Ύστερα από την διάλυση της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ ή κοινώς Σοβιετικής Ένωσης) τον Δεκέμβριο του 1991, οι Σοβιετικές Δημοκρατίες του πρώην ανατολικού μπλοκ μαινόταν να επιλέξουν γεωπολιτικά μέτωπα, κίνηση η οποία βασίστηκε στο ερώτημα: Προσεταιρισμός με τη Δύση ή παραμονή στη σφαίρα επιρροής του νεοσύστατου Ρωσικού κράτους; Με αυτό τον τρόπο το σύγχρονο διεθνές σύστημα διαμορφώθηκε, με μια μερίδα κρατών να παραμένει έως και σήμερα φίλα σύμμαχος της Ρωσία (όπως η Λευκορωσία), ενώ μια άλλη μερίδα κρατών να βρίσκεται υπό την προστασία της Δύσης -σαφώς και της Ευρώπης- όπως φυσικά οι χώρες της Βαλτικής.

Το κοινό παρελθόν Βαλτικής – Ρωσίας μπορεί να χαρακτηριστεί δυσλειτουργικό, γεγονός που επεξηγεί τις σχέσεις των δύο δρώντων με φόντο τα γεγονότα του σήμερα. Και ενώ υπό εξωτερική οπτική γωνία γίνεται φανερό πως και οι τρεις χώρες της Βαλτικής Θάλασσας δηλαδή η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία μοιράζονται το ίδιο ιστορικό υπόβαθρο, η πραγματικότητα εμφανίζεται αρκετά διαφορετική: Αν πραγματοποιηθεί μια αναδρομή στο μακρινό παρελθόν, θα διαπιστωθεί πως το κάθε κράτος είχε τη δική του χώρα-πρότυπο και φυσικά καμία από τις συγκεκριμένες χώρες-πρότυπα δεν αποτελούσε τη Ρωσία. Η Εσθονία από πάντα παρέμενε κοντά με τα γειτονικά σκανδιναβικά κράτη της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Η Λετονία αισθανόταν πάντα μια ιδιαίτερη σύνδεση με το Γερμανικό κράτος, ενώ οι Λιθουανοί είχαν εξαρχής αναπτύξει φιλικές σχέσεις με το κράτος της Πολωνίας.

Και σε αυτό το σημείο, η ανάλυση κατευθύνεται προς το διάστημα του Μεσοπολέμου, δηλαδή τη χρονική περίοδο 1919-1939. Ύστερα της υπογραφής της Συνθήκης Μπρεστ Λιτόφσκ τον Μάρτιο του 1918 η οποία εξασφάλισε την ανεξαρτησία των Βαλτικών χωρών από το ρωσικό ζυγό, τα τρία κράτη αφέθηκαν στην απόλαυση της αυτονομίας τους και στην εσωτερική τους ανασυγκρότηση. Η απειλή όμως του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τις κατέστησε έρμαια των ναζιστικών και σοβιετικών δυνάμεων και κατόπιν με το σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ -το οποίο πήρε το όνομα του από τους δύο Υπουργούς Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης και της Ναζιστικής Γερμανίας- τον Αύγουστο του 1939, Εσθονία Λετονία και Λιθουανία αποτέλεσαν τα νεοαποκτηθέντα εδάφη του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Τη παραμονή της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Βαλτική έγινε η πρώτη σοβιετική περιοχή η οποία εξέφρασε την επιθυμία εξόδου της από την Σοβιετική Ένωση με τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων 1,5 χρόνο πριν από την επίσημη διάλυση του ανατολικού μπλοκ, με αποτέλεσμα Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία να βιώσουν πρώτες από τα συνολικά 15 κράτη-μέλη της ΕΣΣΔ την πλήρη ανεξαρτησία και απόσχιση τους από το πρώην σοβιετικό καθεστώς. Επόμενη τους κίνηση, ο πλήρης δυτικός προσανατολισμός: Και οι τρείς Βαλτικές χώρες εντάχθηκαν στο ΒορειοΑτλαντικό Σύμφωνο (NATO) και την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, κόβοντας έτσι οποιαδήποτε σύνδεση με τη Ρωσία και διαγράφοντας έτσι το σοβιετικό παρελθόν τους.

Έκτοτε τα δύο μέτωπα ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους στη διεθνή σκακιέρα, κάτι που αν δεν είχε γίνει αντιληπτό πρότινος σίγουρα επιβεβαιώθηκε μετά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του περασμένου έτους. Η Βαλτική όχι μόνο αποτέλεσε μια από τους πρώτους γεωπολιτικά δρώντες που καταδίκασε την ρωσική εισβολή στο ουκρανικό έδαφος, αλλά αποτέλεσε και τη πρώτη μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων της Ευρώπης που προσχώρησε στην αποστολή πολεμικού υλικού προς άμυνας του Ουκρανικού κράτους. Το γεγονός αυτό μπορεί να υποδείξει πως ύστερα της ρωσικής κατοχής της Ουκρανίας, οι Βαλτικές χώρες ανακαλούν τις δικές τους τραυματικές εμπειρίες από τον καιρό της σοβιετικής επίθεσης στην ενδοχώρα τους. Συγκεκριμένα, η ρωσική προσάρτηση των ουκρανικών περιοχών του Ντονέτσκ, του Λουγκάνσκ, της Χερσώνα και της Ζαπορίζια τον Σεπτέμβριο του 2022, ξύπνησε μνήμες μέσα από την σοβιετική εισβολή και τα ειδεχθή γεγονότα που την ακολούθησαν στα κράτη της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας το 1940. «Αυτά τα γεγονότα στην Ουκρανία ακολουθούν το σενάριο που δοκιμάστηκε στις Βαλτικές χώρες το 1940» υποστήριξε ο Λιθουανός Υπουργός Άμυνας Αρβίντας Ανουσάουσκας μέσω συνέντευξης του στο πρακτορείο Reuters.

Σε συνδυασμό της σθεναρής τους υποστήριξης προς την ουκρανική πλευρά, τα Βαλτικά κράτη φαίνεται να υποστηρίζουν και μια ενδεχόμενη ένταξη της Ουκρανίας στο NATO όπως έδειξαν τα αποτελέσματα της διμερής συνόδου του ΒορειοΑτλαντικού Συμφώνου στη πρωτεύουσα Βίλνιους της Λιθουανίας τον περασμένο μήνα. Αναφορικά με τη σύνοδο, οι τρείς ηγέτες της Βαλτικής έπαιξαν σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, τονίζοντας συνεχώς την προσχώρηση της Ουκρανίας στον Οργανισμό αμέσως μετά τον τερματισμό του πολέμου: «Όλοι βρίσκονται στην ίδια σελίδα: Η Ουκρανία θα ενταχθεί στο NATO. Είμαι πεπεισμένος πως μόλις τελειώσει ο πόλεμος θα γίνει μέλος» δήλωσε ενθαρρυντικά ο Λετονός Πρωθυπουργός Αρτούρς Κρισιάνις Καρίνς την 11η Ιουλίου. «Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή δηλαδή όταν θα μπορούν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους ώστε η Ρωσία οπισθοχωρήσει, η ευκαιρία θα είναι εκεί και τότε η ένταξη θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί», συμπλήρωσε η Εσθονή ομόλογος του Κάγια Κάλας.

Επόμενο βήμα ενάντια στην εμφανέστατη ρωσική επιθετικότητα, αποτέλεσε η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Βαλτικής-Ρωσίας, ύστερα από προτροπή των ίδιων των Βαλτικών χωρών. Η Λιθουανία μάλιστα, είχε διακόψει τις διπλωματικές τις σχέσεις με το Ρωσικό κράτος ήδη από το περασμένο Απρίλιο, με την Λετονία και την Εσθονία να ακολουθούν το παράδειγμα της στις αρχές του τρέχοντος έτους. Φυσικά, η απέλαση των ρώσων πρεσβευτών από την ενδοχώρα της Βαλτικής αλλά και η ανάκληση των δικών τους πρεσβευτών από το ρωσικό έδαφος ακολούθησε την δήλωση της Μόσχας, η οποία χαρακτήρισε το Εσθονικό κράτος ως «απόλυτα ρωσοφοβικό» ζητώντας την απέλαση του Εσθονού πρεσβευτή από τη χώρα, αφενός κόβοντας έτσι  οποιαδήποτε δίοδο επικοινωνίας με την Εσθονία και κατά επέκταση με τη Βαλτική, αφετέρου πυροδοτώντας την αντίδραση της Λετονίας και της Λιθουανίας, οι οποίες συμπαρατάχθηκαν με το αδελφικό τους κράτος στην ακόμη μεγαλύτερη διατάραξη των διπλωματικών τους σχέσεων με το κράτος του Πούτιν.

Όσον αφορά στον τομέα της ενέργειας, ο οποίος δικαιολογημένα έχει προκαλέσει παγκόσμια ανησυχία από την έναρξη της ρωσοουκρανικής διένεξης, οι Βαλτικές χώρες παραμένουν ακόμα προσκολλημένες στο ενεργειακό από τον καιρό της Σοβιετικής Ένωσης δίκτυο BRELL, όμως και σε αυτό το κομμάτι δεν στέκονται αδρανείς. Οι διαπραγματεύσεις απεξάρτησης από το δίκτυο BRELL και αντικατάστασης του με το ευρωπαϊκό ενεργειακό δίκτυο που ξεκίνησαν το 2018 συνεχίζουν μέχρι και σήμερα, με τη συμφωνία να προβλέπει πλήρης αποδέσμευση έως το 2025 και τροφοδοσίας της Βαλτικής με το ενεργειακό δίκτυο της Ευρώπης, μέσω της Πολωνίας. Ασφαλώς μαίνεται να διαπιστωθεί το πόρισμα των συγκεκριμένων διαπραγματεύσεων όσο είναι καιρός, καθώς η πλήρης βαλτική αποδέσμευση από το ρωσικό ενεργειακό δίκτυο, φαίνεται πως δείχνει πιο αναγκαία από ποτέ.

Ο ρόλος της Βαλτικής στο εσωτερικό του NATO παρουσιάζεται αρκετά σημαντικός καθώς σύμφωνα με πληροφορίες, Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία βρίσκονται ανάμεσα στη λίστα των δέκα μεγαλύτερων δυνάμεων που συνεισφέρουν οικονομικώς στον ΒορειοΑτλαντικό Οργανισμό. Τα στατιστικά του 2022 υπέδειξαν πως τα τρία κράτη ξεπέρασαν το ποσοστό του 2% του Α.Ε.Π τους προς ενίσχυσης του αμυντικού τομέα, εξέλιξη η οποία αποτελεί σίγουρα θετική αν ληφθεί υπόψη και η συμφωνία ανάμεσα στα κράτη-μέλη και το NATO, στην οποία βασίζεται η συγκεκριμένη κίνηση. Οι σχέσεις Βαλτικής με ΒορειοΑτλαντικού Συμφώνου έχουν ενισχυθεί ιδίως ύστερα της ρωσικής κατοχής της Ουκρανίας, με τη Βαλτική να μεριμνά για τη καλύτερη δυνατή προστασία της ζητώντας από τον Οργανισμό την τοποθέτηση 3.000 με 5.000 στρατιωτών σε καθένα από τα τρία κράτη, αλλά και κατά επέκταση την  ενίσχυση της αεράμυνας τους. Να σημειωθεί πως ήδη από το 2017, το NATO έχει συγκεντρώσει 3.000 στρατιώτες στην περιοχή – 1.000 περίπου ανά κράτος – υπό τη χορηγία της Γερμανίας, της Βρετανίας και του Καναδά.

Η ιδιαίτερη προσεκτική οχύρωση της Βαλτικής, μόνο ένα ερώτημα μπορεί να γεννήσει. Οφείλουν οι χώρες της Βαλτικής να φοβούνται και να προνοούν για μια ενδεχόμενη ρωσική επίθεση στην επικράτεια τους ή δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας; Η απάντηση είναι σαφώς και οφείλουν και αυτό μπορεί να λεχθεί από ένα πλήθος αποδείξεων που διασαφηνίζουν πως η Ρωσία πιθανώς και να μην διστάσει στο μέλλον να εκμεταλλευτεί την περιοχή. Σε ανακοίνωση της νωρίτερα τον Φεβρουάριο, η Εσθονική Υπηρεσία Εξωτερικών Πληροφοριών έκανε λόγο για άμβλυνση της επιθετικότητας και των φιλοδοξιών του Ρωσικού κράτους μακροπρόθεσμα, σε συνδυασμό με αύξηση του κινδύνου ασφάλειας για την Εσθονία: «Η Ρωσία θεωρεί τις χώρες της Βαλτικής το πιο ευάλωτο κομμάτι του NATO, γεγονός που θα τις καταστήσει επίκεντρο της στρατιωτικής πίεσης σε περίπτωση μίας σύγκρουσης NATO-Ρωσίας» συμπλήρωσε.

Προβληματισμό προκαλούν και οι δηλώσεις του απερχόμενου πρωθυπουργού του Ρωσικού Κράτους την τετραετία 2000 με 2004 και νυν μέλους της αντιπολίτευσης, Μιχαήλ Κασιάνοφ. Ο Κασιάνοφ μέσω συνέντευξης του το καλοκαίρι του 2022, προέβλεψε πως η ρωσοουκρανική διένεξη θα διαρκέσει δύο χρόνια, ενώ υποστήριξε χαρακτηριστικά πως: «Αν πέσει η Ουκρανία, οι χώρες της Βαλτικής θα είναι οι επόμενες στον κατάλογο».

Πράγματι αυτά φαίνονται να είναι τα πλάνα της Ρωσικής Ομοσπονδίας ύστερα των δηλώσεων Μεντβέντεφ τον Μάιο, με τον επίσης Ρώσο πρώην πρωθυπουργό να αναφέρεται μέσω δήλωσης του στην διαδικτυακή πλατφόρμα Twitter, στα κράτη της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας ως «δικά μας» αποκρινόμενος στις δηλώσεις Μακρόν περί γεωπολιτικής ήττας της Μόσχας. «De facto, η Ρωσία έχει δημιουργήσει ένα είδος υποταγής στη Κίνα και έχει χάσει την πρόσβαση στη Βαλτική, η οποία ήταν κρίσιμη, διότι προέτρεπε την απόφαση της Φινλανδίας και της Σουηδίας να ενταχθούν στο NATO» όπως είχε τονίσει ο Γάλλος πρωθυπουργός.

Αν πραγματοποιηθεί μια μελέτη των γεγονότων μέσα από τη ματιά των ρωσικών επιδιώξεων, θα διαπιστωθεί πως η Ρωσία επιθυμεί τον έλεγχο της Βαλτικής όχι επειδή εξακολουθεί να πιστεύει πως κάποια στιγμή οι Βαλτικές χώρες ίσως επιστρέψουν στο πεδίο επιρροής της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Αντιθέτως, η Ρωσία αποζητά τον έλεγχο της Βαλτικής ώστε να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη δύναμη απέναντι στους δυτικούς δρώντες των Η.Π.Α του NATO, της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και των χωρών που βρίσκονται υπό ουδέτερη ζώνη όπως των Σκανδιναβικών. Στην ουσία η ρωσική επικράτεια, αισθάνεται μάλλον αιφνιδιασμένη με τον ενεργό ρόλο των Βαλτικών κρατών στο ΒορειοΑτλαντικό Σύμφωνο και την Ε.Ε, έχοντας την πεποίθηση πως η εξέλιξη αυτή αποτελεί απειλή για την ασφάλεια, την αυτονομία και την κυριαρχία του κράτους του Πούτιν στη διεθνή σκακιέρα.

Τα παραπάνω στοιχεία, επαληθεύονται και από τα διαρρευμένα αρχεία του Κρεμλίνου τα οποία βγήκαν στη δημοσιότητα κοντά στα τέλη Απρίλη και απεικονίζουν τα σχέδια που διέθετε η Μόσχα για το μέλλον της Βαλτικής. Σύμφωνα με τα εξής ντοκουμέντα λοιπόν, η Ρωσία σχεδίαζε την προσθήκη της ρωσικής γλώσσας στον εκπαιδευτικό τομέα της Λετονίας έως και το 2030, εγκαθιδρύοντας έτσι τη λετονική και τη ρωσική ως επίσημες γλώσσες του κράτους. Παράλληλα τα συγκεκριμένα ντοκουμέντα – τα οποία δημιουργήθηκαν το 2011, δηλαδή 11 χρόνια πριν της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία-, αναφέρονταν και στη δημιουργία νέων μη κυβερνητικών οργανισμών (NGOs) στην περιοχή, οι οποίες θα υποστήριζαν τη ρωσική πολιτική δίνοντας μεγαλύτερο πάτημα στον έλεγχο της Βαλτικής από το Κρεμλίνο. Όπως φέρουν και οι πληροφορίες, το κάθε αρχείο περιείχε σχέδια τα οποία επικεντρώνονταν στην πολιτική, στον στρατό, στην άμυνα, στην οικονομία, το εμπόριο και τέλος σε φιλοδοξίες ανθρωπιστικού χαρακτήρα. Επιπλέον, καθένα από τα ντοκουμέντα διακρίνονταν και από διαφορετικές χρονικές περιόδους: σε σχέδια τα οποία θα πραγματοποιούνταν βραχυπρόθεσμα (δηλαδή έως το 2022), μεσοπρόθεσμα (έως το 2025) και τέλος μακροπρόθεσμα (έως το 2030).

Το Ρωσικό καθεστώς σαφώς παρακολουθεί τα πεπραγμένα της Βαλτικής και ασφαλώς διαθέτει πλάνα για τα τρία γειτονικά κράτη στο κοντινό μέλλον. Τα κρίσιμα ερωτήματα που διαμορφώνονται συμπερασματικώς, αποτελούν τα εξής: Τι ακόμη θα σκεφτεί η Ρωσία ώστε να αποδυναμώσει τη νατοϊκή και δυτική επιρροή στη περιοχή σε πρώτη φάση; Πως θα διαμορφωθούν οι σχέσεις Βαλτικής-Ρωσίας στη συνέχεια; Και κυρίως σε περίπτωση κατάρρευσης του ουκρανικού μετώπου, οι Βαλτικές χώρες αποτελούν τις επόμενες στη λίστα θυμάτων της Μόσχας;

Συντάκτης: Μαρία Ανδρίκου

Πηγές: 


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του WPM και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του WPM. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο WPM. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.