«Το να φυλακίζονται οι άνθρωποι με σκοπό το κέρδος είναι ανήθικο!»…Ήταν τα λόγια του Richard Burgon, αντιπροσώπου του Εργατικού κόμματος στο Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να θίξει το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης των φυλακών, σε μια χώρα όπου η  πρώτη ιδιωτική φυλακή, γνωστή ως «Her Majesty’s Prison Worlds», χτίστηκε και λειτούργησε το 1992 επί κυβέρνησης του John Major,  αρχηγού του Συντηρητικού κόμματος, ενώ παράλληλα αυτή ήταν αρκετή για να γίνει η αρχή επέκτασης για τις ιδιωτικές φυλακές, ακόμα  και το 1997 επί κυβέρνησης του Tony Blair, αρχηγού του Εργατικού κόμματος. Καθώς λοιπόν, οι χώρες που ενστερνίζονται το σύστημα ιδιωτικοποίησης των σωφρονιστικών καταστημάτων στη σύγχρονη εποχή αυξάνονται, ουκ ολίγον ενδιαφέρον έχει το άρθρο 185 του ελληνικού Ν.4662/2020 (ΦΕΚ Α 27-07.02.2020) («Εθνικός Μηχανισμός Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων, αναδιάρθρωση της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, αναβάθμιση συστήματος εθελοντισμού πολιτικής προστασίας,  αναδιοργάνωση του Πυροσβεστικού και άλλες διατάξεις»), βάσει του οποίου ανατίθεται στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη η  αρμοδιότητα ανάθεσης και υλοποίησης του έργου μελέτης, κατασκευής, συντήρησης και εξοπλισμού νέων εγκαταστάσεων προς  μετεγκατάσταση του συμπλέγματος Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, δημιουργώντας υπόνοιες για μεταστροφή της κυβέρνησης  προς μια κατεύθυνση «εξαγοράς» των σωφρονιστικών καταστημάτων και κατ’ επέκταση ίσως και του ίδιου του συστήματος. Κατά πόσο  όμως, είναι αποδοτική και ωφέλιμη ακόμα και για την απονομή της δικαιοσύνης η ανάθεση της ίδρυσης και ίσως της λειτουργίας  φυλακών σε ιδιωτικές πολυεθνικές εταιρείες;

Κατ’ αρχάς, μέχρι και την επιδίωξη του Προέδρου Joe Biden για ριζική μεταβολή του ποινικού συστήματος των Η.Π.Α. μέσω του  περιορισμού επιβολής θανατικής ποινής και προσωπικής κράτησης μεταναστών, η ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας ήταν αυτή  που μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1980 άρχισε να εδράζεται επί μιας νέας επικερδούς δραστηριότητας, αυτής του εγκλεισμού  ολοένα και περισσότερων Αμερικανών στις φυλακές… Ειδικότερα, στο αποκορύφωμα του «πολέμου» των ναρκωτικών, στη δεκαετία  του 1980, επί προεδρίας Ronald Reagan, η χώρα άρχιζε να φυλακίζει περισσότερους ανθρώπους από ποτέ, με απόρροια να κρατηθούν  τότε 750.000 καταδικασθέντες, ενώ μέχρι το 1997 – επί προεδρίας William Jefferson Clinton – μόλις 1.700.000 καταδικασθέντες, με  απότοκο να περικόπτεται διαδοχικά ο αριθμός των ομοσπονδιακών δημοσίων υπαλλήλων, αναγκάζοντας το Υπουργείο Δικαιοσύνης να  αναθέτει σε ιδιώτες εργολάβους τον εγκλεισμό των παράτυπα εισερχόμενων μεταναστών στη χώρα σε ιδιωτικές φυλακές, καθώς και τη  φρούρηση επικίνδυνων κρατουμένων.

Επομένως, είναι εναργές πως τα χρόνια αυτά που άρχισε να εντατικοποιείται και η ιδιωτικοποίηση  του σωφρονιστικού συστήματος βρέθηκαν στο προσκήνιο οι μεγαλύτερες κερδοσκοπικές πολυεθνικές εταιρείες φυλακών στις Η.Π.Α.,  συμπεριλαμβανομένου τη «CoreCivic» (επίσημα «Corrections Corporation of America», CCA) και τη «GEO», έχοντας ως απώτερο  στόχο να προσεγγίσουν τις κυβερνήσεις των πολιτειών για να πουλήσουν οι τελευταίες τις φυλακές τους. Σύμφωνα μάλιστα με πηγή του  2019 η «CoreCivic» διαθέτει 80.000 κρεβάτια σε 65 διαφορετικές σωφρονιστικές εγκαταστάσεις και ο όμιλος «GEO» 49.000 σε 57  εγκαταστάσεις. Αντίστοιχη αντεγκληματική πολιτική ακολουθήθηκε και σε χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αυστραλία και η Νέα  Ζηλανδία (λιγότερο στην ηπειρωτική Ευρώπη). Εντούτοις, τα ποσοστά στις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν  μόνο δραματικά, αφού αντιστοιχεί σε αυτές το 25% του παγκόσμιου πληθυσμού κρατουμένων, τη στιγμή που οι Αμερικανοί  αντιστοιχούν μόλις στο 5% του παγκόσμιου πληθυσμού.

Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τον Ευτύχη Φυτράκη, Διδάκτωρ Νομικής και πρώην γενικό γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής,  υπάρχει η πιο ήπια μορφή ιδιωτικοποίησης, βάσει της οποίας ο ιδιώτης αναλαμβάνει απλώς την ανοικοδόμηση του σωφρονιστικού  καταστήματος -είναι λογικό να πραγματοποιείται αυτή σε χρονικό διάστημα συντομότερο από ό, τι αν αναλάμβανε το έργο το Δημόσιο -, η πιο ανεπτυγμένη, στην οποία η εταιρεία το συντηρεί και παρακολουθεί τη λειτουργία του, αλλά και η ολοκληρωτική μορφή με τον ιδιώτη να διαθέτει και τις υπηρεσίες ασφαλείας σε συνδυασμό με το σύνολο των λειτουργιών της φυλακής και δη φύλαξη, ιατρικές  υπηρεσίες, ακόμα και μεταγωγή. Παράλληλα, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί πως υπάρχουν και τα μικτά συστήματα, όπου μαζί με  τους φύλακες ιδιωτικής εταιρείας εργάζονται και κρατικοί υπάλληλοι.

Όσον αφορά όμως, την επιδίωξη μείωσης κόστους, ακολουθώντας  αυτήν την τακτική, αποδείχθηκε τόσο στις Η.Π.Α. όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο πως η λειτουργία αυτή ήταν περισσότερο δαπανηρή  και αυτό λόγω του ότι ο πρωταρχικός σκοπός της ιδιωτικής εταιρείας είναι η εξασφάλιση κέρδους και δη περισσότερου σε σχέση με το  κόστος της σε όσο το δυνατόν μικρότερο διάστημα. Με ποιον τρόπο όμως, μπορεί κάποιος να βγάλει κέρδος από μια φυλακή; Η  απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι μέσω της σύναψης συμβάσεων μεταξύ του κράτους και του ιδιώτη ούτως ώστε το κράτος να αγοράζει  θέσεις κράτησης (κρεβάτια), εφαρμόζοντας λοιπόν, το σύστημα “μετράω κεφάλια, παίρνω δολάρια”. Γίνεται έτσι, εύληπτο πως το  κράτος υποχρεούται από τη σύμβαση να πληρώνει καθημερινά ένα συγκεκριμένο ποσό για τη διασφάλιση των στοιχειωδών αναγκών  του κρατουμένου από τον ιδιώτη, και δη κρεβάτι, πλύσιμο, ιατρική φροντίδα και φαγητό, ενώ είναι απαραίτητο να επισημανθεί πως στο  ποσό αυτό θα πρέπει να προστεθεί, πέρα από τα έξοδα λειτουργίας που έχει κάθε επιχείρηση και το κέρδος. Ωστόσο, αυτό που  επιδιώχθηκε να αποφευχθεί μέσω της ιδιωτικοποίησης των φυλακών, εντέλει συνέβη σε όλες τις περιπτώσεις και συγκεκριμένα, η επέμβαση του ιδιώτη στην απονομή της δικαιοσύνης, καθότι οι πολυεθνικές εταιρείες που χρειάζονταν περισσότερους «πελάτες» άρχισαν να πιέζουν μέσω των «λόμπι» τους πολιτικούς (είτε σε ομοσπονδιακό είτε σε πολιτειακό επίπεδο) για αυστηροποίηση της αντεγκληματικής πολιτικής τόσο σε νομοθετικό, όσο και σε εκτελεστικό πεδίο, μέσω ειδικότερα της αύξησης του πλαισίου ποινών των  ποινικών νόμων, των συλλήψεων και φυλακίσεων.

Συνεπώς, με τον τρόπο αυτό καταλύεται και κάθε έννοια του σωφρονισμού, καθώς και κάθε προσπάθεια κοινωνικής επανένταξης των καταδικασθέντων, από τη στιγμή κιόλας που υπάρχουν πολλές ενστάσεις για τις  συνθήκες διαβίωσης και τη φροντίδα που προσφέρεται στις φυλακές, διότι παρατηρείται να αναπαράγονται, αντί να πατάσσονται οι  μορφές βίας ενώ παράλληλα αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός πως ύστερα από έρευνα αποδείχθηκε πως μεταξύ του 2002 και του 2008  πέθαναν τουλάχιστον 12 κρατούμενοι στο «George Hill Correctional Facility» στην πολιτεία της Πενσυλβάνια, όταν κιόλας διοικούνταν  από την εταιρεία «GEO», λόγω των απάνθρωπων συνθηκών διαβίωσης.

Επιπλέον, στην περίπτωση της ελληνικής νομοθετικής πρωτοβουλίας, η τροχοπέδη είναι πως η εκτέλεση των αποφάσεων και η έκτιση  των ποινών συνιστούν κομμάτι της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης που αποτελεί εξ ορισμού κρατική λειτουργία και ανήκει στη μια από τις τρεις συνταγματικά, βάσει του άρθρου 26 του Συντάγματος, κατοχυρωμένες εξουσίες. Χαρακτηριστικό είναι και πως το Συμβούλιο της Επικρατείας διατείνεται βάσει νομολογίας του ότι δεν μπορούν να ιδιωτικοποιηθούν κομμάτια της κρατικής εξουσίας που αγγίζουν τον σκληρό πυρήνα της! Είναι βέβαια, αμφιλεγόμενο εν προκειμένω το αν η ανάθεση των φυλακών σε ιδιώτη συνιστά καταστρατήγηση του Συντάγματος. Παρ’ όλα αυτά, είναι επιβεβλημένο κάθε βήμα να γίνεται με όρους διαφάνειας τηρώντας τις διατάξεις του νόμου.

Συντάκτης: Ανέττα Τσελέπη

Πηγές: