Σε πείσμα και ταυτοχρόνως εξαιτίας των πολλών που έχουν γραφτεί και ειπωθεί τα τελευταία χρόνια όσον αφορά τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας και την ανάληψης της θέσης και των αρμοδιοτήτων της ηγέτιδας δύναμης ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα, το εν λόγω άρθρο οφείλει να δώσει μία αν και σύντομη, πλήρως κατατοπιστική απάντηση περί του λόγου για τον οποίο η Κίνα βρίσκεται στην πραγματικότητα αρκετά μακριά τη δεδομένη στιγμή και μάλλον για το προσεχές μέλλον από μία ηγεμονία εφάμιλλη των ΗΠΑ, αλλά και για τις προοπτικές των σινοαμερικανικών σχέσεων, οι οποίες για αρκετούς εγκλωβίζονται ντετερμινιστικά σε “θουκυδίδειες” και “κατά-Kindleberger” παγίδες.

Ορίζοντας την ηγεμονία

Ξεκινώντας από τα βασικά, κρίνεται απαραίτητο να διασαφηνιστεί ο όρος “ηγεμονία”.  Ο ρεαλιστής Robert Gilpin στο “War and Change in World Politics” ορίζει το διεθνές σύστημα ως ηγεμονικό όταν ένα μόνο ισχυρό κράτος ελέγχει ή κυριαρχεί στα υποδεέστερα κράτη του συστήματος. Θα ήτο, όμως, πιο εχέφρον να υιοθετήσουμε την απόδοση του Wallerstein η οποία απαιτεί το κράτος να είναι ικανό σε μεγάλο βαθμό να επιβάλλει τους κανόνες και τις επιθυμίες του (στην έσχατη περίπτωση θέτοντας βέτο) στην οικονομική, πολιτική, στρατιωτική, διπλωματική και πολιτισμική αρένα. Δεν είναι δυνατόν, λοιπόν, να αναφερόμαστε επιλεκτικά σε μερικούς από τους συντελεστές της σκληρής ισχύος, όπως η οικονομία, ή οι Ένοπλες Δυνάμεις, είτε της ήπιας όπως είναι η διπλωματία.

Πέραν τούτου, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη κάτι εξαιρετικά σημαντικό για την ορθή αφετηρία της σκέψης μας. Η ισχύς είναι σχετική. Με άλλα λόγια, τη μετράμε σε δεδομένη στιγμή και πάντοτε σε σύγκριση με κάποιον άλλον. Για να αποφανθούμε, επομένως, σχετικά με το πόση ισχύ διαθέτει ένα κράτος πρέπει σε τελική ανάλυση να διερωτηθούμε εάν και κατά πόσο επηρεάζει τους άλλους περισσότερο από ό,τι τον επηρεάζουν εκείνοι. Από αυτή την άποψη, επομένως, η Κίνα βρίσκεται δεκαετίες μακριά από την εκθρόνιση των ΗΠΑ. Το ερώτημα είναι πόσες ακριβώς δεκαετίες.

Ο κόσμος που ζούμε

Εδώ αξίζει να σημειώσουμε και κάτι εν μέρει αυτονόητο. Δεν ζούμε σε ένα κόσμο μονοπολικό, αλλά ούτε και διπολικό, δηλαδή σε ένα νέο Ψυχροπολεμικό μοντέλο. Παρά την φιλότιμη προσπάθεια να διαδοθεί η ανάδειξη ενός νέου Σιδηρούν Παραπετάσματος τώρα με τον πόλεμο στην Ουκρανία – κατά τον οποίο αποδεικνύεται καθημερινά περίτρανα από όλες τις απόψεις ότι η Ρωσία δεν είναι η υπερδύναμη που νομίζει και προπαγανδίζει ότι είναι -, ζούμε σε έναν κόσμο πολυπολικό και πολυκεντρικό, στην εποχή των περιφερειακών δυνάμεων, των Διεθνών Οργανισμών και των μη κρατικών δρώντων (παραστρατιωτικές ομάδες, τρομοκρατικές οργανώσεις κ.α.). Όποιος ζει στη πάλαι ποτέ δόξα του Βεστφαλιανού κράτους, ή είναι θιασώτης της παρακμής του έθνους-κράτους ή τροχοπεδεί την αντικατόπτριση της πραγματικότητας.

Δεν μπορεί σαφώς κανείς να αμφισβητήσει την εντυπωσιακή οικονομική άνοδο της Κίνας τις τελευταίες δεκαετίες, ούτε το λεγόμενο “pivot” των Ηνωμένων Πολιτειών που προωθήθηκε από την κυβέρνηση Obama στην Ανατολική Ασία, αλλά ούτε και την απομονωτική τρόπον τινά πολιτική που ακολούθησε ο Trump επί ημερών του∙ κινήσεις οι οποίες από πολλούς εκλαμβάνονται όχι απλώς μετατόπιση του αμερικανικού ενδιαφέροντος από την Ευρώπη στην Ασία, αλλά εγκατάλειψη των Ευρωπαίων συμμάχων και εταίρων, γεγονός που μάλλον αμφισβητείται από την έμμεση πλην όμως ισχυρή αμερικανική στήριξη των Ουκρανών στον αγώνα τους. Οψόμεθα, βέβαια, καθώς περιμένουμε εναγωνίως το αποτέλεσμα των ερχόμενων αμερικανικών εκλογών, όχι γιατί μία ενδεχόμενη επανεκλογή Trump θα σήμαινε άρδην στροφή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, αλλά γιατί έχοντας πάρει μια καλή γεύση του τι εστί Trumpισμός, οι Ευρωπαίοι πολύ φοβόμαστε ότι θα αναγκαστούμε να αναλάβουμε τα του οίκου μας και να απαλλαγούμε από την πολύπλευρη αμερικανική εξάρτηση.

Είναι τόσες οι προσλαμβάνουσες, λοιπόν, που εύκολα κανείς παρασύρεται ενθουσιασμένος, ή και επιτηδευμένα, κάνοντας βαρύγδουπες δηλώσεις περί πτώσης των ΗΠΑ και ανάληψης των καθηκόντων από την Κίνα. Συνεχίζοντας την σκέψη μας περί διπολικού συστήματος από εκεί που την αφήσαμε, είναι σαφές ότι ο διάσημος όρος “θουκυδίδεια παγίδα” του Allison, αλλά και ο λιγότερο διάσημος “κατά-Kindleberger παγίδα” του Nye είναι μάλλον αδόκιμοι εξετάζοντας τις προοπτικές των σινο-αμερικανικών σχέσεων για τον απλούστατο λόγο ότι δεν δύναται το πιο αμφιλεγόμενο ζήτημα των Διεθνών Σχέσεων να είναι δομικά προκαθορισμένο και να οδηγεί αναπόφευκτα σε ένοπλη σύγκρουση στη μία περίπτωση και κατάρρευση του διεθνούς συστήματος στην άλλη.

Η “Θουκυδίδεια Παγίδα”

Όπως προδίδει το όνομά της, η “θουκυδίδεια παγίδα” προέκυψε από τον ιστορικό Θουκυδίδη ο οποίος απέδωσε το αίτιο του, αναπόφευκτου κατά τον ίδιο, Πελοποννησιακού Πολέμου στον φόβο που ενστάλαξε η ανερχόμενη δύναμη της Αθήνας στην ηγέτιδα Σπάρτη. Ανάλογα εφαρμόζεται και στις σινο-αμερικανικές σχέσεις. Βλέποντας την οικονομική μεγέθυνση της Κίνας η οποία αυξάνει την σημασία της θέσης της στη διεθνή πολιτική, οι ΗΠΑ νιώθουν απειλή. Προβλέπουν ότι Κίνα θα επιδιώξει να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη στην περιφέρειά της εξουδετερώνοντας οιονδήποτε ανταγωνισμό προερχόμενο φερ’ ειπείν από την Ιαπωνία, την Ινδία ή τη Ρωσία αμφισβητώντας έτσι την αμερικανική παρουσία στην εν λόγω περιφέρεια. Στην περίπτωση που το καταφέρει αυτό, θα στοχεύσει στο να κλονίσει την αμερικανική περιφερειακή ηγεμονία στο δυτικό ημισφαίριο. Αυτό θα αναγκάσει τις ΗΠΑ να υιοθετήσουν μια πολιτική ανάσχεσης παρόμοια με αυτή που ακολούθησαν ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, καθιστώντας έτσι τη σύγκρουση αναπόφευκτη.

Όμως, όπως έχει τοποθετηθεί και ο ίδιος ο Allison, ο ισχυρισμός του για το αναπόφευκτο της σύγκρουσης δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μία λεκτική υπερβολή με σκοπό να δοθεί έμφαση στη διορατικότητα του Θουκυδίδη, αλλά και στο τεκτονικό στρες που δημιουργείται λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνο, το οποίο οι δύο καλούνται να τιθασεύσουν. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Κίνας, Xi Jinping, τόνισε ότι όσο διατηρείται η επικοινωνία και η ειλικρίνεια, οι καταστροφικές εντάσεις που φέρει η “θουκυδίδεια παγίδα” μπορούν να αποφευθούν. Το εν λόγω γεγονός δεν μπορεί παρά να μας αποδείξει ότι φραστικά σχήματα που χαίρουν ευρείας απήχησης σαν αυτό καθορίζουν το λογοπλαίσιο, το οποίο με τη σειρά του διαμορφώνει εικόνες εκατέρωθεν, ελλοχεύοντας έτσι γλωσσολογικές παγίδες. Συνεπώς, τίποτε στις διεθνείς σχέσεις δεν μπορεί να είναι δομικά προκαθορισμένο ακολουθώντας μία στενά ντετερμινιστική πορεία. Ο Θουκιδύδης, όμως, διδάσκει κατ’ εμέ κάτι πολύ πιο σημαντικής αξίας∙ γεγονότα διαχειρίσιμα υπό διαφορετικές συνθήκες κλιμακώνονται απρόβλεπτα με αδιανόητες συνέπειες. Εξάλλου, ο Θουκυδίδης έχει αδικηθεί εν πολλοίς καθώς η σκέψη του είναι εξαιρετικά πολυεπίπεδη και πολυσύνθετη (βλ. “Thucydides the Constructivist”).

Η “κατά-Kindleberger Παγίδα”

Όσον αφορά την “κατά-Kindleberger παγίδα”, εδώ χρειάζεται μία ιστορική αναδρομή. Η Μεγάλη Βρετανία, καταρακωμένη από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την αρχή της Μεγάλης Ύφεσης, αναγκάστηκε να παραδώσει τη θέση της υπερδύναμης στις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ, ωστόσο, απέτυχαν παταγωδώς να ανταποκριθούν σε ένα μείζον καθήκον μιας υπερδύναμης∙ την παραγωγή παγκόσμιων συλλογικών αγαθών. Αντί να συμβάλλουν στην παροχή αυτών που λέμε “global public goods” (σταθερότητα του οικονομικού συστήματος, εξασφάλιση σταθερού κλίματος, αντιμετώπιση πανδημιών) όπως θα έπρεπε, προτίμησαν να γίνουν “free riders”, σε απλά ελληνικά “τζαμπατζήδες”. Κατά συνέπεια, τα παγκόσμια αυτά δημόσια αγαθά ήταν υποπαραγόμενα (“under-produced”) με καταστροφικές προφανώς συνέπειες.

Η αλήθεια είναι ότι οι απόψεις σχετικά με την στάση που θα επιλέξει η Κίνα διίστανται. Ομολογουμένως, υπάρχει μετέωρος ο φόβος ότι η Κίνα θα προτιμήσει να γίνει “free rider” παρά να συμβάλλει σε μία διεθνή τάξη στης οποίας τη διαδικασία διαμόρφωσης δεν συμμετείχε καν. Αφενός, η Κίνα επωφελείται από τη θέση της στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, με το προνόμιο του βέτο που κατέχει στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ενώ εντύπωση προκαλεί το ότι συγκαταλέγεται ανάμεσα στις 10 χώρες που διαθέτουν τις περισσότερες δυνάμεις για τις ειρηνευτικές επιχειρήσεις του ΟΗΕ και είναι η 2η στις χρηματοδοτήσεις αυτών. Επίσης, είναι γνωστό ότι έχει επωφεληθεί τα μέγιστα από διεθνείς πολυμερείς οικονομικούς θεσμούς, όπως την Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Παράλληλα, είναι μέρος των BRICS, των οποίων ο ρόλος κατέχει όλο και μεγαλύτερη σημασία, και ηγείται της Asian Infrastructure Investment Bank, η οποία αρχικά θεωρήθηκε ως η εναλλακτική της Παγκόσμιας Τράπεζας, αλλά απεδείχθη ότι όχι μόνο δεν την ανταγωνίζεται, αλλά είναι και στενός συνεργάτης της.

Αφετέρου, ωστόσο, οι μερκαντιλιστικές πρακτικές της, ο αυταρχισμός, οι κινεζικές διεκδικήσεις στη Νότια Σινική Θάλασσα που παραβιάζουν την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) και δη η απόρριψη της απόφασης του Μόνιμου Διαιτητικού Δικαστηρίου το 2016 σχετικά με αυτές, οι κρίσεις στη Ταϊβάν, προκαλούν ανησυχίες. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι εάν θα προσπαθήσει να αυξήσει την ικανότητά της να επηρεάζει εντός του ήδη υπάρχοντος πλαισίου αντί να το ανατρέψει, ή θα γίνει ένας “τζαμπατζής” με καταστροφικές συνέπειες για τον κόσμο.

Η απομάγευση των παγίδων

Λαμβάνοντας υπόψη και τις δύο “παγίδες”, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι τα επιχειρήματα είναι βάσιμα και χρήζουν συστηματικής έρευνας. Εντούτοις, πόσο ωφελεί άραγε να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από θεωρητικά μοντέλα μονοπαραγοντικά, αφαιρετικής φύσεως; Πόσο ωφελεί να βλέπουμε τον κόσμο συνεχώς να ακροβατεί σε ένα αναπόφευκτο δίπολο “καταστροφής – ευημερίας”, έναν κόσμο στο χείλος του γκρεμού, έτοιμο να υποπέσει ανά πάσα στιγμή σε ολέθριες “παγίδες”; Το 2017 ο Nye εφιστούσε την προσοχή στον Trump για να μην προβεί σε μια πολιτική απομόνωσης της Κίνας που θα εξωθούσε το διεθνές σύστημα στην “κατά-Kindleberger παγίδα”, αλλά και να λάβει υπόψη του τη “θουκυδίδεια παγίδα”. Βρίσκεται η μοίρα του διεθνούς συστήματος εξ ολοκλήρου στα χέρια του Προέδρου της ηγεμονικής δύναμης; Τα συμπεράσματα, δικά σας.

Είναι εμφανές ότι οποιαδήποτε απόπειρα εξήγησης του κόσμου με μόνο ένα θεωρητικό μοντέλο αποδεικνύεται ομολογουμένως ιδιαίτερα ελλιπής – όσο “ερασιτεχνικό” κι αν ακούγεται και παρά την φιλότιμη προσπάθεια που καταβάλει η ρεαλιστική σχολή σκέψης με τη μεγάλη εξηγητική της ισχύ να κατακτήσει το άγιο δισκοπότηρο της προβλεψιμότητας, το οποίο τόσο πολύ ανάγκη έχουν οι ακαδημαϊκοί των Διεθνών Σχέσεων. Και για να δώσουμε και μία Popper-ιανή χροιά στο ζήτημα, καμία θεωρία δεν είναι επιστημονική εκτός κι αν οι υποθέσεις είναι διατυπωμένες με τέτοιο τρόπο που να μπορούν να διαψευσθούν. Προτιμάμε, βέβαια, για το καλό της επιστημονικής προόδου μία διαψευσιοκρατία εκλεπτυσμένου τύπου όπως την διατύπωσε ο Lakatos, προκειμένου να μην αχρηστεύσουμε τα επιστημονικά ευρήματά μας που αν και διαψεύστηκαν, συνεχίζουν να μας προσφέρουν κάτι.

Συντάκτης: Σπυριδούλα Γιαννοπούλου