Η ισότιμη συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι, μεταξύ των δυο φύλων αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα αμφιλεγόμενο και παράλληλα μείζον ζήτημα, τόσο για την ουσιαστική δημοκρατία ενός σύγχρονου κράτους, όσο και για την χρηστή διακυβέρνηση αυτού. Ο εδραιωμένος για αιώνες νομικός αλλά και κοινωνικός αποκλεισμός των γυναικών από τον δημόσιο βίο, συνετέλεσε σημαντικά στην διαμόρφωση προκατασκευασμένων κοινωνικών ρόλων, οι οποίοι γενιά με γενιά αναπαράγονται αντί να τροποποιούνται. Ακόμα και σήμερα, ο αριθμός των γυναικών σε ηγετικές θέσεις στην δημόσια διοίκηση, σε πολιτικά θεσμικά όργανα και γενικότερα σε πολιτικές διαδικασίες, παραμένει χαμηλός, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Εστιάζοντας στον ελληνικό πολιτικό χώρο του σήμερα, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η γυναικεία εκπροσώπηση στην πολιτική απέχει ακόμη πολλά βήματα από μια ισότιμη εκπροσώπηση. Τον παραπάνω ισχυρισμό επιβεβαιώνουν τα ποσοστά των πρόσφατων εθνικών εκλογών που ολοκληρωθήκαν τον Ιούνιο του 2023. Ειδικότερα, η νέα σύνθεση της Βουλής αποτελείται μόλις από 70 γυναίκες, περίπου δηλαδή το ένα τέταρτο των εκλεγμένων βουλευτών, γεγονός που σημαίνει ότι παρά την σημαντική αυξητική τάση -σε σύγκριση με προηγούμενες εκλογές-, ακόμη, όμως μπορούμε να μιλάμε για υποεκπροσώπηση.

Εκτός όμως από την χαμηλή συμμετοχή του γυναικείου φύλου στα πολιτικά δρώμενα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου γυναίκες που βρίσκονται στην πολιτική σφαίρα και κατέχουν θέσεις εξουσίας έχουν βρεθεί κατά καιρούς στο επίκεντρο των συζητήσεων λόγω έμφυλου πολιτικού λόγου και σεξιστικών συμπεριφορών, γενικότερα,  που έχουν δεχτεί τόσο από άτομα του ίδιου χώρου, όσο και από πολίτες με στερεοτυπικές αντιλήψεις. Πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο δεν τείνει να εξαλείφεται αλλά αντιθέτως, κάνει έκδηλη την παρουσία του με κάθε ευκαιρία. Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της υπουργού Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας κα. Σοφίας Ζαχαράκη, η οποία έγινε αποδέκτρια χυδαίων και σεξιστικών σχολίων, λόγω των νέων της καθηκόντων στην πολιτική ζωή. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ως «αδέξια» για να αναλάβει τα καθήκοντα του συγκεκριμένου υπουργείου καθώς η ίδια είναι άγαμη και άτεκνη. Στο σημείο αυτό γεννιέται η εύλογη απορία, «εάν στην συγκεκριμένη θέση βρίσκονταν άνδρας πολιτικός, τα σχόλια αυτά θα υπήρχαν;»

Όσο τα περιστατικά έμφυλης βίας και οι διακρίσεις εις βάρος των γυναικών αυξάνονται δραματικά και σε καθημερινή βάση στην κοινωνία μας, από την πλευρά της πολιτείας όχι μόνο δεν γίνονται προσπάθειες να αλλάξει -έως έναν βαθμό τουλάχιστον-, η κατάσταση αυτή, αλλά αντιθέτως, η κυβέρνηση έχει ήδη προβεί σε ενέργειες οι οποίες έχουν προκαλέσει ανησυχίες και προβληματισμούς στους πολίτες. Φυσικά, γίνεται λόγος για το νεοσύστατο Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας και την κατάργηση της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, που είχε ιδρυθεί ήδη από το 1982.

Σύμφωνα με το Π.Δ. 77/2023 στο ΦΕΚ Α’/130/27-6-2023 συστάθηκε το Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας με υπουργό και υφυπουργό την Σοφία Ζαχαράκη και Μαρία Κεφάλα, αντίστοιχα. Οι αρμοδιότητες του εν λόγω υπουργείου αποσπάστηκαν από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και συγκεκριμένα μεταφέρθηκε η Γενική Γραμματεία Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Καταπολέμησης της Φτώχειας, ενώ παράλληλα συστάθηκαν σε αυτό, η Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Στεγαστικής Πολιτικής και η Γενική Γραμματεία Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η παρουσία αυτού του νέου κρατικού μηχανισμού έρχεται να αντιμετωπίσει ζητήματα κοινωνικής πολιτικής, να χαράξει μια εθνική στρατηγική για την οικογένεια, όμως ο απώτερος στόχος του είναι η επίλυση του ακανθώδους δημογραφικού προβλήματος της χώρας μας.

Εκ πρώτης όψεως, οι παραπάνω πολιτικές πρακτικές δείχνουν να είναι το «κλειδί»  για την επίλυση των προαναφερθέντων ζητημάτων. Όμως είναι πράγματι έτσι; Παρατηρώντας την διεθνή σκηνή σε αντίστοιχες περιπτώσεις, κάτω από το πέπλο του δημογραφικού προβλήματος, σε αρκετές χώρες οι κυβερνήσεις τους, προέβησαν σε κινήσεις εις βάρος των γυναικείων δικαιωμάτων, προκειμένου να ενισχυθούν παραδοσιακά μοντέλα κοινωνικών ρόλων, όπως είναι λόγου χάρη, ο ρόλος της μητέρας. Για παράδειγμα, υπό την προεδρία του πρώην προέδρου Ζαΐρ Μεσίας Μπολσονάρου της Βραζιλίας (2019-2022), αντίστοιχο υπουργείο με οικογενειοκεντρική πολιτική  οδήγησε την χώρα στο να κάνει πολλά βήματα προς τα πίσω, όσον αφορά τα την κοινωνική πρόνοια και ασφάλεια, τις έμφυλες διακρίσεις, την ενδοοικογενειακή βία και γενικά τα δικαιώματα των γυναικών. Σχετικά με το ζήτημα των αμβλώσεων, η Νταμάρες Άλβες, η υπουργός του συγκεκριμένου υπουργείου, τάσσονταν κατά αυτών, ακόμα και για τις κυήσεις που προκύπτουν μετά από βιασμό.

Εκτός από την Βραζιλία, αντίστοιχη περίπτωση εντοπίζουμε και στην γειτονική χώρα, την Ιταλία όπου έπειτα από την εκλογή της Τζόρτζια Μελόνι στην πρωθυπουργία, άρχισε την λειτουργία του το Υπουργείο Οικογένειας, Γεννητικότητας και Ίσων Ευκαιριών, με υπουργό την Εουτζενία Μαρία Ροτσέλα. Και σε αυτή την περίπτωση παρατηρούμε ότι ορισμένα γυναικεία δικαιώματα αλλά και δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, έχουν αρχίσει να κλονίζονται.

Ειδικότερα, το δικαίωμα στην άμβλωση έχει αρχίσει να αμφισβητείται λόγω του δημογραφικού ζητήματος, ενώ ταυτόχρονα έχει προλάβει να ψηφιστεί διάταξη ώστε να σταματήσουν να εκδίδονται πιστοποιητικά γέννησης σε παιδιά ομόφυλων ζευγαριών, από τα δημοτικά συμβούλια της χώρας.

Στο ίδιο πεδίο συναντάμε και την Τουρκία, στην οποία επί την προεδρία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχει δημιουργηθεί το Υπουργείο Οικογένειας και Κοινωνικών Υποθέσεων, το οποίο φυσικά παραμένει και εκτελεί καθήκοντα υπέρ της αξίας της οικογένειας, παρά την αποτυχία του να εξασφαλίσει την ισότητα μεταξύ των φύλων.  Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από την αποχώρηση της χώρας από την διεθνή Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία «είναι αντίθετη με τα παραδοσιακά θεμέλια της χώρας και προωθεί την ομοφυλοφιλία», σύμφωνα με τον Πρόεδρο της χώρας. Επιπλέον, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι και στην Τουρκία, υπουργοί χρημάτισαν στο συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο, μόνο γυναίκες πολιτικοί.

Όντας θεατές όλων αυτών των περιπτώσεων, οι οποίες κινούνται στην ίδια πολιτική γραμμή και στρατηγική, είναι επόμενο να προκαλούνται ανησυχίες και ερωτήματα, όταν παρατηρούμε ότι και η χώρα μας βαδίζει προς αυτή την κατεύθυνση. Ερωτήματα όπως:  θα μπορέσει το Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας  να υποστηρίξει την ευρύτερη κατανόηση και αποδοχή διαφορετικών μορφών οικογένειας, όπως είναι για παράδειγμα οι μονογονεϊκές οικογένειες ή οι ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένειες; Θα θέσει ως προτεραιότητα την πρόληψη της βίας εντός των οικογενειών; Αν μπορέσει  να υποστηρίξει κοινωνικές ταυτότητες όπως είναι η τάξη, η σεξουαλικότητα ή η αναπηρία, για την αντιμετώπιση των διαφορετικών αναγκών των οικογενειών, αναγνωρίζοντας ότι οι διαφορετικές οικογένειες αντιμετωπίζουν μοναδικές προκλήσεις και χρειάζονται εξατομικευμένη υποστήριξη; Θα υιοθετήσει πολιτικές και συστήματα υποστήριξης χωρίς αποκλεισμούς που αναγνωρίζουν και επιβεβαιώνουν τις διαφορετικές πραγματικότητες των οικογενειών;

Όλα τα παραπάνω ερωτήματα και πολλά ακόμη, το νεοσύστατο Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, ΟΦΕΊΛΕΙ να απαντήσει μέσα από την χάραξη πολιτικών, που  πράγματι θα βοηθήσουν στην επίλυση όλων των ζητημάτων που σχετίζονται με τον θεσμό της οικογένειας και όχι απλά να ενισχύσει τον παραδοσιακό ρόλο της στο όνομα του δημογραφικού προβλήματος, εις βάρος της ισότητας και των γυναικείων δικαιωμάτων. Αναμένουμε…

Συντάκτης: Κριστιάνα Ντάγια