Ενθυμήματα ζωής η Μικρασιατική καταστροφή, βάφοντας με μελανά χρώματα τις σελίδες της νεοελληνικής ιστορίας καθώς και την συνείδηση των ανθρώπων που ξεριζώθηκαν αθέλητα από τα πάτρια εδάφη της Μικράς Ασίας. Σαν σήμερα έπειτα από 25 χρόνια καθιερώθηκε σύμφωνα με τον νόμο 2645 της 13ης Οκτωβρίου 1998, η 14η Σεπτεμβρίου κάθε έτους ως Ημέρα Εθνικής Μνήμης για την Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Η εκάστοτε πρωτοβουλία ανήκει σε τρεις βουλευτές του ΠΑΣΟΚ με μικρασιατική καταγωγή καθώς πιο συγκεκριμένα ο Γιάννης Καψής, ο Γιάννης Διαμαντίδης και ο Γιάννης Χαραλάμπους κατέθεσαν σχετική πρόταση νόμου στις 12 Μαΐου 1997. Αξιοσημείωτη είναι και η εισηγητική έκθεση των βουλευτών αναφέροντας μεταξύ άλλων πως : “Η κατάρρευση των ελληνικών δυνάμεων το 1922 στην Μικρά Ασία, οι σφαγές, λεηλασίες και η προσφυγιά που ακολούθησαν, αποτελούν το αποκορύφωμα μιας συστηματικής προσπάθειας εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου από τα χώματα της Μικράς Ασίας που έβαλε τέρμα στην τρισχιλιετή παρουσία του στην πέρα του Αιγαίου Ελλάδα, μια περιοχή όπου αναπτύχθηκε η ωριμότερη φάση του ελληνικού πολιτισμού […] την τερατώδη αυτή γερμανική σύλληψη πρώτοι οι Νεότουρκοι ανέλαβαν να κάνουν πράξη” (Ράπτου, 2017).

Ήταν αρχές του Σεπτέμβρη 1922 όταν και η Σμύρνη, το στολίδι της Ανατολής, παύει πλέον να υπάρχει μαζί με τους ανθρώπους της. Κάνεις αντικρίζει τότε παντού ερείπια και πύρινες λαίλαπες που παρασύρουν ότι συναντούν στο διάβα τους. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική από την μυρωδιά της καμένης σάρκας και γης. Στην παραλία της, ενσαρκώνεται η τελευταία σκηνή της τραγωδίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού.  Ο κόσμος σε μια τόση ταραχώδη κατάσταση αποζητά στα αποκαΐδια τους δικούς τους ανθρώπους. Ήτοι πεινασμένοι, μισόγυμνοι, ξυπόλητοι, χτυπημένοι από την μοίρα της προσφυγιάς και του διωγμού, εγκαταλειμμένοι από τους πάντες επιχειρώντας να σωθούν εξασφαλίζοντας μια θέση σε μια βάρκα και από εκεί στα πλοία που θα τους φέρουν πίσω στην Ελλάδα. Κοντολογίς, πρόκειται για την Γενοκτονία των Ελλήνων ως μια συστηματική και σκόπιμη εξόντωση  που χρονολογείται ως το 1923, των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας με την Σφαγή του Οικονομείου στις 25 Ιανουαρίου 1913, ως η αρχή του αιματώδους και ταραχώδους τέλους. Οι μηχανισμοί της οθωμανικής κυβέρνησης των εθνικιστών Νεότουρκων και του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος υπό την αιγίδα του Μουσταφά  Κεμάλ , επιδόθηκαν σε βάρβαρες ασιατικές μεθόδους βίαιου εξισλαμισμού του γενιτσαρισμού και σε επαναλαμβανόμενες φυλετικές εκκαθαρίσεις. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η τευτονική ψυχρή μεθοδικότητα με την λειτουργία της διαδικασίας των περίφημων ταγμάτων εργασίας. Εκεί εξοντώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες στον βωμό μιας εθνικής γενοκτονίας, εφάμιλλης των Αρμενίων την ίδια ακριβώς εποχή. (Γιασιράνη, 2011)

Συρραφώντας μια διαδρομή πολιτισμού που αναδύθηκε πρώτιστα με τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, τον Θαλή, προσχώρησε στον χριστιανικό ελληνισμό στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας του Γρηγορίου, του Ιωάννη και τερματίζοντας με το Σεφέρη και τον Βενέζη. Μια διαδρομή που παρέμεινε ανθεκτική σε Πέρσες, Ρωμαίους, Σελτζούκους και Οθωμανούς, η οποία μονάχα με το βίαιο ξεκλήρισμα μπορούσε να διακοπεί και να επιτρέψει την ανάδυση του τουρκικού εθνικού κράτους, σε ένα γεωγραφικό χώρο που διέπρεψε η ιδέα του πολυεθνικού κράτους με ελληνική κουλτούρα και συνείδηση. Αναντίρρητα, η Μικρασιατική τραγωδία σύμφωνα με τον Πασχάλη Κιτρομηλίδη, πλαισιώνει την συνείδηση του  νεοελληνισμού ως τον ακρογωνιαίο λίθο που μετέβαλε τον χαρακτήρα και την ροή της ιστορίας του έθνους στην σύγχρονη εποχή (Κιτρομηλίδης, 1972). Μολαταύτα, το 1922 δεν αποτελεί μονάχα το οδυνηρό τέλος της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας στην μικρασιατική ενδοχώρα, αλλά η τομή της εθνικά αξιοσημείωτης δημιουργικής παρουσίας  των Μικρασιατών στην Ελλάδα. Όπως άλλωστε γλαφυρά ισχυρίστηκε ο Γεώργιος Τενεκίδης “Γιατί ό,τι χάθηκε στην Μικρασία και την Ανατολική Θράκη κερδήθηκε στη άλλη άκρη του Αιγαίου : Μικρασιάτες, Πόντιοι, Κωνσταντινουπολίτες και Θράκες δεν περιορίστηκαν απλώς σε μια οικονομική ή πολιτισμική εισφορά στο εθνικό σύνολο, αλλά στάθηκαν αυτόχρημα  συνδημιουργοί στη διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού” (Τενεκίδης, 1980) .

Συνεπώς, η Μικρασιατική καταστροφή αποτέλεσε το κυρίαρχο σημείο καμπής στην νέα ελληνική ιστορία στο βαθμό που σηματοδότησε την ακαριαία παύση της Μεγάλης Ιδέας, επενεργώντας παραδόξως στην εθνική ενοποίηση όχι μέσω της επέκτασης των μεταξύ συνόρων αλλά διαμέσου της υποδοχής ενάμιση εκατομμυρίου προσφύγων. Άλλωστε η έλευση ενός τόσο ογκώδες αριθμού ανθρώπων, προκάλεσε όπως ήταν φυσικό, τεράστια προβλήματα στο αποδυναμωμένο από τις πολύχρονες πολεμικές περιπέτειες, ελληνικό κράτος (Κωστής, 1992).

Το βιβλίο του Αναστασίου  Μπακάλμπαση ‘’ Το Προσφυγικό Ζήτημα ‘’ αναγράφει τον τρόπο αντιμετώπισης των πρώτων επειγόντων προσφυγικών προβλημάτων, τα οποία ανατέθηκαν στο Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων της πολιτείας και στην συνδρομή διεθνών οργανώσεων. Η οικονομική άλλωστε αδυνατότητα της Ελλάδας αποτελούσε τροχοπέδη στην επίλυση του προσφυγικού χωρίς εξωτερική βοήθεια. Επόμενο ήταν το 1924 η κυβέρνηση να αποζητά από την Κοινωνία των Εθνών, την έγκριση της δανειοδότησης της χώρας. Η χορήγηση του δανείου περιλάμβανε στους όρους του, την ίδρυση ενός αυτόνομου οργανισμού που θα το διαχειρίζεται. Ο εκάστοτε οργανισμός, η ονομαζόμενη αλλιώς Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε. Α. Π.) θα προβληθεί ως το κατεξοχήν όργανο της προσφυγικής αποκατάστασης. Παράλληλα, αξιοσημείωτο ρόλο διαδραμάτισαν οι τράπεζες, ιδιαίτερα το 1930, αφότου σταμάτησε η λειτουργία της Ε. Α. Π . Πιο συγκεκριμένα, η Εθνική Τράπεζα ως εξέχοντας οργανισμός εμφανίζεται στο προσκήνιο στα μέσα της δεκαετίας του 1920 πλάι στο έργο της Ε. Α. Π. και του Υπουργείου Πρόνοιας, καθώς επωμίζεται την διαχείριση των ανταλλαξίμων μουσουλμανικών κτημάτων και διοικεί ουσιαστικά την επιχείρηση της μερικής αποζημίωσης των ανταλλάξιμων. Οι ελπίδες των προσφύγων για πλήρη αποζημίωση σύμφωνα με τα ορισθέντα δεδομένα της σύμβασης της Λοζάνης, αποδείχθηκαν φρούδες και ανικανοποίητες στο βωμό της υπογραφής του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας και της οικονομικής συμφωνίας της Άγκυρας, η οποία κατοχύρωσε τον συμψηφισμό των εκατέρωθεν εγκαταληφθέντων  περιουσιών. Η προκειμένη συμφωνία άλλωστε προκάλεσε την εξίσωση της πολλαπλάσιας ελληνικής περιουσίας με την αντίστοιχη μουσουλμανική, σκορπώντας δυσαρέσκεια στον προσφυγικό κόσμο (Μπακάλμπασης, 1933).

Η κυρίαρχη μνήμη που μορφοποιήθηκε μετά την Μικρασιατική καταστροφή διατάχθηκε με το γεγονός της ήττας του έθνους και όχι στο προσφυγικό ζήτημα, το οποίο αντιμετωπίστηκε ως ένα κοινωνικό περιβάλλον (Κουλούρη, 2020). Ωστόσο το παρελθόν πλανάται παντού γύρω μας και εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως, άλλοτε μέσω ατομικών, ιδιωτικών πρωτοβουλιών και άλλοτε διαμέσου  δημοσίων και συλλογικών καθώς και κοινωνικών ομάδων, η μνήμη των οποίων δεν περιλαμβάνεται στο εθνικό αφήγημα, συγκροτώντας μόνες τους μια μνήμη συμπληρωματική της επιστήμης. Επόμενο ήταν οι πρόσφυγες στην προσπάθεια τους να διατηρήσουν ζωντανή τη συλλογική τους μνήμη, να ιδρύουν τους δικούς τους συλλόγους, μεταδίδοντας και μεταλαμπαδεύοντας τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα τους και συνάμα ενοποιώντας σαν αλυσίδα παρά τις διαφορές που υπήρχαν, τις προσφυγικές κοινότητες. Κομμάτι της αναβίωσης της προσφυγικής μνήμης αποτέλεσαν η λογοτεχνία, τα τραγούδια, οι μαρτυρίες, οι αυτοβιογραφίες κ.α.

Ωστόσο, η πολιτισμική ανομοιογένειά  τους αποτέλεσε εμπόδιο στην συμπερίληψη των προσφύγων στο πεδίο του εθνικού αφηγήματος για πολλά χρόνια. Η πολιτισμική ανομοιότητα τους άλλωστε αποδείχθηκε μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία ως προς την διαχείρισή της. Οι πρόσφυγες θεωρούνταν μεν Έλληνες και ασπάζονταν την ίδια θρησκεία με τους γηγενείς , αλλά στην πραγματικότητα οι αντιθέσεις που τους περιλάμβαναν αναφορικά με τα έθιμα, τον τρόπο ζωής τους ακόμα και την γλώσσα καθώς αρκετοί ήταν τουρκόφωνοι ή μιλούσαν διαλέκτους , ήταν αγεφύρωτες. Ταυτόχρονα, υπό το πρίσμα των ντόπιων, οι πρόσφυγες ήταν η απτή απόδειξη της ήττας και λήξης της Μεγάλης Ιδέας, στην οποία είχαν επενδύσει τόσο οικονομικά όσο και συναισθηματικά. Παράλληλα, η ανάγκη αντιμετώπισης της περιθωριοποίησής τους τόσο σε πρακτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο εθνικού φαντασιακού, ήρθε να συμπληρωθεί στα αναρίθμητα προβλήματά τους (Σαλβάνου, 2018).

Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να λησμονηθεί το γεγονός ότι η Μικρασιατική Καταστροφή, η προσφυγιά και ο ξεριζωμός αποτελούν συνδετικό κρίκο της μνήμης και των μαρτυριών των ανθρώπων που επωμίστηκαν τα δεινά αυτής της τραγωδίας. Συνήθως όταν αναφερόμαστε στην μνήμη θεωρούμε πως πρόκειται απλά για μια αναπαράσταση του παρελθόντος , παραβλέποντας ότι είναι μια πολιτισμική πρακτική, η οποία διαμεσολαβεί την σχέση μας με μια πτυχή του παρελθόντος που έχει νόημα για εμάς. Σε συμφωνία με τον Jan Assman, η μέθοδος καταγραφής της μνήμης των αυτοπτών μαρτύρων μέσω της προφορικής μαρτυρίας, κοντολογίς η άμεσα μεταδιδόμενη βιωμένη εμπειρία συνιστά την επικοινωνιακή μνήμη. Μολαταύτα, οι εκάστοτε προσωπικές εμπειρίες και μαρτυρίες συνυφαίνουν τον ιστό της μικρασιατικής τραγωδίας και οπωσδήποτε αποτελούν μέρος της συνολικής ιστορίας της εποχής (Asshman, 2011).

Η τύχη των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ύπαρξης της συγχέεται άμεσα με την κορύφωση του τουρκικού εθνικισμού όπως εκφράστηκε από την ιδεολογία των Νεότουρκων. Ακολουθεί η μαρτυρία των Κυδωνίων – Αϊβαλί της Μικράς Ασίας,  τρανταχτό παράδειγμα του ώμου τουρκικού εθνικισμού και των θηριωδιών που επακολούθησαν.

Σμύρνη, 6 Σεπτεμβρίου 1922 «Υποδοχή του τουρκικού στρατού» :

Μπήκαν οι Τούρκοι στην πόλη, την ζώσανε γερά. Ο Κυδωνίων Γρηγόριος πήγε να επισκεφθεί  τον στρατιωτικό διοικητή, συνταγματάρχη Αχμέτ Ζακή. Ο Τούρκος μέραρχος φρόντισε να τον προσγειώσει:

“Απορώ και εξίσταμαι, του είπε, βλέποντας τα κεφάλια σας να είναι ακόμα πάνω στους ωμός σας” Και του ανακοίνωσε την απόφαση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας: να υποστούν αυστηρές κυρώσεις οι χριστιανοί της  Μικρασίας που πολέμησαν με τον ελληνικό στρατό. Το ίδιο βράδυ κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος.

Ύστερα βγήκε η φοβερή διαταγή: Να παρουσιαστούν όλοι οι άντρες από 18-45 χρόνων. Τους μάζεψαν έτσι, όλον τον ανθό του πληθυσμού, χιλιάδες τους δέσανε, τους μετέφεραν έξω από την πόλη και τους σκότωσαν στα μεταλλεία του Φρένελι και στις χαράδρες. […]  είχαν εξαιρέσει από αυτήν την ομαδική στρατολογία και σφαγή τα σινάφια : τους επαγγελματίες, τους φουρναραίους, τους χτίστες, τους μαραγκούς. Ο διευθυντής της αστυνομίας του κάλεσε όλους να παρουσιαστούν. Τους πήγαν σ’ έναν λόφο λεγόμενο “Μπογιά” και τους σκότωσαν με τσεκούρια. Ένας μόνο γλύτωσε και είπε το τι έγινε. Τέλος πιάσανε τον Δεσπότη και τους παπάδες. Ύστερα από τέσσερις μέρες φυλακή και βασανιστήρια, τους σήκωσαν και τους οδήγησαν έξω από την πόλη. Τους συνόδευαν στρατιώτες και τσέτες οπλισμένοι. Τους γυμνώσανε, τους δέρνανε, τους βάζανε να περπατήσουν ξυπόλητοι. […] Σαν πέρασε λίγη ώρα, άκουσαν πίσω τους ντουφεκιές. Το απόσπασμα ενώθηκε μαζί τους αργότερα. Ένας Τούρκος του αποσπάσματος είπε: – Τον Δεσπότη τον θάψαμε ζωντανό. Οι ντουφεκιές ήταν για τους άλλους. […]

Από 3.000 άνδρες που πιάσανε οι Τούρκοι στο Αϊβαλί, σωθήκαμε και φτάσαμε ύστερα από δεινά πολλά στην Ελλάδα είκοσι τρεις ψυχές. Από την πένα του Ηλία Βενέζη στο βιβλίο του “Μικρασία, Χαίρε” κατατίθεται η εκάστοτε μαρτυρική πορεία των κατοίκων των Κυδωνίων, μια πορεία βαμμένη με αίμα, βασανιστήρια  και κάθε είδους θηριωδίας από το χέρι των αδίστακτων Τούρκων (Βενέζης, 1995).

Καταληκτικά, πριν την Μικρασιατική Καταστροφή δεν τίθεται θέμα για ενιαία μικρασιατική ταυτότητα καθώς και οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί της Μικράς Ασίας διακρίνονταν από σημαντική ανομοιογένεια, η οποία διατηρήθηκε και μετά την άφιξη των προσφυγικών πληθυσμών στην Ελλάδα. Παρομοίως δεν είχε συγκροτηθεί η έννοια της μικρασιατικής μνήμης. Ωστόσο, το κοινό βίωμα της προσφυγιάς, λειτούργησε συσπειρωτικά με τον όρο της “χαμένης πατρίδας” να αποτελεί κεντρική για την μορφοποίηση της συλλογικής προσφυγικής μνήμης. Όπως ισχυρίστηκε και ο Halbwachs μεταφράζοντας τον όρο του χώρου στην συλλογική μνήμη,  αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι όταν τα μέλη μιας ομάδας εκρέουν σε ένα νέο περιβάλλον όπου δεν εντοπίζουν τίποτα που να μνημονεύουν τον τόπο και τον χώρο που έχουν εγκαταλείψει, παραμένουν ενωμένα διαμέσου του κοινού τόπου που άφησαν πίσω (Halbwachs, 2013). Αυτός ο κοινός τόπος, η “Μικρασία”, η χαμένη πατρίδα, λειτούργησε ως πυρήνας της μικρασιατικής μνήμης, μιας μνήμης που ενσαρκώνει μεγάλο πόνο, κακουχίες, ξεριζωμό, προσφυγιά και κυρίως την γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.

Συντάκτης: Άσπα Φιλοσόγλου

Πηγές: 

  • Μπακάλμπασης, Α. (1933). Απολογισμός επί του προσφυγικού προβλήματος των δύο πολιτικών κόσμων, του κόσμου της αρνήσεως και του κόσμου της δημιουργίας. Εθνικό Ίδρυμα ” Ελευθέριος Βενιζέλος”. Retrieved Αύγουστος 14, 2023, from http://www.venizelosarchives.gr/rec.asp?id=61519
  • Κιτρομηλίδης, Π. (1972). Συμβολή στη μελέτη της Μικρασιατικής τραγωδίας. Τεκμήρια της καταστροφής του ελληνισμού της Βιθυνίας, 15(Μικρασιατικά Χρονικά). Retrieved Αύγουστος 13, 2022, from https://helios-eie.ekt.gr/EIE/browse?type=author&value=Kitromilides%2C+Paschalis
  • Τενεκίδης, Γ. (1980). Η Έξοδος (Vol. Α’). Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.
  • Κωστής, Κ. (1992, Ιανουάριος 1). Η ιδεολογία της οικονομικής ανάπτυξης: Οι πρόσφυγες στο μεσοπόλεμο. Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, ένατος. https://doi.org/10.12681/deltiokms.128
  • Βενέζης, Η. (1995). Έξοδος: Το βιβλίο της Κατοχής. Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
  • Γιασιράνη, Β. (2011). Από τον παππού στον εγγονό (πρώτη ed.). Λογοθέτης.
  • Ράπτου, Ε. (2017, Ιούλιος 3). Η Σμύρνη μάνα καίγεται. Εν Ολύμπω, 1. Retrieved Αύγουστος 12, 2022, from https://enolympo.gr/images/magazine/en-olympo-03.pdf
  • Σαλβάνου, Α. (2018). Η συγκρότηση της προσφυγικής μνήμης. Νεφέλη. https://docplayer.gr/73626182-I-sygkrotisi-tis-prosfygikis-mnimis.html
  • Κουλούρη, Χ. (2020). Φουστανέλες και χλαμύδες. Αλεξάνδρεια.
  • Asshman, J. (2011). Communicative and Cultural Memory. In Memory in culture. palgrave macmillan memories studies. https://doi.org/10.1515/9783110207262.bm
  • Halbwachs, M. (2013). Η συλλογική μνήμη (Τ. Πλυτά, Trans.). Παπαζήση

    Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
    Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.