Διαχρονικά, η έννοια του εργαζομένου ή καλύτερα της εργασιακής σχέσης βρισκόταν σε τεντωμένο σχοινί δυνάμενο να εξισορροπήσει τα συμφέροντα εργοδότη-εργαζόμενος, πόσο μάλλον να τηρήσει ευλαβικά τη νομοθεσία που διέπει το εργατικό δίκαιο προάγοντας την αξία της επαγγελματικής ελευθερίας.

Πιο συγκεκριμένα, η συνταγματική προστασία της επαγγελματικής ελευθερίας περιλαμβάνει τόσο την ελευθερία επιλογής, όσο και την ελευθερία άσκησης ενός επαγγέλματος. Φυσικά, για την προστασία της επαγγελματικής ελευθερίας των μισθωτών χρειάζεται να περιοριστεί η ελευθερία που εργοδότη γεγονός που οδηγεί κατ΄ανάγκην σε στάθμιση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων. Στο ελληνικό Σύνταγμα, όπως πιστοποιεί το Α.22 παρ.1 Σ. η υποχρέωση του κράτους να προστατεύει την επαγγελματική ελευθερία ενισχύεται και συμπληρώνεται με την αναγνώριση του κοινωνικού δικαιώματος στην εργασία και αποσκοπεί στη δημιουργία και διατήρηση μιας πολιτικής εκ μέρους του κράτους που ενδυναμώνει την καθολική και αδιαίρετη προστασία της εργασίας, βελτιώνοντας τις βιοτικές συνθήκες των εργαζομένων καθώς με την εξέλιξη και την αναθεώρηση της εργατικής νομοθεσίας. Η χώρα μας, ήδη από τη δεκαετία του 1990 απεγκλωβίστηκε από το παραδοσιακό μοντέλο εργασίας.

Ενώ λοιπόν, η εργατική νομοθεσία κινείται στα πλαίσια της προστασίας του ασθενέστερου μέρους, δηλαδή των εργαζομένων,  η εργασιακή πραγματικότητα μοιάζει να ανατρέπει τα υπάρχοντα δεδομένα που πλέον τείνουν να γίνουν ζητούμενα μιας και με τις μνημονιακές αλλαγές από το 2010 η εργασία τελεί υπό καθεστώς φόβου και εξαθλίωσης αφού οι εργοδότες δεν μπορούν να εγγυηθούν τα αυτονόητα. Δε θα μπορούσα να παραλείψω, το περιστατικό που σημειώθηκε λίγο καιρό πριν και αφορά τις συνθήκες εργασίας σερβιτόρου σε χώρο εστίασης της Ρόδου, περιστατικό που δυστυχώς δεν αποτελεί την εξαίρεση αλλά τον κανόνα αναφορικά με το εργασιακό τοπίο. Η επονείδιστη εικόνα που προδίδει τις εργασιακές συνθήκες για τα ελληνικά δεδομένα σκιαγραφεί τους εργαζομένους ως άτυχους κομπάρσους όπου σε μια περίοδο στην οποία, η μόνη αξία που μετράει είναι η χρηματική, βιώνουν την ολικά άνιση μεταχείριση τους από τους εργοδότες.  Ως έρμαια πάλλονται στις διαθέσεις των πελατών, που με τη σειρά τους σε ένα κλίμα παντελούς έλλειψης ενσυναίσθησης και κατανόησης, σχεδόν χιτλερικά παραγγέλνουν, ζητούν, προστάζουν… Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν θα ήταν πράγματι υπερβολή να χαρακτηριστεί η σημερινή εργασιακή μεταχείριση ως μια σύγχρονη μορφή ανθρώπινης υποδούλωσης εξετάζοντας πως παρόλο που σ’ ένα ευρύτερο νομικό και θεσμικό πλαίσιο όλα φαίνονται να λειτουργούν νομότυπα, υποκρύπτεται μια ισχυρή ετεροβαρής σχέση στα όρια της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Πώς μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για μια οριοθετημένη, κρατικά ελεγχόμενη και ασφαλή εργασία όταν προστίθενται στην λίστα τόσα περιστατικά έκδηλων εργατικών παραβάσεων; Ίσως τελικά πρόκειται για ένα επιχειρηματικό έγκλημα που μεταφράζεται ως μια μορφή εργασιακής εκμετάλλευσης, η οποία δεν μοιάζει να απειλεί μόνο το ελληνικό τοπίο αλλά οι συνέπειες της έχουν λάβει διαστάσεις απειλητικές συνολικά για την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Αναμφίβολα, η νομοθεσία της Ε.Ε. καλύπτει μερικές μορφές εργασιακής εκμετάλλευσης, όπως διαφαίνεται από συγκεκριμένα άρθρα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Αρ.5, Αρ.31,) τα οποία υπαγορεύουν πως κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα εργασίας σε συνθήκες προσφορές και ως απόρροια τα κράτη μέλη οφείλουν να επιδεικνύουν συνέπεια, ενώ παράλληλα απαραίτητη κρίνεται η διενέργεια επιθεωρήσεων για τον έλεγχο τήρησης των κανονισμών στην πράξη, όπως επίσης και η επιβολή αυστηρών μέτρων-προστίμων σε περίπτωση αθέτησης του Αρ.5 ΧΔΘΕ.

Η εικόνα αυτή του εργασιακού μεσαίωνα ισοδυναμεί με την ανθρώπινη εξαθλίωση εντείνοντας έτσι τη δυσκολία επιβίωσης στους περισσότερους επαγγελματικούς χώρους, οδηγώντας σε αναπόφευκτη ενίσχυση του ανταγωνιστικού πνεύματος στο πλαίσιο του οποίου κάθε εργαζόμενος προσπαθεί να διατηρήσει τη θέση του δεχόμενος είτε την υποτίμηση του από την εργοδοσία, είτε υπονομεύοντας αυτός πρώτος τους συναδέλφους του ώστε να μην είναι εκείνος αυτός που θα απολυθεί. Και ενώ λοιπόν, η επαγγελματική ενασχόληση όφειλε να είναι πηγή άντλησης συναισθηματικής ικανοποίησης του εργαζομένου με σκοπό να τον κάνει να αισθάνεται δημιουργικός, παραγωγικός και χρήσιμος, σε ένα ευρύτερο ρεαλιστικό πλαίσιο κατέληξε να είναι μια καθημερινή αγγαρεία με μοναδική κατευθυντήρια γραμμή την επίτευξη οικονομικού κέρδους την οποία εκτελεί πλήρως τυπικά, ζημιώνοντας επί της ουσίας όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και εκείνους που εξαρτώνται από τη δική του απόδοση.

Καταληκτικά, είναι γεγονός πως πολλές απαντήσεις μπορούν να δοθούν αναφορικά με το αν πρόκειται για μια εργασιακή συνθήκη μη αναστρέψιμη. Σίγουρα πρόκειται για μια κατάσταση που απέχει έτη φωτός από την εργατική επανάσταση του 20ου αιώνα και τα αποτελέσματα που αυτή επέφερε στου εργασιακούς χώρους εντούτοις σε μια δεύτερη ανάγνωση θα μπορούσε κανείς πολύ ένθερμα να υποστηρίξει πως τα εργασιακά αυτά δεδομένα εν μέρει εξυπηρετούν πληθώρα εργοδοτών, δεδομένου ότι ιδίως στην χώρα μας, αποτελεί κοινό τόπο η άποψη πως ο εκφοβισμός ενός εργαζομένου τον καθιστά αποτελεσματικότερο…

Συντάκτης: Ιωάννα Σιώπη


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του WPM και της συντακτικής ομάδας.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του WPM. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο WPM. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα