Πρόσφατα συμπληρώθηκαν 49 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την στρατιωτική επικράτηση της Τουρκίας επί του 37% του εδάφους της νήσου. Η κατοχή του βόρειου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας διατηρείται ακόμη και σήμερα διά της βίας, καθώς, πάνω από 40.000 τούρκοι στρατιώτες εξακολουθούν να παραμένουν στο νησί. Το περιβόητο «Κυπριακό ζήτημα» το οποίο σχετίζεται με το μέλλον των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου, μετά την στρατιωτική εισβολή αποτελεί ζήτημα διεθνούς δικαίου. Μία ιστορική αναδρομή, ωστόσο, θα καταστήσει ευκρινή τα γεγονότα αλλά και τις αιτίες που οδήγησαν σε μία από τις πιο μαύρες σελίδες του Ελληνισμού, το 1974.
Κατά πρώτο και κύριο λόγο πρέπει να επισημανθεί ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε παραχωρήσει από το 1878 την Κύπρο, στην Αγγλία με αντάλλαγμα την στήριξή της, στις διαμάχες της πρώτης με την Ρωσική Αυτοκρατορία. Ωστόσο, το 1914 με αφορμή την είσοδο της Τουρκίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, η Αγγλία κατήργησε την προαναφερθείσα συμφωνία, ανακηρύσσοντας την Κύπρο αποικία της Βρετανίας με απότοκο να χαθούν όλα τα δικαιώματα της Τουρκίας επί της νήσου. Οι ελληνοκύπριοι οι οποίοι αποτελούσαν το 78% του πληθυσμού της νήσου αντιμετώπισαν θετικά την μετάβαση στην Αγγλοκρατία, διότι έτσι πίστευαν πως θα οδηγούνταν σε ένωση προοπτικά με το ελληνικό κράτος, ενώ αντίθετα οι τουρκοκύπριοι οι οποίοι ανέρχονταν σε ποσοστό 18% του πληθυσμού ήταν επιφυλακτικοί, καθώς δεν επιθυμούσαν την παραπάνω ένωση. Το Ηνωμένο Βασίλειο από την άλλη δεν φαινόταν διατεθειμένο να επιτρέψει ενσωμάτωση της Κύπρου στην ελληνική επικράτεια. Η ισχυρή θέληση των ελληνοκυπρίων για ένωση με την Ελλάδα μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πόλεμου, αποτυπώθηκε τον Ιανουάριο του 1950 στο Ενωτικό Δημοψήφισμα, όπου δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο οι ελληνοκύπριοι, με αποτέλεσμα 95,7% των ψηφισάντων να τάσσονται υπέρ της ένωσης. Η Ελλάδα θεωρώντας εκείνη την περίοδο, ότι η διεθνοποίηση του ζητήματος θα έφερνε την άμεση λύση του, προσέφυγε το 1954 στον ΟΗΕ, επικαλούμενη την εφαρμογή της αυτοδιάθεσης των λαών και στην περίπτωση της Κύπρου.
Οι ΗΠΑ από την άλλη δεν επιθυμούσαν την διευθέτηση του ζητήματος ενώ η σύγκλιση συνέλευσης που ζήτησε η Ελλάδα στον ΟΗΕ, επί του ζητήματος, απορρίφθηκε. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού ο έλληνας πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος, πήρε την πρωτοβουλία να στηρίξει ένοπλο αντιαποικιακό αγώνα που ξεκίνησε στη νήσο το 1955 και διεξήχθη από την οργάνωση «ΕΟΚΑ» με αρχηγό της, τον απόστρατο στρατηγό Γεώργιο Γρίβα, έχοντας ως στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η επόμενη τετραετία σημαδεύτηκε από σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των ελληνοκυπρίων τόσο εναντίον της Αγγλικής διοίκησης όσο και των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι συντάχθηκαν στο πλευρό των Άγγλων. Η Βρετανική πολιτική εκμεταλλευόμενη την στήριξη των τουρκοκυπρίων, ενσωμάτωσε τον τουρκικό παράγοντα ως ισότιμο συνομιλητή στις συναντήσεις με την Ελλάδα για το μέλλον της Κύπρου, κατορθώνοντας να μετατρέψει το κυπριακό από ζήτημα αυτοδιάθεσης των λαών, σε διακοινοτική και ελληνοτουρκική διαφορά. Εν τέλει το ζήτημα τέθηκε υπό συζήτηση το 1957 στον ΟΗΕ, αποκτώντας διεθνή χαρακτήρα και είχε ως αποτέλεσμα την ανεξαρτησία της Κύπρου από τον αγγλικό ζυγό τελικά το 1959.
H ίδρυση του ανεξάρτητου πλέον κράτους «Κυπριακή Δημοκρατία» συντελέστηκε μέσω των Συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου οι οποίες υπεγράφησαν τον Φεβρουάριο του 1959 από τις εγγυήτριες δυνάμεις της Κύπρου, την Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ τέθηκαν σε ισχύ τον Αύγουστο του 1960. Με βάση τις παραπάνω Συνθήκες στο νησί στάλθηκαν δύο στρατιωτικές δυνάμεις, εκ μέρους των εγγυητριών δυνάμεων, η ΕΛΔΥΚ της Ελλάδας και η ΤΟΥΡΔΥΚ της Τουρκίας. Επίσης, κατά την δεκαοχτάμηνη μεταβατική περίοδο μέχρι την εφαρμογή των συνθηκών, συγκροτήθηκε ο διοικητικός μηχανισμός του νέου κράτους και συντάχθηκε το Σύνταγμα το οποίο δεν στηρίζονταν στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας αλλά στη δυαδική αρχή, δηλαδή, στη συνεργασία μεταξύ της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας, οι οποίες διαχωρίζονταν με βάση την καταγωγή, την γλώσσα και την θρησκεία. Το Σύνταγμα προέβλεπε ότι ο Πρόεδρος θα ήταν ελληνοκύπριος, με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο να εκλέγεται πρώτος Πρόεδρος, ενώ ο Αντιπρόεδρος τουρκοκύπριος, στη θέση του οποίου εξελέγη ο ηγέτης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας Φαζίλ Κιουτσούκ. Καθένας από τους δύο είχε δικαίωμα βέτο στις αποφάσεις οποιουδήποτε πολιτειακού οργάνου. Το υπουργικό συμβούλιο και η Βουλή των αντιπροσώπων στελεχώθηκαν με αναλογία 7 προς 3 από μέλη και των δύο κοινοτήτων. Το Σύνταγμα εξ αρχής λειτουργούσε διχαστικά και δεν προέβλεπε δυνατότητα επίλυσης των διαφορών μεταξύ των κοινοτήτων. Έτσι δεν άργησαν να φανούν τα πρώτα αδιέξοδα στην εξωτερική πολιτική, τη στελέχωση δημόσιων υπηρεσιών, τα οικονομικά και άλλα ζητήματα. Παράλληλα οι δύο εθνικές κοινότητες ποτέ δεν έπαψαν να εργάζονται για την επίτευξη των τελικών τους στόχων. Η μεν ελληνοκυπριακή για ένωση με την Ελλάδα, η δε τουρκοκυπριακή για διχοτόμηση του νησιού και φυσικά αποτροπή της ένωσης. Οι ΗΠΑ από την άλλη, στάθηκαν επιφυλακτικά απέναντι στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους στην νοτιανατολική Μεσόγειο, διότι η Κύπρος δεν αποτελούσε μέλος του ΝΑΤΟ και κατ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να βρεθεί υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης.
Η πρώτη κρίση, πράγματι, ξέσπασε στα τέλη του 1963, καθώς η πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή στην Ελλάδα, τον Ιούνιο του ίδιου έτους, η οποία αντιτίθεντο κατηγορηματικά σε οποιαδήποτε αλλαγή των Διεθνών συμφωνιών για την Κύπρο, έδωσε την ευκαιρία στον Πρόεδρο Μακάριο να προτείνει στον Αντιπρόεδρο Κιουτσούκ την αναθεώρηση 13 σημείων του Συντάγματος. Η προτεινόμενη τροποποίηση αφορούσε την διανομή των εξουσιών μεταξύ της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας περιορίζοντας τα προνόμια της δεύτερης σε δικαιώματα μειονότητας. Ο Αντιπρόεδρος απέρριψε την πρόταση του Μακαρίου, ενώ τον Δεκέμβριο του 1963 ξέσπασαν συγκρούσεις σε όλη την Κύπρο μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Η Τουρκία απειλούσε ότι θα επέμβει στο νησί, γεγονός που ώθησε τον Μακάριο να προσφύγει στον ΟΗΕ, με αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να αποτρέψουν την επικείμενη εισβολή της Τουρκίας και τα ελληνικά και τουρκικά στρατεύματα να χωριστούν με την λεγόμενη «πράσινη γραμμή» του ΟΗΕ από τους Βρετανούς. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν είχαν αποτέλεσμα ενώ οι ΗΠΑ αποσόβησαν δύο φορές επέμβαση της Τουρκίας στο νησί στις αρχές του 1964. Το ελληνικό κράτος καθ΄ όλη τη διάρκεια των συνομιλιών με την Τουρκία εκπροσωπούνταν από υπηρεσιακή κυβέρνηση εξαιτίας της κυβερνητικής αστάθειας, η οποία είχε προκληθεί από την πτώση της κυβέρνησης του Καραμανλή και έληξε με τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης από τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον Φεβρουάριο του 1964. Υπό το βάρος των εξελίξεων αυτών η νέα κυβέρνηση απέστειλε κρυφά 7.300 άνδρες στην Κύπρο, την λεγόμενη «Μεραρχία της Κύπρου», για να ενισχύσουν την εθνική φρουρά.
Κρίσιμο σημείο στις συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποτέλεσε το σχέδιο που πρότεινε ο αμερικανός διπλωμάτης Ντιν Άτσεσον για την επίλυση του Κυπριακού στη Γενεύη τον Ιούλιο του 1964. Οι ΗΠΑ με το γνωστό στην ιστορία «Σχέδιο Άτσεσον», αποσκοπούσε στον έλεγχο της Κύπρου από δύο κράτη – μέλη του ΝΑΤΟ, την Ελλάδα και την Τουρκία. Ως εκ τούτου, το σχέδιο προέβλεπε ένωση της νήσου με την Ελλάδα και ταυτόχρονα παραχώρηση του 25% του εδάφους της Κύπρου στην Τουρκία, το οποίο απορρίφθηκε από την ελληνική πλευρά. Ωστόσο, ένα μήνα αργότερα προέκυψε παραλλαγή του σχεδίου, η οποία προέβλεπε ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και εκμίσθωση μίας βάσης στην Τουρκία για 50 έτη. Η πρόταση έγινε δεκτή από τον έλληνα πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά βρήκε αντίθετο τον πρόεδρο Μακάριο, η αδιαλλαξία του οποίου οδήγησε σε σκέψεις από τη μεριά των ΗΠΑ ακόμα και για ανατροπή και πραξικοπηματική εφαρμογή του σχεδίου. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την προμήθεια -εχθρικού για το ΝΑΤΟ- τσεχοσλοβακικού στρατιωτικού υλικού από τον Μακάριο το 1966, οδήγησε σε ρήξη τις σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Μακαρίου, καθώς, θεωρήθηκε ότι ο τελευταίος υπονομεύει την ένωση. Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, κατά τη διετία 1965-1967 οι διαπραγματεύσεις και οι συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και του Τουρκίας δεν καρποφόρησαν λόγω της κυβερνητικής αστάθειας που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στο ελληνικό κράτος.
Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών την 21η Απριλίου 1967 στο ελληνικό κράτος, οι σχέσεις του καθεστώτος με την Κύπρο διήλθαν από διάφορα κεφάλαια. Τον πρώτο χρόνο η κυπριακή ηγεσία παρουσίασε επιθυμία συνεργασίας με την στρατιωτική ελληνική κυβέρνηση, η οποία γίνεται αντιληπτή με την θερμή υποδοχή που έλαβε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος στην Κύπρο τον Αύγουστο του 1967. Παρά το γεγονός αυτό, τον επόμενο μήνα η ελληνική κυβέρνηση δεν δίστασε να συγκαλέσει συναντήσεις με την Τουρκία στον Έβρο, χωρίς τη συμμετοχή της Κύπρου σε αυτές, καθώς θεωρήθηκε ότι ο Μακάριος δεν επεδίωκε την ένωση με το ελληνικό κράτος. Οι συνομιλίες, που στόχο είχαν την επίλυση του Κυπριακού κατέστησαν ατελέσφορες, λόγω κακής διπλωματίας της ελληνικής πλευράς αλλά και εξαιτίας των αυξημένων απαιτήσεων της Τουρκίας. Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας επιδεινώθηκαν τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, όταν η κυπριακή εθνική φρουρά με αρχηγό τον Γεώργιο Γρίβα και υπό την καθοδήγηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, προσπάθησε να εκκαθαρίσει τουρκοκυπριακό θύλακα στο χωριό Κοφίνου που είχε αποκόψει τη δίοδο ελληνοκυπρίων προς τη θάλασσα. Η επιχείρηση στέφθηκε με επιτυχία, προκαλώντας, ωστόσο, τον θάνατο 24 τουρκοκυπρίων δίνοντας την ευκαιρία στην Τουρκία υπό την απειλή στρατιωτικής επέμβασης στο νησί, να απαιτήσει την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας που είχε σταλεί το 1964 και την ανάκληση του Γρίβα στην Ελλάδα. Το ελληνικό καθεστώς αναγκάστηκε να ικανοποιήσει τα προαναφερθέντα αιτήματα, με απότοκο την αμυντική απογύμνωση της Κύπρου.
Η απομάκρυνση της Μεραρχίας της Κύπρου μετά τα επεισόδια της Κοφίνου σηματοδοτούσε μία στρατιωτική και πολιτική ανατροπή για την Ελλάδα, αποτελώντας σημείο καμπής στην εξέλιξη του Κυπριακού. Στο νησί πλέον βρισκόταν το επίσημο τάγμα της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ με την ταυτόχρονη παρουσία της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ. Από την άλλη, οι ΗΠΑ, είχαν πετύχει την έμμεση «νατοποίηση» της Κύπρου με την ισότιμη παρουσία αυτών των δυνάμεων στο νησί, ενώ έχοντας αποτρέψει τέσσερις φορές επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο από το 1964 έως το 1967, αντιμετώπιζε πλέον με δυσπιστία τις κινήσεις της Αθήνας. Συλλήβδην, κατόπιν όλων αυτών των γεγονότων το κυπριακό ζήτημα εισήλθε σε νέο κεφάλαιο.
Συντάκτης: Αχιλλέας Παπαστεργίου