«Στην αρχή ξεκίνησε κάπως καλά, τώρα στην πορεία με τους ξυλοδαρμούς που βλέπω και με την βία μπαλατζάρω. Πήγα τους βρήκα γιατί είχα ανάγκη, δεν έχω να φάω τι να κάνω; Μέχρι και τσιγάρο που τους ζήτησα κάθισαν και μου έστριβαν. Και είμαι αριστερός, αλλά έτσι όπως είναι και οι δικοί μας δεν ξέρω που να πάω»

Αυτό το απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ την A. Kourounis παρουσιάζει την στάση ενός Έλληνα από την εποχή της κρίσης, τότε που η Χρυσή Αυγή ακολουθούσε την δική της ατζέντα και παρεισέφρεε στην ελληνική κοινωνία. Ο φασισμός ανθεί διαχρονικά σε κατ’ επίφαση δημοκρατίες και εκμεταλλεύεται τις περιόδους κρίσεως των κοινωνιών για να αναδυθεί. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η ευκαιρία δόθηκε με την οικονομική κρίση του 2009, την εποχή των μνημονίων. Η ελληνική κοινωνία όντας σε μια μεταβατική περίοδο από την απότομη αλλαγή των όρων ζωής και την κατάρρευση όλων των οικονομικών βεβαιοτήτων της, ήταν έτοιμη να δεχτεί το φάσμα της ακροδεξιάς κάτι που φάνταζε αντισυστημικό και αντίπαλο προς όλους τους ηθικούς αυτουργούς της “πτώσης” της.

Η Χρυσή Αυγή που ιδρύθηκε το 1980 και παρέμεινε στην αφάνεια, στις παρυφές της πολιτικής και κοινωνικής ζωής είχε βρει επιτέλους ένα πρόθυμο ακροατήριο. Εμφανίστηκε λοιπόν, σαν αυτόκλητος σωτήρας, σε μια κοινωνία φοβισμένη και «ξεκλείδωτη». Στην αρχή, είχαμε τα συσσίτια «μόνο για Έλληνες», ακολούθησαν οι αιμοδοσίες «μόνο για Έλληνες» καθώς και η βοήθεια-προστασία στους ηλικιωμένους την ώρα που πήγαιναν να πάρουν την σύνταξή τους. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, έχτισαν σιγά σιγά το προφίλ των ανθρώπων της διπλανής πόρτας των «δικών μας» παιδιών που βοηθούν τους απελπισμένους και αβοήθητους συνανθρώπους τους. Γιατί καθώς νιώθουν και οι ίδιοι κυνηγημένοι κοινωνικά βρίσκουν στους απλούς πολίτες της χώρας ένα μέρος για να “ακουμπήσουν” το ιδεολογικό τους οπλοστάσιο. Ερεθίζοντας τα συντηρητικά – ξενοφοβικά ανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας προέταξαν ως ιδανικό την εθνική καθαρότητα και την προάσπιση του δόγματος Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια. Έτσι λοιπόν, με την αμέριστη συμπαράσταση και προβολή από το σύνολο σχεδόν Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και του Τύπου κέρδισαν την νομιμοποίηση που χρειαζόταν.

Θυμόμαστε όλοι τις δηλώσεις περί «σοβαρής Χρυσής Αυγής που θα μπορούσε να αποτελέσει κυβερνητικό εταίρο», ή «περί του μοναδικού αυθεντικού κινήματος στην χώρα», ακόμα και ευχαριστίες από δημοσιογράφους επειδή το κόμμα αυτό έδειξε το «πραγματικό πρόσωπο της Αριστεράς». Η προτίμηση που έδειξαν εξαρχής για αυτό το τόσο “αντισυστημικό κίνημα” αποτελεί την πρώτη ένδειξη ότι αποτελούσε κομμάτι του συστήματος. Όμως, μαζί με τα συσσίτια ήρθαν οι απρόκλητες επιθέσεις των ταγμάτων εφόδου σε μετανάστες. Ξημερώματα 17ης Ιανουαρίου του 2013 δολοφονείται από δύο μέλη των ταγμάτων εφόδου του κόμματος της Χρυσής Αυγής ο νεαρός Πακιστανός μετανάστης Σαχζάτ Λουκμάν ενώ λίγους μήνες πριν σημειώνονται επιθέσεις των ταγμάτων εναντίον Αιγυπτίων ψαράδων. Η ελληνική κοινωνία παραμένει απαθής σε αυτά τα περιστατικά μέχρι την στιγμή που ένας Έλληνας, Ο Παύλος Φύσσας (Killah P.) δολοφονείται.

Αρχίζει λοιπόν να διαφαίνεται ότι στόχος δεν είναι οι αλλοδαποί οι οποίοι, όπως δήλωναν τα μέλη της Χρυσής Αυγής, «έρχονται στην χώρα μας και μας κάνουν κακό» αλλά και όποιος θεωρηθεί ιδεολογικός εχθρός. Ακόμα και μετά από αυτό όμως, ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθούσε να αδιαφορεί για την εγκληματική και ρατσιστική τακτική αυτής της οργάνωσης και ως ένα βαθμό να τους πιστεύει. Η δίκη των μελών της Χρυσής Αυγής ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2020 ενώ διήρκησε επτά ολόκληρα χρόνια και παρότι κατέληξε στην δίκη των περισσότερων μελών της, δεν συνοδεύτηκε από την καταδίκη της ίδιας ιδεολογίας τους. Μήπως μας θυμίζει την δίκη της Νυρεμβέργης; Ακόμα και μέσα από την φυλακή, τα μέλη της Χρυσής Αυγής έτυχαν μιας ιδιότυπης ασυλίας από το σύστημα το οποίο υποτίθεται πολεμούσαν. Οι πυρήνες τους εξακολουθούσαν να υπάρχουν, να δρουν και να καθοδηγούν νέα μέλη.

Στις φετινές εκλογές ο Άρειος Πάγος απέκλεισε το κόμμα του Ηλία Κασιδιάρη από τις εκλογές, γεγονός που καθησύχασε αρχικά την κοινωνία και τις δυνάμεις του «δημοκρατικού» τόξου. Εντούτοις, στις εκλογές του Ιουνίου εμφανίστηκε ένα νέο κόμμα, οι Σπαρτιάτες, με τα ίδια ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Αμέσως μετά τις πρώτες εκλογές ξεκίνησε η υπόγεια συνεργασία των όμορων κομμάτων. Ο Ηλίας Κασιδιάρης αποτέλεσε τον ιδεολογικό καθοδηγητή και ενορχηστρωτή της ανόδου του νεοπαγούς κόμματος και της εισόδου του τελικά στην Βουλή με ποσοστό 4,63%: «Έχω δώσει τέσσερα χρόνια από τη ζωή μου στον αγώνα και ζητώ από εσάς να δώσετε τον καλύτερο εαυτό σας τις λίγες ημέρες που απομένουν μέχρι τη μεγάλη νίκη μας ενάντια σε ολόκληρο το σύστημα».

Το γεγονός αυτό αποδεικνύει τελικά ότι οι υποστηρικτές των ακροδεξιών κομμάτων, πάντα θα βρίσκουν τρόπο να βρίσκονται στη δημόσια σφαίρα, όσο η κοινωνία και η Πολιτεία δεν τους αντιμετωπίζει ως “Εφιάλτες”.

Συντάκτης: Λυδία Γαβριηλίδου