Η ψήφος είναι το ισχυρότερο μέσο έκφρασης πολιτικής βούλησης, για αυτό και η δημοκρατικότητα ενός καθεστώτος συναρτάται άμεσα με τον βαθμό συμμετοχής των πολιτών σε μία εκλογική διαδικασία. Το ποσοστό αποχή στις ελληνικές εκλογές του 2023 έφτασε το 47,17%, στατιστικό στοιχείο που μαρτυρά μία δημοκρατική διάβρωση, διότι το αποτέλεσμα σχηματισμού κυβέρνησης κρίθηκε από το «ήμισυ» και όχι από το «όλο». Συνεπώς, η εικόνα που σκιαγραφείται εντός της Βουλής δεν ταυτίζεται πλήρως με την κατάσταση που επικρατεί στην ευρύτερη κοινωνία.

Συχνά η αποχή ερμηνεύεται ως «εξασθένηση» των πολιτών. Ωστόσο, αν καταφύγουμε σε αυτό τον μεμψίμοιρο χαρακτηρισμό οδηγούμαστε σε μία επικίνδυνη αποδοχή της υφιστάμενης κατάστασης. Αιτία τούτου αποτελεί το γεγονός ότι προκειμένου να επέλθει εξασθένηση θα πρέπει να έχει προηγηθεί η ενασχόληση με τα πολιτικά ζητήματα,  η διαπίστωση των ελαττωμάτων στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, αλλά και η δραστηριοποίηση των πολιτών για την διόρθωσή τους. Δηλαδή, να υπάρχει μία προϊούσα δυναμική στην πολιτική ενασχόληση η οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποδυναμώνεται σταδιακά. Εντούτοις, όταν ένα μεγάλο μέρος των πολιτών παραμένει άπραγο, όχι λόγω σταδιακά καλλιεργημένης ματαιότητας, αλλά εξαιτίας γνήσιας αδιαφορίας για τα πεπραγμένα, τότε δεν θα έπρεπε να γίνεται λόγος για «εξασθένηση», διότι δεν προϋπάρχει πολιτική δραστηριότητα που να πλήττεται, αλλά για «απολιτικοποιήση», έννοια που είναι στενά συνδεδεμένη με την προσωπική ευθύνη.

Ο βαρυσήμαντος αυτός παράγοντας μπορεί να αποδοθεί καλύτερα όταν εγκολπώνεται στην «έλλειψη πολιτικής παιδείας», διότι αυτού του είδους η παιδεία ξεπερνά τα σχολικά όρια και άπτεται στην προσωπική επιλογή του καθενός σε ό,τι αφορά τις πηγές ενημέρωσης και την εφαρμογή των αποκτηθέντων γνώσεων. Ο λόγος που η έλλειψη πολιτικής παιδείας συνδέεται άμεσα με την πολιτική ακινησία, είναι ότι ο πολίτης που θα κληθεί να ψηφίσει δεν διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις σχετικά με το εκλογικό σύστημα της χώρας, τα άτομα που εμπλέκονται στο πολιτικό πεδίο, τα κόμματα και τη λεπτομερή θέση αυτών, καθώς επίσης και για τα υφιστάμενα δικαιώματά του, αλλά και τις υποχρεώσεις του. Δηλαδή, ένας πολιτικά απαίδευτος άνθρωπος στερείται των βάσεων ενασχόλησης με την πολιτική, οπότε η εμπλοκή του σε αυτή είναι είτε δυσλειτουργική είτε ανύπαρκτη. Ως εκ τούτου, η αποχή σχεδόν τεσσάρων εκατομμυρίων πολιτών στις εκλογές του 2023, συνιστά μεταξύ άλλων ένδειξη του τεράστιου πολιτικού ελλείμματος της χώρας μας. Το ιδιάζων χαρακτηριστικό του ελλείμματος αυτού αφορά την ευθύνη δημιουργίας του, η οποία θα ήταν άστοχο να αποδοθεί στην εκάστοτε υφιστάμενη κυβέρνηση. Η πολιτική απάθεια, με άλλα λόγια, είναι προϊόν ατομικό.

Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Πολιτικά» είχε αναφέρει ότι «Πολίτης δ’ ἁπλῶς οὐδενί τῶν ἂλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως και ἀρχῆς», δηλαδή ότι το κύριο γνώρισμα του πολίτη είναι η συμμετοχή στην απονομή δικαιοσύνης και στην άσκηση εξουσίας. Δεδομένου ότι η συμμετοχή στην άσκηση της δικαιοσύνης εναπόκειται στις αρμόδιες δικαστικές αρχές και η συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία συμβολίζεται από την επίκληση ενόρκων, είναι βέλτιστη για την οικονομία της επιχειρηματολογίας η αξιοποίηση του δεύτερου σκέλους της ρήσης, η οποία μαρτυρά ότι αν το άτομο επιλέξει να απέχει από την διαδικασία άσκησης εξουσίας είτε μέσω του εκλέγειν είτε μέσω του εκλέγεσθαι, χάνει ουσιαστικά ένα από τα ποιοτικά στοιχεία που τον καθιστούν «πολίτη». Πράγματι, είναι παράλογο να αποποιείσαι από τα κυριότερα πολιτικά σου δικαιώματα, όπως αυτό της ψήφου, τη στιγμή που η ζωή σου οργανώνεται εντός ενός πολιτικού πλαισίου είτε το θέλεις είτε όχι. Δηλαδή, εφόσον η ύπαρξη κυβέρνησης και Βουλής είναι ένα εμπεδωμένο δεδομένο, η αποχή από την επιλογή των στελεχών της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας αντίστοιχα, μόνο σε μειονεκτικότερη θέση μπορεί να οδηγήσει.

Εντός αυτού του πλαισίου, η «εξασθένηση» των πολιτών συνδέεται με την καλλιεργημένη ματαιότητα και μπορεί να ιδωθεί ως αποτέλεσμα εξωτερικοτήτων στην πολιτική δραστηριοποίηση, ενώ η «απολιτικοποίηση» συνδέεται με την εξ αρχής έλλειψη πολιτικού ενδιαφέροντος και είναι αποτέλεσμα μιας εσωτερικής διαδικασίας. Και στις δύο διακριτές περιπτώσεις η αποχή είναι μία άσχημη συνέπεια, η οποία πρέπει να ερμηνευθεί ως παραίτηση διότι συνιστά είτε τη διακοπή προσπάθειας για βελτίωση είτε την απροθυμία κίνησης προς την επίτευξη αυτού του στόχου.

Σύμφωνα με το Oxford Handbook of Political Representation in Liberal Democracies, τα πολιτικά ενεργά τμήματα του πληθυσμού δείχνουν σταθερά πολύ υψηλότερα επίπεδα υποστήριξης για τις βασικές αρχές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας από ό,τι μεταξύ πολιτών που ψηφίζουν μόνο ή δεν συμμετέχουν καθόλου. Με βάση τα ευρήματα αυτά, η λύση στο πρόβλημα του εκδημοκρατισμού που αναφέρθηκε στον πρόλογο του παρόντος άρθρου, είναι η ίδια η πολιτική συμμετοχή, διότι ερευνητικά αποδεικνύεται ότι οι σταθερότερες δημοκρατίες είναι επιδίωξη των “πιο πολιτικά ενεργών”, ενώ η αστάθεια και ο αποπροσανατολισμός των λιγότερο ενεργών πολιτών είναι η αιτία παρακώλυσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Άρα, αφενός  η ματαίωση που αισθάνονται οι εμπλεκόμενοι στην πολιτική μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με συνέχιση εμπλοκής στο πολιτικό γίγνεσθαι προκειμένου να αποφευχθεί το πολιτικό τέλμα και αφετέρου, η απολιτικοποίηση μόνο μέσω της συνειδητοποίησης λειτουργίας του πολιτικού συστήματος μπορεί να ανατραπεί. Η συνειδητοποίηση αυτή δεν θα είναι ούτε αυτόματη ούτε άμεση, αλλά αποτέλεσμα μιας διαδικασίας τριβής με τα πεπραγμένα, που ως αφετηρία θα έχει ένα τομέα πολιτικής, αμεσότερα συνδεδεμένο με το προσωπικό συμφέρον.

Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι αποχή δεν σημαίνει και «αποποίηση ευθύνης». Αντιθέτως, περιπτώσεις όπως οι εκλογές του Ιουνίου στην Ελλάδα μαρτυρούν ότι η αποχή έχει τεράστιες επιπτώσεις στη σύνθεση του κοινοβουλευτικού συστήματος, σε σημείο που η ένταξη των τριών ακροδεξιών κομμάτων στη Βουλή των Ελλήνων μπορεί να ερμηνευθεί και ως συνέπειά της. Όσοι είχαν τη δυνατότητα να ψηφίσουν, αλλά επέλεξαν να μην το κάνουν έδωσαν την δυνατότητα σε μία πλειάδα αγνώστων να καθορίσουν το μέλλον τους. Η αποχή δεν θα έπρεπε ποτέ να ιδωθεί ως τιμωρία προς τους πολιτικούς ηγέτες, αντίθετα συνιστά τιμωρία προς όλο το κοινωνικό σύνολο. Είναι μία ιδιαίτερη έκφανση «αυτοτραυματισμού» που δυστυχώς δεν γίνεται αντιληπτή από όσους τον διαπράττουν. Άλλωστε, η ψήφος κατοχυρώνεται τόσο ως δικαίωμα όσο και ως συνταγματική υποχρέωση. Σύμφωνα με το άρθρο 51 του ελληνικού Συντάγματος «Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική». Συνεπώς, είναι παράλογο όσοι επικαλούνται την καταπάτηση δικαιωμάτων και την ματαιότητα εμπλοκής στην πολιτικής ως αιτία αποχής να προσφεύγουν οι ίδιοι σε αυτοκαταπάτηση ενός νομικά κατοχυρωμένου δικαιώματός τους. Αντιστοίχως, είναι στενάχωρο που ορισμένοι δεν γνωρίζουν το εύρος αυτού του δικαιώματος, αλλά ούτε ενδιαφέρονται να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες του. Με μεμψιμοιρία δεν άλλαξε κανείς τον κόσμο, ούτε πρόκειται να τον αλλάξει.

Συντάκτης: Ειρήνη Κόρδα