Τα τελευταία χρόνια, η εισαγωγή της τεχνολογικής καινοτομίας στην άμεση καθημερινότητά μας, και ιδίως οι επιπτώσεις της στην οικονομία και την αγορά εργασίας, έχει αναδειχθεί σε ένα από τα δημοφιλέστερα θέματα μελλοντολογικής έπαρσης. Συχνά βλέπουμε και ακούμε για μια τεχνητή νοημοσύνη που διαστρεβλώνει την ανθρώπινη συνείδηση και υποκαθιστά τη νοημοσύνη μας, για εκλεπτυσμένες μηχανές που έρχονται στα εργοστάσιά μας και μας παίρνουν τις δουλειές, για επαγγέλματα που είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν, μεταξύ άλλων. Η αλήθεια είναι ότι πολλές από αυτές τις ανησυχίες δεν είναι εντελώς άστοχες, και δεν μπορούμε να πούμε σε βιοπαλαιστές που εξαρτώνται από τη δουλειά τους ότι οι φόβοι τους είναι παράλογοι. Ωστόσο, αξίζει να αναρωτηθούμε πώς διαμορφώνεται το θέμα ενταγμένο στη μεγάλη εικόνα και τί προκύπτει τελικά σχετικά με τη χρονικότητά του: το μέλλον, και κυρίως το παρόν του ανταγωνισμού εργασίας και της αυτοματοποίησης.

Αρχικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το μόνο κοινό στοιχείο που τέμνει διαχρονικά την ιστορία της ανθρωπότητας, είναι η εκμετάλλευση. Από την πρώτη περίοδο της αγροτικής επανάστασης στην αρχαία Μεσοποταμία, μέχρι τα φεουδαρχικά βασίλεια του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα και το σύγχρονο κράτος της Βιομηχανικής Επανάστασης, η συνισταμένη που προκύπτει είναι η ανάθεση του κύριου (και συνήθως ολόκληρου του) όγκου της παραγωγικής δραστηριότητας στην ευρεία μάζα του πληθυσμού. Διάφορα οικονομικά και κοινωνικά συστήματα πέρασαν, χωρίς ωστόσο να εξαφανίζεται ποτέ η ανάγκη οικειοποίησης της μαζικής εργατικής δύναμης, και μάλιστα στον ίδιο βαθμό.

Έτσι, φαίνεται ότι όσο ανατρεπτική και να είναι μια τέτοια Επανάσταση για τη ζωή μας, όταν τα πράγματα ηρεμούν, ανακαλύπτουμε το ίδιο δεδομένο. Και δεν πρέπει να υποτιμούμε αναχρονιστικά την ισχύ τους. Έχοντας υπόψη τα δεδομένα των εποχών τους, φαίνεται ότι αποτελούσαν ανάλογα σοκ με αυτό που αντιμετωπίζουμε εμείς.

Ιστορικά, δεν είναι η πρώτη φορά που η ανησυχία για τον ρόλο της τεχνολογίας είναι τόσο διάχυτη. Η εκμηχάνιση της Βιομηχανικής Επανάστασης (ένα σοκ ανάλογο και παρόμοιας φύσης με την αυτοματοποίηση) προκάλεσε παρόμοιες ενστάσεις με αυτές που ακούμε σήμερα. Το κίνημα των Λουδιτών είναι διαβόητο για τη μαχητικότητά του: ήταν οι εργάτες που εισέβαλαν στα εργοστάσια και διέλυαν τις μηχανές, που έβλεπαν ως υπαρξιακούς εχθρούς. Πολλά άλλαξαν τότε – οι αγρότες εγκατέλειψαν την ύπαιθρο οι πόλεις γιγαντώθηκαν, παραδοσιακά επαγγέλματα ξεπεράστηκαν. Το μόνο που δεν μεταβλήθηκε, ήταν η ανάγκη για εργασία. Τα νέα εργοστάσια απορρόφησαν τους «ηττημένους» της εκβιομηχάνισης, και έτσι φτάνουμε στο σήμερα.

Σε ένα άλλο επίπεδο, οι επιφανειακοί αφορισμοί περί «εργασιακής αντικατάστασης», αγνοούν και ένα άλλο σημαντικό στοιχείο: τις διαφορετικές ταχύτητες της αυτοματοποίησης εντός της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας. Αν εκκινήσουμε την ανάλυση στη βάση ενός συμβατικού προτύπου «δυτικής» βιομηχανικής παραγωγής, κρίνεται σκόπιμο να τη χωρίσουμε σε τρία στάδια- της παραγωγής καθεαυτής, της υποστήριξης και της διανομής.

Η ευρεία πλειοψηφία των πιο απαισιόδοξων αναλύσεων επικεντρώνεται στον πρώτο τομέα. Εκεί, η πρόοδος της αυτοματοποίησης είναι όντως εντυπωσιακή και είναι εύλογο να αναρωτιέται κανείς για τις δυνατότητες που έχει και που θα μπορούσε να έχει. Ωστόσο, ανάλογες καινοτομίες δεν έχουν εισαχθεί ακόμα στους άλλους δύο τομείς. Ειδικά όσον αφορά την υποστήριξη της παραγωγικής διαδικασίας (που μπορεί να περιλαμβάνει από την προμήθεια πρώτων υλών, μέχρι την υλικοτεχνική κάλυψη των παραγωγικών δομών), φαίνεται ότι λόγω του εύρους και της φύσης των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνει, ο ανθρώπινος παράγοντας παραμένει κομβικός για την επιτυχή διευθέτηση των ζητημάτων που προκύπτουν και για την εκπλήρωση των αναγκαίων λειτουργιών. Ακόμα και στο πεδίο της διανομής, αν και κατά διαστήματα παρουσιάζονται δοκιμαστικές απόπειρες εισαγωγής (όχι απαραίτητα αυτοματοποιημένης) τεχνολογίας, τα βήματα αυτά είναι αρκετά πρόωρα και η αξιοποίηση ανθρώπινου δυναμικού δεν φαίνεται να απειλείται άμεσα.

Αλλά ούτως ή άλλως, όπως δείχνουν οι ιστορικές περιστάσεις που αναλύθηκαν ανωτέρω, η ανάγκη για εργασία (και μάλιστα μαζική) δεν έχει εκλείψει ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η κάθε παραγωγική Επανάσταση (σαρωτική για τα ιστορικά της συμφραζόμενα) απλά μετασχημάτισε τον τύπο της εργασίας που θεωρείται αναγκαίος, αντί να την απεμπολήσει ολωσδιόλου. Το μέλλον της ήταν πάντα εξασφαλισμένο.

Εν κατακλείδι, το κύριο μειονέκτημα της μαντικής είναι ότι αναπόφευκτα ερμηνεύουμε το μέλλον βάσει της σημερινής μας αντίληψης (ή και της χθεσινής). Αυτό είναι απολύτως λογικό, στο βαθμό που τα δεδομένα του μέλλοντος αποκαλύπτονται εν καιρώ. Αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύει την αυθαιρεσία του όλου εγχειρήματος. Αντί λοιπόν να επικεντρώνεται η συζήτηση στην κινδυνολογία για μια απροσδιόριστη δυστοπία, πρέπει να σκεφτούμε πώς μπορούμε να στηρίξουμε έμπρακτα τους ανθρώπους που θα πληγούν από την μετάβαση και να την καταστήσουμε όσο πιο ομαλή γίνεται. Και έτσι αφήνουμε πίσω μας και μια κληρονομιά – αυτό για τους πιο φιλόδοξους.

Συντάκτης: Ανδρέας Κυριάκου