Το Σύνταγμα είναι ένα ιδεολογικό και πολιτικό προϊόν του 18ου αιώνα στον χώρο της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, αφού εξ ορισμού και καταρχήν παραπέμπει στο πολιτισμικό απόθεμα της αμερικανικής και γαλλικής επανάστασης, όπως έχει επισημάνει χαρακτηριστικά ο διαπρεπής πολιτικός και νομικός επιστήμονας Αλέξανδρος Σβώλος. Ειδικότερα, το Σύνταγμα της χώρας μας διακρίνεται σε τυπικό και ουσιαστικό. Το τυπικό Σύνταγμα είναι ένα πολιτικό, ενιαίο, νομοθετικό, μακροπρόθεσμο, ελλειπτικό και πανηγυρικό κείμενο, διατυπωμένο με τη μορφή ενός συστήματος γραπτών κανόνων δικαίου (γραπτό Σύνταγμα), και μάλιστα κανόνων δικαίου με αυξημένη τυπική ισχύ σε σχέση με τους άλλους νόμους, δεδομένου ότι δεν μπορεί να αναθεωρηθεί, παρά μόνο από ένα ειδικό όργανο, κάτω από ειδικές ουσιαστικές προϋποθέσεις και με την ειδική διαδικασία που το ίδιο το τυπικό Σύνταγμα προβλέπει και η οποία διαφέρει από τη συνήθη διαδικασία θέσπισης των κοινών κανόνων δικαίου (αυστηρό Σύνταγμα). Τουναντίον, το ουσιαστικό Σύνταγμα είναι ένα σύστημα αρχών και κανόνων που, ανεξάρτητα από την τυπική δύναμη και την αποτύπωσή τους ή μη στο κείμενο του τυπικού Συντάγματος, διέπουν την οργάνωση ενός συγκεκριμένου κράτους και αφορούν τη μορφή του πολιτεύματος, τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες των άμεσων κρατικών οργάνων, τις μεταξύ τους σχέσεις, τις σχέσεις μεταξύ κράτους και πολιτών, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ διεθνούς και εθνικής έννομης τάξης.

Όσον αφορά, λοιπόν, το ελληνικό τυπικό Σύνταγμα που είναι γραπτό – εν αντιθέσει με το άγραφο Σύνταγμα ως σύστημα εθιμικών κανόνων που επιτελούν αντίστοιχη λειτουργία – καθώς και σχετικώς αυστηρό – εν αντιθέσει με το ήπιο Σύνταγμα που αναθεωρείται με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία που προβλέπεται για τη θέσπιση κανόνων του κοινού δικαίου – κατευθυντήρια γραμμή αναθεώρησής του είναι το άρθρο 110 του Σ. Σύμφωνα με αυτό, υπάρχουν τόσο ουσιαστικά όσο και διαδικαστικά όρια που καθιστούν το ισχύον Σύνταγμα ένα από τα αυστηρότερα ευρωπαϊκά. Αξιοσημείωτο είναι πως η παράγραφος 1 του άρθρου 110 Σ περιέχει τον σκληρό πυρήνα των μη υποκείμενων σε αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, δηλαδή τα ουσιαστικά όρια της αναθεώρησης, καθότι συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι οι διατάξεις που δεν τροποποιούνται είναι αυτές που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας – όπου ο όρος «βάση» παραπέμπει στο άρθρο 1 Σ και στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας ως θεμέλιο του πολιτεύματος, ενώ ο όρος «μορφή» αναφέρεται στις έννοιες «προεδρευόμενη» και «κοινοβουλευτική», με απότοκο να ταυτίζεται με την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος, αλλά και με το κοινοβουλευτικό και όχι προεδρικό ή ημι-προεδρικό χαρακτήρα του πολιτεύματος – καθώς και εκείνες των άρθρων 2 παράγραφος 1 (σεβασμός και προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας), 4 παράγραφος 1 (αρχή της ισότητας), παράγραφος 4 (ισότητα στις δημόσιες λειτουργίες) και παράγραφος 7 (απαγόρευση τίτλων ευγενείας και διάκρισης), 5 παράγραφος 1 (αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας), 13 παράγραφος 1 (ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης) και 26 (αρχή της διάκρισης των εξουσιών) Σ. Είναι σημαντικό μάλιστα, να επισημανθεί το γεγονός πως οι διατάξεις που παραπέμπουν στη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, και που άρα, δε δύνανται να καταργηθούν, είναι άρθρα του Συντάγματος, τα οποία ρυθμίζουν και κατοχυρώνουν την ανάδειξη, συγκρότηση και λειτουργία της Βουλής, τα στοιχεία της άμεσης δημοκρατίας που συγκαταλέγονται στο Σύνταγμα και κυρίως το δημοψήφισμα του αρ. 44 παράγραφος 2 Σ, καθώς και τη δυνατότητα της διεύρυνσής του, τον πολυκομματισμό, αλλά και τον κατάλογο των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα δικαιώματα ομαδικής δράσης. Επομένως, γίνεται εναργές ότι οι διατάξεις αυτές δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση ως προς τα ουσιώδη και βασικά χαρακτηριστικά τους, ενώ είναι εφικτή η αναδιατύπωση ή η τροποποίηση ή η αντικατάσταση ή και η κατάργηση ακόμη ορισμένων από αυτές, εφόσον το συνολικό κανονιστικό περιεχόμενο αυτής της δέσμης διατάξεων παραμένει αλώβητο, εφόσον δηλαδή διασφαλίζεται ο δημοκρατικός, κοινοβουλευτικός και δικαιοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος.

Επιπροσθέτως, ουκ ολίγον ενδιαφέρον έχουν και τα διαδικαστικά όρια αναθεώρησης του Συντάγματος, τα οποία συνίστανται στην ύπαρξη ειδικού οργάνου, στη θέσπιση ειδικής διαδικασίας και στην πρόβλεψη ειδικής προθεσμίας. Κατ’ αρχάς, από την παράγραφο 2 του αρ. 110 Σ συνάγεται πως αρμόδιο όργανο για την άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας είναι μόνο η Βουλή, χωρίς τη σύμπραξη του/της Προέδρου της Δημοκρατίας, ενώ παράλληλα η όλη διαδικασία εξελίσσεται σε τρεις αλλεπάλληλες φάσεις. Στην πρώτη φάση, βάσει της παραγράφου 2 του αρ. 110 Σ εμφανίζεται η προτείνουσα Βουλή, αφού λαμβάνει χώρα η υποβολή πρότασης για την αναθεώρηση που πρέπει να είναι παραδεκτή, δηλαδή να υπογραφεί από 50 τουλάχιστον βουλευτές, κι ύστερα η απόφαση της Βουλής με την οποία διαπιστώνεται η «ανάγκη» αναθεώρησης. Συγκεκριμένα, όσον αφορά αυτή τη διαπίστωση, είναι επιτακτικό να έχει συγκεντρωθεί η πλειοψηφία των 3/5 των βουλευτών (180/300) (ή έστω η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή 151/300, βάσει της παραγράφου 4 του αρ. 110 Σ), να διεξαχθούν δύο σχετικές ψηφοφορίες με θετικό αποτέλεσμα που να απέχουν μεταξύ τους έναν τουλάχιστον μήνα, αλλά και να καθορίζονται ειδικά, με αναφορά σε άρθρο και παράγραφο ή ακόμη και εδάφιο ή ερμηνευτική δήλωση, οι αναθεωρητέες διατάξεις. Εν συνεχεία, στη δεύτερη φάση, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του αρ. 110 Σ λαμβάνει χώρα η διεξαγωγή γενικών βουλευτικών εκλογών για την ανάδειξη της επόμενης, της «αναθεωρητικής» Βουλής, η οποία Βουλή αναδεικνύεται όποτε λήξει η θητεία της προηγούμενης (αρ. 54 Σ) ή όποτε αυτή διαλυθεί για τους λόγους που προβλέπονται στα αρ. 41, 37 και 38 Σ. Πρέπει βέβαια, να τονισθεί πως απαγορεύεται η διάλυση της Βουλής για την ολοκλήρωση της αναθεωρητικής λειτουργίας, καθώς και εν γένει το αναθεωρητικό δημοψήφισμα. Η τρίτη και τελευταία φάση διεξάγεται από τη νεοεκλεγμένη «αναθεωρητική» Βουλή, η οποία είναι εξοπλισμένη με την αναθεωρητική αρμοδιότητα μόνο κατά την πρώτη σύνοδό της που είναι τακτική, με απόρροια να αποφασίζει η Βουλή για τις αναθεωρητέες διατάξεις, υπό τον όρο να συγκεντρωθεί η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151/300) (ή έστω η πλειοψηφία των 3/5 των βουλευτών, βάσει της παραγράφου 4 του αρ. 110 Σ). Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να διασαφηνιστεί πως η παράγραφος 4 του αρ. 110 Σ, όπως έχει γίνει ήδη αντιληπτό, προβλέπει για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία τη δυνατότητα αντιστροφής των πλειοψηφιών μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης Βουλής. Έτσι, αν η ανάγκη αναθεώρησης έχει διαπιστωθεί από την προηγούμενη Βουλή με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών και πάντως μικρότερη από τα 3/5, τότε η επόμενη, «αναθεωρητική», Βουλή θα πρέπει να αποφασίσει σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις με την πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των μελών της, χωρίς να αρκεί η απόλυτη πλειοψηφία. Βέβαια, είναι επιτακτικό να διευκρινισθεί και το γεγονός πως η απόφαση για ανάγκη αναθεώρησης από την προτείνουσα Βουλή δε δεσμεύει νομικά την επόμενη Βουλή που έχει προέλθει από τις εθνικές βουλευτικές εκλογές που μεσολαβούν και έχει επί της ουσίας νωπή δημοκρατική εντολή να συντελέσει την αναθεώρηση. Εκτός αυτού, η δεύτερη Βουλή δε δεσμεύεται ούτε από τις τυχόν «κατευθύνσεις» που συγκαταλέγονται στην απόφαση της πρώτης Βουλής με την οποία διαπιστώνεται η ανάγκη αναθεώρησης και καθορίζονται ειδικά οι υπό αναθεώρηση διατάξεις. Τελευταία και διαδικαστική τροχοπέδη είναι η παράγραφος 6 του αρ. 110 Σ, βάσει της οποίας ορίζεται ρητά πως απαγορεύεται η αναθεώρηση του Συντάγματος «πριν περάσει πενταετία από την περάτωση της προηγούμενης», δηλαδή από τη δημοσίευση του ειδικού Ψηφίσματος της παραγράφου 5 του αρ. 110 Σ μέχρι την κίνηση επόμενης διαδικασίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος (προθεσμία ώριμου χρόνου ή προθεσμία «διασκέψεως»). Επιπλέον, σημαντική μνεία συνιστά και το γεγονός πως το άρθρο 110 Σ, καθώς και τα ουσιαστικά και διαδικαστικά όρια του συνυφαίνονται με τον ίδιον τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος, με αποτέλεσμα τυχόν αναθεώρηση του ίδιου του άρθρου 110 Σ να αποτελούσε καταστρατήγηση του ίδιου του Συντάγματος. Παρ’ όλα αυτά, επιμέρους ρυθμίσεις του διαδικαστικού πλέγματος θα μπορούσαν να τροποποιηθούν ή να αντικατασταθούν, εφόσον όμως, διατηρούνται αλώβητα τα δομικά χαρακτηριστικά της αναθεωρητικής διαδικασίας, και δη η αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής, η παρεμβολή του εκλογικού σώματος, καθώς και η ύπαρξη προθεσμίας ώριμου χρόνου μεταξύ των δύο αναθεωρήσεων.

Η τελευταία λοιπόν, αναθεώρηση ολοκληρώθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2019 και πρόκειται για την τέταρτη κατά σειρά αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος του 1975, η οποία έλαβε χώρα με το ψήφισμα της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής. Αξιοσημείωτο βέβαια, είναι και το γεγονός πως η παρούσα κυβέρνηση, σύμφωνα με σχετικές εξαγγελίες της, προγραμματίζει μια ακόμη αναθεώρηση, διαδικασία που χρονολογείται να ξεκινήσει τυπικά το 2025 (για να προλάβει να περάσει η πενταετής προθεσμία ώριμου χρόνου από το 2019) ούτως ώστε να προτείνει τα άρθρα προς αναθεώρηση και η επόμενη να εγκρίνει όποιες αλλαγές επιθυμεί, πραγματώνοντας επί της ουσίας τη μεταβολή αυτού του καταστατικού χάρτη. Στο επίκεντρο μάλιστα, βρίσκονται το άρθρο 16 Σ (παιδεία, τέχνη, επιστήμη), καθώς και το άρθρο 24 Σ (προστασία του περιβάλλοντος). Όσον αφορά ειδικότερα το άρθρο 16 Σ και βάσει των μέχρι τώρα λεγομένων της κυβέρνησης, επικρατεί η άποψη πως η πολιτεία θα πρέπει να εγγυάται την ποιοτική δημόσια Ανώτατη Εκπαίδευση, επιτρέποντας όμως, παρά την απαγόρευση του αρ. 16 παράγραφος 8 εδάφιο β’ Σ, και τη σύσταση και λειτουργία ιδιωτικών, μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων ως ανώτατων σχολών. Επίσης, περί του αρ. 24 Σ γίνεται εν γένει λόγος, μεταξύ άλλων, για αναγνώριση της βιώσιμης ανάπτυξης, της εξάλειψης της κλιματικής αλλαγής, της διαφύλαξης των υδάτινων πόρων, αλλά και της ενίσχυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως συνταγματικών υποχρεώσεων του κράτους, αλλά και για μεταβολή του καθεστώτος τροποποίησης προορισμού των δασών για «εξαιρετικούς» λόγους δημοσίου συμφέροντος.

Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό Σύνταγμα καθιστά για τον εαυτό του αυστηρή την τροποποίηση και αναθεώρηση των διατάξεων του, προσδίδοντας μεταξύ άλλων πνεύμα συνταγματικής συνέχειας της ελληνικής πολιτείας. Το ελληνικό Σύνταγμα εκτός από τον πανηγυρικό του χαρακτήρα και αποτελώντας την ληξιαρχική πράξη γέννησης του σύγχρονου ελληνικού κράτους, διατηρεί τον θεσμικό ρόλο του πολιτειακού “πλοηγού” που επιβιώνει και εν πολλοίς ορίζει την πολιτική συγκυρία. Εξ αυτού, η διαδικασία αναθεώρησης του καθίσταται ζωτικής σημασίας για την διαχρονικότητα τόσο του ίδιου ως σύνολο κανόνων δικαίου όσο και της διαχρονικότητας του πολιτικού σώματος που ορίζει τις γενικές συντεταγμένες του.

Συντάκτης: Ανέττα Τσελεπή

Πηγές:


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του WPM και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του WPM. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο WPM. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.