Σχεδόν τρεις μήνες μετά τις εκλογές, θα μπορούσε να ειπωθεί, πως βρισκόμαστε σε ένα πολύ κομβικό σημείο πολιτικά. Μία νέα σελίδα γράφεται για το μέλλον της χώρας και όσους έχουν την τύχη να διαμένουν σε αυτή. Κανείς δεν αρνείται την έκπληξη μετά το υψηλό ποσοστό αποχής αλλά πάνω από όλα τον σχηματισμό οχτακομματικής Βουλής, τρία κόμματα εκ της οποίας μπορούν να ενταχθούν στο φάσμα της ακροδεξιάς. “Νεογέννητοι” κομματικοί σχεδιασμοί αλλά και όσοι είναι χρόνια υφιστάμενοι άρχισαν ανησυχητικά να αυξάνονται και η τελική τους είσοδος στο πολιτικό παινχίδι γεννά απορίες για την ξαφνκή αυτή άνοδο. Σε μία χώρα που ο πλουραλισμός των απόψεων είναι παρών, αυτή η συνθήκη δίνει την αφορμή να εξετάσουμε μια υπόθεση η οποία αποτελεί ήδη και θα αποτελέσει μείζον θέμα συζήτησης στη δημόσια σφαίρα. Αυτό δεν είναι άλλο από τον εθνικισμό και την σύνδεση του με την δεξιά. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Από τα πρωταρχικά “συστατικά” των ακροδεξιών κομμάτων τόσο στην Ελλάδα όσο και σε διεθνές επίπεδο δεν είναι άλλα από δύο βασικές έννοιες: Τον εθνικισμό και τον πατριωτισμό, οι οποίες εντάσσονται στην μακρά λίστα των “διαστρεβλωμένα” κατανοημένων. Με την δημιουργία του έθνους κράτους, (δηλαδή την προγονική μορφή της σημερινής κρατικής οντότητας) γεννήθηκε και ο λεγόμενος εθνικισμός και τα υπόλοιπα είδη του. Αυτός που ονομάζεται φιλελύθερος εθνικισμός εξίσωσε ανθρώπους και έθνη και έφερε στην επιφάνεια την δέσμευση στο θέμα της εθνικής αυτοδιάθεσης αλλά και της επικράτησης της λαϊκής κυριαρχίας, τονίζοντας έτσι την ηθική πλευρά της ιδεολογίας που μελετάται. Αν ορίσουμε τον εθνικσμό εν γένει, μπορούμε με λίγα λόγια να καταλήξουμε στο ότι πρόκειται για τη θεωρία ότι το έθνος είναι άμεσα συνδεδεμένο με την οργάνωση σε πολιτικό επίπεδο (αλλά και σε κοινωνικό, εξαιτίας της εθνικής ταυτότητας που εκφράζεται με την εθνικότητα). Σε ιδεαλιστικό επίπεδο, είναι η αγάπη για το έθνος και οι θυσίες που προτίθενται να κάνουν για αυτό. Ο πατριωτισμός δεν αποτελεί παρά ένα παρακλάδι του προαναφερθέντος δόγματος που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδεολογία αλλά ως ιδέα. Επομένως αποτελεί θεμελιώδη βάση στήριξης, σε θυμικό όμως επίπεδο, με την τελευταία έκφρασή του να είναι ο τοπικισμός, μία αγάπη για τον γενέθλιο τόπο όσο και μία ιδιαίτερη (ακόμα και φαντασιακή) πατρίδα. Μία υψηλή ιδέα.
Οι υψηλές ιδέες εκφράζονται είτε στα λόγια, είτε στα έργα. Οι ορισμοί μερικές φορές είναι βαρετοί και τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, καταστάσεις όμως σαν την υπάρχουσα μας αναγκάζουν να κατανοήσουμε ότι τα λόγια μερικές φορές κοστίζουν ακριβά. Καλή στιγμή να αναφερθεί ο αντίκτυπος του δημοσίου λόγου. Πείθει, ελκύει, προκαλέι. Λησμονεί και λησμονάται. Οι τακτικές πειθούς σε έναν λαό και πόσο μάλλον στον ελληνικό απαιτείται να είναι συναισθηματικής φύσεως, με απώτερο στόχο το πατριωτικό φρόνημα. Η επιτακτική ανάγκη του να τιμήσεις ιδανικά που αποτελούν παρακαταθήκη για κάποιους, φαινόμενο που ονομάζεται προγονολατρεία για άλλους. Η πολιτική ρητορική της ακροδεξιάς περιλαμβάνει στοιχεία πατριωτισμού, ενδεδυμένα με την απειλή εθνικής ασφαλείας, πολλές φορές θέτοντας σε κίνδυνο άλλους ανθρώπους. Τα προαναφερθέντα ζητήματα που απειλούν το έθνος αποτελούν ίσως ένα ημι-αληθές κόλπο, μία αλήθεια που διαστρεβλώνεται για συγκεκριμένες σκοπιμότητες, αλλά όταν χρησιμοποείται ως δικαιολογία συνήθως η βάση από την οποία προέρχεται δεν είναι πραγματική. Τα θέματα που θίγει συνδέονται πάντα με την κοινωνία, ένα κάλεσμα σε αγανακτισμένα με την όποια επικρατούσα κατάσταση στο εσωτερικό μέλη της, όπως άλλωστε έχει φανεί σε πληθώρα κομμάτων της συγκεκριμένης ιδεολογίας.
Ξεκινώντας από την αρχή, το κόμμα του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, επίτιμος εκφραστής του “τρίτου κύματος” της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, στη μεταδικτατορική εποχή, δημιούργησε μία ατζέντα κατά βάση κοινωνική. Η τελευταία συνάδει με την πατριωτική, συντηρητική, λαϊκιστική και χριστιανοδημοκρατική ιδεολογία του, που είναι προσήκουσα στις αντιμεταναστευτικές και τις περι αντιπαγκοσμιοποιήσης θέσεις τους. Εκμεταλλευόμενος τη μεταστροφή της ελληνικής κοινωνίας στον συντηριτισμό και την ξενοφοβία λόγω της έλευσης μεταναστευτικών ρευμάτων από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και την ανάδυση του Μακεδονικού (επομένως την αμφισβήτιση εδαφικής επικράτειας) εξέφρασε μία ρητορική ακροδεξιών και εθνικοσοσιαλιστικών καταβολών με κύριες έννοιες τον λαό και το έθνος, βασιζόμενη σε συνομωσίες περί εθνικής ασφάλειας με επίκεντρο τους μετανάστες (μόνιμους και μη). Με τις εκλογές του 2004 η ρητορική του κόμματος άλλαξε δηλώνοντας ότι δεν είναι κατά των σχέσεων με την Ευρώπη, και σε πάσα περίπτωση εναντιώνεται στον αντισημιτισμό, τον ρατσισμό και την αντιπεριθωριοποίηση. Ταυτόχρονα, κατάφερε να κυρήττει την εθνικιστική του ιδεολογία προσπαθώντας να θέσει μία εθνική αφύπνηση του ελληνικού λαού για την διάβρωση του ελληνισμού και την καταστροφή της ορθοδοξίας. Ο ηγέτης του ΛΑ.Ο.Σ. Γιώργος Καρατζαφέρης και οι λοιποί βουλευτές αξιοποιήσαν την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, τοποθετώντας τον λαό σε θέση σωτήρα και ηγέτη, υποκινώντας τον με εθνικιστική ρητορική. “Εμείς τολμάμε!”, “Η Ελλάδα πάνω απ’όλους!” “Όλους εμάς, μας ενώνει η Ελλάς”, και φυσικά, το χουντικής προέλευσης “Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών” που παρά την μεγάλη αυτή στροφή εγκωμιάζει “μεγαλεία” του παρελθόντος, τα οποία οι ίδιοι αποστρέφονταν.
Το κόμμα του Γεωργίου Καρατζαφέρη κατάφερε να λάβει μία θέση στην αντιπολίτευση τόσο στις εκλογές του 2007, όσο και σε αυτές του 2009. Το τέλος της κοινοβουλευτικής αυτής πορείας ήρθε το 2012 με την άνοδο ενός άλλου κόμματος του ακροδεξιού φάσματος, που δεν είναι άλλη από την Χρυσή Αυγή, ιδρυθείσα το 1980. Η κατάσταση στην οποία κατάφερε να χαράξει ήταν η ίδια. Δεινή οικονομική κρίση, αυξημένες εισροές μεταναστών, υψηλά ποσοστα ανεργίας και φόβος προς ο,τιδήποτε δεν είναι οικείο. Τα ίδια τα μέλη του τέως κόμματος και πάντοτε εγκληματικής οργάνωσης διατυμπάνιζαν την ένθερμη υποστήριξη τους στην “τρίτη μεγαλύτερη ιδεολογία της ιστορίας”, δηλαδή τον εθνικισμό. Βέβαια, αυτό έρχεται σε τρομερή αντίθεση με τη δική τους ξεχωριστή ρητορική περί “βλαβερών στοιχείων” εννοώντας πάντα το μη οργανικό μέρος του έθνους, τους αλλοδαπούς ή ακόμη και τους πολιτικούς αντιφρονούντες ανεξαρτήτως εθνικότητας. Αυτός ο υπερεθνικισμός, τον οποίο οι ίδιοι ισχυρίζονται, δεν είναι τίποτα παρά κάποιου έιδους επίφαση στη νεοναζιστική ουσία όλης της παράταξης. Χιτλερικοί χαιρετισμοί, ειδική μνεία στα τάγματα SS και στρεβλοί μαίανδροι είναι μόνο ένα κομμάτι της ρητορικής μίσους της Χρυσής Αυγής, μίας ρητορικής με στοιχεία φυλετισμού, με εγκώμια περί βιολογικής μονάδας και μεινοτικοποίησης – αμφιβόλου ηθικής – πληθυσμών. Αυτό που σφραγίζει την πραγματική φύση της δεν είναι άλλη παρά η επιθυμία για την κάθαρση. Σε μία εποχή ιδεολογικής σήψης και οικονομικής κατάρρευσης, το κόμμα προέβαλλε μία λύση της εθνικής αναγέννησης για κατάρριψη κάθε κινδύνου αποελληνοποιήσης του έθνους και βεβαίως αυτό έγινε προφανές μέσω πρακτικών, τόσο από επιθέσεις όσο και ανθρωποκτονίες. Μέθοδοι σαν αυτές χάρισαν μία θέση στους βουλευτές της παράταξης στα σωφρονιστικά ιδρύματα της χώρας, δημιουργώντας τις βάσεις για μία νέα εποχή στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας.
Η ελπίδα όμως πεθαίνει πάντα τελευταία και τα δεινά φαίνεται να μην έχουν τέλος. Με τις εκλογές της φετινής χρονιάς νέες βάσεις τέθηκαν ξεκινώντας μία άλλη σελίδα στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας με την είσοδο τριών ακροδεξιών κομμάτων στο ελληνικό κοινοβούλιο. Σπαρτιάτες, Νίκη, Ελληνική Λύση. Η συγχρονή ίσως προσωποποίηση μία εθνικής ιδεολογίας, παλιάς όσο ο χρόνος ο ίδιος σχεδόν για τα σημερινά δεδομένα, αλλά πανταχού παρουσα και διάσπαρτη στη ψυχή πολλών ελλήνων. Πατρίς. Θρησκεία. Οικογένεια. Ένα σύνθημα που έχει σημαδέψει την νεότερη σύγχρονη ιστορία, ένα προπύργιο του ελληνικού πατριωτισμού. Ένα αξιακό σύστημα που σε περίπτωση υπερβολής εργαλειοποιείται για παραγωγή ρητορικής μίσους και την υπεράσπιση των αξιών και της πατρίδας της ίδιας και εύκολα διαστρεβλώσιμο όπως η ίδια η ιδεολογία που το τροφοδοτεί.
Τα τρία νέα κόμματα ενσαρκώνουν φύσει την εθνικιστική αυτή ιδεολογία με την αρνητική πάντα χροιά της. Τόσο οι Σπαρτιάτες, φύλακες των Θερμοπυλών (της επόμενης τετραετίας τουλάχιστον), το κάποτε αφανές κόμμα Νίκη που πορεύεται με τον φόβο και τις ευλογίες του Θεού, όσο και η γνωστή και μη εξαιρετέα Ελληνική Λύση που κουβαλάει το δικό της πατριωτικό σταυρό στον αγώνα για τη σωτηρία της χώρας, τα οποία όμως φαινομενικά συνδέονται ιδεολογικά, ταυτοχρόνως απωθούνται. Τα τεκταινόμενα τείνουν να δείχνουν ότι η ισχύς εν τη ενώσει καταλήγει σε μία ένωση που καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, οδηγώντας σε τελικό σύνολο Ελλήνων πλην Λακεδαιμονίων (όπως άλλωστε προφητικά είχε δηλωθεί), ειδικά μετά τον προφορικό ευχαριστηρίο φόρο τιμής του αρχηγού τους στον Ηλία Κασιδιάρη, πρωταγωνιστικού μέλους και εκ των ηγετών της Χρυσής Αυγής. Συμβάντα του τελευταίου καιρού υπάρχουν αρκετά για να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για μία προσωρινή κατάσταση. Αυτή η ξαφνική άνοδος αποτελεί ένα προοίμιο για το τι έπεται αλλά και κρούσμα μίας ασθένιας που ονομάζεται θεσμική σήψη και πολιτική παθογένεια, συμπτώματα των οποίων έχουν γίνει ήδη φανερά σε κοινωνικό επίπεδο.
Μέσα από όλα αυτά, γίνεται κατανοητό ότι όλα έχουν μία διττή φύση. Κάποια από αυτά εμείς πολλές φορές τα δαιμονοποιούμε, από όρους μέχρι γεγονότα. Ο εθνικισμός, παρά τις φιλελέυθερες απαρχές του και το γεγονός ότι αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο των εθνών όπως τα ξέρουμε σήμερα, διαστρεβλώθηκε για την εξυπηρέτηση άλλων πολιτικών σκοπιμοτήτων και ρητορικών, αντιθέτων από την αρχική του φύση. Ο πατριωτισμός, αν και αρχαιότερος σαν έννοια, αποτελεί παρακλάδι του εθνικισμού που δεν νοείται απόσπασης. Μελετώντας την πορεία της άκρας δεξιάς δίπλα στη δεξιά απο το 2000 μέχρι σήμερα παρατηρείται ότι ο δρόμος για αυτή στρώνεται σε εποχές απόγνωσης και εσωτερικής εθνικής κατάρρευσης. Η ρητορική της και οι υποσχέσεις που προσφέρουν για την διάσωση της ασφάλειας του εθνικού μας εαυτού φαντάζουν ως αντίδοτο σε κρίση. Το επόμενο φυσικό βήμα είναι ο λεγόμενος ηθικός πανικός που σε αυτό που μας φαίνεται άγνωστο και το πιο σύνηθες ξέσπασμα εκφράζεται μέσω της ξενοφοβίας και εν συνόλω αφορά ταυτοτικά ζητήματα. Με την είσοδο της ακροδεξιάς τριάδας στη Βουλή των ελλήνων αποδείχθηκε όχι μόνο πως η δική μας ταυτότητα είναι ασθενέσθερη, αλλά πως η βάση τέτοιων ρητορικών έχει αυξημένη πειθώ καθώς η ίδια η δημοκρατία ασθενεί και υφίσταται θεσμική έκπτωση, τα αποτελέσματα της οποίας ήδη παρατηρούνται. Με το ξέσπασμα της νέας εθνικής κρίσεως, που δεν είναι άλλη από την πύρινη λαίλαπα με πρωτοφανή επέκταση, έχουν σημειωθεί ρατσιστικά πογκρόμ που συλλαμβάνουν μετανάστες ως υπαίτιους εμπρησμού χωρίς καμία απόδειξη, δικαιοδοσία ή εξουσία κάνοντας επίκληση σε λοιπούς ομοιδεάτες να πράξουν τα ίδια. Για την αγάπη στην πατρίδα ή ίσως γιατί είναι θέλημα Θεού. Πρωτίστως όμως, γιατί ο εθνικός μας εαυτός χρήζει διάσωσης και ο σκοπός πάντα αγιάζει τα μέσα.
Άλλωστε, η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες.
Έτσι δεν είναι;
Συντάκτης: Σοφία Κανελλάκη