Η πλειονότητα των πολιτών δεν έχει άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τα πάσης φύσεως εγκλήματα. Η ενημέρωσή μας γίνεται άρδην από τα ΜΜΕ. Τούτο οδηγεί σε ένα οιονεί μονοπώλιο των διαδικασιών ενημέρωσης, μιας και τα ΜΜΕ αποτελούν την κύρια πηγή πληροφόρησης μας για περιστατικά εγκλημάτων. Έτσι, σταδιακά τα ΜΜΕ αποκτούν τη δυνατότητα καθορισμού της δημόσιας ατζέντας, καλύπτοντας τα θέματα που εκείνα θεωρούν άξια δημοσίευσης.
Η αξία δημοσίευσης μιας είδησης (newsworthiness) σε συνδυασμό με τις στρατηγικές πλαισίωσης (framing) συνδράμουν στη διάπλαση των αντιλήψεων γύρω από οτιδήποτε δεν έχουμε οι ίδιοι τη δυνατότητα να ανακαλύψουμε χωρίς τις πληροφορίες των ΜΜΕ. Όσον αφορά τα εγκλήματα λοιπόν, η Πέμπτη Εξουσία κρατάει τη σκυτάλη της ενημέρωσής μας.
Σύμφωνα με τη θεωρία της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου (CDA), τα ΜΜΕ μπορούν να διαμορφώσουν και να μεταβάλουν την αντίληψη των ανθρώπων για τα εγκλήματα χρησιμοποιώντας μια σειρά επικοινωνιακών στρατηγικών. Το πρόβλημα έγκειται στην ικανότητα των ΜΜΕ να διαστρεβλώνουν πραγματικά γεγονότα παρουσιάζοντας ιστορίες που προάγουν προπαγάνδα, οργή και φόβο με στόχο την προώθηση λανθανόντων μνημάτων. Ανάλογα με τους σκοπούς τους επιλέγουν το σημείο που θα εστιάσουν σε κάθε υπόθεση, την περιγραφή που θα δώσουν στο έγκλημα και τους εμπλεκομένους, ακόμη και τις πληροφορίες που εν τέλει θα μοιραστούν με το κοινό.
Οι γλωσσικές επιλογές των δημοσιογράφων επηρεάζουν δραματικά την πλαισίωση ενός εγκλήματος. Οι λέξεις, οι φράσεις και οι αφηγήσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ισχυρά εργαλεία επιρροής του κοινού και μετάδοσης υποκείμενων μηνυμάτων.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα την πρόσφατη δολοφονία του Αντώνη Καρυώτη από το πλήρωμα της Blue Horizon. Τα πρώτα ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκαν μιλούσαν για «πτώση ανθρώπου στη θάλασσα», «μυστηριώδη θάνατο» και «ατύχημα». Πόσο απέχουν όμως τέτοιου είδους περιγραφές από τη σκληρή πραγματικότητα της εν ψυχρώ δολοφονίας; Μία και μόνο λέξη μπορεί να οδηγήσει στην υιοθέτηση μιας διαστρεβλωμένης αντίληψης της πραγματικότητας.
Μία γνωστή στρατηγική που καθιστά το έγκλημα άξιο να γίνει είδηση, είναι η αξιοποίηση της περιγραφής του θύματος. Όπως εξηγεί η θεωρία CDA , τα θύματα που περιγράφονται ως αθώα και ευάλωτα επηρεάζουν τα συναισθήματα των ανθρώπων και εφιστούν την προσοχή τους. Τα χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούνται στην περιγραφή του θύματος δημιουργούν στο κοινό αισθήματα συμπόνιας και ταύτισης.
Μάθαμε ότι ο Αντώνης ήταν ΑΜΕΑ με χαμηλό οικονομικό υπόβαθρο. Του άρεσε να ταξιδεύει με το πλοίο και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός και καλόκαρδος άνθρωπος, όπως ανέφεραν συγγενείς και φίλοι στα social media. Τα ΜΜΕ προσπάθησαν να διοχετεύσουν πληθώρα πληροφοριών για το θύμα, προκαλώντας συγκίνηση στο κοινό για την κατάστασή του, ακόμη και πριν την τέλεση του εγκλήματος. Η παρουσίαση των χαρακτηριστικών και των αρετών του θύματος δεν αποσκοπεί στη λύτρωσή του, παρά στην προσέλκυση των «κλικς», αφού η βαρύτητα του εγκλήματος δεν εξαρτάται από τους εν λόγω παράγοντες.
Παρά ταύτα, με κάθε πληροφορία που δημοσιοποιούταν για τον Αντώνη, το έγκλημα «βάραινε», φαινόταν ολοένα και πιο άδικο, πιο βάρβαρο. Το σημείο ενδιαφέροντος μετατοπίστηκε από την πράξη στο πρόσωπο του θύματος.
Από την άλλη πλευρά, θύματα με σκοτεινό παρελθόν- παραδείγματος χάριν τοξικομανείς, εργαζόμενοι στο σεξ, σεσημασμένοι, αλλοδαποί κ.α.- θεωρούνται «άξια» του εγκλήματος και δεν προκαλούν συναισθηματική φόρτιση στο κοινό. Αντίστοιχα, τα πρώτα άρθρα για τη δολοφονία του Αντώνη έκαναν λόγω για έλλειψη εισιτηρίου, σε μια προσπάθεια εξορθολογισμού του εγκλήματος, κατασκευάζοντας την εικόνα του «λαθρεπιβάτη», του «παράνομου» που προκάλεσε την τύχη του. Είναι ένας τρόπος αποποίησης της ευθύνης όχι μόνο από τον εγκληματία, αλλά από την κοινωνία που περιθωριοποιεί και δικάζει απρόσκοπτα. Με λίγα λόγια πρόκειται για την αντίληψη πως ο αποκλίνων από τα δέοντα είναι άξιος της δικής του μοίρας.
Η ειδησεογραφική αξία ενός εγκλήματος καθορίζεται επίσης από το πόσο μοναδικό και σπάνιο είναι. Όσο πιο σοκαριστική είναι η εγκληματική πράξη, τόσο πιο πιθανό είναι να τραβήξει την προσοχή του κοινού. Η απουσία αφορμής σε συνδυασμό με τη βαρβαρότητα του εγκλήματος δημιουργεί αναπάντητα ερωτήματα και εγείρει την περιέργεια του κοινού για την αποκάλυψη της αλήθειας.
Γνωστή έγινε σε τηλεοπτική εκπομπή η προκλητική- και όχι «ατυχής»- δήλωση του πρώην Υπουργού Ναυτιλίας για την εν ψυχρώ δολοφονία στο πλοίο της Blue Horizon.
«Εγώ θεωρώ ότι σήμερα αυτοί που θρηνούν τον αδικοχαμένο και υπάρχουνε κι αυτοί που θρηνούνε για αυτούς που πήγαν να κάνουν τη δουλειά τους, να φέρουν πίσω ένα μισθό, ένα μεροκάματο και σήμερα βρίσκονται κατηγορούμενοι για δολοφονία».
Γνωστή έγινε επίσης σε τηλεοπτική εκπομπή, η δήλωση του δολοφόνου, μέλος του πληρώματος της Blue Horizon, που -δικαιολογώντας τον εαυτό του- ανέφερε ότι προέβη στην εγκληματική πράξη επειδή νόμιζε ότι ο Αντώνης ήταν άτομο πακιστανικής καταγωγής.
«Εγώ νόμιζα ότι δεν είχε εισιτήριο. Νόμιζα ότι είναι μαύρος, Πακιστανός. Γιατί καθόταν εκεί απ’ έξω και γύριζε γύρω-γύρω. Μα δε μας έδειξε κανένα εισιτήριο εμένα. Εμένα το μόνο που μου είπε “εγώ θα ταξιδέψω”».
Σε μία φρενίτιδα παροξυσμού η τάση για εξορθολογισμό της δολοφονίας ευνοεί την προώθηση λανθανόντων μηνυμάτων. Οι επιλογές τω πηγών από τους εκάστοτε δημοσιογράφους είναι επιτηδευμένες, καθώς υπάρχει σαφής διαφορά στην αναφορά της οπτικής του εγκληματία σε σύγκριση με το να δίνεται φωνή σε ειδικούς ή οικείους των θυμάτων. Το ίδιο ισχύει και για τις επιλογές των πολιτικών, των φορέων, των οργανισμών κ.λπ. Κάθε πηγή αποτελεί δίαυλο επικοινωνίας διαφορετικών αντιλήψεων για τις οποίες κλείνονται να πείσουν το κοινό. Ο κλήρος, λοιπόν, πέφτει στο κοινό για να φιλτράρει τον οχετό των πληροφοριών και να συγκροτήσει τη δική του αντίληψη για κάθε ζήτημα που προκύπτει στην κοινωνία μας.
Συντάκτης: Νικολέττα Τσουκαλά