Η Βαλκανική Σύνοδος η οποία πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αθήνα στις 21 με 22 Αυγούστου, αποτέλεσε μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη στο ευρωπαϊκό και διεθνές γίγνεσθαι. Η Σύνοδος στην οποία παρευρέθηκαν μεταξύ άλλων η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, με τη συνοδεία φυσικά της Προέδρου του Συμβουλίου των Υπουργών της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, των Προέδρων της Σερβίας, της Μολδαβίας, του Μαυροβουνίου, της Ρουμανίας, αλλά και των Πρωθυπουργών της αμφισβητούμενης περιοχής του Κοσόβου, της Βόρειας Μακεδονίας, της Βουλγαρίας και της Κροατίας, διεξήχθη εις μνήμην της εικοσαετούς περιόδου που έχει συμπληρωθεί από τη Σύνοδο της Θεσσαλονίκης το 2003, η οποία αποτέλεσε τη θεμέλιο λίθο στην διευρυνόμενη ανάπτυξη των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης και Δυτικών Βαλκανίων.

Ωστόσο, η Σύνοδος επισκιάστηκε από μια σημαντική άφιξη στη χώρα και συγκεκριμένα από την επίσκεψη του Ουκρανού Πρωθυπουργού στην Αθήνα Βολοντιμίρ Ζελένσκι, ο οποίος συναντήθηκε με τον Έλληνα ομόλογό του Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά και με την Ελληνίδα Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από τη συνάντηση των δύο ηγετών αποτελούν τα εξής: Καταρχάς ο Έλληνας Πρωθυπουργός έδειξε για άλλη μια φορά την ακράδαντη υποστήριξη της Ελλάδας προς το Ουκρανικό Κράτος μέσω των δηλώσεων του. Ο ίδιος τόνισε χαρακτηριστικά, πως το Ελληνικό κράτος βρίσκεται ενάντια σε οποιαδήποτε παραβίαση του διεθνούς δικαίου και παράνομη κατοχή εδάφους, παρομοιάζοντας την κατάσταση της Ουκρανίας με εκείνης που εξακολουθεί να υφίσταται στην κατεχόμενη Κύπρο από το 1974. Παράλληλα, επισήμανε πως η Ελλάδα καταδικάζει τα εγκλήματα πολέμου εναντίον του ουκρανικού λαού, τα οποία ασφαλώς και οφείλουν να καταδικαστούν ενώπιον της διεθνούς δικαιοσύνης, σε συνδυασμό με την υπενθύμιση προς τον Ουκρανό Πρωθυπουργό περί υποστήριξης, από την πρώτη στιγμή της ελληνικής πλευράς προς την ουκρανική αλλά και διατήρησης αυτής για το επόμενο χρονικό διάστημα που θα μεσολαβήσει.

Ένα δεύτερο αποτέλεσμα των συνομιλιών Ζελένσκι-Μητσοτάκη, αποτελεί εκείνο των υποσχέσεων της ελληνικής πλευράς να αναλάβει ενεργό ρόλο σε μια σειρά από ενέργειες προς όφελος της ουκρανικής επικράτειας. Όπως συνόψισε μέσω των δηλώσεων του ο Ουκρανός ηγέτης, η Ελλάδα δεσμεύτηκε να εκπαιδεύσει τους ουκρανούς πιλότους των μαχητικών αεροσκαφών F-16, προετοιμάζοντας -επιπλέον- και την αποστολή νέου πακέτου στρατιωτικής βοήθειας και υλικού προς το κατεχόμενο κράτος της Ανατολικής Ευρώπης. Το Ελληνικό κράτος παράλληλα, εμφανίζεται έτοιμο ώστε να βοηθήσει την Ουκρανία στο άνοιγμα της νέας της εξόδου στη Μαύρη Θάλασσα, σε συνδυασμό με της ακόμη μεγαλύτερης ελληνικής ενθάρρυνσης προς το Ουκρανικό κράτος, ώστε εκείνο να καταφέρει εν τέλει να γίνει το επόμενο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΒορειοΑτλαντικού Συμφώνου (NATO), ολοκληρώνοντας έτσι το προσανατολισμό του προς τη Δύση. Μια αρμοδιότητα, τέλος, που μέλλεται να αναλάβει ολοκληρωτικά το Ελληνικό κράτος, αποτελεί εκείνο της ανοικοδόμησης της ουκρανικής πόλης της Οδησσού, στην οποία βρίσκεται -σχεδόν από τον 19ο αιώνα- ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων ελληνικής καταγωγής, καθιστώντας την ως τη σημαντικότερη περιοχή της Ουκρανίας με έντονο ελληνικό στοιχείο.

Η απρόσμενη αυτή άφιξη του Ζελένσκι στην ελληνική πρωτεύουσα καθώς και το κλίμα φιλίας και σεβασμού που έχει καλλιεργηθεί μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού και του ομολόγου του, δεν χαρακτηρίζεται πρωτοφανές φαινόμενο. Με εξαίρεση των τελευταίων εξελίξεων που προέκυψαν από τους διαλόγους των δύο ηγετών αλλά και των διαδικασιών που μεσολαβούν το τρέχον χρονικό διάστημα ώστε Αθήνα και Κίεβο να προχωρήσουν στην υπογραφή διμερούς συμφωνίας, η οποία θα παρέχει στην Ουκρανία εγγύηση ασφάλειας υπό τη μέριμνα της Ελλάδας σε πολλαπλούς τομείς και όχι αποκλειστικά στον τομέα της άμυνας. Η Ελλάδα αποτέλεσε από τις πρώτες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του NATO η οποία όχι μόνο έστειλε πολεμική βοήθεια προς υπεράσπισης της ουκρανικής πλευράς, αλλά καταδίκασε σχεδόν αμέσως την εισβολή του καθεστώτος του Πούτιν, κόβοντας στη συνέχεια οποιαδήποτε δίοδο επικοινωνίας είχε αναπτυχθεί ανά τους αιώνες με το ρωσικό κράτος. Από τις απαρχές της ένοπλης σύρραξης Ρωσίας-Ουκρανίας έως και τον Αύγουστο του 2023, συνολικά η ελληνική πολεμική βοήθεια υπέρ της ουκρανικής άμυνας διακρίνεται από τεθωρακισμένα οχήματα BMP-1 -τα οποία στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν από γερμανικά οχήματα τύπου Μάρντερ-, σκανδάλες αντιαεροπορικών πυραύλων τύπου Stinger, βλήματα, καλάσνικοφ AK-47, πολυβόλα τύπου FN-MAG, φορητά αντιαρματικά RPG-18, πύραυλοι για τον εφοδιασμό εκτοξευτών τύπου RM-70 και τέλος σφαίρες και βλήματα τα οποία θεωρούνται αναγκαία για τον εφοδιασμό του ουκρανικού πυροβολικού.

Παρόλο που το ελληνικό κράτος έχει αποτελέσει φίλα σύμμαχος της Ουκρανικής χώρας παρέχοντάς της εκτεταμένη βοήθεια σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, το Ελληνικό κράτος δεν δηλώνει διατεθειμένο να ρισκάρει την δική του στρατιωτική άμυνα και ασφάλεια ώστε να εξασφαλιστεί η ενίσχυση του ουκρανικού μετώπου: Από τα τέλη του 2022, αίνιγμα αποτελεί το αν τελικά η Αθήνα θα παραχωρήσει ή όχι στο Κίεβο τα αντιαεροπορικά συστήματα S-300, τα οποία αφενός είναι εγκατεστημένα στη χώρα από τη δεκαετία του 1990, αφετέρου αποτελούν αποκλειστική χορηγία και δικαιοδοσία των ίδιων των Ρώσων. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Αθήνα έχει αρνηθεί πολλάκις την αποστολή τους στο ουκρανικό έδαφος, κάτι το οποίο τονίστηκε ιδιαίτερα και κατά την επίσκεψη του Ουκρανού Υπουργού Άμυνας στη χώρα Ολέκσιι Ρέζνικοφ την 6η Απριλίου 2023. Όπως αναφέρει το Associated Press, ο Ουκρανός Υπουργός Άμυνας άφησε την ελληνική πρωτεύουσα υποσχόμενος την παραχώρηση επιπλέον στρατιωτικών δυνάμεων στη χώρα του, συμπεριλαμβανομένων ειδικών εκπαιδευτών των ενόπλων δυνάμεων και χειριστών αρμάτων μάχης όπως τανκς, αλλά και τη διασφάλιση ελεύθερης πρόσβασης στα ελληνικά νοσοκομεία για τους τραυματίες του ουκρανικού πολεμικού μετώπου. Με μια ξεκάθαρη δήλωση του, ο πρώην ομόλογος του και τέως Έλληνας Υπουργός της Εθνικής Αμύνης Νίκος Παναγιωτόπουλος, υπογράμμισε για άλλη μια φορά την ακλόνητη στήριξη της Αθήνας προς το Κίεβο, μη δισταζόμενος ταυτόχρονα να τονίσει την αδιάλλακτη αρνητική στάση της Ελλάδας όσον αφορά την αποστολή των S-300. «Δίνουμε αυτά που μπορούμε να δώσουμε, αλλά τίποτα που θα εξασθενίσει στο ελάχιστο τις δίκες μας αμυντικές ικανότητες, λαμβάνοντας υπόψη και τα δικά μας προβλήματα εθνικής ασφάλειας».

Νωρίτερα τον Μάιο, το ελληνικό κράτος φαινόταν πως μποϊκόταρε την έγκριση του 11ου ευρωπαϊκού πακέτου κυρώσεων ενάντια της Ρωσίας, το οποίο σε αντίθεση με τα 10 προηγούμενα πακέτα στοχεύει όχι μόνο το καθεστώς του Πούτιν, αλλά και όσες χώρες συμβάλλουν στο να αποφύγει η Μόσχα όσο το δυνατό το εμπορικό εμπάργκο που τις έχει υποβληθεί. Για το ξεσκέπασμα των συγκεκριμένων χωρών σύμφωνα με το Politico, η Ουκρανία συγκρότησε μια λίστα με «σπόνσορες πολέμου» στην οποία βρίσκονταν μέχρι πρότινος και ορισμένες ελληνικές εταιρείες,  οι οποίες φέρονταν να συνεργούν με τη Μόσχα. Φυσικά, η ελληνική πλευρά απαίτησε τη διαγραφή των εταιρειών της από τη λίστα του Κιέβου υποστηρίζοντας πως κάτι τέτοιο δεν υφίσταται βάζοντας έτσι φρένο στις διαδικασίες συμφωνίας του πακέτου, υπόθεση η οποία λύθηκε τελικώς τον επόμενο μήνα με τη διαγραφή των ελληνικών εταιρειών από τη λίστα και επακολούθως την οριστικοποίηση του πακέτου κυρώσεων έναντι της Μόσχας και των συμμάχων της. Το συγκεκριμένο συμβάν ξεκαθάρισε για άλλη μια φορά στον ευρωπαϊκό ορίζοντα, πως η Ελλάδα δεν σκοπεύει να ρισκάρει όχι μόνο την ασφάλεια της αλλά ούτε και την οικονομία στην περαιτέρω ανάμειξη της στις υποθέσεις Ρωσίας-Ουκρανίας.

Συστατικό ρόλο στον εφοδιασμό του Ουκρανικού κράτους απευθείας της Ελλάδας, έχει αναλάβει σημαντικά το λιμάνι της βορειοανατολικής πόλης της Αλεξανδρούπολης. Λόγω του αποκλειστικού ελέγχου της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας από το Ρωσικό κράτος, η Αλεξανδρούπολη αποτελεί πλέον τη μόνη δίοδο εφοδιασμού της ουκρανικής πλευράς διαμέσου των κρατών της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, με την πλήρη επίβλεψη φυσικά των Η.Π.Α, της Ευρώπης και του NATO. Διαμέσου του λιμένα της Αλεξανδρούπολης, ο οποίος «Εξασφάλισε τη διεύρυνση των δυνάμεων των Η.Π.Α στην Ελλάδα προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι στόχοι των Η.Π.Α και του NATO όσον αφορά την στρατηγική πρόσβαση στις Βόρειες χώρες-μέλη του NATO και ιδιαίτερα στην Ουκρανία.» όπως είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο Αμερικανός Υπουργός Άμυνας, Λόιντ Όστιν, έχει επιτραπεί σε μεγάλο βαθμό στις Η.Π.Α και κατά επέκταση στις δυνάμεις του NATO ο συνεχής εφοδιασμός της Ουκρανίας με πλήθος όπλων, τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης για τους κατοίκους  και τους χιλιάδες πρόσφυγες.

Μέχρι και την σήμερον ημέρα, η περιοχή της Αλεξανδρούπολης έχει εφοδιάσει τα Βαλκάνια και τις Βαλτικές χώρες με τεθωρακισμένα, με θωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και με ελικόπτερα άνω των 2.400, ενισχύοντας περαιτέρω τις σχέσεις NATO-Ανατολικής Ευρώπης. Η Αλεξανδρούπολη μέλλεται επίσης να αναδειχθεί ως η σωτήρια λύση για την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, με την δημιουργία ενός σταθμού επαναεριοποίησης ο οποίος τοποθετείται στα παράκτια της πόλης και υπολογίζεται πως το έργο του αναμένεται να ξεκινήσει τον Ιανουάριο του ερχόμενου χρόνου. Συγκεκριμένα, ο σταθμός αυτός θα αποτελεί ικανός ώστε να μεταφέρει υψηλά ποσοστά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) διαμέσου των αποθεμάτων της Αιγύπτου, του Ισραήλ, της Κύπρου, –ενδεχομένως και του Ελληνικού κράτους-, τροφοδοτώντας με ενέργεια το σύνολο των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.

Οι φιλικές σχέσεις Ελλάδας – Ουκρανίας έχουν ερευνηθεί βάσει των παραπάνω στοιχείων, αλλά κρίνεται αναγκαίο να πραγματοποιηθεί και μια ανάλυση των σχέσεων Αθήνας-Μόσχας. Τον απερχόμενο χρόνο, η Αθήνα δίσταζε να προχωρήσει στην απέλαση ρώσων πρεσβευτών από το έδαφος της, σε αντιδιαστολή με το σύνολο των χωρών της Ευρώπης, οι οποίες προχώρησαν σχεδόν αμέσως σε απελάσεις ρώσων πρεσβευτών ύστερα του ξεσπάσματος των εχθροπραξιών. Ωστόσο, το τοπίο άλλαξε για το ελληνικό κράτος μετά των απάνθρωπων εγκλημάτων που σημειώθηκαν στη περιοχή Μπούτσα της Ουκρανίας τον Μάρτιο του 2022. Λαμβάνοντας παράδειγμα από τη Γαλλία και την Γερμανία, η Ελλάδα προχώρησε και η  ίδια στην κήρυξη ως «ανεπιθύμητων προσώπων» στη χώρα (persona non grata) 12 συνολικά Ρώσων διπλωματών και προξένων, κάτι που σηματοδοτεί πως οι διπλωματικές σχέσεις Αθήνας και Μόσχας αποτελούν πλέον παρελθόν. Η ενέργεια αυτή του ελληνικού κράτους φυσικά δεν έμεινε απαρατήρητη από το επιτελείο του Κρεμλίνου, με την εκπρόσωπο Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας Μαρία Ζαχάροβα να κατηγορεί την Αθήνα πως διαταράσσει τις διμερείς της σχέσεις με το Ρωσικό κράτος,  συμπληρώνοντας πως «Το Ελληνικό κράτος το οποίο δημιουργήθηκε με μέριμνα της Ρωσίας και του οποίου ο πρώτος κυβερνήτης αποτελούσε τον επικεφαλή του Ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, έχει στερηθεί των διπλωματικών σχέσεων με τη Μόσχα».

Σημαντικό στοιχείο ασφαλώς, αποτελεί και η άποψη των Ελλήνων πολιτών για την ανάμειξη της χώρας στο ρωσοουκρανικό. Σε δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε από το Ευρωβαρόμετρο τον Ιούνιο του φετινού έτους, υπολογίζεται πως το 43% των Ελλήνων έναντι του 64% των πολιτών της Ε.Ε τάσσονται υπέρ του στρατιωτικού εφοδιασμού στην Ουκρανία. Όσον αφορά στην παροχή φροντίδας ανθρώπων που επλήγησαν από τον πόλεμο, τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα θετικά με το 88% των Ελλήνων και Ευρωπαίων ερωτηθέντων να τάσσονται υπέρ. Ενθαρρυντικά παρουσιάζονται και τα ποσοστά της έρευνας που σχετίζονται με την υποδοχή στο περιβάλλον της Ε.Ε Ουκρανών προσφύγων, με το 88% των Ελλήνων σε συνδυασμό με το  86% των Ευρωπαίων να δηλώνουν θετικοί. Σχετικά μεγάλες αποκλίσεις παρατηρήθηκαν στα ποσοστά που αφορούσαν στην οικονομική υποστήριξη της Ουκρανίας, αλλά και στην υποστήριξη ή όχι των ευρωπαϊκών κυρώσεων προς τη Ρωσία, με το 75% των Ευρωπαίων να τάσσεται υπέρ του πρώτου και το 72% να τάσσεται υπέρ του δεύτερου, σε αντίθεση με την ελληνική κοινή γνώμη με το 66% της οποίας να δηλώνει θετικά ως προς την ουκρανική οικονομική υποστήριξη και το 58% να δηλώνει θετικό ως προς τις οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία. Παράλληλα, όσον αφορά σε θέματα όπως της πιθανής ένταξης της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στο βαθμό ικανοποίησης της απάντησης στη ρωσική εισβολή, αφενός από  πλευράς της  Ε.Ε και αφετέρου από  πλευράς των εθνικών τους κυβερνήσεων, το 64% των Ευρωπαίων συμφωνεί με την πιθανότητα της ένταξης του Ουκρανικού κράτους στην Ένωση έναντι του 56% των Ελλήνων. Το 56% των Ευρωπαίων ερωτηθέντων έναντι του 42% των Ελλήνων ερωτηθέντων δηλώνουν ικανοποιημένοι με τις ενέργειες και τις δηλώσεις του Ευρωπαϊκού οργανισμού απέναντι στη ρωσική εισβολή, ενώ το 54% των Ευρωπαίων έναντι του μόλις 39% των Ελλήνων πολιτών, δηλώνουν ικανοποιημένοι ως προς την ανταπόκριση των εθνικών τους κυβερνήσεων στην πρωτοφανή ρωσική βαρβαρότητα.

Τα παραπάνω στατιστικά στοιχεία μόνο ένα συμπέρασμα θα μπορούσαν να υποδηλώσουν: πως ο ελληνικός λαός φαίνεται ανοιχτός στο να παρέχει ανθρωπιστική βοήθεια στο πληγέν κράτος, στον αντίποδα όμως φαίνεται διστακτικός και αρνητικός όσον αφορά την υποβολή κυρώσεων ή άλλων ενεργειών προς το Ρωσικό κράτος ή ακόμη και της περαιτέρω ανάμειξης του ελληνικού κράτους στη διένεξη, κάτι που σε γενικές γραμμές –τουλάχιστον ως προς τις σχέσεις με την Μόσχα- δεν αντικατοπτρίζει απόλυτα τις ενέργειες καθώς και τις απόψεις της ελληνικής κυβέρνησης. Όπως γίνεται εμφανές, η Ελλάδα θα αμφιταλαντεύεται συνεχώς από το ηθικό χρέος της σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο να υποστηρίζει το λεηλατημένο ουκρανικό κράτος, αλλά και από τους κοινούς δεσμούς της με το Κράτος της Ρωσίας που χρονολογούνται από τις απαρχές συγκρότησης του ελληνικού κράτους, και οι οποίοι προβλέπονται πιο επιτακτικοί από ποτέ.

Συντάκτης: Μαρία Ανδρίκου

Πηγές: