Λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στις βασικές ευρωπαϊκές χώρες του μπλοκ θα διαπιστώσουμε μια άκρως  κεντροδεξία στροφή των ευρωπαϊκών κομμάτων. Αμιγώς σοσιαλιστικά- αριστερά κόμματα ευδοκιμούν κυρίως στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Μάλτα. Η εμπιστοσύνη των ευρωπαϊκών λαών στα προοδευτικά -κατά τους ηγέτες τους- αριστερά κόμματα έχει κλονιστεί εδώ και καιρό καθώς διαπίστωσαν ότι στην πράξη οι κεντροαριστεροί συνασπισμοί καταλήγουν “μαλωμένοι” μεταξύ τους και κανένας εν τέλει δεν δύναται να συνεννοηθεί στο μέγιστο, για το σχηματισμό κυβέρνησης. Ωστόσο, η πείρα δείχνει ότι οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις δεν ευδοκιμούν επειδή καταφεύγουν στην επιβολή εκβιαστικών (κατά τα λεγόμενά τους φιλικών και μοντέρνων) απόψεων καθώς πιστεύουν ότι έτσι βρίσκονται πιο κοντά  στον λαό.

Η αριστερά έχει εξαφανιστεί σχεδόν από τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, εκτός από κάποια παραδείγματα των τελευταίων χρόνων, όπως στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ουγγαρία και στην Πολωνία. Παρόλο που παρατηρούνται κάποια κινήματα και κάποιες πολιτικές ομαδοποιήσεις που δίνουν μάχες στη μία χώρα, υπέρμαχοι δηλαδή του σοσιαλισμού, γενικά τα σοσιαλδημοκρατικά-σοσιαλιστικά κόμματα εμφανίζουν μία κάθοδο. Η αριστερά στην Ευρώπη φαίνεται αρκετά αδύναμη τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, τα τελευταία χρόνια.

Ξεκινώντας από τους κεντρικούς παίκτες της Ευρώπης όπως είναι η Γαλλία είναι εμφανές ότι ο επανεκλεγείς πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν προερχόμενος από την γαλλική ελίτ και όχι από τα αριστερά λαϊκά κόμματα κατάφερε να επιβιώσει και να προαχθεί έναντι της παραδοσιακής γαλλικής αριστεράς, η οποία παρόλα αυτά σημείωσε σημαντική εκλογική επιτυχία (22%) με επικεφαλής τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν. Όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, οι δύο αυτοί ηγέτες τάχθηκαν υπέρ των μειονοτήτων, των καταπιεσμένων και γενικότερα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία αγγίζουν με την ιδεολογία και τις ομιλίες τους. Όπως ο Μελανσόν έτσι και ο Τσίπρας δεν μπόρεσαν να αναμετρηθούν σοβαρά στο δεύτερο γύρο εκλογών και κατέληξαν με μικρό αριθμό βουλευτών και επομένως αντιπροσώπευσης. Αν και παρατηρείται κεντροδεξία στροφή στην Γαλλία των τελευταίων χρόνων, στις περσινές εκλογές σχηματίστηκε μία συμμαχία (κομμουνιστών, σοσιαλιστών και οικολόγων) διόλου ασήμαντη, με στόχο την συγκρότηση γερού αντιπάλου στο κοινοβούλιο έναντι του Μακρόν.

Στον εξίσου ισχυρό παίκτη στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, στην Γερμανία κυριαρχεί έντονα μετά τις πρόσφατες εκλογές το χριστιανοδημοκρατικό και σοσιαλδημοκρατικό στοιχείο έναντι της αμιγούς δεξιάς κυβέρνησης. Με κυβερνήτη-δήμαρχο στο Βερολίνο, τον χριστιανοδημοκράτη Βέγκερ ο οποίος σημείωσε μεγάλη επιτυχία και υπουργό οικονομικών την Φραντσίσκα Γκίφαϊ, η αριστερά κερδίζει μεγαλύτερο έδαφος ως είθισται στην Γερμανία από ότι στη χώρα μας, προς λύπη των γερμανικών ΜΜΕ.

Στην γειτονική Ιταλία, παρόλη την αριστερή παράδοση, η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι αποτελείται από τρία δεξιά-κεντροδεξιά κόμματα. Η κυβέρνηση αυτή έχει χαρακτηριστεί ως η πιο δεξιά κυβέρνηση της Ιταλίας τα τελευταία 60 χρόνια. Η άνοδος της Μελόνι ίσως εξηγείται από τη δυσαρέσκεια του λαού στις προηγούμενες αριστερές -δήθεν- ριζοσπαστικές αντιλήψεις των κυβερνήσεων της χώρας. Ωστόσο, το κόμμα της Μελόνι διατηρεί κάποια ακραία στοιχεία ακόμα και φασισμού θα λέγαμε, στο πρόγραμμα της τα οποία δεν έχουν γίνει ακόμα τόσο εμφανή.

Αντίστοιχα, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα αριστερά προοδευτικά κόμματα. Συγκεκριμένα, στην Ισπανία ο πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ προέρχεται από το σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα και στηρίζεται στη ψήφο των εθνικιστών και των αυτονομιστών, οι οποίοι παρά τις διαφορές τους μένουν ενωμένοι, με τον φόβο, ποια από τις δύο θα περάσει περισσότερο την ιδεολογία της να παραμένει. Από την άλλη στην Πορτογαλία ο Αντόνιο Κόστα, με το σοσιαλιστικό κόμμα του κατέκτησε την αυτοδυναμία και την αποδοχή του λαού ακόμα και μετά τη προσπάθεια της πρότασης μομφής που κατέβαλαν εναντίον του.

Στις μακρινές αλλά ισχυρές στο ευρωπαϊκό τοπίο σκανδιναβικές χώρες όπως η Δανία, κυριαρχεί στο μέγιστο η αριστερά. Στην εν λόγω χώρα ένα μικρό ριζοσπαστικό κόμμα της αριστεράς ήταν αρκετό για να απειλήσει με την αποχώρηση του την αριστερή κυβέρνηση και έτσι να δημιουργηθεί ένας μεγάλος συνασπισμός, για πρώτη φορά στην ιστορία της σκανδιναβικής χώρας.

Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να διακρίνουμε μια κεντροδεξιά (και ακροδεξιά) στροφή στην Ευρώπη εφόσον αμιγώς αριστερές κυβερνήσεις υπάρχουν μόνο στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Μάλτα. Οπωσδήποτε δεν υπάρχουν αμιγώς σοσιαλδημοκράτες στην ευρύτερη εικόνα της Ευρώπης και τη Σκανδιναβία πλέον, γι’αυτό κυρίως όπου κάνουμε λόγο για αριστερά εννοούμε μια πιο ανίσχυρη αντιπολίτευση η οποία μάλλον θα χαρακτηρίζεται μετριοπαθής.

Συντάκτης: Γεωργία Κουμεντάκη