Ασία. Μια ήπειρος απέραντης έκτασης, που χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτη ποικιλομορφία ως προς τα έθνη, τα κράτη και τους πολιτισμούς που την απαρτίζουν. Αντίστοιχη ποικιλομορφία συναντάμε και στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης των ασιατικών χωρών. Ορισμένα κράτη της Μέσης Ανατολής, της κεντρικής, αλλά και της νοτιοανατολικής Ασίας, ευρισκόμενα στο έλεος κλιματικών καταστροφών, εμφύλιων πολέμων και αυταρχικών καθεστώτων, παρουσιάζουν πτωτική και συχνά καταστροφική οικονομική πορεία. Σε αντίθεση όμως με αυτά, δέος προκαλεί η εμβληματική πρόοδος που έχουν επιδείξει συγκεκριμένα κράτη της Ανατολικής Ασίας, τα οποία, ξεκινώντας κυριολεκτικά από το μηδέν, υπερκέρασαν ανυπέρβλητα εμπόδια και αναδείχθηκαν, εντός λίγων δεκαετιών, σε επίκεντρα των πλέον σύγχρονων βιομηχανικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων. Ο λόγος για τις «Τέσσερις (4) Ασιατικές Τίγρεις» (The Four Asian Tigers), δηλαδή τα κράτη της Νότιας Κορέας, του Χονγκ-Κονγκ, της Σιγκαπούρης και της Ταϊβάν.

Σαφώς και θα περίμενε κανείς ότι στη λίστα των πλέον ανεπτυγμένων ασιατικών κρατών θα ανήκαν και άλλα, αντίστοιχης εμβέλειας και οικονομικής δύναμης, κράτη, όπως η Ιαπωνία και η Κίνα. Ωστόσο, βασικό χαρακτηριστικό των Τεσσάρων Τίγρεων, αποτελεί το γεγονός της ταχύτατης εκβιομηχάνισης τους μεταξύ των δεκαετιών του 1960 με 1990, χωρίς, ωστόσο, αυτά να έχουν το αντίστοιχο βιομηχανικό υπόβαθρο άλλων χωρών της ηπειρωτικής Ασίας, αλλά και της Ιαπωνίας. Κοινή τομή στις οικονομικές πολιτικές τους αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, η απόλυτη προσήλωση στις εξαγωγές προϊόντων, η τολμηρή εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού τους και τα υψηλά ποσοστά αποταμιεύσεων. Και τα τέσσερα αυτά κράτη κατάφεραν να βγουν σχεδόν αλώβητα έπειτα από δύο ισχυρά κύματα οικονομικών κρίσεων, όπως αυτό της Ασιατικής Κρίσης του 1997, καθώς και της «Μεγάλης Ύφεσης» του 2008. Μάλιστα, το συνολικό τους Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν υπερέβαινε το 2018 τα 2,9 τρις αμερικανικά δολάρια και συγκροτούσε το 3,46% όλου του παγκόσμιου πλούτου. Πρόκειται για ένα αξιοθαύμαστα ογκώδες ποσοστό αναλογικά με την υπερβολικά φτωχή τους εκκίνηση και την πολύ μικρή γεωγραφική τους έκταση. Πώς κατάφεραν, λοιπόν, τέσσερα μικρά κρατίδια της Ανατολής να συγκεντρώσουν τόσο πολύ πλούτο μέσα σε τρεις δεκαετίες;

Πριν την εμβάθυνση στην πηγή του ζητήματος, αξίζει να σκιαγραφηθούν ορισμένα καίρια χαρακτηριστικά του ιστορικού, γεωγραφικού και πολιτικού υποβάθρου καθενός από τις «Τέσσερις Τίγρεις». Η Νότια Κορέα, αρχικά, τη δεκαετία του 1950 και έπειτα από τη λήξη ενός ολέθριου εμφυλίου πολέμου που χώρισε τη χερσόνησο της Κορέας σε δύο ανεξάρτητα κράτη, βρήκε την οικονομία της κατεστραμμένη και τους πολίτες της εξαθλιωμένους. Έχοντας μηδενικούς πόρους, στράφηκε σε συμμάχους της, όπως τις ΗΠΑ, για οικονομική στήριξη. Οι γεωργικές της εκτάσεις ήταν περιορισμένες, πράγμα που καθιστούσε αδύνατες τις δυναμικές κρατικές επενδύσεις στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας. Αντ’ αυτού, το επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος στράφηκε στη βαριά βιομηχανία, τις εξορύξεις, τις κατασκευές, καθώς και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι επενδύσεις του κράτους και των ιδιωτικών επιχειρήσεων σε αυτούς τους τομείς παρουσίασαν κατακόρυφη άνοδο ιδιαίτερα την δεκαετία του 1980. Σήμερα, η Νότια Κορέα φημίζεται για πλήθος πασίγνωστων αυτοκινητοβιομηχανιών (Hyundai, Kia), επιχειρήσεων ηλεκτρονικών ειδών και smartphones (Samsung, LG κ.α.), εταιριών κατασκευής πλοίων και χημικών προϊόντων.

Αντίστοιχης δυναμικής με αυτό της Νότιας Κορέας στον τομέα των εξαγωγών και των επιχειρηματικών επιλογών αποτελεί το νησιωτικό κράτος της Ταϊβάν. Παρόλη την απόσπασή της από την κομμουνιστική Κίνα τον 20ο αιώνα και την θεσμοθέτηση αυτοτελούς κυβέρνησης και Συντάγματος, η Ταϊβάν θεωρείται μερικώς αναγνωρισμένο «de facto» κράτος και όχι ανεξάρτητη χώρα, καθώς η Κίνα εξακολουθεί να ασκεί βέτο στην ένταξή της στον ΟΗΕ, ως επίσημου  κράτους – μέλους. Παρότι ως και σήμερα δρα ως ανεπίσημος παράγοντας στο διεθνές σκηνικό, έχει υιοθετήσει ένα αμιγώς καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της οικονομίας της, με σκοπό να προσελκύσει τη Δύση. Ήδη από τα μέσα του 20ου αιώνα προχώρησε σε άμεσες ιδιωτικοποιήσεις τραπεζών και εφαρμογή πολιτικών προσέγγισης ιδιωτικών επιχειρήσεων και επενδύσεων, ενώ τη δεκαετία του 1970 στράφηκε στη βαριά βιομηχανία, παραμελώντας σταδιακά τη βιομηχανία παραγωγής παιχνιδιών και τις κλωστοϋφαντουργίες. Πλέον, είναι εξίσου φημισμένη για την ανάπτυξή της σε αντίστοιχους τομείς με αυτούς της Ν. Κορέας, όπως οι τηλεπικοινωνίες, η επεξεργασία πετρελαίου και χημικών, καθώς και η παραγωγή υπερσύγχρονων microchips.

Για τον αξίας 340 δις δολαρίων πλούτο της έχει γίνει πασίγνωστη στις διεθνείς συναλλαγές και η Σιγκαπούρη. Πρόκειται για ένα επίσης μικρό κρατίδιο, που βρίσκεται σε ένα γεωπολιτικά κομβικό σημείο της νοτιοανατολικής Ασίας, ακριβώς στην έναρξη των στενών της «Malaka» στην Νότια Σινική Θάλασσα. Αποτελεί εδώ και δύο αιώνες κεντρικό λιμάνι της περιοχής, αν και πριν από τα μέσα του 20ου αιώνα βρισκόταν στο έλεος εμπόρων ναρκωτικών, λευκής σαρκός και πορνείας. Έπειτα από την αποδέσμευσή της από τον κλοιό της αγγλικής αποικιοκρατίας, εστίασε στην καπιταλιστική προσέγγιση ξένων κεφαλαίων, με ιδιωτικοποιήσεις και φιλικές επενδυτικές πολιτικές. Σε συνδυασμό με την πάταξη της δολοπλοκίας και της διαφθοράς και την επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό της, κατάφερε να επιτύχει μέχρι σήμερα την κατάταξη της στα έθνη με το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής, επίπεδο διαβίωσης και μισθοδοσίας. Μαζί με το Χονγκ Κονγκ, αποτελούν δύο από τα διασημότερα χρηματιστηριακά και οικονομικά κέντρα της υφηλίου.

Τέλος, η αυτόνομη οντότητα του Χονγκ Κονγκ παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον από άποψη ανάπτυξης και οικονομικής ευρωστίας. Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές της Κίνας, συνορεύει με αυτή στο μεγαλύτερο μέρος της, αλλά δεν αποτέλεσε ποτέ μέρος της, παρά μόνο βρετανική αποικία. Με την αποχώρηση των Άγγλων, συμφωνήθηκε η διατήρηση ενός ειδικού διαχειριστικού καθεστώτος αυτονομίας της περιοχής του Χονγκ-Κονγκ, χωρίς προσάρτησή του από την Κίνα ως αναπόσπαστου τμήματός της. Αυτή ακριβώς η ιστορική εξέλιξη οδήγησε στη συγκρότηση μιας καπιταλιστικά οργανωμένης οικονομίας, που πλούτισε σε χρόνο ρεκόρ και με τρόπο ανάλογο με αυτό των υπόλοιπων «Τίγρεων». Τα κρατικά του έσοδα προέρχονται σήμερα από την εκμίσθωση της δημόσιας γης σε ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα («land leasing»). Αντ’ αυτού, οι κεντρικές κυβερνήσεις έχουν υιοθετήσει ευνοϊκότατες πολιτικές με χαμηλή φορολόγηση και υψηλά τραπεζικά επιτόκια σε καταθέσεις, οι οποίες προσελκύουν τολμηρές ξένες επενδύσεις. Σήμερα, θεωρείται ιδανική εναλλακτική εγκατάστασης επιχειρήσεων και ιδιαίτερα start-ups, σε σχέση με την γειτονική Κίνα, και φιλοξενεί πλήθος high-tech εταιριών, πολυεθνικών ή μη.

Το μυστικό συστατικό της ταχύτατης επιτυχίας αυτών των οικονομικών κολοσσών βρίσκεται στον πυρήνα της ίδιας της καπιταλιστικής οικονομίας. Τα κράτη αυτά συνδύασαν σωστά και συγκροτημένα τρία καίρια στοιχεία: τη συσσώρευση, την κατανομή πλούτου και τον συγχρονισμό με τις τεχνολογικές εξελίξεις. Αυτά τα στοιχεία με τη σειρά τους υλοποιήθηκαν με ένα σύμπλεγμα πολιτικών, οι οποίες, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, διέθεταν κοινούς άξονες. Η πρώτη πολιτική αφορούσε στη μακροοικονομική διαχείριση και λειτουργία. Είναι γνωστό ότι σε περιβάλλον χρηματοπιστωτικής αστάθειας και ανεξέλεγκτου πληθωρισμού είναι σπάνια έως απίθανη η προσέλκυση και εγκατάσταση ξένων κεφαλαίων με τη μορφή είτε επενδύσεων είτε επιχειρήσεων. Η αδυναμία ελέγχου του πληθωρισμού, της αύξησης δηλαδή των τιμών με ταυτόχρονη πτώση της αγοραστικής δύναμης του νομίσματος μιας χώρας, αποδεικνύει αδύναμες κυβερνήσεις και ανισόρροπη οικονομία. Οι κυβερνήσεις των τεσσάρων αυτών κρατών, ωστόσο, κατάφεραν όχι μόνο να πετύχουν τη μακροοικονομική σταθερότητα, αλλά και να τη διατηρήσουν. Περιόρισαν τις μεταφορές χρημάτων σε δημόσιες επιχειρήσεις και επέβαλλαν ένα αυστηρό καθεστώς εποπτείας στις τράπεζες προκειμένου να ελέγχουν την εισροή κεφαλαίων. Παράλληλα, χάρη στις μορφές ευέλικτης εργασίας που δημιούργησαν και την μεγάλη επένδυση στην αγορά κεφαλαίων (χρηματιστήρια, αγοραπωλησίες μετοχικών τίτλων κ.α.), διευκολύνθηκε η ταχύτατη ανάκαμψη του κάθε κράτους, έπειτα από την εφαρμογή κάθε μέτρου δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής εξυγίανσης με κυβερνητική πρωτοβουλία. Τέλος, και οι «Τέσσερις Τίγρεις» υπήρξαν ιδιαίτερα φειδωλές και προσεκτικές κατά τις περιόδους οικονομικών κρίσεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν περιόρισαν τις επενδύσεις τους στον ιδιωτικό τομέα. Απλώς στήριξαν περισσότερο τις δημόσιες επιχειρήσεις και τους κρατικούς φορείς, λαμβάνοντας περιορισμένα και πολύ συγκεκριμένα δάνεια από άλλα κράτη. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησαν ένα ιδανικό χρηματοπιστωτικό περιβάλλον σταθερότητας που κέρδισε το ενδιαφέρον των ιδιωτικών επενδύσεων.

Παρά τη φιλελεύθερη οργάνωση των τεσσάρων οικονομιών, ο κρατικός παρεμβατισμός ήταν πανταχού παρών σε όλη την πορεία προόδου τους, απλώς με διαφορετική ένταση. Η Σιγκαπούρη και το Χονγκ-Κονγκ υιοθέτησαν συστήματα πλήρως ελεύθερης αγοράς στον τομέα των εξαγωγών και της βιομηχανίας, συνδέοντας τις τιμές των εγχώριων προϊόντων τους με τις διεθνείς τιμές. Η παρέμβαση του κράτους ήταν πάντοτε προμελετημένη, αυστηρή και στοχευμένη. Συνίστατο στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων που όδευαν προς κατάρρευση, στον έλεγχο των επιτοκίων, τη διευκόλυνση μεταφοράς όγκου πληροφοριών ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα και πλήθος ακόμη στρατηγικών.

Η συσσώρευση πλούτου, λοιπόν, έπειτα από την εφαρμογή τέτοιων πολιτικών, ήταν πλέον μονόδρομος. Πώς όμως κατάφεραν όλα τα κράτη να πετύχουν πολύ υψηλό επίπεδο διαβίωσης για το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού τους; Η απάντηση εδράζεται κατά κύριο λόγο σε μία λέξη: εκπαίδευση. Το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών κονδυλίων διατίθεται, και εντός των τεσσάρων κρατών, στην κατασκευή σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τεχνικών σχολών. Δίνεται τεράστια έμφαση στην πρωτογενή βασική γνώση όλων των πολιτών και λιγότερο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Παρόλα αυτά, το σχολικό περιβάλλον έχει τον χαρακτήρα της προετοιμασίας για μια ανταγωνιστική κοινωνία, εστιάζοντας σε IQ tests, απαιτητικές εξετάσεις και πλήρως πειθαρχημένη προετοιμασία για κάθε δοκιμασία. Η κουλτούρα του τόσο έντονου ανταγωνισμού εξηγεί και την ευρεία παραγωγικότητα χωρών αυτών σε σχέση με άλλες ασιατικές ή λατινοαμερικανικές αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπου η εφαρμογή ανάλογου εκπαιδευτικού συστήματος απέτυχε παταγωδώς. Με άλλα λόγια, στα πανεπιστήμια της Νότιας Κορέας, του Χονγκ-Κονγκ, της Σιγκαπούρης και της Ταϊβάν περνά ένα πολύ περιορισμένο ποσοστό μαθητών. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το υπόλοιπο ποσοστό παραμένει μετέωρο και απροστάτευτο. Οι θέσεις εργασίας και οι προοπτικές εξέλιξης ανθούν για κάθε πολίτη και εργαζόμενο. Άλλωστε τα ποσοστά ανεργίας και για τις τέσσερις χώρες κυμαίνονται μεταξύ του 1.8% (Σιγκαπούρη, 2023) και 3.46 (Νότια Κορέα, 2023). Αν σκεφτούμε ότι στην Ελλάδα τα ποσοστά αυτά ξεπερνούν συχνά το 20%, γεννώνται πολλά ερωτηματικά…

Η κουλτούρα της ανατολικής Ασίας πέρα από την ανταγωνιστικότητα της έχει μυήσει τους πολίτες της σε ένα τρίπτυχο αξιών: πειθαρχία, αλληλεγγύη, διαφάνεια. Οι αξίες αυτές στοχεύουν στον περιορισμό των ανισοτήτων, την εξάλειψη του ρατσισμού και τη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης σε όλους τους πολίτες. Δεν είναι τυχαίο που η Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ κατατάσσονται στις 15 λιγότερο διεφθαρμένες χώρες του κόσμο σύμφωνα με μετρήσεις CPI (Corruption Perception Index) για το 2023. Το μέλημα για την κατασκευή σχολείων, νοσοκομείων, εκπαιδευτικών κέντρων και αξιοπρεπών κατοικιών αποδεικνύει ότι πρόκειται για κράτη που σέβονται τους πολίτες τους -έστω και σε πρωτοφανές επίπεδο- και επενδύουν στο ανθρώπινο δυναμικό τους.

Τέλος, προφανώς και η επένδυση στις νέες τεχνολογίες αποτέλεσε το «κερασάκι στην τούρτα» για τις χώρες αυτές. Η Ταϊβάν και η Νότια Κορέα προβλέποντας την αυξημένη αγοραστική ζήτηση για εξελιγμένα microchips, εντάχθηκαν από νωρίς στο κύκλωμα παραγωγής τους και αποτελούν σήμερα από τα λίγα κράτη που μπορούν να κατασκευάσουν υπερσύγχρονα μοντέλα microchips, που έχουν τεράστια ζήτηση στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Κίνα. Η Σιγκαπούρη παράλληλα πρωτοπορεί στον χώρο της ιατρικής και της τεχνολογίας τροφίμων, έχοντας καταφέρει να δημιουργήσει εξελιγμένα καρδιαγγειακά stents, έξυπνες συσκευές έκχυσης ινσουλίνης για σακχαρώδη διαβήτη, αλλά και βιώσιμα συνθετικά τρόφιμα. Τέλος  και το Χονγκ-Κονγκ καινοτομεί στο χώρο των tradings και των logistics.

Τι προκάλεσε εντέλει αυτό το οικονομικό «boom» των τεσσάρων «Ασιατικών Τίγρεων»; Επρόκειτο όντως για ένα θαύμα των οικονομικών και της δημοσιονομικής πολιτικής; Ή μήπως ο συγκεκριμένος όρος αποτελεί έναν ανάρπαστο ευφημισμό; Πράγματι, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι δεν επρόκειτο ακριβώς για ένα θαύμα, άλλα για μια διαδοχική σειρά από πετυχημένες πολιτικές επιλογές, σε συνδυασμό με καίριες γεωπολιτικές θέσεις και μια κουλτούρα ιδανική για ένα ανταγωνιστικό καπιταλιστικό κόσμο. Οι «Τίγρεις», λοιπόν, δεν πέτυχαν επειδή έτυχε, αλλά επειδή έδωσαν τα πάντα για να πετύχει.

Συντάκτης: Γιώργος Λυμπέρης

Πηγές


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.