρεις για παράδειγμα  μια παράταξη που στηρίζεται από την Νέα Δημοκρατία να έχει τόσα  κοινά με μια παράταξη που στηρίζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Σίγουρα όμως θα υπάρξουν και πολλά κοινά, καθώς όλες οι παρατάξεις αναφέρονται για την ίδια περιοχή , η οποία έχει τα δικά της προβλήματα που όλες οι παρατάξεις θέλουν να διορθώσουν. Όμως το «όλοι ίδιοι είναι» δεν ισχύει σε τόσο μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν δημοτικές παρατάξεις που προσπαθούν για το καλύτερο , αλλά παράλληλα  πέφτουν σε γραφειοκρατικά εμπόδια.

Φτάνοντας στο τέλος της συζήτησης είναι σημαντικό να τονίσουμε εάν τελικά είναι προτιμότερο «περισσότερη» αυτοδιοίκηση και ισχυρή περιφερειακή αποκεντρωμένη διοίκηση ή μεγαλύτερο και συγκεντρωτικό κράτος;

Η Φιλαρέτη Αρκουδοχωρίτου αναφέρει ότι εμείς θεωρούμε ότι δεν είναι αυτό το πραγματικό δίλλημα. Είτε το ένα είτε το άλλο, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Το αστικό κράτος κάνει τα πάντα και παίρνει όλα τα μέτρα για να υλοποιηθεί η αντιλαϊκή πολιτική. Το γεγονός ότι προωθούνται περισσότερες αρμοδιότητες και «ελευθερίες» στις περιφέρειες και στους δήμους, γίνεται ακριβώς για να μπορούν και σε τοπικό επίπεδο, χωρίς πολλές διαδικασίες, να υλοποιούνται αντιλαϊκές κατευθύνσεις και στόχοι του κεφαλαίου, της ΕΕ. Για παράδειγμα όσον αφορά τις πυρκαγιές που αποδείχθηκε για άλλη μια φορά η «γύμνια» του αστικού κράτους όσον αφορά τις ζωές μας, δεν έχουν ευθύνη οι περιφέρειες και οι δήμοι για την παντελής έλλειψη αντιπυρικής προστασίας; Η ουσία είναι αυτό που αναφέραμε και παραπάνω, να γίνει ο λαός πρωταγωνιστής τον τόπο του. Για αυτό και καλούμε σήμερα κάθε νέο και νέα, που αγωνιά, που αγανακτεί με όλα αυτά τα γεγονότα, που βιώνει δυσκολίες, να ενισχύσει τα ψηφοδέλτια της λαϊκής συσπείρωσης στους δήμους και στις περιφέρειες.

Αντίθετα ο Μηνάς Βασιλείου τονίζει πως η απόφαση δεν είναι μαύρη ή άσπρη. Η ισχυρή τοπική αυτονομία είναι βασική για την προσαρμογή σε ιδιαίτερες ανάγκες, ενώ η κεντρική διοίκηση διασφαλίζει συνεργασία. Η λύση; Ένας δυναμικός χορός ανάμεσα σε αυτονομία και συνεργασία, για μια ισορροπημένη πολιτική συναίνεση που εξυπηρετεί όλους μας.

Ο Ίων Λαδόπουλος πιστεύει:

”μια αποκεντρωμένη διοίκηση είναι ωφέλιμη κυρίως για την κοινωνία, γιατί τα τοπικά ζητήματα και ανάγκες δε θα μπορούσαν να έχουν την ανάλογη προσοχή που τους αξίζει στα χέρια της κεντρικής κυβέρνησης, γιατί έχει ήδη πολλές αρμοδιότητες και προβλήματα να επιληφθεί. Αν μη τι άλλο, η αποκέντρωση σημαίνει ουσιαστικά καταμερισμός των ευθυνών και των ζητημάτων της κάθε περιοχής και μια αποτελεσματική τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερες, πολύ πιο γρήγορες και πολύ πιο αποτελεσματικές λύσεις στα προβλήματα της πόλης μας, του νομού μας ή της περιφέρειάς μας από όσο νομίζουμε.”

Ο Σπύρος Μαλάμης προσθέτει:

”το ερώτημα αυτό εγείρει πολύ σημαντικά ζητήματα. Κατά τη γνώμη μου, πράγματι μία πιο ισχυρή αυτοδιοίκηση είναι το ζητούμενο, απέναντι σε ένα ολοένα και πιο συγκεντρωτικό κράτος. Αρχικά, η ενίσχυση της αυτοδιοίκησης και της περιφερειακής αποκεντρωμένης διοίκησης θα αποτελέσει ένα πρώτο και ουσιαστικό βήμα για τη στήριξη των τοπικών κοινωνιών. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως η τοπική αυτοδιοίκηση είναι αρμόδια για σημαντικές πτυχές της καθημερινότητας. Συγχρόνως, μια τέτοια εξέλιξη θα δώσει τη δυνατότητα στις τοπικές κοινωνίες να προτεραιοποιούν τις ανάγκες και τα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν, ενώ θα συμβάλλει και σε μία πιο αποτελεσματική άσκηση πολιτικής. Επιπρόσθετα, η τοπική αυτοδιοίκηση θα αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη αυτονομία από την κεντρική κυβέρνηση, ανοίγοντας έτσι νέες δυνατότητες στην οργάνωση και λειτουργία της, αλλά και τη διαχείριση των πόρων. Ακόμη, θα ενισχύσει την άμεση ή έμμεση συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Το κρίσιμο, ωστόσο, για να πραγματωθεί η μετάβαση αυτή με επιτυχία είναι να συνοδευτεί με τους ανάλογους πόρους και τα κονδύλια που απαιτούνται για τις νέες αρμοδιότητες και εξουσίες που πιθανόν να προκύψουν. Σε διαφορετική περίπτωση, η τοπική αυτοδιοίκηση θα βρεθεί σε ακόμη πιο δυσχερή θέση, αδυνατώντας πρακτικά να αντιμετωπίσει σοβαρά και φλέγοντα ζητήματα.

Επιπρόσθετα η Κρυσταλλένια Μανάβη επισημαίνει:

περισσότερη αυτοδιοίκηση, αυτό είναι το παρόν και το μέλλον στην Ευρώπη. Σίγουρα, το κράτος είναι απόλυτα αναγκαίο να είναι εκεί δυναμικά για τις βασικές λειτουργιές. Ωστόσο, τα θέματα κάθε τόπου πρέπει να διευθετούνται καλύτερα από τοπικές αρχές, που εκ των πραγμάτων είναι εγγύτερα σε αυτά και στην κοινωνία. Ποιος γνωρίζει καλύτερα από εμάς τους ίδιους τι ακριβώς χρειάζεται η πόλη; Ποιός είναι αυτός που μπορεί να εντοπίσει τις ιδιαιτερότητές της, καλύτερα από όσους την ζουν καθημερινά; Και βέβαια, μια τέτοια μεταφορά αρμοδιοτήτων, πρέπει να συνοδευτεί από πόρους αλλά και ελεγκτικούς μηχανισμούς για να μην οξυνθούν φαινόμενα κατασπατάλησης και διαφθοράς. Ο  Γιάννης Χριστοδουλίδης θεωρεί ότι η αυτοδιοίκηση πρέπει να έχει μια αυτονομία, γιατί η κάθε περιοχή έχει τα δικά της προβλήματα, όμως δεν πρέπει να παρεκκλίνει από το συνταγματικό κομμάτι. Υπάρχει μια νομοθεσία η οποία εφαρμόζεται από το κράτος και την  κεντρική κυβέρνηση. Ας πούμε στις ΗΠΑ, η κάθε πολιτεία δεν μπορεί να κάνει ότι θέλει  χωρίς ένα ελεγκτικό πλαίσιο. Δεν θα έβγαζε νόημα αν η Ελληνική κεντρική κυβέρνηση  ψήφιζε ένα νόμο για την δημόσια υγεία και τα αυτοδιοικητικά όργανα στην Θεσσαλονίκη να υιοθετούσαν κάτι άλλο. Πρέπει να υπάρχει μια κοινή γραμμή για ορισμένες διαδικασίες και νομοθεσίες  από το κεντρικό κράτος για τις περιφέρειες και τους δήμους της χώρας, αλλά παράλληλα να υπάρχει ένας μεγαλύτερος βαθμός αυτονομίας στα αυτοδιοικητικά όργαναγια την επίλυση τοπικών προβλημάτων ή την δημιουργία αναγκαίων υποδομών (πχ διαγνωστικά κέντρα, ογκολογικά κέντρα).”

Εν κατακλείδι, τα αυτοδιοικητικά όργανα  ορίζουν σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα των πολιτών αλλά και το πλαίσιο στο οποίο διεξάγεται η πολιτική ζωή της χώρας. Όλοι οι υποψήφιοι, ανεξάρτητα από την πολιτική, ιδεολογική ή κομματική τους ταυτότητα, κατανοούν την τωρινή πολιτική συγκυρία αλλά και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τοπική αυτοδιοίκηση. Η ανάγκη της πολιτικής συμμετοχής είναι υπαρξιακή για την δημοκρατία και είναι μόνο ελπιδοφόρα η τόσο μαζική συμμετοχή νέων ανθρώπων στις αυτοδιοικητικές εκλογές.

Συντάκτης: Πάρης Γιαννούλης


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.