Η πρόσφατη εικόνα της φλεγόμενης Μεσογείου και κυρίως της Ελλάδας έχει προβληματίσει την κοινή γνώμη αναφορικά με την αποτελεσματική αντιμετώπισή της, εξαιτίας των ραγδαίων κλιματικών συνθηκών που δυσχεραίνουν τις πύρινες κατασβέσεις. Ουκ ολίγοι είναι εκείνοι που ισχυρίζονται την τοποθέτηση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης, μετά την ακαριαία μονοπώληση του ενδιαφέροντός τους από τον περασμένο Νοέμβριο ,τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνία γενικότερα. Οι εφαρμογές που εναπόκεινται πάνω στο μοντέλο τεχνητή νοημοσύνη έχουν ήδη υπερχειλίσει το διαδίκτυο. Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση διανοίγεται παγκοσμίως χωρίς γεωγραφικά όρια και βάσεις. Ταυτόχρονα εξαπλώνεται και με τεράστια ταχύτητα.

Η εκάστοτε εξέλιξη θα μορφοποιήσει τόσο τους χώρους εργασίας του μέλλοντος, όσο και τους κοινωνικούς θεσμούς και κοινωνικές σχέσεις γενικότερα. Αντικρίζοντας την εν λόγω κοσμογονική αλλαγή και τις επιπτώσεις που ενδεχομένως θα επιφέρει, χρειάζεται αναμφίβολα να αναζητούμε εκείνη την θεωρητική σκέψη που θα συνεισφέρει στην κατανόηση της νέας αυτής παγκόσμιας πρόκλησης.

Αναφερόμενοι στον όρο της Τεχνητής νοημοσύνης ( Artificial Intelligence), γνωστοποιείται η ικανότητα ενός υπολογιστικού συστήματος να προσομοιάζει τις ανθρώπινες γνωστικές λειτουργίες, κοντολογίς να “μαθαίνει”, διατηρώντας κάποια πρότυπα σε μια μνήμη ώστε να μπορεί να τα αξιοποιεί προτείνοντας ταχύτητα λύσεις σε προβλήματα. Επόμενο είναι λοιπόν, διαθέτοντας αναρίθμητο πλήθος δεδομένων, να καταλήγει στην απόκριση απαντήσεων με κριτήριο την αυξημένη συχνότητα που εκείνες εμφανίζουν στα ίδια ή παρεμφερή προβλήματα. Από μια τέτοια διαδικασία ωστόσο μήπως να μορφοποιούνται τα κατεστημένα πρότυπα, οι κανόνες και οι κυρίαρχες προκατειλημμένες ρυθμιστικές αρχές της κοινωνίας;

Εντούτοις, η μηχανή αναδύεται ως ικανή να μιλάει, καθώς χρησιμοποιεί γλώσσα. Παράλληλα, αναμφισβήτητο κρίνεται το γεγονός, ότι “αν κάποιος χρησιμοποιεί γλώσσα , τότε σκέφτεται” καθώς είναι αυτονόητο πως “αν κάποιος δεν σκέφτεται τότε δεν χρησιμοποιεί γλώσσα”, αναφερόμενοι στο σημείο αυτό στον άνθρωπο, εγκρίνοντας την εκάστοτε συλλογιστική τόσο οι θετικιστές όσο και οι διαλεκτικοί υλιστές. Απεναντίας, ο θετικισμός δεν συμφωνεί με την ενότητα γλώσσας και σκέψης ,όπως και ο Μαρξ, που δεν υπονοεί βέβαια την ταύτισή τους. Ακολουθώντας την εκάστοτε συλλογιστική γραμμή, εύλογα κατανοούμε ότι η Artificial Intelligence αφού εμφανίζεται να χρησιμοποιεί γλώσσα, δεν είναι εφικτά τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα ως “οντότητα” και κυρίως η κοινωνική της λειτουργία να διερευνηθούν, να κατανοηθούν εξαντλητικά και σε βάθος εξωτερικά, δίχως τον προσπορισμό της γλώσσας σε αυτήν την ερευνητική προσπάθεια.

Ωστόσο τι εστί Λόγος; Υπάρχει εσωτερική νοητική σχέση καθώς συντελείται η σκέψη ή είναι αναπόδραστη με την χρήση γλώσσας; Βαδίζοντας στα χνάρια του Κορνήλιου Καστοριάδη τόσο στο έργο του ‘’Φαντασιακή Θέσμιση της κοινωνίας’’ όσο και στα άλλα έργα του, καταγγέλλει τη δυτική σκέψη ότι επί είκοσι πέντε αιώνες μορφοποίησε την Ευρώπη οδηγώντας την ουσιαστικά ως την ξένωσης της ανθρωπότητας, συσκοτίζοντας το ιδιαίτερο “Είναι” του κοινωνικού- ιστορικού ως ριζικού φαντασιακού, όπως το αποκαλεί (Καστοριάδης, 1978). Αναλυτικότερα, το ριζικό φαντασιακό εμφανίζεται με δύο οπτικές , ως κοινωνικό- ιστορικό και ως ψυχή/σώμα. Κατά την πρώτη περίπτωση, λειτουργεί ως ανοιχτός ποταμός του ανώνυμου συλλογικού, ενώ ως ψυχή/σώμα χαρακτηρίζεται ρους παραστασιακός και αισθηματικός (Καστοριάδης, 1985). Το άτομο αποτελεί αναπόσπαστο προϊόν κοινωνικής κατασκευής και είναι εγγενώς διφορούμενο και υποκείμενο σε αντικρουόμενες κλήσεις, εν αντιθέσει με την λειτουργία της μηχανής και της χρήσης της γλώσσας στο εκάστοτε μηχανικό σύστημα. Εν συνεχεία, αυτή την “ κληρονομημένη σκέψη” ο Καστοριάδης την χαρακτήρισε “ορθολογιστική” ή “ολέθρια αυταπάτη”. Πρόκειται για αυτό που οι Έλληνες κατονόμασαν “Λόγο” και οι Λατίνοι “Ratio” διευκρινίζοντας όχι την μυκτηριστική (όπως στον Καστοριάδη) αλλά την δοξαστική, εξέχουσα και υποχρεωτική έννοια του. Όπως άλλωστε ισχυρίστηκε και ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του, “ο γαρ λόγος ημάς ήρει”, που σημαίνει ότι ο λόγος μας ανάγκασε (Καστοριάδης, 1985). Συνεπώς, ο λόγος σε συμφωνία με την γενική αποδεκτή άποψη, αφορά την ικανότητα του σκέπτεσθαι ιδιαίτερη στον άνθρωπο και όχι στην μηχανή, συλλαμβάνοντας και προσδιορίζοντας σχέσεις λογικές καθώς και διαμορφώνοντας κρίσεις. Αναντίρρητα, αποτελεί συλλογιστικό εργαλείο στην μεταξύ διάδραση των ατόμων, έχοντας ο όρος “Λόγος” διπλή εννοιολογική απόδοση. Αφενός αποτελεί διαδικασία νοητική και εσωτερική διαθέτοντας ως βάση την έννοια της σκέψης, αφετέρου πρόκειται για έκφραση ή φανέρωση της σκέψης που συγκεκριμενοποιείται στην λέξη. Ένα μηχανιστικό σύστημα ήτοι οι εφαρμογές και τα εργαλεία της Τεχνητής Νοημοσύνης, ανακυκλώνουν μονάχα μια πληθώρα πληροφοριών που έχουν εγκατασταθεί με κριτήριο μονάχα την αυξημένη συχνότητα των εκάστοτε δεδομένων.

Ωστόσο στο λυκαυγές της Τεχνητής Νοημοσύνης ποια είναι τα όρια και οι όροι χρήσης της καθώς συνάμα και η εν λόγω σχέση του δημιουργού – ανθρώπου με το δημιούργημά του; Τα λόγια του Χόρχε Λουίς Μπόρχες αναδεικνύονται ζοφερά ως προς την εν λόγω τοποθέτηση καθώς υποστήριξε πως το να ζεις σε μια εποχή μεγάλου κινδύνου και μαζί προσδοκίας υπαινίσσεται το γεγονός να ζεις στο πετσί τόσο την τραγωδία όσο και την προσμονή ως φαρσοκωμωδία  με την “επικείμενη αποκάλυψη” για την αφομοίωση του εαυτού μας και του κόσμου (Μπόρχες, 1982). Μολαταύτα, ανησυχία και αισιοδοξία προκαλούν οι επαναστατικές πρόοδοι στην τεχνητή νοημοσύνη. Η αισιοδοξία εξηγείται σε συνάρτηση με την ευφυΐα ως το μέσο να επιλύουμε τα προβλήματα, ενώ η ανησυχία ερμηνεύεται ως φόβος εξαιτίας του ότι το μοντέλο της Τεχνητής νοημοσύνης – η μηχανική μάθηση – ίσως υποβαθμίσει την επιστήμη και την ηθική συμπυκνώνοντας στην τεχνολογία μια θεμελιωδώς εσφαλμένη αντίληψη για την γλώσσα και την γνώση.

Στα “θαύματα’’ της μηχανικής μάθησης συγκαταλέγονται το ChatGPT του Open AI, το Bard της Google και το Sydney της Microsoft. Αδρομερώς, μετουσιώνουν ογκώδεις ποσότητες δεδομένων, αναζητούν μοτίβα εντός αυτών, και εν συνεχεία καθίστανται όλο και πιο επιδέξια στην δημιουργία στατιστικά ( με την αξιοποίηση της συχνότητας εμφάνισης στα δεδομένα, λέξεων και φράσεων) πιθανών αποτελεσμάτων – όπως και η φαινομενικά ανθρώπινη γλώσσα και σκέψη. Παρά το γεγονός ότι αυτά τα προγράμματα αναδεικνύονται ως κατάλληλα σε συγκεκριμένους στενούς τομείς (π.χ  μπορούν να χρησιμοποιηθούν στον προγραμματισμό) ωστόσο είναι αυτονόητο με γνώμονα την επιστήμη της γλωσσολογίας και την φιλοσοφία της γνώσης, πως διακρίνονται βαθιά από τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων και από το πως τα άτομα μεταχειρίζονται την γλώσσα.

Ο ανθρώπινος νους λειτουργεί τόσο μηχανιστικά με στατιστική ακρίβεια όπως παρουσιάζεται από το ChatGPT και τα παρόμοια του; Πρόκειται δηλαδή για ένα σύστημα, το οποίο συλλέγει από εκατοντάδες terabyte δεδομένων επιλέγοντας και διασαφηνίζοντας την αναμενόμενη απάντηση σε μια συνομιλία ή την πιο πιθανή απόκριση σε μια επιστημονική εκφώνηση; Απεναντίας, το ανθρώπινο μυαλό, ένα απερίγραπτο και κομψό σύστημα, κατεργάζεται μικρές ποσότητες πληροφοριών και σαφώς δεν συμπεραίνει με κατευθυντήρια γραμμή την συχνότητα των συσχετισμών μεταξύ των τμημάτων λόγου που ανευρίσκονται στα δεδομένα. Συνεπώς, δεν ακολουθεί ένα ορθολογικό – υπολογιστικό δρόμο σκέψης, ομιλίας, και κρίσης καθώς σε αυτό συντελούνται τόσο τα συναισθήματα που ενδεχομένως να νιώθει την προκειμένη στιγμή, όσο και εικόνες, φαντασιώσεις και ένστικτα που έχουν χαραχθεί με υποτυπώδη ή και τυχαίο τρόπο στο αβυσσαλέο μυαλό του.

Αναμφιβόλως, τέτοιου είδους προγράμματα εναπόκεινται στο πεδίο μιας προανθρώπινης ή μη-ανθρώπινης φάσης της γνωστική εξέλιξης διότι χειρίζονται σημαίνοντα χωρίς τα σημαινόμενα. Το βαθύτερο ψεγάδι τους αφορά την απουσία της πιο κρίσιμης κριτικής ικανότητας οποιαδήποτε νοημοσύνης : δηλαδή να μην διατυπώνονται μόνο η περιγραφή και η πρόβλεψη αλλά και τι δεν συμβαίνει ή θα μπορούσε να συμβεί ή και να μην συμβεί. Πρόκειται για τα στατιστικά της εξήγησης, το αποτύπωμα της αληθινής νοημοσύνης.

Ο πυρήνας της μηχανικής μάθησης καλύπτεται από την περιγραφή και την πρόβλεψη. Δεν δύναται να διατυπώσει αιτιακές σχέσεις ή φυσικούς νόμους. Ωστόσο, αυτονόητο είναι και το γεγονός ότι οποιαδήποτε ανθρώπινη εξήγηση δεν είναι απαραίτητα και ορθή· το σφάλλειν ανθρώπινον. Μολαταύτα, αυτό είναι και το πιο ουσιώδες τίμημα του τι σημαίνει να σκέφτεσαι : σε αναζήτηση του δικαίου ή της αληθείας, οφείλεις να είσαι δεκτικός και στο ενδεχόμενο λάθους. Στο πλαίσιο της νοημοσύνης δεν συγκαταλέγεται μονάχα οι δημιουργικές εικασίες αλλά και η δημιουργική κριτική και ο αναστοχασμος. Η ανθρώπινη σκέψη εναπόκεινται σε πιθανές εξηγήσεις και διόρθωση σφαλμάτων, μια διαδικασία που βαθμιαία περιορίζει τις πιθανότητες που μπορούν να εξεταστούν ορθολογικά. Οι προβλέψεις των συστημάτων μηχανικής μάθησης θα είναι πάντα δέσμιες στο επιφανειακό και το αμφίβολο.

Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί σε παράλληλη σύνδεση με τα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης, η αλγοριθμική ρύθμιση του κοινωνικού εξαιτίας της διευρυμένης χρήσης αυτοματοποιημένων συστημάτων λήψης αποφάσεων στην εκπαίδευση, στην εργασία και στις θεσμικές διαδικασίες (Beer, 2016). Η ακαριαία επέκταση της τεχνολογίας έχει φέρει στο προσκήνιο φυλετικές, έμφυλες και ταξικές προκαταλήψεις που εγγράφονται στο σχεδιασμό και στα δεδομένα των αλγορίθμων. Η ισχυροποίηση σε κοινωνικό επίπεδο, των αλγορίθμων σε συνδυασμό με το σύνολο των αξιών, πεποιθήσεων και ιδεών που συντελούν στην ενδυνάμωση της αυθεντίας τους, περιγράφονται από τους ερευνητές ως “αλγοριθμικός πολιτισμός” (Striphas, 2015).

Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί με ζοφερά παραδείγματα, η λειτουργία των αλγορίθμων και των πληροφοριών που συναπαρτίζουν τον πυρήνα τους. Το 2016 η Joy Buolamwini από το Media Lab του MIT παρουσίασε ένα μίνι-ντοκιμαντέρ, στο “Μουσείο της Βοστώνης”, έχοντας ως αντικείμενο την εμπειρία της ως ερευνήτρια της πληροφορικής στον τομέα της υπολογιστικής οπτικής αναγνώρισης – το λεγόμενο computer vision. Η ερευνήτρια με καταγωγή από τον Καναδά και την Γκανά, εξομολογήθηκε πως επιχειρώντας να κατασκευάσει συστήματα αναγνώρισης προσώπου μέσω τεχνολογιών μηχανικής μάθησης, αντιλήφθηκε πως εκείνα αδυνατούσαν να αναγνωρίσουν το πρόσωπό της. Συνεπώς, η Μπουλανβίνι ήταν α-πρόσωπη και αόρατη για τα συστήματα αυτά, καθώς η μορφή και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της (το χρώμα, η υφή του δέρματος, το σχήμα κοκ) δεν συγκαταλέγεται στα πιο επιφανή και γνωστά σύνολα μεγάλων δεδομένων με τα οποία διαμορφώνονται οι αλγόριθμοι αναγνώρισης προσώπου (Buolamwini & Gebru, 2018). Η εκάστοτε επιστημονική μέθοδος γνωστοποιήθηκε μέσω αυτής της μεροληψίας του αλγόριθμου, όπου επουδενί περιοριζόταν στα συστήματα  της ερευνήτριας ή του εργαστηρίου της. Η μάζα των δεδομένων που διαχειρίζονται και μοιράζονται οι επιστήμονες είναι προσμίξεις από ανάλογες διακρίσεις με βάση το χρώμα, το φύλο και άλλα γνωρίσματα, με την ικανότητα να διαχέονται ραγδαία και αχαλίνωτα διαφεύγοντας κάθε είδους ελέγχου στην επιστημονική πρακτική. Έχοντας επίγνωση της πολυπλοκότητας του φαινομένου, η ερευνήτρια υιοθετεί τον όρο “κωδικοποιημένο βλέμμα” για να αναπαραστήσει το πως αγνοείται ένα γυναικείο αφρικανικό σώμα και κάθε είδους σώμα που δεν προσυπογράφεται στις εγκατεστημένες πληροφορίες στο βωμό μιας περίπλοκης και ακατανόητης συναρμογής τεχνοεπιστήμης και κοινωνίας (Buolamwini & Gebru, 2018).

Συνερίζοντας την προκειμένη κατευθυντήρια γραμμή θα ήταν αφελές να μην αναφέρουμε πως η επεκτεινόμενη χρήση τεχνητής νοημοσύνης έχει δημιουργήσει υπολογίσιμα προβλήματα εκεί που δεν υπάρχουν. Κάθε κοινωνικό ζήτημα ανάγεται σε πρόβλημα κωδικοποίησης και μεταφοράς πληροφορίας. Η Μπρουσάρ εισάγει τον όρο “τεχνοσοβινισμός” για να αναδείξει “την πεποίθηση πως η τεχνολογία είναι πάντοτε λύση” ( Broussard, 2019). “Η τεχνητή ανοησία” όπως ισχυρίζεται η ίδια, επέρχεται όταν επιζητούμε από τα συστήματα μας – και ειδικότερα από αυτά της Τεχνητής νοημοσύνης– να αποκρίνονται σε πολύπλοκα κοινωνικά ζητήματα.

Οι μηχανές δεν χαρακτηρίζονται ως καλές ή κακές, αποτελεσματικές ή προβληματικές· ο τρόπος λειτουργίας τους εξαρτάται συνάμα από το γεγονός με το οποίο κατανοούμε τον ρόλο τους στα κοινωνικά ζητήματα και το πως ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή. Ως προς την εν λόγω κοσμογονική αλλαγή πως θα μπορούσε να απουσιάζει η φωνή του μεγάλου στοχαστή Καρλ Μαρξ, στα κείμενα τα οποία εντοπίζουμε την πιο οξυδερκή κριτική ανάλυση του καπιταλισμού, της ιστορίας του, των αντιφάσεων και των ταξικών συγκρούσεων που υποκινεί. Πρόκειται για ένα σύνολο πυκνογραμμένων τετραδίων, το λεγόμενο Grundrisse der Kritik der Politischen Ökonomie, όπου εξεδόθηκαν στο Βερολίνο το 1953. Η εγκυκλοπαιδική διάσταση των Grundrisse καθώς και τα σχόλια του Μαρξ για την εκμηχάνιση και αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας αλλά και του επονομαζόμενου Ασιατικού τύπου παραγωγής, θα συνδράμουν στην ουσιαστικότερη κατανόηση των φαινομένων από την Τεχνητή νοημοσύνη μέχρι ακόμα και τον ιδιάζοντα καπιταλισμό της Κίνας (Marx, 1939-41).

Ωστόσο, θα ήταν αφελές να μην γνωστοποιήσουμε το γεγονός ότι ο Μαρξ δεν αναλύει απευθείας τις συγκεκριμένες τεχνολογίες ή την ενσωμάτωση τους στην κοινωνία, αλλά παράλληλα αναγνωρίζει την συμβολή της τεχνολογίας στην παραγωγή και την ανάπτυξη. Η τεχνολογία καθίσταται δυνατή να μεγεθύνει την παραγωγικότητα, δημιουργώντας πλούτο, ωσότου εντός της προκείμενης διαδικασίας να εντοπίζεται και η παράλληλη ανησυχία του στοχαστή με τον τρόπο τον οποίο η τεχνολογία ενσωματώνεται στις κοινωνικές σχέσεις και τις δυναμικές εξουσίας.

Ο Μαρξ υποβάλλοντας κριτική στον καπιταλισμό, συνάμα θα προέβαινε σε κριτική αναλυτική προσέγγιση των επιδράσεων της Τεχνητής νοημοσύνης, εν συνεχεία θα διερευνούσε την μέθοδο με την οποία οι τεχνολογίες αυτές επηρεάζουν τις σχέσεις παραγωγής, την κατανομή πλούτου και την εξουσία στην κοινωνία. Ακολουθώντας τα χνάρια του στοχαστή, μια πιθανή εξήγηση του θα μπορούσε να είναι ότι τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης (Large Language Model- LLM) διαθέτουν την δυνατότητα να διευρύνουν την παραγωγικότητα και τον κοινωνικό πλούτο, ωστόσο μπορεί να παροξύνουν την ανισότητα και την συναφή εκμετάλλευση όταν δεν υφίσταται δίκαιη κατανομή των οφελών.

Επιπρόσθετα, ο Μαρξ θα επικεντρωνόταν στη σύνδεση μεταξύ τεχνολογίας και εργατικής τάξης, μελετώντας πως τα LLM ασκούν επιρροή στην ανάπτυξη της αυτονομίας των εργαζομένων, την αξία της εργασίας τους και της εξουσίας που κατέχουν. Αναντίρρητα, θα υιοθετούσε την άποψη ότι τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης απαιτείται να εξυπηρετούν μονάχα την κάλυψη αναγκών της κοινωνίας ως σύνολο και όχι με γνώμονα την αυξημένη εξουσία στον βωμό της εκμετάλλευσης ορισμένων ομάδων. Παράλληλα, οι προβληματισμοί του Μαρξ θα επικεντρώνονταν στο πως η τεχνητή νοημοσύνη καλείται να συνδράμει στην ανάπτυξη ενός κοινωνικού συστήματος όπου η εργασία δεν λειτουργεί μονομερώς ως μέσο επιβίωσης, αλλά θα διανοίγει στους ανθρώπους την ικανότητα να εκφράσουν την δημιουργικότητά τους απολαμβάνοντας μια ικανοποιητική ζωή. Στις ανησυχίες του συγκαταλέγονται η ενδυνάμωση της κερδοσκοπίας και της ανισότητας αν τέτοια εργαλεία διαμορφωθούν από τον καπιταλισμό με σκοπό την ενίσχυση κερδών και την κυριαρχία της εξουσίας από μια μειονότητα – ελίτ. Στους ερευνητικούς του στόχους θα ήταν το ενδεχόμενο της ανεργίας και η περίπτωση της ανασφάλειας στο εργασιακό περιβάλλον, καθώς τα εν λόγω συστήματα μπορούν να αντικαταστήσουν εργαζόμενους σε διάφορους τομείς.

Εντός αυτού του απροσδιόριστου πλαισίου, οι εταιρείες και οι κεφαλαιούχοι ίσως επωφεληθούν από την αυξημένη παραγωγικότητα και να αποκομίσουν ακόμη υψηλότερα κέρδη, εν αντιθέσει με τους εργαζόμενους που μπορεί να βρεθούν χωρίς εργασία ή να αντιμετωπίσουν ανασφάλεια στην απασχόλησή τους. Κοντολογίς, η άσκηση κριτικής του Μαρξ στα εργαλεία της Τεχνητής νοημοσύνης θα επικεντρώνονταν στην οικονομική και κοινωνική οπτική, αναγνωρίζοντας τα οφέλη που δύνανται να προσφέρουν αυτές οι τεχνολογίες αλλά συνάμα θα καυτηριάζε τις αρνητικές συνέπειες που μπορούν να αποφέρουν στην κοινωνία και την οικονομία (Marx, 1939-41).

Μολαταύτα, είναι τόσο καθιερωμένο και συγκεκριμένο το κοινωνικό περιβάλλον όπως παρουσιάζεται από τον Μαρξ με την συμβολή της τεχνολογίας; Η κοινωνία διαμορφώνεται μέσω της οικονομικής αιτιότητας – αναγκαιότητας, και όλες οι επιμέρους κοινωνικές σχέσεις και θεσμοί λειτουργούν με γνώμονα το δίπτυχο εργαζόμενος-κεφαλαιούχος στον βωμό του καπιταλισμού; Στο πλαίσιο του μαρξισμού σύμφωνα με την κριτική προσέγγιση του Καστοριάδη, το σύγχρονο άτομο που τον επέβαλε το μοντέλο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων – o homo computans – δεν θα διαθέτει την ικανότητα να μεταβάλλει την κοινωνική πραγματικότητα ωσότου να βρεθεί σε θέση ούτε καν να μπορεί να την ερμηνεύσει. Μια πιθανή πρόβλεψη της χρήσης της τεχνολογίας με καπιταλιστικούς και οικονομικούς όρους θα ήταν κατακριτέα από την μεριά του Καστοριάδη. Ο στοχαστής εκτιμά μονάχα το “πολλαχώς  λεγόμενον” και την “ακαθόριστη δημιουργία”. Όπως άλλωστε ισχυρίζεται γλαφυρά “το φανταστικό για το οποίο μιλώ δεν είναι εικόνα τίνος. Είναι δημιουργία ακατάπαυστη και ουσιαστικά ακαθόριστη…” (Καστοριάδης, 1985). Η αλήθεια σύμφωνα με τον Καστοριάδη δεν αποτελεί απόρροια ούτε από το σαφές, το μετρημένο ούτε από τη ratio, διότι στον κόσμο δεν υπάρχει ούτε ψεύδος, ούτε αλήθεια, ούτε καλό ούτε κακό. Επιπλέον, ούτε η επιστήμη ούτε η λογική δεν δύνανται να μας πει τι είναι αλήθεια, τι είναι αυτονόητο και τι όχι διότι δεν υπάρχει ούτε προκαθορισμός καθώς ούτε νομοτέλεια. Παράλληλα, υποστηρίζει την ανεπάρκεια της επιστήμης κοστολογώντας την, ότι από την στιγμή που ξεπερνά τον εμπειρικό λογιστικό χειρισμό, φέρει την αβεβαιότητα στον πυρήνα της. Σε συμφωνία με τον Καστοριάδη, “Η σύγχρονη επιστήμη είναι ένας σωρός από αντιφάσεις και απορίες άλυτες…” (Καστοριάδης, 1985).

Η θεωρία του για την κοινωνία αποτελεί τομή προκειμένου “να διασωθεί η επανάσταση με μια οντολογία” (Honneth, 1995). Ταυτόχρονα, προσβλέπει σε μια “αυτόνομη κοινωνία” στην οποία οι κοινωνικοί δρώντες θα έχουν την δυνατότητα να αμφιβάλλουν ανεμπόδιστα οποιοδήποτε κοινωνικό νόμο, θεσμό και αρχές με παράλληλες ευκαιρίες να αναμορφώνουν τις κοινωνικές τους σχέσεις αφήνοντας χώρος για πρωτότυπες δυνατότητες. Καθίσταται ένα υπολογιστικό περιβάλλον και σύστημα τόσο ελεύθερο και ικανό να εξυπηρετήσει τις δημιουργικότητα του ατόμου; Δύναται τα τεχνολογικά εργαλεία νοημοσύνης και κάθε συστηματοποιημένο μέσο να περιγράψει τόσο την κοινωνία του ανθρώπου όσο και τον ίδιο ωσότου να αποτελεί επικουρικό ή αντικαταστάσιμο εργαλείο στην κοινωνική ζωή του ατόμου;

Εν κατακλείδι, ο Καστοριάδης επικεντρώνεται απεναντίας στις εφευρετικές – εποικοδομητικές λειτουργίες της φαντασίας. Η φαντασία ως ο δημιουργός της πραγματικότητας, επινοεί αντικείμενα, παραστάσεις, τρόπους σκέψης και θεσμούς που δεν ανακυκλώνουν προϋπάρχοντα σχήματα (Καστοριάδης, 1997).  Το φαντασιακό του Καστοριάδη, αποτελεί τον κορυφαίο κρίκο στην κατασκευή, πρακτική και γνωστική της πραγματικότητας. Οι εμπειρίες των αισθήσεων, οι κοινωνικές  προερμηνείες, οι ημισυνείδητες εικόνες, σχηματοποιούνται και ερμηνεύονται με όρους που περιγράφουν τα αντικείμενα και τις σχέσεις τους. Η ποικιλομορφία αυτήν των σχημάτων αναδεικνύει ότι είναι πρωτότυπες δημιουργίες του ανθρώπινου νου και όχι του  “τεχνητού νου” (Καστοριάδης, 1999, Novitz 1987).  Το φαντασιακό του Καστοριάδη κρύβει αξιόλογη πρακτική και γνωστική λειτουργία που θα μορφοποιήσει μια αυτόνομη κοινωνία και ένα ελεύθερο δρων , ικανό στην συρραφή της κοινωνικής του ζωής στην μεταξύ διάδραση των ατόμων.

Συντάκτης: Άσπα Φιλοσόγλου

Πηγές:

  • Καστοριάδης, Κ. (1978). Η ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΗ ΘΕΣΜΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (Σ. Χαλικιάς, Γ. Σπαντιδάκη, & Κ. Σπαντιδάκης, Trans.). Κέδρος.
  • Μπόρχες, Χ. Λ. (1982). Το βιβλίο της άμμου (Σ. Τσακνιάς, Trans.). Νεφέλη.
  • Καστοριάδης, Κ. (1985). Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας (Σ. Κώστας, Trans.). Ράππα.
  • Καστοριάδης, Κ. (1999). Figures of the Thinkable. Seuil.
  • Beer, D. (2016, Ιουλίου 12). The social power of algorithms. 3. Retrieved Ιουλίου 25, 2023, from https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/1369118X.2016.1216147
  • Broussard, M. (2019). Artificial Unintelligence. The MIT Press.
  • Buolamwini, J., & Gebru, T. (2018). Gender Shades: Intersectional Accuracy Disparities in Commercial Gender Classification. Proceedings of Machine Learning Research. Retrieved Ιουλίου 26, 2023, from https://proceedings.mlr.press/v81/buolamwini18a/buolamwini18a.pdf
  • The Castoriadis Reader (D. A. Curtis, Trans.). (1997). BLACKWELL. https://becomingpoor.files.wordpress.com/2016/02/the-castoriadis-reader.pdf
  • Honneth, A. (1995). The Fragmented World of the Social. State University of New York Press.
  • Marx, K. (1939-41). Grundrisse (M. Nicolaus, Trans.). Penguin Books. https://www.marxists.org/archive/marx/works/1857/grundrisse/
  • Novitz, D. (1987). Knowledge, fiction & imagination. Temple University Press.
  • Striphas, T. (2015). Algorithmic Culture Before the Internet. European Journal of Cultural Studies. https://journals.sagepub.com/doi/10.1177/1367549415577392

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του WPM και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του WPM. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο WPM. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.