Οι εκλογές της 25ης Ιουνίου αποτελούν μια σύγχρονη πολιτική τομή. Η κατάρρευση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η είσοδος στην Βουλή οκτώ κομμάτων, τα τρία από αυτά μάλιστα της ριζοσπαστικής δεξιάς, αλλά και η αύξηση του ποσοστού της ΝΔ, μετά από τέσσερα χρόνια συνεχών κρίσεων, δημιουργούν τις συνθήκες ενός κομματικού συστήματος “κυρίαρχου κόμματος” αλλά και μίας κατακερματισμένης Βουλής από πλευράς αντιπολίτευσης.

Ο σχηματισμός αυτοδύναμης κυβέρνησης είναι προϊόν της ενισχυμένης αναλογικής, η οποία απέδειξε στην πράξη, πως είναι ίσως το καταλληλότερο εκλογικό σύστημα για τη χώρα, διαψεύδοντας την ιδεοληψία της Αριστεράς για την απλή αναλογική με κόστος διπλών εκλογών. Η ΝΔ κατάφερε να αυξήσει τα ποσοστά της και εξασφάλισε μια αυτοδύναμη κυβερνητική θητεία, παρά το γεγονός της αθρόας εισόδου στην κοινοβούλιο αρκετών κομμάτων. Το αποτέλεσμα αυτό συνιστά επιβράβευση για τις πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας όσο και του Κυριάκου Μητσοτάκη προσωπικά. Οι πολίτες εμπιστεύτηκαν το οικονομικό πρόγραμμα και την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που ακολουθήθηκε τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια.

Σχετικά με την εκλογική αναμέτρηση, επιλέχθηκε μία πολυσυλλεκτική εκλογική στρατηγική που ξεκινούσε από την παραδοσιακή Δεξιά και έφτανε μέχρι το κέντρο του πολιτικού φάσματος έως και την κεντροαριστερά. Σε αυτό, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης που συνδυάζει πολιτικά στοιχεία Δεξιάς και κεντροδεξιάς, συσπειρώνοντας τον παραδοσιακό κόσμο του κόμματος του αλλά και προσεγγίζοντας άτομα που δεν ανήκουν κατ’ ανάγκη στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Οι μεταγραφές σημαντικών υπουργών κατά την προηγούμενη κυβέρνηση όσο και την τωρινή, μελών που προέρχονταν κυρίως από την κεντροαριστερά, δείχνουν ότι ο πρωθυπουργός ενδιαφέρεται περισσότερο για μία τεχνοκρατική επίλυση των προβλημάτων αδιαφορώντας για τις κομματικές παρωπίδες. Πέρα όμως από τα χαρακτηριστικά του προέδρου της παράταξης, είναι και η μορφή της Νέας Δημοκρατίας αυτή που επιτρέπει την συστράτευση. Η μετατροπή της σε μνημονιακό κόμμα, επέτρεψε συσπείρωση ψηφοφόρων, κατά την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, που ανησυχούσαν για το κοινοτικό κεκτημένο ενώ εξέφρασε καλύτερα από όλα τα κόμματα το Αντί-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που γεννήθηκε τα χρόνια 2015-2019 ως αποτέλεσμα της εξαπάτησης για την ανάληψη της εξουσίας και την αναποτελεσματικότητα του πρώτου εξαμήνου 2015, η οποία επιβάρυνε τη χώρα με ένα τρίτο μνημόνιο. Συνεπώς, η στρατηγική ήταν έτοιμη για την κεντροδεξιά παράταξη, τόσο κατά την προεκλογική περίοδο του 2019 όσο και κατά την πρόσφατη προηγούμενη. Ωστόσο, σε αυτή προστέθηκε και η σύγκριση της κυβέρνησης Μητσοτάκη με την αντίστοιχη Τσίπρα, όπου οι επιτυχίες ή οι σχετικές επιτυχίες ευνόησαν τη Νέα Δημοκρατία στη συνείδηση της κοινής γνώμης. Η ΝΔ, εξέφραζε ένα αφήγημα πολιτικής σταθερότητας και ατομικής προοπτικής ενώ από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ ένα Αντι-Δεξιό, πολωτικό μέτωπο, με ψήγματα δεκαετίας του 80.

Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ στάθηκε αδύναμος να επικοινωνήσει το πρόγραμμα για την επόμενη μέρα. Η ρητορική μίσους, τύπου “Πολάκη”, με τις προγραφές δημοσιογράφων, η ισοπεδωτική λογική για «ακρίβεια Μητσοτάκη», άρνησης πραγματικότητας για «αύξηση φόρων» (αντί των φορολογικών εσόδων) και τέλος η αντιπολίτευση ευρύτερα της κυβερνητικής πολιτικής, με την εναντίωση στον φράχτη του Έβρου, την άρνηση υπερψήφισης των εξοπλιστικών δαπανών, την καταψήφιση σημαντικών διεθνών συμφωνιών (όπως η διμερής με την Γαλλία) οδήγησαν την αξιωματική αντιπολίτευση να κατακρημνιστεί σε ποσοστά. Αυτό, όμως, που φαίνεται ότι ήχησε πιο δυνατά στα αυτιά των ψηφοφόρων ήταν άρνηση υπερψήφισης της τροπολογίας «μπλόκο» στο κόμμα Κασιδιάρη (που ψήφισε, τελικά, μονό η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ) και το κάλεσμα τελικά του Αλέξη Τσίπρα για στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής. Και ακόμα και αν αυτό μπορεί να μην ήταν μέρος της εκλογικής στρατηγικής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το κάλεσμα, όμως, για ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ, μετά τον αποκλεισμό Κασιδιάρη από τις εκλογές, έδειξε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε ακόμα και να «ακρωτηριάσει» το αριστερό του ιδεολογικό πρόσημο προκειμένου να κερδίσει έστω και ένα 3%. Την κρίση των ψηφοφόρων φαίνεται να σταθεροποίησε η δήλωση Κατρούγκαλου για αύξηση των φόρων, μόλις μία εβδομάδα πριν της εκλογές. Η βιαστική αποπομπή του μαρτύρησε πως τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κρυφό οικονομικό πρόγραμμα.

Το ΠΑΣΟΚ, στις διπλές αυτές κάλπες φαίνεται ότι επωφελήθηκε αποσπώντας ένα μικρό ποσοστό το οποίο, όμως, δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ότι «επέστρεψε» όπως με χαρά διαλαλεί ο αρχηγός του και ορισμένα στελέχη του. Η στρατηγική του να μετατραπεί σε κόμμα διαμαρτυρίας του επέφερε μόνο ελάχιστα οφέλη, τα οποία θα έμοιαζαν ανύπαρκτα αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε καταρρεύσει κατά δεκατέσσερις μονάδες. Η πτώση αυτή όντως μπορεί να δίνει στο ΠΑΣΟΚ, μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία να κερδίσει πίσω το εκλογικό κοινό που απώλεσε τα χρόνια των μνημονίων και την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Σίγουρα, όμως, αυτό δεν γίνεται αν δεν σταματήσει η λογική ίσων αποστάσεων (που πέτυχε προεκλογικά) και η παρουσίαση ενός συνεκτικού οικονομικού προγράμματος μακριά από τις μέχρι τώρα γενικότητες. Και βέβαια αργεί ακόμα, καθώς δεν είναι εύκολο να καλύψει τουλάχιστον είκοσι μονάδες διαφορά από την πρώτη ΝΔ μέσα σε μια τετραετία. Είναι σίγουρα όμως μηδενικού αθροίσματος με την διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ.

Η έκπληξη όμως ήταν η είσοδος στην βουλή τριών κομμάτων της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Και ναι μεν η επανεκλογή της Ελληνικής Λύσης ήταν σχεδόν δεδομένη αλλά κανείς δεν περίμενε την ταυτόχρονη εκλογή του κόμματος ΝΙΚΗ και την υπέρβαση του 3% για το κόμμα ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ. Πώς όμως κατάφεραν και τα τρία αυτά κόμματα να βρεθούν εντός Βουλής; Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι η ύπαρξη αντισυστημικής Δεξιάς στην Ελλάδα δεν είναι κάτι καινούριο. Τα ποσοστά της άγγιζαν πάντα τις τάξεις του 8% (σε αντίθεση με την περίοδο 2015-2019 όπου Χρυσή Αυγή και ΑΝΕΛ έφταναν το 14%, για άλλους λόγους βέβαια) ωστόσο ο κατακερματισμός του χώρου επέτρεπε κατά πλειοψηφία μόνο σε ένα κόμμα να ξεπεράσει το κατώφλι του 3% . Τι συνέβη όμως στις προηγούμενες εκλογές; Η απάντηση βρίσκεται στις εκλογές της 21ης Μαΐου, όπου το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής επέτρεψε στα μικρά κόμματα να εμφανιστούν στα δημοσκοπικά «ραντάρ» φτάνοντας μάλιστα μια ανάσα από την είσοδο στη νέα Βουλή. Ένα μήνα μετά στις εκλογές της 25ης Ιουνίου, έγιναν γνωστά λόγω της συνεχούς παρουσίας στα ΜΜΕ ενώ είχαν την θέληση και το πάθος να εργαστούν σκληρά προκειμένου να συγκρατήσουν τα ποσοστά τους και να τα αυξήσουν αισθητά. Αυτό συνέβη, κατά κύριο λόγο με το ΝΙΚΗ και την Πλεύση Ελευθερίας. Οι ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ακολούθησαν διαφορετική στρατηγική. Αφού, όπως αποκάλυψε σε συνέντευξη τους ο πρόεδρος του κόμματος ο προεκλογικός τους αγώνας διήρκησε μόλις τρεις εβδομάδες, στο μεσοδιάστημα από τις πρώτες ως τις δεύτερες κάλπες. Σημαντικό στοιχείο για την είσοδο τους στην Βουλή φαίνεται πως ήταν η στήριξη από τον καταδικασμένο για την δράση της Χρυσής Αυγής, Ηλία Κασιδιάρη. Φαινόμενο που υποτιμήθηκε στις πρώτες δημοσκοπήσεις, προκαλώντας απορία με την παρουσίαση του exit poll  στην συνέχεια.

Τα συγκεκριμένα κόμματα, αν και φαινομενικά τα ίδια, έχουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους. Για παράδειγμα η Ελληνική Λύση προσβλέπει στην Ρωσία τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας ενώ το κόμμα ΝΙΚΗ, ως «θρησκευτικό κόμμα» απλά βλέπει την Ρωσία ως το ορθόδοξο θρησκευτικό κέντρο. Πάντως και τα δυο κόμματα γεννήθηκαν σαν αντίδραση στην συμφωνία των Πρεσπών, συνδυαστικά με ομοφοβικό πρόσημο.

Ποιο είναι όμως το στοιχείο που επέτρεψε την είσοδο στην Βουλή των συγκεκριμένων κομμάτων; Μια απλή ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος δείχνει ότι τα υψηλότερα ποσοστά των κομμάτων παρατηρούνται στην Βόρεια Ελλάδα. Πέρα, από το Μακεδονικό, που ακόμη παραμένει νωπό στις μνήμες των βορειοελλαδιτών, στην περιοχή αναπτύσσει (παραδοσιακά θα λέγαμε) ισχυρή δυναμική το θρησκευτικό στοιχείο. Δεν είναι λίγοι οι πιστοί που έχουν πνευματικό τον οποίο ακολουθούν πιστά, με πολλούς από αυτούς (τους πνευματικούς) να συνδέονται υπόγεια με ασκητικές μονές του Αγίου Όρους, οι οποίες παραμένουν αρκετά ρωσόφιλες. Κατά καιρούς ακούγονται και καταγγελίες για διαρροή ρωσικού χρήματος στις συγκεκριμένες μονές, χωρίς να έχει αποδειχθεί κάτι επίσημα. Επιπλέον, οι δύο πολιτικοί αρχηγοί του κόμματος ΝΙΚΗ και Ελληνική Λύση κατάγονται από την Πιερία και την Θεσσαλονίκη αντίστοιχα. Όσο αναφορά τους ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ, αν μπορούν να θεωρηθούν “συνεχιστές της Χρυσής Αυγής” ευνοήθηκαν τα μέγιστα από την δράση της νεολαίας της στην περιοχή. Τέλος, δεν πρέπει να αγνοηθεί η  ρήξη Αθηναίων-Θεσσαλονικείς, η οποία μόνο αστεία/αμελητέα δεν μπορεί να θεωρηθεί. Δεν είναι λίγοι οι πολίτες-πολιτικοί που βλέπουν να κυριαρχεί στην κεντρική πολιτική σκηνή το “Αθηναϊκό Κέντρο”. Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια δεν έχει αξιοποιηθεί κανένας Μακεδόνας πολιτικός σε σημαντικό χαρτοφυλάκιο, τις περισσότερες φορές μάλιστα είναι μετρημένοι αυτοί που μπορούν να θεωρηθούν ισχυροί πολιτικά. Αβίαστα, λοιπόν, την πολιτική ισχύ αυτή που εκλείπει, εκμεταλλεύονται πρόσκαιροι πολιτευτές τύπου Βελόπουλου και Νατσιού.

Η σύνθεση της νέας Βουλής  αποτελεί σίγουρη πρόκληση για τον νέο Πρόεδρο της. Κόμματα όλου του φάσματος ξεκινώντας από την άκρα δεξιά και φτάνοντας μέχρι την άκρα αριστερά, με μικρή δύναμη το καθένα, διαγωνίζονται για την παροδική δημοσιότητα. Το φαινόμενο γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνο για την προστασία του θεσμού του κοινοβουλίου, με ένα κόμμα μαριονέτα καταδικασμένου ναζιστή, με μια Ελληνική Λύση να προσπαθεί να αυτοανακηρυχθεί de facto ηγέτης του “Πατριωτικού χώρου” επιβάλλοντας στα άλλα ομοϊδεολογικά κόμματα συνεργασία υπό την σκέπη του κόμματος του (όπως ήταν το κάλεσμα για την κατάθεση πρότασης για εξεταστικές επιτροπές, και συμμαχία των υπολοίπων “αν θέλουν να αποκαλούνται πατριώτες”) και με μια Κωνσταντοπούλου υπερφιλόδοξη να νομίζει ότι η Βουλή είναι νομή που της κληροδότησε ο πατέρας της. Ευτυχώς, η επανεκλογή Τασούλα στο αξίωμα του Προέδρου, αναπληρώνει ελπίδες για διασφάλιση της βιωσιμότητας του θεσμού.

Συντάκτης: Φώτης Αναστασόπουλος