Ο Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος του 1946 -1949  αποτέλεσε την κορύφωση της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας που αντιμετώπισε η χώρα στα μέσα του 20ου αιώνα. Οι “πληγές” που άφησε πίσω ο τριετής εμφύλιος σπαραγμός, απασχόλησαν την Ελλάδα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας στην μεταπολίτευση.

Για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η συγκυρία, μέσα στην οποία ξέσπασε η εμφύλια σύρραξη, πρέπει να ανατρέξουμε στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και της κατοχής της Ελλάδας από τις δυνάμεις του άξονα. Τον Απρίλιο του 1941, μετά από ένα χρόνο αιματηρών συγκρούσεων, ανάμεσα στον Ελληνικό στρατό και τις Ιταλικές δυνάμεις, η ναζιστική Γερμανία εξαπολύει επίθεση στην τότε Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Στις 9 Απριλίου, η Θεσσαλονίκη καταλαμβάνεται από τις γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις και στις 27 του μηνός, εισέρχονται τα πρώτα γερμανικά στρατεύματα στην Αθήνα. Η Ελλάδα πλέον, τελεί υπό τριπλή κατοχή (Γερμανική, Βουλγαρική, Ιταλική) και ο αντιστράτηγος Τσολάκογλου ορίζεται πρωθυπουργός της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης-ανδρείκελο των Γερμανικών δυνάμεων κατοχής.

Με το πέρας της εγκαθίδρυσης της κυβέρνησης Τσολάκογλου, αρχίζουν οι οργανωτικές μεταβολές του κράτους. Η συνταγματική εξουσία καταλύεται, ο ελληνικός στρατός αποδιοργανώνεται επισήμως και οι δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας περνούν στον έλεγχο των Γερμανών. Η κατοχική κυβέρνηση προέβη σε διακήρυξη υποχρεωτικής εργασίας για την κάλυψη των γερμανικών οικονομικών αναγκών, πράγμα που οδήγησε σε τεράστιο κύμα αγανάκτησης των πολιτών έναντι της κατοχικής κυβέρνησης. Αυτή η αγανάκτηση σε συνδυασμό με την πολιτική που ακολούθησαν οι μετέπειτα κατοχικές κυβερνήσεις,  καλλιέργησαν ένα τεράστιο κύμα δυσφορίας στον λαό και οδήγησαν στην οργάνωση αντιστασιακών οργανώσεων. Δημιουργούνται σταδιακά μικρές αντιστασιακές οργανώσεις και στις 9 Σεπτέμβρη του 1941 ιδρύεται μια από τις πρώτες μεγάλες  αντιστασιακές οργανώσεις, ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ). Ο ΕΔΕΣ, υπό την αιγίδα του στρατιωτικού Ναπολέων Ζέρβα, αποτελεί πόλο έλξης για μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που εντάσσονταν τόσο στους συντηρητικούς αντιβενιζελικούς όσο και στους προοδευτικούς βενιζελικούς. Ο ΕΔΕΣ πολιτικά συγκέντρωσε ανθρώπους από τον χώρο του προοδευτικού κέντρου και της δεξιάς και αποτέλεσε την μεγαλύτερη  “μη αριστερή” αντιστασιακή οργάνωση στα χρόνια της γερμανικής κατοχής.

Στις 28 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ιδρύεται μια άλλη αντιστασιακή οργάνωση, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και άλλων αριστερών ομάδων. Δημιουργείται το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), το όποιο θα αποτελέσει την μαζικότερη,-σε μέλη- αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα. Η συγκρότηση του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ είναι κατατοπιστική για την πολιτική και κοινωνική πόλωση που είχαν επιφέρει οι πολιτικές περιστάσεις της προηγούμενης περιόδου (1922-1936). Η πλειονότητα των πολιτών με αριστερά και κομμουνιστικά φρονήματα συστρατεύονται με το ΕΑΜ ενώ οι πιο μετριοπαθείς και συντηρητικοί με τον ΕΔΕΣ. Στις 16 Φεβρουαρίου του 1942 το ΕΑΜ ιδρύει το στρατιωτικό του παράρτημα, τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ). Με πρωτοβουλία του κομμουνιστή Θανάση Κλάρα, γνωστός ως Άρης Βελουχιώτης, γίνεται η συγκρότηση του ΕΛΑΣ, ο οποίος θα αναδειχθεί μετέπειτα σε ηγετική φιγούρα του αντιστασιακού κινήματος.

Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής (1941-1944) ο ΕΔΕΣ και το ΕΑΜ εντατικοποιήσαν την αντιστασιακή δραστηριότητα τους. Στις 12 Απριλίου πραγματοποιήθηκε μαζική απεργία των δημοσίων υπαλλήλων σε όλη την χώρα. Σχεδόν πάνω από 50.000 εργαζόμενοι, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης που είχε επιβάλλει η Γερμανική κατοχή, κήρυξαν διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις. Η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων αποτέλεσε, πέρα από αποφασιστική πολιτική και κοινωνική αντίδραση στα μέτρα λιτότητας των κατοχικών κυβερνήσεων, την πρώτη οργανωμένη απεργιακή κινητοποίηση στην κατεχόμενη Ευρώπη. Στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 φεύγει από την ζωή ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Με την είδηση του θανάτου του διαδίδεται ταχύτατα σε όλη την Αθήνα και το πρωί της 28ης Φεβρουαρίου  συγκεντρώνεται μεγάλος πλήθος πολιτών για να αποτίσει φόρο τιμής στον μεγάλο ποιητή. Η κηδεία του Παλαμά μετατράπηκε σε παλλαϊκό συλλαλητήριο με συμμετοχή χιλιάδων πολιτών, οι οποίοι φώναζαν αντιστασιακά και πατριωτικά συνθήματα, μπροστά στους εκπροσώπους των κατοχικών δυνάμεων, τον κατοχικό πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο και τις δυνάμεις ασφαλείας. Η αντιστασιακή δραστηριότητα, πλέον, είχε φτάσει σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας ζωής και ολοένα και περισσότερος κόσμος εντάσσονταν στις γραμμές της εθνικής αντίστασης.

Στις 10 Μαρτίου του 1944, το ΕΑΜ, σε συνεργασία με τους πολιτικούς φορείς που το υποστήριζαν, συγκρότησε την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), η οποία έμεινε γνωστή ως “κυβέρνηση του βουνού”. Η ΠΕΕΑ ανέλαβε την διοικητική και πολιτική ανασυγκρότηση των περιοχών που είχαν απελευθερωθεί από τους Γερμανούς, όπως την Στερεά Ελλάδα, την Ήπειρο, τον Όλυμπο και την Πίνδο. Η “κυβέρνηση του βουνού” προχώρησε στην δημιουργία τοπικών κοινοτικών συμβουλίων για την διεκπεραίωση τρεχόντων ζητημάτων, όπως την εύρεση κατοικίας για άστεγους πολίτες, την επάρκεια ρουχισμού και σίτισης και την εκπαίδευση των παιδιών. Παράλληλα προχώρησαν και στην διενέργεια εκλογών για τα συμβούλια αυτά, στις οποίες εκλογές συμμετείχαν και γυναίκες.

Το έτος 1944 σηματοδοτεί το τέλος της Γερμανικής κατοχής. Στις 12 Οκτωβρίου, τα τελευταία Γερμανικά στρατεύματα  αποσύρονται από την Αθήνα και στις 18 του μηνός ο Γεώργιος Παπανδρέου καταφθάνει στην Ελλάδα για να σχηματίσει κυβέρνηση. Ένα μήνα πριν, είχε υπογραφεί η Συνθήκη της Καζέρτας. Η Συνθήκη της Καζέρτας αφορούσε τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας  ανάμεσα στην εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση, το ΕΑΜ και τον ΕΔΕΣ. Αυτή η συμφωνία προέβλεπε την στρατιωτική ηγεσία του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ να αποτρέψει οποιαδήποτε προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας από ομάδες ανταρτών και όριζε τα τάγματα ασφαλείας, δηλαδή τα ελληνικά σώματα ασφαλείας που είχαν δημιουργήσει οι Γερμανοί, ως δωσίλογους. Η Συνθήκη της Καζέρτας, παρά το γεγονός ότι κατευθύνθηκε προς την εθνική συμφιλίωση, δεν κατάφερε να ανατρέψει την πολιτική και κοινωνική αναταραχή που επικρατούσε στην Ελλάδα. Τα καλέσματα χιλιάδων πολιτών που συμμετείχαν στην αντίσταση για σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, σε συνδυασμό με τις οικονομικές και υλικές ζημίες που άφησε η Γερμανική κατοχή, όξυναν κατά πολύ το πολιτικό κλίμα.

Σχεδόν δύο μήνες μετά την αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων οργανώθηκε συλλαλητήριο από το ΕΑΜ, το οποίο είχε κηρυχθεί παράνομο από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Το ΕΑΜ αποτελούσε ακόμη υπολογίσιμη πολιτική και κοινωνική δύναμη, με κύριο καθοδηγητή το ΚΚΕ. Η κυβέρνηση Παπανδρέου, υπό πίεση του Άγγλου  πρωθυπουργού Τσόρτσιλ, κήρυξε το συλλαλητήριο παράνομο. Εκείνη την περίοδο επτά στελέχη της αριστεράς και του ΕΑΜ κατείχαν υπουργικές θέσεις στην κυβέρνηση, οι όποιοι  παραιτήθηκαν ως ένδειξη διαμαρτυρίας στις αρχές Δεκέμβρη του 1944. Στις 3 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε το πάνδημο παλλαϊκό συλλαλητήριο του ΕΑΜ. Η κυβέρνηση Παπανδρέου παρέταξε απέναντι στους χιλιάδες διαδηλωτές σχεδόν 2.500 αστυνομικούς, πλήρως εξοπλισμένους και με πραγματικές σφαίρες. Στις 10:30 το πρωί, η πλατεία συντάγματος, όπου θα έπαιρνε χώρα το συλλαλητήριο, είχε μαζέψει πλήθος κόσμου. Μετά από μια ώρα έγινε γνωστό ότι είχαν πέσει πυροβολισμοί και υπήρχαν νεκροί διαδηλωτές. Η επίσημη ενημέρωση της αστυνομικής διεύθυνσης Αθηνών ανέφερε προβοκάτσια και ρίψη χειροβομβίδων από στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, αλλά αυτόπτες μάρτυρες αντέκρουσαν τις κατηγορίες αυτές. Το γεγονός αυτό έμεινε γνωστό στην ιστορία ως “Δεκεμβριανά” και για πολλούς ιστορικούς θεωρείται, το πρώτο κεφάλαιο της εμφύλιας σύρραξης.

Πλέον ο πολιτικός διχασμός που επικρατούσε στην Ελλάδα από τις αρχές του αιώνα είχε αλλάξει συμμετέχοντες. Το δίπολο Βενιζελικών-αντιβενιζελικών αντικαταστάθηκε από τα αριστερά και κομμουνιστικά στελέχη του ΕΑΜ, τους εθνικόφρονες αστυνομικούς και στρατιωτικούς και τους μετριοπαθείς κυβερνητικούς. Η πολιτική κρίση πλέον, έγινε ανοιχτή εμπόλεμη σύγκρουση ανάμεσα στο ΕΑΜ και στις αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες υποστηριζόταν από τους Βρετανούς. Οι αποτυχημένες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο ΕΑΜ και την κυβέρνηση και η υλική υπεροχή των κυβερνητικών και βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων, ανάγκασαν την ηγεσία του ΕΑΜ να καταθέσει τα όπλα. Τον Ιανουάριο του 1945 έληξαν επισήμως οι εχθροπραξίες και στις 12 Φεβρουαρίου υπογράφηκε η Συνθήκη της Βάρκιζας. Η Συνθήκη της Βάρκιζας προέβλεπε την πλήρη αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών των μελών του ΕΑΜ, την αποστράτευση του ΕΛΑΣ, την παραχώρηση αμνηστίας για τα γεγονότα των “Δεκεμβριανών”, την διενέργεια πολιτειακού δημοψηφίσματος και την κήρυξη εκλογών για ανάδειξη Συντακτικής Συνέλευσης. Η Συνθήκη  της Βάρκιζας είχε ως βασικό στόχο τον αφοπλισμό των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Στις 21 Φεβρουαρίου αρχίζουν οι “δίκες των δοσίλογων”. Στο εδώλιο κάθισαν τα στελέχη όλων των κατοχικών κυβερνήσεων με κατηγορίες για εσχάτη προδοσία, διευκόλυνση των κατοχικών δυνάμεων και προπαγανδιστική δραστηριότητα. Συνολικά 20 από τους 27 κατηγορούμενους δικάστηκαν και καταδικάστηκαν, αλλά πολλοί δεν εξέτισαν  πλήρως τα χρόνια φυλάκισης, λόγω ελαφρυντικών.

Στις 28 Σεπτεμβρίου ολοκληρώθηκε ο αφοπλισμός των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, με αποτέλεσμα οι αστυνομικές δυνάμεις, σε συνεργασία με τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας να αναλάβουν τον πλήρη έλεγχο της επικράτειας. Η θεσμική ανασυγκρότηση του κράτους είχε έρθει και η κυβέρνηση ήλεγχε πλήρως όλη την χώρα. Όμως ο εξοπλισμός που παραδόθηκε από τους αντάρτες στις δυνάμεις ασφαλείας δεν ήταν αντιπροσωπευτικός. Ένα μέρος του οπλισμού αυτού, το οποίο αρκούσε να εξοπλίσει 20.000 άνδρες, είχε κρυφτεί από στελέχη του ΚΚΕ. Το ΚΚΕ, όπως και τα υπόλοιπα κόμμα της αριστεράς βίωναν τις επιπτώσεις της “λευκής τρομοκρατίας”. Ακροδεξιές οργανώσεις στην ύπαιθρο, με την ανοχή των δυνάμεων ασφαλείας και της κυβέρνησης, τρομοκρατούσαν  μέλη και στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην ύπαιθρο. Βιασμοί, βιαιοπραγίες και φόνοι έγιναν καθημερινότητα για πολλούς ανθρώπους, κυρίως στην επαρχία. Η πολιτική βία, ώθησε το ΚΚΕ και τα στελέχη της αριστεράς στην λήψη αποφασιστικών μέτρων. Στις 25 Ιουνίου 1945 συγκαλείται η 12η ολομέλεια της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ και αποφασίζεται η δημιουργία της οργάνωσης “Μαζικής Λαϊκής Αυτοάμυνας”.

Στις εκλογές του 1946 κυριάρχησαν οι φιλοβασιλικές δυνάμεις και συγκροτήθηκε κυβέρνηση με συμμετοχή των κομμάτων της Ηνωμένης Παράταξης Εθνικοφρόνων. Η θητεία της κυβέρνησης αυτής έληξε μετά από 15 μέρες, καθώς το Λαϊκό Κόμμα ήθελε την επίσπευση του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό. Έτσι στις 18 Απριλίου συγκροτείται μια αμιγώς φιλοβασιλική κυβέρνηση  με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη. Η βουλή κήρυξε την έναρξη εργασιών και προσδιόρισε ως ημερομηνία διεξαγωγής του δημοψηφίσματος την 1η Σεπτεμβρίου 1946. Παράλληλα, είχε υιοθετηθεί από την βουλή τον Ιούνιο του 1946 το Γ’ Ψήφισμα “Περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την Δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν”. Το Γ’ ψήφισμα είχε ως στόχο την θεσμική ένταξη της “Λευκής τρομοκρατίας” και την εκλογική και πολιτική αποδυνάμωση της αριστεράς. Θα αποτελούσε το μέσο νομιμοποίησης των εκτοπισμών, φυλακίσεων και διωγμών πολιτών που θα ακολουθήσουν οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις. Οι εκλογές του 1946 βρήκαν την αριστερά αποδυναμωμένη, με τα αριστερά κόμματα να καλούν για αποχή από τις εκλογές και την καταδίκη της βασιλείας στο δημοψήφισμα. Το δημοψήφισμα επικύρωσε με ποσοστό 68,4% την παλινόρθωση της βασιλείας και την επάνοδο του Γεωργίου του Β’ στο θρόνο. Τα ποσοστά αυτά όμως αμφισβητούνται λόγω εκτεταμένης νοθείας σε πολλά εκλογικά τμήματα, όπου δεν είχε βρεθεί ούτε ένα ψηφοδέλτιο εναντίον του Γεωργίου Β’.

Η Ελλάδα απέκτησε πάλι βασιλεία και οι πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις αυξάνονταν. Παράλληλα οι γεωπολιτικές ισορροπίες άλλαζαν. Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν αναδειχθεί νέοι πολιτικοί και ιδεολογικοί συσχετισμοί. Η Ευρώπη βίωνε τον ψυχρό πόλεμο ανάμεσα στην Σοβιετική ένωση και την κομμουνιστική ιδεολογία και τις καπιταλιστικές δυτικές δημοκρατίες της Ευρώπης και της Αμερικής. Η Ελλάδα αποτέλεσε το πρώτο κεφάλαιο του ψυχρού πολέμου, με το ξέσπασμα του εμφυλίου. Ο πολιτικός και κοινωνικός συντηρητισμός της εκλεγμένης κυβέρνησης, η επέμβαση ξένων δυνάμεων στην πολιτική ζωή της χώρας και η κλιμακούμενη βία ανάμεσα στα στελέχη της αριστεράς και τις κυβερνητικές δυνάμεις, οδήγησαν σε αδιέξοδο. Το ΚΚΕ, νιώθοντας προδομένο από την αθέτηση των όρων της Συνθήκης της Βάρκιζας για την επαναφορά των δημοκρατικών ελευθεριών, σε συνδυασμό με τις διώξεις και την βία που επέβαλε  η  “Λευκή τρομοκρατία”, οδήγησαν στην λήψη επιπρόσθετων μέτρων. Τον Οκτώβρη του 1946 συγκροτείται ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδος, το στρατιωτικό παράρτημα του ΚΚΕ. Η  Ελλάδα βρίσκεται επισήμως σε εμφύλιο πόλεμο. Στα τέλη Δεκέμβρη 1946 και στις αρχές του 1947 οι Βρετανοί αποσύρουν τα στρατεύματα τους από την Ελλάδα, με πρωτοβουλία του  Βρετανού πρωθυπουργού των Εργατικών, Κλέμεντ Άτλι. Η κυβέρνηση όμως λαμβάνει  στήριξη από τις δυτικές δυνάμεις.

Ο πρόεδρος των Η.Π.Α Τρούμαν εγκαινιάζει το Δόγμα Τρούμαν. Το δόγμα Τρούμαν διακήρυττε πως η Αμερική θα παρέχει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στις χώρες που απειλούνται από την κομμουνιστική ιδεολογία. Η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν οι πρώτες χώρες που έλαβαν οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, μέσω του σχεδίου Μάρσαλ. Το σχέδιο Μάρσαλ ήταν η προέκταση του δόγματος Τρούμαν και χρησιμοποιήθηκε για την στήριξη κρατών που απειλούνταν από την Σοβιετική Ένωση ή από την κομμουνιστική ιδεολογία. Η Ελλάδα λαμβάνει 376 εκατομμύρια δολάρια σε οικονομική βοήθεια και  στρατιωτικό εξοπλισμό, στο πλαίσιο του σχεδίου Τρούμαν.

Οι δυνάμεις του ΔΣΕ, εξοπλισμένοι με τον οπλισμό που είχε κρύψει το ΚΚΕ, καταφεύγουν στον ανταρτοπόλεμο, λόγω της εξοπλιστικής υπεροχής των κυβερνητικών δυνάμεων. Στις αρχές Απριλίου του 1947 ξεκινάει η πρώτη μεγάλη εκστρατεία του κυβερνητικού στρατού. Στόχος της επιχείρηση “Αετός” όπως ονομάστηκε, ήταν η εκκαθάριση της δυτικής ορεινής Θεσσαλίας από τη νότια Πίνδου, με τελική κατεύθυνση την περιοχή του Γράμμου. Ο ΔΣΕ, παρά την στρατιωτική και εξοπλιστική υπεροχή των κυβερνητικών δυνάμεων, κατόρθωσε να προκαλέσει σοβαρές πληγές στις κυβερνητικές δυνάμεις. Για τους Αμερικανούς και Βρετανούς, ο ΔΣΕ αποτελούσε σοβαρή απειλή και θεωρούσαν επιτυχή την τακτική των ανταρτών να δρουν εναντίον, σαφώς καθορισμένων στρατιωτικών στόχων, με μικρές και ευέλικτες ομάδες. Η επιχείρηση “Αετός” διευρύνθηκε μέχρι την Πιερία και τον Όλυμπο μέχρι τα τέλη Ιουνίου του 1947 και παρά το γεγονός ότι ο ΔΣΕ έχασε σχεδόν το 20% των δυνάμεων του, κατάφερε να αντισταθεί με επιτυχία στις κυβερνητικές δυνάμεις.

Στα τέλη του 1947 ο δημοκρατικός στρατός εμφανίστηκε αριθμητικά ενισχυμένος και καλύτερα εξοπλισμένος. Παράλληλα το ΚΚΕ και το ΕΑΜ πλέον κηρύσσονται παράνομα, καθιστώντας τον εμφύλιο επισήμως ολοκληρωτικό πόλεμο. Το ΚΚΕ και ο ΔΣΕ προσπαθούν να ανασυντάξουν τους 22.000 μαχητές τους σε όλη την επικράτεια. Καταφέρνουν να δημιουργήσουν έξι αρχηγία σε: Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Ρούμελη, Ήπειρο και Πελοπόννησο. Ο Ελληνικός στρατός συγκέντρωνε περίπου 132.000  στρατιώτες. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν και οι 50.000 άνδρες των ταγμάτων εθνοφυλακής, που συνέδραμαν στις πολεμικές επιχειρήσεις. Όπως και το 1947, βασικός στόχος των κυβερνητικών δυνάμεων αποτελούσε η εκκαθάριση του κεντρικού κορμού της χώρας από τους αντάρτες του ΔΣΕ. Σε μερικά σημεία, ο Ελληνικός στρατός προέβη σε μαζικές συλλήψεις ατόμων, με απώτερο σκοπό να στερήσει από τον ΔΣΕ πηγές στρατολόγησης μαχητών και άντλησης πληροφοριών. Στα μέσα Ιουνίου 1948, ο Ελληνικός στρατός, σε συνεργασία με τις δυνάμεις ασφαλείας και την Εθνοφρουρά, άσκησε τεράστια πίεση στις δυνάμεις του ΔΣΕ στον Γράμμο. Υπό συνεχόμενη πίεση από τις 90.000 κυβερνητικές δυνάμεις, οι αντάρτες εγκατέλειψαν την υπεράσπιση του Γράμμου και στις 20 Αυγούστου μετακινήθηκαν στο Βίτσι. Σταδιακά, η ηγεσία του ΚΚΕ και η στρατιωτική ηγεσία του ΔΣΕ, κατανοούσαν ότι δεν μπορούσαν να  αντιμετωπίσουν επαρκώς τις κυβερνητικές δυνάμεις. Πλέον, ο Ελληνικός στρατός είχε αποκτήσει μεγαλύτερη εμπειρία στην καταπολέμηση του ανταρτοπόλεμου και είχε μια εξοικείωση με τις τακτικές των ανταρτών.

Από το Φθινόπωρο του 1948, ο Εμφύλιος έχει επεκταθεί σε ολόκληρη την χώρα. Διεξάγονται μάχες από τα βουνά της Βόρειας Ελλάδας  μέχρι την Σάμο και την Κρήτη. Παράλληλα, έχει προκληθεί πολιτική κρίση λόγω της κλιμάκωσης της εμφύλιας σύρραξης. Παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες του ελληνικού στρατού στον Γράμμο, η κυβέρνηση δεν είναι καθόλου αισιόδοξη. Πολλοί κυβερνητικοί βουλευτές, πιστεύουν ότι ο εμφύλιος θα τραβούσε σε μάκρος και οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες θα ήταν ολέθριες. Την ίδια απαισιοδοξία είχε και η στρατιωτική ηγεσία. Σε αυτό το πλαίσιο, αναδείχθηκαν οι αντιθέσεις στους κόλπους του κυβερνητικού σχηματισμού μεταξύ Λαϊκού Κόμματος και Φιλελευθέρων. Στις 9 Οκτώβρη ο πρόεδρος των φιλελευθέρων Σοφοκλής Βενιζέλος, ανακοινώνει στον κυβερνητικό εταίρο του, Κωνσταντίνο Τσαλδάρη ότι 54 βουλευτές των Φιλελευθέρων θα αποσύρουν την στήριξη τους στον κυβερνητικό σχηματισμό. Στις 18 Νοεμβρίου σχηματίζεται νέα κυβέρνηση με την συμμετοχή Λαϊκών – Φιλελευθέρων και λαμβάνει την εμπιστοσύνη της βουλής με πλειοψηφία μίας ψήφου.

Από τον Ιούλιο, ο βασιλιάς Παύλος ασκεί πίεση στην πολιτική εξουσία και προωθεί τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο. Παράλληλα, άρχισαν να πληθαίνουν αντικοινοβουλευτικές φωνές μέσα στο στράτευμα. Τον Δεκέμβριο του 1948, οκτώ αντιστράτηγοι καταθέτουν υπόμνημα στην αμερικανική πρεσβεία, στο οποίο υποστηρίζουν ότι η πολιτική ηγεσία είχε αποτύχει και ότι η σωτηρία της χώρας βρισκόταν στα χέρια του Ελληνικού στρατού και των δυτικών συμμάχων. Από τον Ιανουάριο του 1949 έχει γίνει προφανές ότι η εξουσία μετατοπίστηκε από το κοινοβούλιο στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Η πολιτική κρίση του 1948-49 κατέδειξε την αδυναμία της κυβέρνησης να  έχει υπό έλεγχο την στρατιωτική ηγεσία, αλλά παράλληλα δείχνει τις  επεμβάσεις του βασιλιά Γεωργίου και της στρατιωτικής ηγεσίας στην πολιτική ζωή. Έχει αρχίσει να καλλιεργείται η ιδέα ότι η στρατιωτική δικτατορία και η ενεργός συμμετοχή των στρατιωτικών στα πολιτικά δρώμενα, μπορεί να λειτουργήσει θετικά για την πορεία της χώρας.

Στις αρχές του 1949, ο ΔΣΕ εξαπολύει τρείς επιχειρήσεις σε Νάουσα, Καρπενήσι και Φλώρινα. Η κατάληψη των αστικών κέντρων θα επέτρεπε τον ανεφοδιασμό των ανταρτών και την στρατολόγηση νέων μαχητών. Οι αντάρτες έχουν πλέον εξαντλήσει τις δυνατότητες στρατολόγησης στα ορεινά χωρία και ο ΔΣΕ υποχρεώθηκε να στραφεί σε πιο ακραία μέτρα. Η βίαιη στρατολόγηση μπήκε στις ευθύνες των αρχηγών μονάδων του ΔΣΕ, πράγμα που επέφερε ανεπανόρθωτη ζημία στο ηθικό των ανταρτών. Πολλοί στρατολογημένοι ήταν απρόθυμοι να πολεμήσουν, αυξήθηκαν σημαντικά οι λιποταξίες και πολλοί νεο-στρατολογημένοι έπεφταν στην μάχη χωρίς να έχουν λάβει επαρκή στρατιωτική εκπαίδευση. Στο κυβερνητικό στρατόπεδο, ο ελληνικός στρατός βελτιωνόταν ποσοτικά και οργανωτικά. Η αναδιοργάνωση της στρατιωτικής ηγεσίας, η αύξηση του έμψυχου δυναμικού  και η περαιτέρω εξοικείωση των  αξιωματικών με τις τακτικές των μαχητών του ΔΣΕ, συνέβαλαν αποφασιστικά στις επιτυχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ο διορισμός του Αλέξανδρου Παπάγου στην ηγεσία του στρατεύματος συνέβαλε στην βελτίωση του ηθικού και της πειθαρχίας των αξιωματικών. Ο Παπάγος άλλαξε τις διοικήσεις των στρατιωτικών μονάδων και τοποθέτησε στην ηγεσία του στρατεύματος ανώτατους αξιωματικούς που είχαν διακριθεί για τις επιδόσεις τους τα τελευταία χρόνια. Ταυτόχρονα, ο ελληνικός στρατός είχε αποκτήσει μια συντριπτική αριθμητική υπεροχή έναντι των μαχητών του ΔΣΕ. Το καλοκαίρι του 1949 ο στρατός αριθμούσε 147.000 μάχιμους άνδρες και το γενικό σύνολο έφτανε στους 250.000 στρατεύσιμους. Από τον Δεκέμβρη του 1948 ο στρατός είχε καταφέρει σημαντικές νίκες στην Πελοπόννησο  και τον Ιανουάριο του 1949 οι δυνάμεις του ΔΣΕ δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία για την έκβαση του εμφυλίου. Την άνοιξη του 1949 οι περισσότερες δυνάμεις του ΔΣΕ, περίπου 13.000 άνδρες και γυναίκες, είχαν συγκεντρωθεί στο Γράμμο και το Βίτσι. Ο Ελληνικός στρατός παρέταξε στρατιωτική δύναμη 100.000 στρατιωτών. Ο καλύτερος εξοπλισμός, σε συνδυασμό με την πανστρατιά ανδρών του ελληνικού στρατού, άσκησε τεράστια πίεση στον ΔΣΕ. Στις 9 Οκτωβρίου συγκαλείται , σε Αλβανικό έδαφος, η  ολομέλεια του ΚΚΕ. Στην απόφαση της ολομέλειας αναγνωριζόταν η ήττα του ΔΣΕ και η λήξη του εμφυλίου.

Ο εμφύλιος πόλεμος αφήνει πίσω του 38.340 νεκρούς, ανυπολόγιστες οικονομικές και κοινωνικές ζημίες και αλλάζει ριζικά το πολιτικό τοπίο. Οι μετεμφυλιακές δεκαετίες που θα ακολουθήσουν θα εντατικοποιήσουν τις διώξεις, τις εκτοπίσεις και τις εξορίες των μαχητών του ΔΣΕ, αλλά και όχι μόνο. Οι πολιτικές διώξεις ανθρώπων με αριστερά φρονήματα νομιμοποιούνται  λόγω του εμφυλίου. Η στρατιωτική σύγκρουση του εμφυλίου θα υποβαθμιστεί από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, καθώς η επίσημη ονομασία του εμφυλίου  θα είναι ο “συμμοριτοπόλεμος”. Για το κράτος και τον στρατό,ο εμφύλιος ήταν ο αγώνας κατά μερικών ενόπλων ομάδων κομμουνιστών ανταρτών. Οι διώξεις και οι εκτοπίσεις θα δημιουργήσουν ένα τεράστιο κύμα πολιτικών προσφυγών, οι οποίοι θα βρουν καταφύγιο στα σοσιαλιστικά καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Σημείο αναφοράς των μετεμφυλιακών διώξεων είναι η σύλληψη και εκτέλεση του κομμουνιστή, Νίκου Μπελογιάννη. Ο Μπελογιάννης συνελήφθη με την κατηγορία της κατασκοπείας. Καταδικάστηκε σε θάνατο από το διαρκές στρατοδικείο Αθηνών  με βάση τον Νόμο 375/1936, απομεινάρι της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά. Η καταδίκη του Μπελογιάννη ευαισθητοποίησε ανθρώπους από ολόκληρο τον κόσμο. Η τότε κυβέρνηση Πλαστήρα έλαβε πάνω από 250.000 υπομνήματα για την ματαίωση της εκτέλεσης. Αρχηγοί κρατών, καλλιτέχνες, ποιητές και ηθοποιοί έδειξαν την συμπαράσταση τους στον Νίκο Μπελογιάννη. Ο Μπελογιάννης  εκτελέστηκε  μαζί  με τον  Δημήτρη Μπάτση, τον Νίκο Καλούμενο και τον Ηλία Αργυριάδη στις 30 Μαρτίου 1952.

Οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού και ανανέωσης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στην δεκαετία του ‘60 ελάφρυναν κάπως το μετεμφυλιακό κλίμα. Η ίδρυση της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, το προσωρινό κλείσιμο των τόπων εξορίας, η ελεύθερη συνδικαλιστική δραστηριότητα και η μερική φιλελευθεροποίηση της δημόσιας ζωής, βοηθούν στην επούλωση των πληγών του εμφυλίου. Η θετική αυτή συγκυρία θα προσκρούσει στην πολιτική και κοινωνική αστάθεια των μέσων της δεκαετίας του ‘60, που θα οδηγήσει στην  εγκαθίδρυση της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών τον  Απρίλιο του 1967. Τότε, η χούντα αναστέλλει βασικές διατάξεις του συντάγματος, απαγορεύει τις συναθροίσεις, εξωθεί τα πολιτικά κόμματα στην παρανομία  και  διώκει μαζικά  αντιφρονούντες πολίτες διαφόρων πολιτικών πεποιθήσεων. Οι άγριες μέθοδοι καταστολής της μετεμφυλιακής περιόδου επιστρέφουν, μαζί και οι τόποι εξορίας.

Την δεκαετία του ‘70, η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι το δικτατορικό καθεστώς κατέχει τον πλήρη έλεγχο της δημόσιας ζωής, βιώνει κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις. Τον Νοέμβρη του 1973 ξεσπά η κατάληψη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου από φοιτητές. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου προκαλεί  τεράστια αναταραχή σε όλη την χώρα. Πραγματοποιούνται πορείες, διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις. Το καλοκαίρι του 1974  το  Χουντικό καθεστώς καταρρέει και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιστρέφει στην Ελλάδα και συγκροτεί κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Πρώτη πράξη της κυβέρνησης είναι η επαναφορά του συντάγματος του 1952, το όποιο όριζε ότι η Ελλάδα τελούσε υπό καθεστώς βασιλευομένης δημοκρατίας. Στις 8 Δεκεμβρίου 1974 διεξάγεται το δημοψήφισμα για το πολιτειακό. Οι πολίτες έπρεπε να αποφασίσουν  ανάμεσα στην παλινόρθωση της βασιλευόμενης δημοκρατίας ή την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας. Η πλειοψηφία τάχθηκε υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Η  Γ’ Ελληνική Δημοκρατία είχε ξεκινήσει τα πρώτα της βήματα, ανοίγοντας το ιστορικό κεφάλαιο της μεταπολίτευσης.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με εδραιωμένη πλέον την κοινοβουλευτική δημοκρατία, συντελούνται εκτεταμένες αλλαγές για την επούλωση των πληγών που άφησε ο εμφύλιος. Ο όρος “συμμοριτοπόλεμος”  έπαψε να χρησιμοποιείται και τον Αύγουστο του 1982 γίνεται το πρώτο μεγάλο βήμα προς την εθνική συμφιλίωση. Στις 23 Αυγούστου ψηφίζεται ο νόμος 1285/82, με τον οποίο αναγνωρίζεται η  εθνική αντίσταση κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Με τον νόμο του 1982  αναγνωρίστηκε η συμμετοχή των αριστερών και κομμουνιστών στην εθνική αντίσταση και καθιερώθηκε ως πανελλαδικός εορτασμός η επέτειος της μάχης του Γοργοποτάμου, όπου οι δυνάμεις του ΕΑΜ συνεργάστηκαν με τον ΕΔΕΣ. Παράλληλα, πολλοί πολιτικοί εξόριστοι  από το τέλος του εμφυλίου, μπόρεσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Χιλιάδες πρώην μαχητές του ΔΣΕ, διωκόμενοι αριστεροί και κομμουνιστές επανενώθηκαν με τις οικογένειες τους στην Ελλάδα. Η τελευταία πράξη αποσκοπούσε στην εθνική συμφιλίωση και στις 18  Σεπτεμβρίου 1989 εκδίδεται ο νόμος 1863/89. Ο νόμος αυτός προέβλεπε άρσεις των συνεπειών από καταδίκες που είχαν επιβληθεί σε αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και σε όσους συμμετείχαν στον εμφύλιο πόλεμο. Διέγραψε τις όποιες ποινές τους από τα δελτία ποινικού μητρώου και παραχώρησε συντάξεις στα μέλη της εθνικής αντίστασης. Με τον νόμο του 1989, σχεδόν 40 χρόνια μετά δίνεται οριστικά τέλος στον εμφύλιο πόλεμο.

Ο εμφύλιος  πόλεμος υπήρξε αναμφίβολα μια εξαιρετικά τραυματική στιγμή και συγκυρία για την σύγχρονη Ελληνική ιστορία. Η πολιτική πόλωση, ο διχασμός και η αιματοχυσία  ευθύς μετά από την καταστροφική Γερμανική κατοχή, σφράγισε την πολιτική, κοινωνική και οικονομική πορεία της Ελλάδας για τις επόμενες δεκαετίες. Η επίτευξη της εθνικής συμφιλίωσης, έστω και αρκετά χρόνια μετά το τέλος των εχθροπραξιών, λειτούργησε μόνο θετικά για την πολιτική και κοινωνική ζωή. Μόλις τα τελευταία χρόνια ο εμφύλιος πόλεμος πέρασε από το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης στο πλαίσιο ενός ιστορικού γεγονότος. Είναι επιτακτικό να γίνουν κατανοητές οι συνθήκες που οδήγησαν στον εμφύλιο αλλά παράλληλα να δοθεί  έμφαση στο πως η ελληνική κοινωνία  και οι πολιτικοί της θεσμοί, κατάφεραν στο τέλος να κλείσουν τις πληγές της εμφύλιας σύρραξης.

Συντάκτης: Πάρης Γιαννούλης

Πηγές: 


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.