Η πολυπόθητη εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην χώρα το 1974 έχει καταστεί πλέον αδιαμφισβήτητο κεκτημένο και το επίκεντρο την δεκαετία του 80’ μετατοπίστηκε στην σοσιαλιστική διάχυση της. Οι υψηλές προσδοκίες στις εκλογές του 1981 εκπληρώθηκαν κατά το ήμισυ, διότι παρά την ευρεία έκταση κοινωνική ενσωμάτωση, ο εκτεταμένος κρατισμός και η επέκταση του δημοσίου χρέους υποδαύλιζαν την βιωσιμότητα της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Η σκανδαλοθηρία της περιόδου 1989-1990 έδωσε την χαριστική βολή για την διακοπή της μακράς διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και το προσωρινό αίτημα για «κάθαρση» του πολιτικού συστήματος παραχώρησε σταδιακά την θέση του στο αίτημα για σταθερότητα και ευημερία.
Η δεκαετία ορόσημο της μεταπολίτευσης ρίχνει τίτλους τέλους και μαζί της αποχωρεί από το πολιτικοκοινωνικό προσκήνιο το αντιδεξιό μέτωπο, καθώς από ότι φάνηκε η έχθρα επ’ αυτού οφειλόταν κυρίως σε έναν σοσιαλισμό που δεν είχε την ικανότητα να χτίσει ένα συλλογικό όραμα με γερές βάσεις. Στα ίδια θεμέλια στηρίχθηκε και η βραχύβια πίστη σε έναν νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονισμό, όμως τελικώς η διακυβέρνηση Μητσοτάκη την περίοδο 1990-1993 δεν έχρησε ιδιαίτερης κοινωνικής αλλά και πολιτικής υποστήριξης. Το ζήτημα γύρω από τον εκσυγχρονισμό της χώρας καθίσταται πιο περίπλοκο ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι δύο συνεχόμενες θητείες των «εκσυγχρονιστών», με αρχηγό τον Κώστα Σημίτη. Η ελληνική κοινωνία αλλά και το πολιτικό σύστημα ήταν αναγκασμένοι να προσαρμοστούν σε εξωτερικούς παράγοντες αλλαγής του γεωπολιτικού σκηνικού, όπως η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η ψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχ και η παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Συγκεκριμένα, η πολιτική πραγματικότητα έστρεψε την κοινωνία προς μία διαφορετική ενατένιση των πραγμάτων που όπως αποδείχτηκε η τελευταία δεν ήταν έτοιμη να την αποδεχτεί σε όλο το βάθος της. Πάντως, τα όρια ανοχής της ελληνικής ιδιαιτερότητας σκιαγραφήθηκαν μέχρι και τις εκλογές του 2009.
Εκλογές 1993: Η αριστερή Νέμεσις και ο εθνικιστικός πυρετός
Η επομένη των εκλογών της 10ης Οκτωβρίου του 1993 βρίσκει νικητή το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου με ποσοστό 46,8% και στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης περιορίζεται η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με ποσοστό 39,3%. Το κόμμα Πολιτική Άνοιξη με πρόεδρο τον Αντώνη Σαμαρά καταλαμβάνει το 4,9% του συνολικού αποτελέσματος και αναδεικνύεται σε δεύτερο πρωταγωνιστή της αναμέτρησης, καθώς η Νέα Δημοκρατία αποκτά πρώτη φορά διαρροές στα δεξιά της. Η διάσπαση της Αριστεράς είχε ως απόρροια την αποχώρηση του «ορθόδοξου» τμήματος από το σχήμα, το οποίο με αρχηγό την Αλέκα Παπαρήγα κατέκτησε ένα ποσοστό της τάξης του 4,5%. Ο Συνασπισμός της Μαρίας Δαμανάκη απέτυχε να κατακτήσει κάποια βουλευτική έδρα.
Η Αριστερά εκτός από σημαντικές προσωπικότητες ( Χ. Φλωράκης, Λ. Κύρκος), είχε χάσει ηθική και πολιτική νομιμοποίηση. Η κατάρρευση των Μαρξιστικών- Λενινιστικών απόψεων στα ανατολικά του ευρωπαϊκού χάρτη, αλλά κυρίως η αποτυχημένη προσπάθεια αντιμετώπισης της πολιτικής διαφθοράς (βλ. Σκάνδαλο Κοσκωτά) στη χώρα ήταν παράγοντες που οδήγησαν στην περιθωριοποίηση των αριστερών κομμάτων. Κερδισμένος της υπόθεσης αναδείχτηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου, καθώς η αθώωση του από το Ειδικό Δικαστήριο και τα «στραβοπατήματα» όμορου χώρου του, έδωσαν μια καινούρια δυναμική στο ΠΑΣΟΚ. Βέβαια, η ανασυγκρότηση του ΠΑΣΟΚ έγινε κυρίως με γνώμονα την προσπάθεια προσαρμογής του στον ρεαλισμό. Η υποχώρηση του σοσιαλιστικού πέπλου είχε σαφώς θετική επίδραση για το κόμμα, όμως σε αυτές τις εκλογές περίπου ένας στους τρεις ψηφοφόρους ψήφισε «αρνητικά». Αυτό σημαίνει ότι η δυσπιστία προς την Νέα Δημοκρατία ήταν μεγαλύτερη από την πίστη στις ικανότητες του ΠΑΣΟΚ.
Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική οικονομία είχε ξεκινήσει να παίρνει την κάτω βόλτα στην ουσία με το τέλος του προγράμματος σταθερότητας του Κώστα Σημίτη το 1987, ενώ η κατάσταση εκτροχιάζεται στο τέλος της δεκαετίας του 80. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη καλείται να διαχειριστεί «τα σπασμένα», αφότου πλέον οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες είχαν αντίκτυπο στην τσέπη των ελλήνων πολιτών. Η δίχως αμφιβολία φιλότιμη προσπάθεια του μεταρρυθμιστή Κωνσταντίνου Μητσοτάκη να δώσει μία πνοή στην οικονομία της χώρας δεν στέφτηκε από επιτυχία για μία σειρά από λόγους. Αρχικά, η εσωκομματική αναταραχή σε συνδυασμό με την έντονη αντίδραση εργαζόμενων και επιχειρηματιών για τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν έδιναν την δυνατότητα στον τότε πρωθυπουργό να εκπληρώσει στο έπακρο τους φιλόδοξους στόχους του. Παρόλα αυτά είτε η ευθύνη επιρριφθεί στο «καμένο έδαφος» πάνω στο οποίο έλαβαν χώρα οι μεταρρυθμίσεις, είτε στο ίδιο το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, τα αποτελέσματα στον οικονομικό τομέα δεν ήταν τόσο ενθαρρυντικά ώστε να καλύψουν τις προσδοκίες των πολιτών για σταθερότητα και δώσουν το εισιτήριο στην Νέα Δημοκρατία για την παράταση της κυβερνητικής θητείας της.
Το κοσμογονικό γεγονός της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 1991 έφερε στην επιφάνεια άλλο ένα κρυμμένο πρόβλημα, περίπου ένα χρόνο αργότερα. Τον Σεπτέμβριο 1992 η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, όπως τελικά ονομάστηκε αρχικώς, κηρύττει την ανεξαρτησία της και το ζήτημα γύρω από την ονομασία του συγκεκριμένου κρατιδίου δημιουργεί σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ του πρωθυπουργού και του τότε υπουργού εξωτερικών, Αντώνη Σαμαρά. Η αδιάλλακτη στάση του τελευταίου απέναντι σε οποιοδήποτε όνομα που θα συμπεριλαμβάνει το όρο «Μακεδονία», συγχρονιζόταν απόλυτα με τον παλμό της κοινής γνώμης. Την προηγούμενη δεκαετία, οι Έλληνες πολίτες καταδίκασαν την δεξιά περισσότερο αποστρεφόμενοι το παρελθόν της πρώτης (εθνικόφρονες, βαθύ κράτος) , παρά την ίδια την φυσιογνωμία της. Ο εθνικισμός και η εσωστρέφεια δεν αποτέλεσαν καινούργια φαινόμενα, απλά συνυπήρχαν και καλυπτόταν πίσω από αριστερά αισθήματα. Τα τελευταία έπεσαν σαν τραπουλόχαρτα μπροστά στην εθνική απειλή που ονομάστηκε «Σκοπιανό».
Την ευθύνη της μετατόπισης ενός μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων στην κεντροδεξιά παρά το παράδοξο της εκλογικής νίκης του ΠΑΣΟΚ, δεν την μονοπωλεί μονάχα το «Σκοπιανό». Η σύγκλιση των ιδεολογικών διαφορών των δύο μεγάλων κομμάτων, είχαν ως αποτέλεσμα την ρευστοποίηση της ιδεολογικής διαχωριστικής γραμμής Δεξιά-Αριστερά. Η κυριαρχία των εικόνων της πρωτοεμφανιζόμενης τότε ιδιωτικής τηλεόρασης επί των θεμάτων των δύο μεγάλων κομμάτων, κάνουν εύκολα κατανοητό το παραπάνω επιχείρημα. Τέλος, η δημιουργία πολωμένου κλίματος με την ανταλλαγή συκοφαντιών και λασπολογίας μεταξύ των δύο πολιτικών αντιπάλων, περιόρισαν ακόμα περισσότερο την θετική ψήφο και έστρεψαν τους έλληνες ψηφοφόρους στην επιλογή της αποφυγής του μεγαλύτερου κακού.
Εκλογές 1996: Τα πρώτα ρήγματα του δικομματισμού
Οι εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου του 1996 χαρακτηρίζονται από πολλές καινοτομίες και αρκετά σημάδια συνέχειας από τις προηγούμενες. Το ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται για ακόμη μία φορά νικητής με ποσοστό 41,5% και ακολουθεί η Νέα Δημοκρατία με μικρή διαφορά μόλις 2,5 μονάδων (38,1%). Ταυτόχρονα και το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία είχαν υποστεί σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό τους. Από την μία πλευρά στην αρχηγεία του ΠΑΣΟΚ είχε ανέλθει ο Κώστας Σημίτης, ύστερα από την παραίτηση και τον θάνατο λίγο αργότερα του Ανδρέα Παπανδρέου και στην Νέα Δημοκρατία αναδείχτηκε ο Μιλτιάδης Έβερτ. Τον δρόμο του Αντώνη Σαμαρά ακολούθησε ο Δημήτρης Τσοβόλας και τον Δεκέμβριο του 1995 ιδρύει δικό του πολιτικό κόμμα με την ονομασία ΔΗΚΚΙ. Η ΔΗΚΚΙ ήταν ένα κόμμα που έχτιζε το προφίλ του παλιού, λαϊκού ΠΑΣΟΚ και σε αντίθεση με την Πολιτική Άνοιξη, κατόρθωσε να αποκτήσει βήμα στην βουλή με ποσοστό 4,4%. Ο χώρος της Αριστεράς παρουσιάζει σημαντική άνοδο σε σχέση με την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση, καθώς το ΚΚΕ της Αλέκας Παπαρήγα και ο ΣΥΝ του Νίκου Κωνσταντόπουλου καταλαμβάνουν το ποσοστό του 5,6% και 5.1% αντίστοιχα.
Τα ανεβασμένα εκλογικά ποσοστά των δύο αριστερών σχηματισμών δεν ερμηνεύονται ως άνοδος των αριστερών ιδεών στην κοινωνία. Τα παραπάνω νούμερα είναι πιο πιθανόν να αποτυπώνουν μία γενικότερη αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος και οι διαρροές προς τα αριστερά να είναι αποτέλεσμα μίας κρίσης εμπιστοσύνης στο δικομματικό σύστημα. Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό αν ληφθεί υπόψη το πρωτοφανές χαμηλό ποσοστό που λαμβάνει ο ελληνικός δικομματισμός σε σχέση με τις προηγούμενες αναμετρήσεις της μεταπολίτευσης (79,6%). Η ελληνική κοινωνία στα μέσα της δεκαετίας του 90 έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπη με την πραγματικότητα, αφού η αποχώρηση των «δεινοσαύρων» – όπως χαρακτηρίστηκαν- από την πολιτική σκηνή και η σταδιακή υποχώρηση του προστατευτισμού της προηγούμενης δεκαετίας, οδηγούν σε έναν αυξανόμενο πολιτικό κυνισμό. Οι πιέσεις του διεθνούς και ευρωπαϊκού συστήματος με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχ καλούν τους πολιτικούς πρωταγωνιστές να στέψουν το βλέμμα τους προς μία τεχνοκρατική θεώρηση παρά των πραγμάτων, μακριά από μεγάλα ιδεολογικά οράματα.
Η κρίση του πολιτικού συστήματος οφείλεται στην υποχώρηση των μεγάλων ιδεολογιών και στις όλο και πιο περιορισμένες δυνατότητες των δύο μεγάλων κομμάτων να ελέγξουν αποτελεσματικά τις πιέσεις του διεθνούς συστήματος. Οι εκλογές του 1996 αποτυπώνουν για πρώτη φορά αυτό το κλίμα δυσπιστίας, καθώς οι μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις υποχωρούν και ο πολιτικός ανταγωνισμός μεταφέρεται στην λογική και όχι στο συναίσθημα. Ο «απόμακρος» Σημίτης σε αντίθεση με τον «λαϊκό» και προσιτό αντίπαλο του Έβερτ κερδίζει στην ουσία μία προσωποπαγή εκλογική αναμέτρηση εξαιτίας της σταθερότητας και της αξιοπιστίας που ενέπνεε στον ελληνικό λαό. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός παρουσιάζεται στους έλληνες πολίτες ως μία αναγκαστική εξωγενής επιλογή και ο Κώστας Σημίτης φαίνεται να είναι ο πιο κατάλληλος διαχειριστής της. Μάλιστα, σύμφωνα με έρευνα της PRC τον Ιούλιο του 1996, ο Σημίτης παρουσιάζεται ο πολιτικός αρχηγός με την μεγαλύτερη δημοτικότητα με ποσοστό 75,1%, ενώ ο Έβερτ λαμβάνει το ισχνό 32,9%.
Στις εκλογές του 1996 πέρα από τις δημοσκοπήσεις μπαίνει πιο δυναμικά στον προεκλογικό αγώνα σε σχέση με την προηγούμενη αναμέτρηση, η ιδιωτική τηλεόραση. Η προεκλογική εκστρατεία συντελείται μέσα από τα προεκλογικά σποτάκια, ενώ τα περισσότερα εξ αυτών έχουν «αρνητικό» πρόσημο. Το ιστορικής σημασίας ντιμπέιτ μεταξύ των αρχηγών των δύο κυρίαρχων κομμάτων αποτελεί άλλη μία απόδειξη της θόλωσης των ορίων των πολιτικών ιδεολογιών. Συγκεκριμένα, και οι δύο αναφέρθηκαν στην ανάγκη σύγκλισης της με τα ευρωπαϊκά κριτήρια για την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη, ενώ ο Σημίτης τόνισε την ανάγκη του εκσυγχρονισμού με στοιχεία κοινωνικής δικαιοσύνης, απευθυνόμενος κυρίως σε ένα μεσαίο προς μεγαλοαστό κοινό. Αντίθετα, ο Έβερτ παρά τις επισημάνσεις του για περιορισμό του κράτους, το πολιτικό του πρόγραμμα παρείχε μέτρα κυρίως για τα λαϊκά και τα αγροτικά στρώματα. Η φράση του Λάκη Λαζόπουλου ότι «οι αρχηγοί μπερδεύτηκαν: ο Σημίτης πήγε στα μπλε και ο Έβερτ στα πράσινα καφενεία», περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια το κλίμα του ντιμπέιτ αλλά και την γενικότερη προεκλογική στάση των δύο υποψηφίων.
Το ΠΑΣΟΚ παρά την πολιτική φθορά που υπέστη ως κυβέρνηση στην διαχείριση του θερμού επεισοδίου στα Ίμια με την Τουρκία και παρά τις διαρροές του προς τα αριστερά (ΔΗΚΚΙ ) αλλά και προς την Νέα Δημοκρατία, καταφέρνει να αναδειχτεί κυβέρνηση, αποδεικνύοντας ότι για ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού προείχαν τα υλικά συμφέροντα που πιθανώς θα λάβει η χώρα με την ένταξη στην Ευρωζώνη. Ο Σημίτης ήταν ο πλέον κατάλληλος για την επίτευξη ενός τέτοιου οράματος.
Εκλογές 2000: Η μητέρα των μαχών
Οι εκλογές του 2000 έμειναν στην ιστορία περισσότερο για το βράδυ της 9ης Απριλίου, παρά για την ιδιαιτερότητα της ως εκλογική αναμέτρηση συνολικά. Η εκλογική αναμέτρηση του 2000 έδωσε τέσσαρα χρόνια παράτασης στην διαδικασία του εκσυγχρονισμού που είχε ξεκινήσει στην χώρα και παρά την φθορά της κυβερνητικής θητείας του Σημίτη, το ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται νικητής με διαφορά μόλις μίας και κάτι ποσοστιαίας μονάδας από την Νέα Δημοκρατία. Συγκεκριμένα, το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές με ποσοστό 43,79% και η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή ακολουθεί με ποσοστό 42,74%. Τα κόμματα της Αριστεράς παρά το γεγονός ότι κατάφεραν να εξασφαλίσουν μία θέση στην Βουλή και το ΚΚΕ να διατηρήσει τα εκλογικά του ποσοστά στο 5,5%, επισκιάστηκαν από τον ισχυρό δικομματισμό που είχε επιστρέψει με ποσοστό άνω του 80%. Ο ΣΥΝ με τον Κωνσταντόπουλο στο τιμόνι, πέρασε οριακά το κατώφλι του 3%, όμως η δυναμική του ήταν αμελητέα.
Η νύχτα εξελίχτηκε σε «ντέρμπι αιωνίων» με τα κυριότερα στιγμιότυπα της βραδιάς να δείχνουν τους οπαδούς της Νέας Δημοκρατίας να πανηγυρίζουν ξέφρενα κρατώντας μάλιστα κάποιοι εξ αυτών κηδειόχαρτα με την επιγραφή «κηδεύουμε σήμερα το λατρευτό μας ΠΑΣΟΚ», μετά από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των πρώτων exit poll. Σύντομα όμως, το πένθος μεταφέρθηκε από τις πράσινες στις μπλε «εξέδρες», καθώς κατά τη διάρκεια της νύχτας φάνηκε ότι η νίκη είχε ξεκινήσει να απομακρύνεται από τη “γαλάζια” παράταξη.
Πέρα από τα εκατοντάδες έντονα στιγμιότυπα που μπορεί να ανακαλέσει κανείς από εκείνη την εκλογική βραδιά, υψίστης σημασίας έχει επίσης να εξεταστεί το πως οδηγήθηκε η χώρα σε αυτές τις «εκλογές θρίλερ», όπως έχουν χαρακτηριστεί. Η κυβέρνηση Σημίτη είχε καταφέρει να προσφέρει στη χώρα πολλά σημαντικά έργα υποδομής (μετρό, αεροδρόμια, δρόμους κ.α.) και επιπρόσθετα η ανάπτυξη της χώρας κινούταν σε υψηλούς ρυθμούς. Από την άλλη πλευρά, το μακροσκοπικό όραμα του Σημίτη που πολλές φορές αγνοούσε καθημερινά επιμέρους θέματα όπως η ανεργία, αποτελούσαν ζητήματα που προβλημάτιζαν κυρίως τα λαϊκά στρώματα του πληθυσμού. Ταυτόχρονα, ζητήματα όπως η υπόθεση Οτσαλάν και το φιάσκο του χρηματιστηρίου έριχναν κατά καιρούς το ΠΑΣΟΚ στην δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις. Ο αγώνας δρόμου ξεκίνησε λίγους μήνες πριν τις εκλογές όταν η επιτυχημένη διαχείριση του ΠΑΣΟΚ του μεγάλου σεισμού στην Αθηνά, ανέβασε τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ, περνώντας για λίγο στην πρώτη θέση, ενώ η πετυχημένη προεκλογική καμπάνια του νέου προσώπου της Νέας Δημοκρατίας, έκλεινε σημαντικά την ψαλίδα. Η κυβέρνηση Σημίτη είχε και άλλα δυνατά χαρτιά στο ενεργητικό της όπως η επιτυχημένη ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
Η αναποφάσιστη μεσαία τάξη που εκείνη την περίοδο έκανε το επιστημονικό της ντεμπούτο, ήταν αυτή που τελικά έκρινε το αποτέλεσμα. Οι έλληνες πολίτες δεν είχαν ανακτήσει την εμπιστοσύνη τους στο πολιτικό σύστημα, όμως είχαν πλέον συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει άλλη λύση. Ο Κώστας Καραμανλής παρά το γεγονός ότι ανταποκρινόταν σαφώς καλύτερα στις καθημερινές ανάγκες του μέσου Έλληνα πολίτη (υπόσχεση για αύξηση των συντάξεων), δεν κατάφερε να νικήσει την σιγουριά που ενέπνεε ο πολιτικός του αντίπαλος. Το δημοφιλές σύνθημα της Νέας Δημοκρατίας ήταν το «υπάρχει καλύτερη Ελλάδα και την θέλουμε», το οποίο σήμαινε ότι τα πράγματα στην χώρα βαίνουν καλώς αλλά εμείς μπορούμε να τα κάνουμε καλύτερα. Πράγματι, η χώρα βρισκόταν σε αναπτυξιακή τροχιά, ο στόχος της πλέον ήταν η ένταξη στην ΟΝΕ και το στοίχημα ήταν ποιος μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα τον συγκεκριμένο μονόδρομο. Η χώρα δεν είχε προλάβει να ζήσει τις ανασφάλειες, τις διακινδυνεύσεις και γενικότερα τα αρνητικά του εκσυγχρονισμού σε ένα πλαίσιο παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια έμελε να ρίξουν την χώρα στα βαθιά του εκσυγχρονιστικού συστήματος και η ελληνική κοινωνία αρχίζει να κινείται σταδιακά προς το αντίθετο ρεύμα.
Εκλογές 2004: Η επιστροφή της ΝΔ
Τα αποτελέσματα της πρώτης εκλογικής διαδικασίας της νέας χιλιετίας, σε μεγάλο βαθμό, προοικονομούσαν το αποτέλεσμα της επόμενης κάλπης. Η οριακή νίκη του Κ. Σημίτη, αλλά και η αύξηση της δυναμικής της Νέας Δημοκρατίας σχεδόν κατά 4 μονάδες, έστειλαν ένα σαφέστατο μήνυμα στο κυβερνών κόμμα. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, οι δημοσκοπήσεις αποτυπωναν τις κοινωνικές τάσεις, με την παράταξη που ηγείτο ο Κώστας Καραμανλής να προσπερνά το ΠΑΣΟΚ στην πρόθεση ψήφου. Παρά τις επιτυχίες των προηγούμενων ετών, η φθορά του κυβερνώντος κόμματος, σε συνδυασμό με σημαντικά ζητήματα, όπως την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου, τις ανατιμήσεις της μετάβασης στο νέο νόμισμα, την διαμάχη με την Εκκλησία για το θέμα των ταυτοτήτων και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, επέτρεψαν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να διατηρήσει με αυξομειωσεις το δημοσκοπικό του προβάδισμα μέχρι τέλους.
Βλέποντας την ψαλίδα να ανοίγει, η κυβέρνηση του Κ. Σημίτη προσπάθησε να ανατρέψει το σκηνικό. Ωστόσο, το κοινωνικό πακέτο των 2,6 δισεκατομμυρίων ευρώ, που ανακοινώθηκε στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 2000, αλλά και η “Χάρτα Σύγκλισης 2004-2008”, δεν κατάφεραν να αποδώσουν τους αναμενόμενους πολιτικούς καρπούς, παρά μονάχα να ψαλιδήσουν την διαφορά κατά 2 μονάδες στις δημοσκοπικές έρευνες. Το κλίμα αυτό, σε συνάρτηση με τις “μυστικές’ μετρήσεις που διενεργήθηκαν για λογαριασμό του ΠΑΣΟΚ, οδήγησαν σύντομα σε αλλαγή της κομματικής του ηγεσίας. Έπειτα από μια τυπική, θα έλεγε κανείς, εσωκομματική εκλογική διαδικασία, την προεδρία του κινήματος ανέλαβε ο μέχρι πρότινος υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Παπανδρέου, φέρνοντας μια αύρα “ανανέωσης” και “ανατροπής του κλίματος”.
Εξ’ αρχής, ο Γ. Παπανδρέου επιχείρησε να επαναπροσεγγίσει τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που επλήγησαν από τις αποφάσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων του Κ. Σημίτη, αλλά και να κερδίσει τις ψήφους των νέων ψηφοφόρων. Παράλληλα, στοχεύοντας στην διεύρυνση της παράταξης προς όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος, το Κίνημα αποφάσισε να πραγματοποιήσει ορισμένες “μεταγραφές”. Θέλοντας να μειώσει τις διαρροές από το αριστερό του ακροατήριο, προχώρησε στην ένταξη της Μαρίας Δαμανάκη, πρώην προέδρου του Συνασπισμού, και του Μίμη Ανδρουλάκη, συνεργάτη του Χ. Φλωράκη και ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ, στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Ταυτόχρονα, στην προσπάθεια του να κερδίσει τον “μεσαίο χώρο”, ο Γ. Παπανδρέου επέλεξε να εντάξει στο ψηφοδέλτιο δύο σημαίνοντες υπουργούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη και κύριους εκφραστές του νεοφιλελευθερισμού: τους Στέφανο Μάνο και Ανδρέα Ανδριανόπουλο. Ωστόσο, οι δύο τελευταίες προσθήκες, λόγω των ιδεολογικών τους διαφορών με την παράταξη, προκάλεσαν ένα “μούδιασμα” στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, δημιουργώντας προβληματισμούς στην βάση του κόμματος.
Την ίδια περίοδο, έντονους τριγμούς προκάλεσε στην πολιτική σκηνή της χώρας η “υπόθεση Πάχτα” και η τροπολογία για την κατασκευή τουριστικών εγκαταστάσεων εντός δασικής έκτασης από την εταιρεία Πόρτο Καρράς. Ο Γ. Παπανδρέου, αξιοποιώντας την κρίση, θέλησε να εκφράσει την αντίθεση του απέναντι σε όλα αυτά τα παρακμιακά φαινόμενα και έθεσε όλους τους εμπλεκόμενους βουλευτές της παράταξης του εκτός ψηφοδελτίων. Οι συνέπειες της υπόθεσης, όμως, δεν άργησαν να φανούν στις μετρήσεις των δημοσκοπήσεων. Το σκάνδαλο κατάφερε να ανακόψει το κλίμα ενίσχυσης που σχηματίστηκε γύρω από το ΠΑΣΟΚ, με την Νέα Δημοκρατία να ξεφεύγει και πάλι κατά 4 μονάδες στην πρόθεση ψήφου.
Στο στρατόπεδο της “γαλάζιας” παράταξης, το κλίμα ήταν πολύ διαφορετικό. Θέλοντας να εκμεταλλευτεί την φθορά της εντεκαετούς αδιατάρακτης διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ο Κώστας Καραμανλής στόχευε στην προσέγγιση των δυσαρεστημένων, με την κυβερνητική πολιτική, πολιτών. Προκειμένου να το πετύχει, προσπάθησε να “επανιδρύσει” την παράταξη, ξεφεύγοντας από τις κλασικές θέσεις της Δεξιάς. Ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας υιοθέτησε μια πιο κεντρώα πολιτική, αποσκοπώντας στην κατάκτηση του μεσαίου χώρου. Εκμεταλλευόμενος τις κυβερνητικές αποτυχίες των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, αναφερόταν συχνά στην διάλυση του κατεστημένου και στην ανάδειξη μιας κυβέρνησης που θα συνέβαλε στην “επανίδρυση του κράτους”. Συγκριτικά με τον Γ. Παπανδρέου και το “σκληρό ροκ”, ο Κ. Καραμανλής απεύφευγε την ακραία πόλωση, θέλοντας να μη διχάσει, αλλά να ενώσει τον λαό.
Δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας, βρισκόταν ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός του Γεώργιου Καρατζαφέρη. Ο πρώην βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας ίδρυσε τον ΛΑΟΣ τον Σεπτέμβριο του 2000, στοχεύοντας στην αλλαγή του σαθρού πολιτικού τοπίου, αλλά και την αναστήλωση των ιδανικών της Πατρίδας, της Θρησκείας και της Οικογένειας. Ακολούθως, στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, πέρα από το ΠΑΣΟΚ, υπήρχαν ορισμένες ακόμα σημαντικές παρατάξεις: το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς και το Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα. Αρχικά, το ΚΚΕ υπό την Αλέκα Παπαρήγα εξέφραζε τις πάγιες θέσεις του, καλόντας παράλληλα τους εργαζόμενους, τα λαϊκά στρώματα, αλλά και τους αριστερούς και προοδευτικους ανθρωπους να αποδοκιμασουν με την ψήφο τους τα δυο μεγάλα κόμματα.
Από μεριάς του, ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου, ο οποίος μετονομάστηκε το 2003 σε Συνασπισμό της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας, προχώρησε στην δημιουργία ενός εκλογικού σχηματισμού. Κάτω υπό την σκέπη αυτής της συμμαχίας βρέθηκαν συνολικά πέντε κινήματα (Συνασπισμός, ΑΚΟΑ, ΔΕΑ, ΚΕΑ, ΚΕΔΑ), αλλά και οι ανένταχτοι της Αριστεράς. Για τον επικεφαλής του σχηματισμού, Νίκο Κωνσταντόπουλο, το μεγάλο ερώτημα των εκλογών δεν αφορούσε το ποιος από τους δύο “μεγάλους” θα έπαιρνε την εξουσία, αλλά το αν θα μπορούσε να αναδειχθεί μια ικανή και ισχυρή δύναμη που θα υπερασπιστεί τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των εργαζομένων εντός και εκτός Βουλής.
Φτάνοντας στην νύχτα τον αποτελεσμάτων, η Νέα Δημοκρατία κατάφερε να επανέλθει στην εξουσία έπειτα από σχεδόν 11 χρόνια συγκεντρώνοντας ένα ποσοστό της τάξεως του 45,36% και 165 βουλευτικές έδρες. Την ίδια στιγμή, το ΠΑΣΟΚ αν και συγκέντρωσε, περίπου, τον ίδιο αριθμό ψήφων με τις εκλογές του 2000, απώλεσε ένα ποσοστό κοντά στο 3,2% (40,55). Σύμφωνα με τις μετρήσεις της Metron Analysis για λογαριασμό του τηλεοπτικού σταθμού ΑΝΤ1, περίπου το 12% των “πράσινων” ψήφων του 2000 κατευθύνθηκε προς την Νέα Δημοκρατία, γεγονός που αποδεικνύει την πρώτη χαλάρωση του δίπολου Δεξιάς – Αριστεράς. Παρόλα αυτά, ο δικομματισμός εξακολουθούσε να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, με τα δύο μεγάλα κόμματα της εποχής να συγκεντρώνουν πάνω από το 85% των συνολικών ψήφων. Ακολούθως, την παρουσία τους στην Βουλή εξασφάλισαν τόσο το ΚΚΕ, όσο και ο σχηματισμός του Συνασπισμού συγκεντρώνοντας 5,90% και 3,26% αντίστοιχα, με τον ΛΑΟΣ (2,19%) του Γεώργιου Καρατζαφέρη και το ΔΗΚΚΙ του Δημήτρη Τσοβόλα (1,79%) να μένουν εκτός κοινοβουλίου.
Εκλογές 2007: οι εκλογές των πυρκαγιών
Κατά τους πρώτους μήνες της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία, επικρατούσε ένα κλίμα πρωτοφανούς εφορίας στην χώρα. Η διεξαγωγή των Ολυμπιακών αγώνων, οι επιτυχίες των αθλητικών μας ομάδων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η πορεία της οικονομίας, ακόμα και η νίκη της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Διαγωνισμό Τραγουδιού, τόνωσαν την εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων. Ωστόσο, μετά τους “μήνες του μέλιτος” υπήρξε η επιστροφή στην πραγματικότητα, με μια σειρά γεγονότων να προκαλούν την σταδιακή αύξηση της λαϊκής δυσαρέσκειας, αλλά και μια μικρή μείωση της δημοτικότητας της κυβέρνησης. Ανάμεσα σε αυτά συγκαταλέγονται το “σκάνδαλο των γαλάζιων κουμπάρων” με την εκβίαση της γαλακτοβιομηχανίας ΜΕΒΓΑΛ, οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις της υπουργού Παιδείας, Μαριέττας Γιαννάκου, η υπόθεση Βατοπεδίου, αλλά και το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων. Το τελευταίο, μάλιστα, αποτέλεσε ένα από τα ισχυρότερα πλήγματα της κυβέρνησης Καραμανλή, με την αξιωματική αντιπολίτευση να εκφράζει έντονη κριτική επ’ αυτού.
Τα προβλήματα, ωστόσο, δεν περιορίζονταν μόνο στα συγκεκριμένα ζητήματα. Τα πύρινα μέτωπα των καλοκαιρινών μηνών του 2007 σε διάφορες περιοχές της χώρας αποτέλεσαν μια από τις δυσκολότερες στιγμές των κυβερνητικών χρόνων του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Εν μέσω αυτής της κατάστασης, ο τότε πρωθυπουργός αποφάσισε να ζητήσει την διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών. Απευθυνόμενος στον ελληνικό λαό, ο Κ. Καραμανλής αναφερθηκε στην ανάγκη ύπαρξης νωπής και ισχυρής λαϊκής εντολής για την έγκριση του προϋπολογισμού του επόμενου έτους, αλλά και την συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και των αλλαγών. Ωστόσο, αρκετοί αναλυτές υποστηρίζουν πως η ανακοίνωση των “εκλογών-εξπρες” της 16ης Σεπτεμβρίου αποσκοπούσε τόσο στην ανανέωση της λαϊκής εντολής προτού τα προβλήματα οδηγήσουν σε μεγάλη κυβερνητική φθορά, όσο και στην μείωση της ετοιμότητας της αντιπολίτευσης.
Από μεριάς του, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα αλλάζοντας άρδην την τακτική των ήπιων τόνων, πέρασε σε ολομέτωπες επιθέσεις κατά της κυβερνησης, προσπαθώντας να συσπειρώσει γύρω του κυρίως τους ψηφοφόρους του. Ωστόσο, αυτή η “στόχευση”, αλλά και τα εσωτερικά του προβλήματα, όπως το ζήτημα του ψηφοδελτίου Επικρατείας, κατάφεραν να ανακόψουν την δυναμική του. Η εντεκαετής δοκιμασμένη συνταγή του ΠΑΣΟΚ, αλλά και η κυβερνητική φθορά της Νέας Δημοκρατίας, συνέβαλαν στην μικρή πτώση του Δικοματισμού κατά 6 μονάδες, με τους ψηφοφόρους να στρέφονται και προς άλλες κομματικές λύσεις, όπως το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΛΑΟΣ.
Η μεγάλη καινοτομία της εκλογικής αναμέτρησης του 2007 ήταν η εφαρμογή του εκλογικού νόμου, γνωστού και ως “νόμου Σκανδαλίδη”. Σύμφωνα με τον νόμο που είχε ψηφιστεί από την τελευταία κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Σημίτη, οι 260 κοινοβουλευτικές έδρες θα κατανέμονταν απολύτως αναλογικά σε όσους συνδυασμούς κατάφερναν να ξεπεράσουν το όριο του 3% σε όλη την επικράτεια. Οι υπόλοιπες 40 έδρες θα αποτελούσαν το “bonus” του πρώτου κόμματος, ανεξάρτητα από την διαφορά που θα είχε από το δεύτερο. Ο νόμος αυτός εφαρμόστηκε με στόχο την διευκόλυνση σχηματισμού μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης και εφαρμόστηκε τόσο στις εκλογές του 2007, όσο και στις αντίστοιχες του 2009, με την συμβολή του να αποτυπώνεται έντονα στα εκλογικά αποτελέσματα.
Φτάνοντας στην ημέρα των εκλογών, βλέπουμε μια σχετική επανάληψη των προηγούμενων εκλογών του 2004. Παρά την μικρή μείωση της δυναμικής της, η Νέα Δημοκρατία κατάφερε να ανανεώσει την λαϊκή εντολή, εξασφαλίζοντας το 41,87% και, χάρις τον νέο εκλογικό νόμο, να φτάσει τις 152 έδρες. Την δεύτερη θέση εξασφάλισε το ΠΑΣΟΚ με 38,10%, με αρκετά στελέχη του να αποδίδουν την εκλογική ήττα στον ασαφή πολιτικό του λόγο, αλλά και σε λάθους πολιτικους χειρισμούς. Την φθορά των δύο μεγάλων κομμάτων και την πτώση του κομματικού διπολου κατάφεραν να καρπωθούν τα μικρότερα κόμματα, με το ΚΚΕ, τον Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς και το ΛΑΟΣ να αυξάνουν τα ποσοστά τους και να συγκεντρώνουν 8,15%, 5,04% και 3,80% αντίστοιχα. Τα τρια αυτά κόμματα, λόγω της ενισχυμένης αναλογικότητας των 260 εδρών και του νέου νόμου, κατάφεραν να εξασφαλίσουν 22, 14 και 10 κοινοβουλευτικές έδρες αντίστοιχα. Η απομάκρυνση ενός μικρού τμήματος των ψηφοφόρων μακριά από την Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ με κατεύθυνση προς μικρότερα αντισυστημικά κόμματα ενίσχυσε την χαλάρωση της κομματικής ταύτισης των ψηφοφόρων που παρατηρήθηκε ήδη από το 2004, αποτελώντας, παράλληλα, ένα πρώτο δείγμα γραφής των όσων θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια στην χώρα μας.
Εκλογές 2009: Οι τελευταίες εκλογές του παλαιού δικομματισμού
Πολλές φορές έχει τεθεί στον δημόσιο διάλογο το ερώτημα αν οι βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2009 αποτέλεσαν το κύκνιο άσμα της Μεταπολίτευσης. Ακόμη κι αν δεν επιβεβαιώνεται ρητά η παραπάνω υπόθεση, σίγουρα οι εκλογές εκείνες ήταν η τελευταία “πράξη” μιας μακράς και συνεχιζόμενης περιόδου σταθερής ανόδου του βιοτικού επιπέδου και αυξημένων προσδοκιών του κοινωνικού συνόλου για το παρόν και το μέλλον. Ταυτόχρονα η επιρροή τους στη μακρά ακόμη και στη μέση διάρκεια του βίου του πολιτικού και κομματικού συστήματος, κρίνεται μάλλον αμελητέα ή ρηχή εξαιτίας της πλημμυρίδας γεγονότων και εξελίξεων που θα ακολουθούσαν μόνο λίγους μήνες μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. μετά από δύο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις (2004 και 2007) όπου ηττήθηκε καθαρά από τη Ν.Δ. του χαρισματικού Κ. Καραμανλή, ήταν μια κυβέρνηση εν αναμονή με τον Γιώργο Παπανδρέου στο τιμόνι του κόμματος και με μια “κουρασμένη” κυβερνώσα Ν.Δ. για αντίπαλο μετά από πέντε χρόνια στην διακυβέρνηση της χώρας. Ο εκλογικός θρίαμβος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με σχεδόν έντεκα μονάδες διαφορά από τη Ν.Δ. όπου βρισκόταν στην κυβέρνηση πέντε συνεχόμενα έτη, επιβεβαίωσε την δυναμική που είχε αναπτυχθεί όλο το προηγούμενο διάστημα και ειδικότερα μετά τις ευρωεκλογές νωρίτερα το 2009 όπου το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έλαβε την πρώτη θέση στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Οι ευρωεκλογές εκείνες στα μέσα του 2009, ήταν απλώς το πρόκριμα για την οριστική επάνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία. Δεν υπήρχε ουσιαστικό ή αυτοτελές ευρωπαϊκό διακύβευμα όπως εύγλωττα αποτυπώθηκε στο προεκλογικό σύνθημα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. (των ευρωεκλογών) ότι “ψηφίζουμε για την Ευρώπη, αποφασίζουμε για την Ελλάδα”. Ύστερα από τις νικηφόρες για το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ευρωεκλογές, η αντίστροφη μέτρηση για τη κυβέρνηση Καραμανλή είχε ήδη αρχίσει, με πραγματικό ζητούμενο γα την κυβερνώσα παράταξη την “επιτυχία” μιας έντιμης ήττας.
Μια σειρά παραγόντων διαμόρφωσε το ευνοϊκό κλίμα υπέρ του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ώστε να επανέλθει στην εξουσία ύστερα από πέντε χρόνια. Πάρα τις αυξημένες προσδοκίες που δημιούργησε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο εκλογικό σώμα προκειμένου να επανέλθει αποφασιστικά στην εξουσία, το άμεσο μέλλον μετά την ανάληψη της εξουσίας θα ήταν εντελώς απροσδόκητο και συντριπτικά αρνητικό τόσο για το ίδιο το κόμμα και την απήχησή του στο εκλογικό σώμα όσο κυρίως για την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.
Αν μπορούμε να διακρίνουμε σε αδρές γραμμές τις συνιστώσες του προεκλογικού περιβάλλοντος που είχαν ως κατάληξη την εκκωφαντική αποδρομή της Ν.Δ. από την κυβέρνηση και την επάνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. μπορούμε να διακρίνουμε τρία βασικά γεγονότα: την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, τα “Δεκεμβριανά” του ίδιου έτους και την εσωκομματική επικράτηση του Γιώργου Παπανδρέου. Ο συνδυασμός, είτε αθροιστικά είτε παρατακτικά των άνω γεγονότων, φωτίζουν εν πολλοίς το ευρύτερο κλίμα που προηγήθηκε της αναμέτρησης του Οκτωβρίου του 2009.
Ξεκινώντας από το εσωκομματικό οικοσύστημα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως αξιωματική αντιπολίτευση, η ηγεσία του Γιώργου Παπανδρέου μετά από δύο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις τέθηκε υπό αμφισβήτηση από αντίπαλο μπλοκ εσωκομματικών μηχανισμών μετά και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2007. Η νικηφόρα για τον ίδιο προσφυγή στην κομματική βάση για την επιβεβαίωση της κυριαρχίας του εντός του κόμματος, εξασφάλισε τον πρώτο ούριο άνεμο στον δρόμο προς την επιστροφή στην εξουσία. Τα εσωκομματικά μέτωπα προς ώρας ατόνισαν και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατ’ επίφαση ενωμένο πορεύτηκε με γνώμονα τις επικείμενες εκλογές όποτε κι αν αυτές προκηρύσσονταν. Ο Παπανδρέου λοιπόν μετά και την εσωκομματική επικράτηση, επανατοποθετήθηκε ως ο βασικός αντίπαλος της Ν.Δ. και άρχισε σταδιακά να συσπειρώνει γύρω του μια δυναμική κυρίως λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων του κοινωνικού συνόλου που είχε αρχίσει να απογοητεύεται σταδιακά από τη διαχειριστική ικανότητα της κυβέρνησης της Ν.Δ. στα μεγάλα ζητήματα.
Παράλληλα το ΠΑ.ΣΟ.Κ. καλλιέργησε επίμονα μια θετική ατζέντα προγραμματικής πολιτικής, απολύτως θα λέγαμε ταιριαστή τόσο ως προς την σοσιαλδημοκρατική φυσιογνωμία του κόμματος όσο και ως προς την επερχόμενη συγκυρία. Όταν η παγκόσμια οικονομική κρίση με καταγωγή από τις Η.Π.Α. άρχισε να αφήνει τα απόνερα της και στο ελληνικό οικονομικό σύστημα, η κυβέρνηση της Ν.Δ. βρέθηκε σταδιακά σε θέση άμυνας για τα όλο και αυξανόμενα αρνητικά σημάδια για τα δημόσια οικονομικά του κράτους. Αν και προσπάθησε να διαχειριστεί ανώδυνα πολιτικά για την ίδια την κατάσταση, στη συνέχεια απλώς προσπάθησε να κερδίσει χρόνο ώστε να αποφασίσει πότε ήταν ο κατάλληλος πολιτικός χρόνος ώστε να μεταβιβάσει το πρόβλημα σε μια επόμενη κυβέρνηση. Τα χρονίζοντα και δομικά οικονομικά προβλήματα της χώρας δεν μπορούσαν πλέον να αποσιωποιηθούν από την κοινή θέα και η Ν.Δ. δεν ήθελε να επωμιστεί μόνη της ή εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την διαχείριση της κατάστασης. Το πρόθυμο να αναλάβει εκ νέου την εξουσία ΠΑ.ΣΟ.Κ. εμφανίστηκε την κατάλληλη στιγμή πολιτικά ίσως και εκλογικά. Η Ν.Δ. εν πολλοίς ηττήθηκε με σαφή τρόπο στις εκλογές που προκήρυξε για τον Οκτώβριο του 2009 όχι γιατί αρνήθηκε να λάβει επώδυνα και αντιδημοφιλή μέτρα για να αντιμετωπίσει την επερχόμενη καταιγίδα, αλλά γιατί δεν συμμετείχε στην πλειοδοσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για θετικές προσδοκίες την επόμενη μέρα των εκλογών. Η αντιφατικότητα μεταξύ των προεκλογικών δεσμεύσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της άμεσης μετεκλογικής αναντιστοιχίας με την πραγματικότητα συμπυκνώθηκε εκ των υστέρων στο προεκλογικό σύνθημα “Λεφτά υπάρχουν”. Εν πάσει περιπτώση, κρίνοντας όψιμα την τότε συγκυρία, είτε για λόγους κομματικής στρατηγικής (η κρίση είναι μια ευκαιρία για θετικές μεταρρυθμίσεις), είτε ακόμη και για λόγους “γνωσιακούς” (κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει το αρνητικό βάθος των εξελίξεων στην οικονομία), το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δημιούργησε ένα πλέγμα αισιοδοξίας και ενσωμάτωσης προσδοκιών βρίσκοντας ευήκοα ώτα σε πάνω από τρία εκατομμύρια ψηφοφόρους. Παράλληλα, αρκετοί είναι εκείνοι που στάθηκαν στη στάση της Ν.Δ. προς τις εκλογές του Οκτωβρίου όπου την έψεξαν πως πέταξε επί της ουσίας “λευκή πετσέτα” στις εξαγγελίες του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ενώ όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, μάλλον πέταξε τον “μουτζούρη” της οικονομικής λαίλαπας που ερχόταν στην επόμενη κυβέρνηση.
Τα ξεγερσιακά γεγονότα που εξελίχθηκαν ραγδαία κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα μετά τη δολοφονία του Αλεξανδρου Γρηγορόπουλου, τον Δεκέμβριου του 2008, αφενός συνετέλεσαν στην σταδιακή φθορά της κυβερνώσας Ν.Δ. αφετέρου έφερε στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής δύο συγκρουσιακές μεταξύ τους ατζέντες. Από τη μια η εξεγερσιακή ατζέντα όπου εδράστηκε στην κρίση αντιπροσώπευσης που διέτρεχε τον υδροφόρο ορίζοντα του πολιτικού συστήματος όλο το προηγούμενο διάστημα, από την άλλη την ατζέντα του “law and order” με συντηρητικά ή αν μη τι άλλο σαφώς συστημικά αντανακλαστικά και ορίζουσες. Η ατζέντα υπέρ της “ασφάλειας και της ευταξίας” πλειοψήφισε εντός του κοινωνικού συνόλου και κερδισμένο πολιτικά αναδείχθηκε κυρίως το ΠΑ.ΣΟ.Κ. καθώς ταυτόχρονα αν και αξιωματική αντιπολίτευση και πυλώνας του ελληνικού κατεστημένου, ήταν και ένα ξεκάθαρο μεταρρυθμιστικό κόμμα της αριστεράς όπου μπορούσε από “άμβωνος” λόγω ιδεολογικών καταβολών να καταφέρεται των αυταρχικών αντανακλαστικών της κυβέρνησης απέναντι στα γεγονότα. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. σε αντίθεση με τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει την κυβερνητική φθορά από τα γεγογότα του Δεκεμβρίου του 2008, καθώς συνδύασε την κριτική στην αυταρχική μορφή έκφρασης του law and order με μια ρεαλιστική πρόταση εξουσίας.
Πριν τις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου 2009, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αμέσως μετά την τελευταία εκλογική αναμέτρηση (2007) διήλθε μιας ιδιαίτερα έντονης εσωκομματικής εκλογικής διαδικασίας για την ηγεσία του κόμματος, όπου αν και βγήκε επί της αρχής “ενωμένο δυνατό” όπως έλεγε κάποτε το σύνθημα του, υποθήκευσε την ενότητα του για το άμεσο μέλλον, καθώς δημιουργήθηκε ή μάλλον επιβεβαιώθηκε καθαρά το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των δύο βασικών υποψηφίων για τον προεδρικό θώκο, του Ε. Βενιζέλου και του νικητή τελικά Γ. Παπανδρέου. Ο ορμητικός Ε. Βενιζέλος αμφισβήτησε ευθέως την ηγεσία του Γ. Παπανδρέου ποντάροντας εκτός των άλλων στην σκιερή αλλά σημαντική στήριξη από συγκεκριμένους εσωκομματικούς ή/και οικονομικούς “κύκλους” εξουσίας για την ανάδειξη του σε πρόεδρο του Κινήματος. Η εσωκομματική κληρονομιά από εκείνη την σκληρή μαχή κυρίως μεταξύ των δύο ανθυποψηφίων για την ηγεσία του κόμματος θα την έβρισκε μπροστά του ΠΑ.ΣΟ.Κ. λίγα χρόνια αργότερα, την περιόδο της πλήρους απονομιμοποίησης του από κόμμα εξουσίας. Εκείνη την περίοδο όμως, έδωσε σχεδόν λευκή επιταγή και καθαρό ορίζοντα στον Γ. Παπανδρέου να στοχεύσει στην επανάκτηση της εξουσίας.
Σε κάθε περίπτωση οι εκλογές του 2009, οι όροι πολιτικής διεξαγωγής, τα διακυβεύματα, οι “σταθερές” του πολιτικού συστήματος και οι προσδοκίες του εκλογικού σώματος μοιάζουν σαν μια “ξένη χώρα” σε σύγκριση με ό,τι ακολούθησε στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα της χώρας λίγους μήνες μετά τον εκλογικό θρίαμβο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Από τις μεγαλοστομίες και τις πλέον αισιόδοξες εκτιμήσεις για “δεξιά παρένθεση” της περιόδου 2004-2009 στην ηγεμονία του ΠΑ.ΣΟ.Κ., το ελληνικό πολιτικό σύστημα έφτασε μέσα σε δύο μόλις έτη να παρακολουθήσει την εκλογική και πολιτική εξαϋλωση του άλλοτε κραταιού κόμματος στα εξ ών συνετέθη εξαιτίας της σκληρής και απότομης οικονομικής “χρεοκοπίας” της ελληνικής οικονομίας και των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής που δεσμεύτηκε το ελληνικό δημόσιο. Είναι τα “μνημόνια” κυρίως αλλά όχι μόνο που επισφράγισαν την σχεδόν τριακονταετή ηγεμονία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο ελληνικό πολιτικό και κομματικό σύστημα, ενώ ο θόρυβος και οι “παρενέργειες” από την πτώση του απέδωσαν στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση χαρακτηριστικά ιστορικής τομής για την σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Εκλογές 2012 (Μάϊος & Ιούνιος): οι πρώτες εκλογές των μνημονίων
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, κάτω από το βάρος της τεράστιας οικονομικής κρίσης του 2009, των αιματηρών μέτρων του πρώτου μνημονίου, της συσσώρευσης της λαϊκής οργής, αλλά και τις αντιδράσεις σχετικά με την διενέργεια δημοψηφίσματος για την υπογραφή νέου μνημονίου, αποφάσισε να παραιτηθεί από την πρωθυπουργία της χώρας στις 11 Νοεμβρίου του 2011. Την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου διαδέχτηκε η κυβέρνηση “εθνικής συνεργασίας” υπό την ηγεσια του τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμου, στην οποία συμμετείχαν στελέχη του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΛΑΟΣ, με το κόμμα του Γ. Καρατζαφέρη να αποχωρεί λίγους μήνες αργότερα λόγω της δημοσκοπικής φθοράς που είχε υποστεί. Στις 11 Απριλίου, εν μέσω έντονων πολιτικών και κοινωνικών αναταράξεων, ο Λουκάς Παπαδήμος συνάντησε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κάρολο Παπούλια, ζητώντας του την διάλυση της Βουλής και την διενέργεια εκλογών στις 6 Μαΐου.
Κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου υπήρξε μια συνεχής μεταβολή του πολιτικού σκηνικού της χώρας, η οποία και αποτυπώθηκε στις δημοσκοπήσεις της εποχής. Με το σύνολο των αναποφάσιστων να αγγίζει το 25% του εκλογικού σώματος, αλλά και τα ποσοστά των κομμάτων στην πρόθεση ψήφου να αυξομειώνονται διαρκώς, κανένας δεν μπορούσε να είναι βέβαιος για την έκβαση του τελικού εκλογικού αποτελέσματος. Το μεγάλο διακύβευμα των πρώτων εκλογών του 2012 ήταν ουσιαστικά η διαχείριση των μνημονιακών πολιτικών, με τις παραδοσιακές παρατάξεις να στοχεύουν σε μια ομαλή μετάβαση και τα υπόλοιπα κόμματα να ζητούν την ταχεία ανατροπή του.
Στις δημοσκοπήσεις, πρωτη παρουσιαζόταν η Νέα Δημοκρατία, της οποίας τα ποσοστά κυμενονταν ανάμεσα στο 18,5% και το 25,5%. Υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά, η “γαλάζια παράταξη” βρέθηκε σε μια φάση αναπροσαρμογής, μεταβάλλοντας την κομματική της πολιτική σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Αντίθετα με τον προκάτοχό του, ο Αντ. Σαμαράς θέλησε να συσπειρώσει το δεξιό ακροατήριο γύρω από τον πυρήνα του κόμματος και να περιορίσει τις διαρροές ψηφοφόρων προς τα κόμματα του δεξιού πολιτικού χώρου. Βέβαια, την ίδια στιγμή, η παράταξη προσπαθούσε να συσπειρώσει γύρω της και τους απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, με τον πρόεδρο της να δηλώνει χαρακτηριστικά πως δεν έχει να χωρίσει τίποτα μαζί τους.
Στην δεύτερη θέση των δημοσκοπήσεων βρισκόταν το ΠΑΣΟΚ. Από το 43,92% των προηγούμενων εκλογών και την εκτόξευση των προσδοκιών, η παράταξη πέρασε στην απόλυτη καθίζηση με τα ποσοστά τις να βρίσκονται ανάμεσα στο 13,3% και το 19,1%. Ο νέος πρόεδρος του Κινήματος, Ευάγγελος Βενιζέλος, προσπάθησε να δημιουργήσει ένα “νέο ΠΑΣΟΚ” και να επαναπροσεγγίσει τους απογοητευμένους, πλεον, “πράσινους” ψηφοφόρους του 2009. Ωστόσο, οι νωπές μνήμες των μνημονιακών πολιτικών αποτελούσαν “βαρίδι” σε οποιαδήποτε προσπάθεια του. Σε μεγάλο βαθμό, η κοινωνική δυσαρέσκεια κατηύθυνε τους ψηφοφόρους μακριά από το παραδοσιακό δίπολο, με μικρότερα αντισυστημικά κόμματα να καρπώνονται τα “οφέλη” της λαϊκής οργής.
Ένα από αυτά ήταν και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Οι ΑΝΕΛ αποτελούσαν ένα αντιμνημονιακό κόμμα γεννημένο “από τα σπλάχνα” της Νέας Δημοκρατίας, με επικεφαλής τον Πάνο Καμμένο. Μέσα από την ιδρυτική τους διακήρυξη, τάσσονταν υπέρ της τιμωρίας όλων των υπεύθυνων της οικονομικοκοινωνικής τραγωδίας που βίωνε ο ελληνικός λαός και κατά της “νέας τάξης πραγμάτων”. Ακόμα δεξιότερα των ΑΝΕΛ και της Νέας Δημοκρατίας, βρισκόταν ο Λαϊκός Σύνδεσμος – Χρυσή Αυγή. Η συγκεκριμένη ακροδεξιά παράταξη υπό την ηγεσία του Ν. Μιχαλολιάκου, εκμεταλλευόμενη την λαϊκή οργή και την έντονη ανησυχία των πολιτών σχετικά με την ασφάλεια και το μεταναστευτικό ζήτημα, κατόρθωσε να καταγράψει διαρκή άνοδο ήδη από το 2009, χρησιμοποιώντας “καμπάνιες βιας” και υποσχοντας “μια Ελλάδα που θα ανήκει πραγματικά στους Ελληνες”.
Στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ κατάφερε να συσπειρώσει γύρω του αρκετούς δυσαρεστημένους και προβληματισμένους ψηφοφόρους, καλλιεργώντας το κλίμα της ανατροπής του μνημονίου και της ριζικής αλλαγής της καταστροφικής πορείας της χώρας. Με τον Αλέξη Τσίπρα να αποτελεί το “πρόσωπο-κλειδί” και να προσελκύει μια σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ κατάφερε να ανεβάσει κατακόρυφα τα δημοσκοπικά του ποσοστά, προσφέροντας την ελπίδα της κοινωνικοπολιτικής αλλαγής μέσα στο ζοφερό τοπίο της ελληνικής πραγματικότητας και της λιτότητας. Θέλοντας να εξασφαλίσει την, όσο το δυνατόν, μεγαλύτερη αποδοχή του κεντροαριστερού χώρου, ενέταξε στους κόλπους του αρκετές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και της ευρύτερης Αριστεράς, ενώ παράλληλα, απηύθυνε πρόταση σχηματισμού μιας “κυβέρνησης της Αριστεράς”, επιθυμώντας την στήριξη του ΚΚΕ, της ΔΗΜΑΡ και των Οικολόγων Πράσινων. Η πρόταση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, με το Κομμουνιστικό Κόμμα και την Δημοκρατική Αριστερά να κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ για “επικοινωνιακά τρικ” και προσπάθειες υποκλοπής ψήφων.
Οι τεράστιες μετατοπίσεις του εκλογικού σώματος αποτυπώθηκαν και την ημέρα των εκλογών της 6ης Μαΐου. Χαρακτηριστικό αποτελεί πως κανένα κόμμα δεν κατάφερε να συγκεντρώσει πάνω από 20%, με τα δυο παραδοσιακά κόμματα της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ να συγκεντρώνουν 18,85% και 13,18% αντίστοιχα. Η τεράστια αυτή μεταβολή των ποσοστών των δυο κομμάτων οφείλεται κυρίως στην τιμωρητική ψυχοσύνθεση των πολιτών, αλλά και στην έκφραση της λαϊκής οργής δια μέσου της ψήφου σε άλλα αντισυστημικά κόμματα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της εκλογικής πολυδιάσπασης αποτελεί το γεγονός πως τα κόμματα που δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν το πολυπόθητο 3%, που θα εξασφάλιζε την είσοδο τους στο κοινοβούλιο, συγκέντρωσαν συνολικά το 19% των ψήφων. Παράλληλα, τεράστια ήταν και τα ποσοστά της αποχής των πολιτών, με το 34,88% του εκλογικού σώματος να μην προσέρχεται στις κάλπες, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο την δυσφορία του προς το πολιτικό σύστημα.
Σύμφωνα με το κοινό exit poll που διενήργησαν οι διάφορες δημοσκοπικές εταιρείες, οι μεγαλύτερες διαρροές ψηφοφόρων από το ακροατήριο της Νέας Δημοκρατίας ήταν προς τους Ανεξάρτητους Έλληνες και την Χρυσή Αυγή, με τα ποσοστά των δυο κομμάτων να αγγίζουν το 10,60% και το 6,97% αντίστοιχα. Βέβαια, ο μεγάλος κερδισμένος των εκλογών δεν ήταν άλλος από τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κατάφερε να συσπειρώσει γύρω του μεγάλο τμήμα της κοινωνίας και να φτάσει για πρώτη φορά στο 16,78%. Για τα δεδομένα τους, αρκετά μεγάλα ποσοστά κατάφεραν να συγκεντρώσουν τόσο το Κομμουνιστικό Κόμμα με 8,48%, όσο και η Δημοκρατική Αριστερά του Φώτη Κουβέλη με 6,11%.
Οι εκλογές της 6ης Μαΐου, ωστόσο, δεν κατάφεραν να αναδείξουν μια νέα πολιτική ηγεσία, με τις διερευνητικές εντολές σχηματισμού μιας κυβέρνησης συνεργασίας να ναυαγούν. Με τα σύννεφα του “Grexit” και της απόλυτης οικονομικής κατάρρευσης να συγκεντρώνονται πάνω από την ελληνική κοινωνία, η χώρα μας μπήκε σε μια νέα προεκλογική περίοδο, με τις εκλογές να προκηρύσσονται για τις 17 Ιουνίου. Τα αποτελέσματα της πρώτης κάλπης κατάφεραν να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την στρατηγική των κομμάτων. Η Νέα Δημοκρατία, στην προσπαθεια της να δημιουργήσει ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό κεντροδεξιό μέτωπο, προχώρησε στον κομματικό “επαναπατρισμό” της Ντόρας Μπακογιάννη, αλλά και στην ένταξη ορισμένων στελεχών της ΔΗΣΥ, του ΛΑΟΣ και των ΑΝΕΛ. Για τον Α. Σαμαρά, ο κύριος πολιτικός αντίπαλος της παράταξης του δεν ήταν άλλος από τον ΣΥΡΙΖΑ. Υπερτονιζοντας την “ανετοιμότητα”, την “ανικανότητα” και την “απουσία ενός κυβερνητικού σχεδίου” από μεριάς του ΣΥΡΙΖΑ, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας έθεσε τα επτά κρίσιμα διλήμματα των επόμενων εκλογών, θέλοντας μέσα από αυτά να παρουσιασει την παράταξη του ως την ασφαλέστερη επιλογή για τους ψηφοφόρους.
Από μεριάς του, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, βλέποντας την ιλιγγιώδη άνοδο που σημείωσαν τα ποσοστά του στις εκλογές του Μαΐου, υπέβαλε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την ιδρυτική του δήλωση ως νέο πολιτικό κόμμα, ούτως ώστε να καταφέρει να εκμεταλλευτεί τον τροποποιημένο “νόμο Σκανδαλίδη” -γνωστό και ως “νόμο Παυλόπουλο”- και το πλεονέκτημα των 50 εδρών που έδινε στο πρώτο κόμμα. Η κίνηση αυτή, σε συνδυασμό με τις σαφέστατες, μέσα από τις ομιλίες του αρχηγού του, προθέσεις για κατάκτηση της “πρωτιάς” και την δημιουργία μιας προοδευτικής αντιμνημονιακής αριστερής κυβέρνησης, κατάφερε να αυξήσει περαιτέρω τα ποσοστά του κόμματος, κινητοποιώντας ακόμα περισσότερο το εκλογικό σώμα.
Ακολούθως, με τα εκλογικά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ να έχουν μειωθεί δραματικά σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, ο Ε. Βενιζέλος απηύθυνε ανοιχτή πρόταση προς την ΝΔ, τον ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ και την ΔΗΜΑΡ σχετικά με τον σχηματισμό μιας “διακυβέρνησης εθνικής συνευθύνης”, στην οποία θα συμμετέχουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Υπερ ενός τέτοιου σχηματισμού τασσόταν και ο Πάνος Καμμένος, θέτοντας, ωστόσο, μια απαραίτητη προϋπόθεση: να μην συμμετέχουν στο σχηματισμό ο Αντώνης Σαμαράς, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η Χρυσή Αυγή και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η Δημοκρατική Αριστερά, από μεριάς της, έθετε ως στρατηγικό της στόχο να αποτελέσει τον “τρίτο πόλο” ανάμεσα στην ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, διαβεβαιώνοντας παράλληλα στο ακροατήριο της πως θα κάνει “το παν για την συγκροτηση μιας προοδευτικής κυβέρνησης”, χωρίς να αποκλείει το σενάριο συγκυβέρνησης. Πιο αδιάλλακτα παρουσιάζονταν το Κομμουνιστικό κόμμα και η Χρυσή Αυγή, με τα δυο κόμματα να μην αλλάζουν σημαντικά την στρατηγική τους και να (αυτο)απομονώνονται, μένοντας μακριά από κάθε σενάριο συγκυβέρνησης.
Στην αναμέτρηση της 17ης Ιουνίου, η Νέα Δημοκρατία κατάφερε να εξασφαλίσει και πάλι την πρώτη θέση αυξάνοντας τα ποσοστά της κατά, περίπου, 11 μονάδες (29,66%). Δεύτερο κόμμα αναδείχθηκε και αυτή την φορά ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς – Ενωτικό Κοινωνικό Μέτωπο συγκεντρώνοντας 26,89% (10,1% παραπάνω από τις εκλογές του Μαΐου). Σύμφωνα με το κοινό exit poll που πραγματοποίησαν οι Metron Analysis, Alco, Marc, MRB και Opinion, αρκετοί ψηφοφόροι από τα μικρότερα κόμματα μετακινήθηκαν προς τους δυο αυτούς “νεους” πόλους, αποδικνύοντας για άλλη μια φορά την έλλειψη κομματικής ταύτισης και την ρευστότητα του πολιτικού τοπίου. Ως τρίτη δύναμη αναδείχθηκε το ΠΑΣΟΚ, χάνοντας, ωστόσο, σχεδόν μια εκλογική μονάδα (12,28%), με τους Ανεξάρτητους Έλληνες να ακολουθούν έχοντας απολέσει πάνω από 3 ποσοστιαίες μονάδες (7,51%). Μεγάλες απώλειες σημείωσε και το Κομμουνιστικό Κόμμα συγκεντρώνοντας το 4,51% των ψήφων, ενώ στα ίδια ποσοστά παρέμειναν η Χρυσή Αυγή (6,92%) και η ΔΗΜΑΡ (6,26%). Παράλληλα, τα ποσοστά της αποχής εξακολουθούσαν να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα σημειώνοντας “αριθμό-ρεκόρ”, με το 37,51% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων να μην συμμετέχει στις εκλογικές διαδικασίες.
Με την αυτοδυναμία να μοιάζει, πλέον, μακρινό όνειρο άλλων εποχών, η δημιουργία ενός κυβερνητικού σχηματισμού με την στήριξη άλλων κομμάτων ήταν μονόδρομος. Ο Αντ. Σαμαράς, έχοντας στα χέρια του την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προχώρησε στον σχηματισμό της κυβέρνησης Εθνικής Ευθύνης με κυβερνητικούς εταίρους το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα και την Δημοκρατική Αριστερά, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο 179 κοινοβουλευτικές έδρες.
Εκλογές 2015: η επόμενη μέρα του πολιτικού συστήματος
Ύστερα από τον πολιτικό “σεισμό” των διπλών εκλογικών αναμετρήσεων του 2012 αλλά κυρίως μετά τις νικηφόρες για τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ευρωεκλογές του 2014, το κόμμα της Αριστεράς, ήταν αυτό που λέγεται στην πολιτική καθομιλουμένη, μια “κυβέρνηση εν αναμονή”. Η δυναμική που σταδιακά είχε κερδίσει από τους πρώτους σφοδρούς μήνες της μνημονιακής εποχής σε συνδυασμό με την κατάρρευση του άλλοτε κραταιού στο χώρο της κεντροαριστεράς ΠΑ.ΣΟ.Κ., δημιουργούσε γύρω από το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα όλες τις ευνοϊκές συνθήκες πολιτικής ανόδου και κυριαρχίας του στο πολιτικό σύστημα. Η δεξαμενή της δυναμικής του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στηρίχτηκε στην πάνδημη δυσαρέσκεια της πρώτης περιόδου των πολιτικών λιτότητας, ενώ υποδέχτηκε ένα μεγάλο ποσοστό της εκλογικής βάσης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και άλλων πολιτικών δυνάμεων που ταυτίστηκαν με την πρώιμη μνημονιακή περίοδο.
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στήριξε την εκλογική του άνοδο και κυριαρχία στο πολιτικό σύστημα αφενός στον άξονα μνημόνιο – αντιμνημόνιο ο οποίος συνέχισε να συνυπάρχει μαζί με τον ελαφρώς ενισχυμένο παραδοσιακό άξονα διαίρεσης Δεξιάς – Αριστεράς. Οι δύο αυτές διαιρετικές τομές συνέπλευσαν παράλληλα καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης μνημονιακής περιόδου, ενώ σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των εκλογών “ανατροπής” ή ορθότερα αποευθυγράμμισης του πολιτικού συστήματος τον Μάϊο και Ιούνιο του 2012 έδωσαν στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τα απαραίτητα πολιτικά και κοινωνικά “καύσιμα” που τον οδήγησαν μέχρι την πρωτιά στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Η ουσιαστική επανίδρυση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μετά τις δίδυμες εκλογές του 2012 δημιούργησε μια παράταξη με σαφή διεισδυτικότητα στα νεανικότερα, πιο μοντέρνα αλλά και λαϊκότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Θέτοντας τον εαυτό του ως τον βασικό εκπρόσωπο του αντιμνημονιακού μπλοκ πολιτικών δυνάμεων υποδέχτηκε όπως ήταν αναμενόμενο και το μεγαλύτερο ποσοστών των “απογοητευμένων” ψηφοφόρων του πολιτικού συστήματος που γεννήθηκαν από την παλίρροια των πολιτικών λιτότητας.
Η αλλαγή πολιτικού ορίζοντα ενός κρίσιμου μέρους του εκλογικού σώματος όπως αποτυπώθηκε στις εκλογές του 2012 κεφαλαιοποιήθηκε από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. σε μια δυναμική συμμαχία η οποία επιβεβαίωσε την κυριαρχική της θέση στο πολιτικό σύστημα με τις πρώτες εκλογές του 2015. Μετά τις πρώτες εκλογές τον Ιανουάριο του 2015, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αναγκάστηκε στη βάση του άξονα “μνημόνιο – αντιμνημόνιο” να συγκυβερνήσει με την μοναδική πολιτική δύναμη πλην Κ.Κ.Ε. που δεν είχε “μολυνθεί” και στιγματιστεί από την εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας, τους νεόκοπους στην πολιτική σκηνή “Ανεξάρτητους Έλληνες” του Πάνου Καμμένου. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. πρώτευσε σε αυτή την εκλογική μάχη κόβοντας πρώτος το νήμα με 36,3% σε μια επτακομματική Βουλή, με τον βασικό της πολιτικό αντίπαλο τη Ν.Δ. του Αντώνη Σαμαρά να ηττάται μεν αλλά με ένα ποσοστό (27,8%) που επιβεβαίωσε τη σταθερότητα της δεξιάς παράταξης στο πολιτικό και κομματικό σύστημα.
Οι πρώτοι μήνες κύλησαν σε καθεστώς ασφυκτικής πίεσης για την ετερόκλητη κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ. εντός και εκτός Ελλάδος με διακύβευμα την παράταση ή μη των πολιτικών λιτότητας και την σύμπλευση στο μνημονιακό άρμα. Η κατάσταση κορυφώθηκε σχετικά σύντομα, φτάνοντας στην απόλυτη limbo της ελληνικής πολιτικής ζωής τουλάχιστον για την προηγούμενη δεκαετία, την προκήρυξη δημοψηφίσματος σχετικά με τη συνέχιση των προγραμμάτων οικονομικής σταθερότητας. Το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 αποτέλεσε μια θρυαλλίδα πολιτικών μεσοπρόθεσμων διεργασιών στο πολιτικό σύστημα. Παρά την σαφή επικράτηση των δυνάμεων της “αντιλιτότητας”, το αποτέλεσμα σχετικοποιήθηκε σχεδόν ακαριαία με την προσυπογραφή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. σε ένα νέο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής και την προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία μέσω νέων εκλογών όπου ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αναζήτησε την ανανέωση της πολιτικής εντολής που είχε λάβει μόλις πριν εννέα μήνες. Το εντυπωσιακό έως και παράδοξο με την δεύτερη αναμέτρηση τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους είναι η διατήρηση των ποσοστών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. παρά την “προσαρμογή” στις μνημονιακές επιλογές.
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ενώ απώλεσε σημαντικό ποσοστό του στελεχιακού και πολιτικού του προσωπικού στο δρόμο προς τις δεύτερες κάλπες, διατήρησε τη δυναμική του τερματίζοντας πρώτο με μόνο μία μονάδα διαφορά από τα ποσοστά που έλαβε τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχε επιβεβαιώσει την αλλαγή πολιτικής πλεύσης ενός μέρους του εκλογικού σώματος όπως αυτή είχε ξεκινήσει να διαμορφώνεται ήδη από τις εκλογές αποστοίχισης του 2012, σχηματίζοντας με την δεύτερη σε ποσοστά Ν.Δ. ένα αποδυναμωμένο μεν αλλά σαφή δικομματισμό. Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου είναι οι εκλογές της επανευθυγράμμισης του πολιτικού συστήματος με δύο βασικούς πόλους τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και τη Ν.Δ. Αυτή η σταθεροποίηση σε έναν ισχνό δικομματισμό επαληθεύτηκε με καθαρότητα στις εκλογές του 2019 όπου παρά την ήττα του και κυρίως μια επίπονη διακυβέρνηση εντός μνημονιακών πλαισίων κατάφερε να διατηρηθεί στη θέση ενός εκ των δύο κυρίαρχων πόλων του κομματικού συστήματος.
Συμπερασματικά ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ενώ ερωτεύτηκε και απομαγεύτηκε σύντομα από το κοινό που τον στήριξε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2015, δεν αποτέλεσε ταυτόχρονα ένα “πεφταστέρι” της πολιτικής και οικονομικής “μη κανονικότητας” της προηγούμενης δεκαετίας. Το αντι-ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ρεύμα που γιγαντώθηκε κυρίως μετά την δεύτερη κυβερνητική θητεία εντός του πολιτικού συστήματος δεν αποτέλεσε ικανό παράγοντα να καταστήσει το κόμμα της αριστεράς ένα θνησιγενές κομματικό τέκνο της κοσμογονίας των μνημονίων. Αναμφίβολα όμως, οι βασικές πολιτικές και ιδεολογικές συνιστώσες του του αντι-ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μετώπου, παραμένουν ενεργές και αποτέλουν εμπόδιο για οποιαδήποτε μελλοντική επιτυχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Συντάκτες: Ιωάννης Μαρινάκης, Σάββας Ασικίδης, Νεφέλη Πρεβεδουράκη
Μέρος 1ο