Τα τελευταία χρόνια, μια πληθώρα κρατών της υφηλίου καταπονείται από συνεχείς και πολλαπλές οικονομικές κρίσεις, οι οποίες αποδεικνύονται επιζήμιες για την εγχώρια πολιτικοκοινωνική και οικονομική σταθερότητα τους, προκαλώντας με τη σειρά τους σοβαρή ανατάραξη και στασιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης των οικονομικά πληγέντων κρατών, γεγονός που σαφώς συνδέεται και με την οικονομική εξαθλίωση ανάμεσα στους κατοίκους, σημαντικό ποσοστό των οποίων ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας με την πρόσβαση σε βασικά αγαθά και είδη πρώτης ανάγκης να περιορίζεται ολοένα και περισσότερο –ενώ για κάποιους ανθρώπους να αποτελεί ακόμα και άπιαστο όνειρο η απόκτηση αυτών-. Στο προηγούμενο άρθρο, πραγματοποιήθηκε ιδιαίτερη ανάλυση των εξελίξεων που επικρατούν στο κράτος του Πακιστάν, με το κράτος της Νότιας Ασίας να βιώνει μια έντονη οικονομική κρίση. Στο παρόν άρθρο, η οικονομική ανάλυση και εστίαση επαναπροσδιορίζεται από τη γεωγραφική περιοχή της Νότιας Ασίας, στην ήπειρο της Νότιας Αμερικής και συγκεκριμένα προς την τρίτη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής, την Αργεντινή.

Το κράτος της Αργεντινής, πρόκειται για μια περίπτωση άξιας αναφοράς. Το ιστορικό φάσμα της, φανερώνει πως η χώρα έχει βρεθεί αντιμέτωπη αφενός με στιγμές οικονομικής ευημερίας, αφετέρου όμως και με αρκετές στιγμές οικονομικής κατάρρευσης και παρακμής: Με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης το 1929, η Αργεντινή βρισκόταν ανάμεσα στις ελάχιστες περιπτώσεις χωρών που δεν επλήγησαν άμεσα από τις δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης. Ύστερα του ξεσπάσματος του οικονομικού κραχ, η χώρα παρουσίασε μια μικρή ανάκαμψη. Η φήμη της παγκοσμίως ως πλουσίου κράτους με σημαντική εκβιομηχάνιση και ανάπτυξη στο δυναμικό της , άρχισε σταδιακά να φθείρεται και να ξεθωριάζει λόγω αναταραχών στο πολιτικό της σύστημα το χρονικό διάστημα 1949-1963, με αποκορύφωμα τη στρατιωτική δικτατορία του 1976-1983, στερούμενη έτσι της διεθνής αίγλης της.

Από το 1982 και έπειτα, το οικονομικό προφίλ της Αργεντινής, αποτελεί το εξής: Αύξηση του δημοσίου χρέους, εξασθένιση της εκβιομηχάνισης και της οικονομικής ανάπτυξης, με μια σειρά κυβερνήσεων να προσπαθεί να βελτιώσει την κατάσταση δίχως αποτέλεσμα, αλλά και με ένα σύνολο περίπου 400.000 επιχειρήσεων και εταιρειών να οδηγούνται αργά ή γρήγορα στην πτώχευση. Η ύφεση στο ισοζύγιο πληρωμών η οποία προκλήθηκε από ένα μεγάλο ποσοστό περιστατικών φοροδιαφυγής έφτασε σε απροχώρητα επίπεδα από το 1975 έως και το 1990, δημιουργώντας σταδιακά την αρχή του τέλους για το κράτος της Λατινικής Αμερικής: Την κατάρρευση της οικονομίας της την χρονική περίοδο 2001-2002. Τα οικονομικά δεδομένα του 2002, θύμιζαν εποχές δεκαετίας του 1930, με το εθνικό νόμισμα «πέσο» να έχει χάσει την αξία του κατά 70% και με τα ποσοστά ανεργίας να καταγράφουν σημαντική άνοδο στο 25%.

Μέχρι και το 2008 το Α.Ε.Π της χώρας παρουσίασε μια μικρή ανάπτυξη, προκαλώντας ένα μικρό αίσθημα αισιοδοξίας. Δημιουργήθηκαν περίπου 5 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας, με τα επίπεδα φτώχειας να ελαττώνονται στο 18%, μια κατάσταση ελαφρώς καλύτερη από τα δεδομένα του 2002. Παρόλο της σχετικής αυτής οικονομικής προόδου, ο σταθερά υψηλός πληθωρισμός του κράτους επισκίαζε τις κυβερνητικές οικονομικές πολιτικές για μια ενδεχόμενη οικονομική ανάκαμψη της Αργεντινής, με τα ποσοστά να υποδεικνύουν άνοδο κατά 9% το 2006 –με συναφείς πληροφορίες να αναφέρουν ακόμα και αύξηση κατά 12 με 15% το ίδιο έτος- ενώ για το 2008, ο πληθωρισμός ξεπερνούσε σχεδόν το 15%. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, βρήκε την Αργεντινή σε χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης, εξέλιξη η οποία σχετικά ξεπεράστηκε με περικοπές στους φόρους ύψους 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων αλλά και με την προσπάθεια εθνικοποίησης των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, ώστε να αποπληρωθούν τα εθνικά χρέη της χώρας. Κατόπιν της οικονομικής ύφεσης του 2001-2002, το κράτος της Αργεντινής βίωσε άλλη μια περίπτωση οικονομικής κατάρρευσης αυτή τη φορά σχεδόν μια δεκαετία αργότερα και συγκεκριμένα το 2014, έτος κατά το οποίο η χώρα βρέθηκε σε συνθήκες αδυναμίας εξοφλήσεως των οφειλών που χρωστούσε σε μια σειρά πιστωτών και δανειστών.

Τα προαναφερθέντα γεγονότα, οδηγούν στις τρέχουσες εξελίξεις των τελευταίων τεσσάρων ετών: Η Αργεντινή εντάχθηκε στον «μακρύ κατάλογο» των χωρών-πελατών του Διεθνές Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) το 2018, λαμβάνοντας μάλιστα το πακέτο δανεισμού των 57 δισεκατομμυρίων δολαρίων –το μεγαλύτερο ποσό που έχει λάβει ποτέ μια χώρα, σε ολόκληρο το ενεργητικό του διεθνούς οργανισμού από τις απαρχές της δημιουργίας του το 1947. Από τα συνολικά 57 δισεκατομμύρια δολάρια που έλαβε το κράτος της Νότιας Αμερικής από το ΔΝΤ το 2018, τα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν κατάφερε να αποπληρώσει μόνο  17 δισεκατομμύρια δολάρια, κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα πως η χώρα οφείλει στον διεθνή πιστωτή το σύνολο των 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι και την σήμερον ημέραν. Οι πολιτικές της κυβέρνησης του νυν Προέδρου της Αργεντινής Αλβέρτο Φερνάντες το 2020, οι οποίες στόχευαν στην τύπωση χρήματος, στους συναλλαγματικούς ελέγχους, αλλά και στο πάγωμα των τιμών, αποδείχθηκαν ανούσιες και ανίκανες ώστε να σώσουν την Αργεντινή από την πλήρη καταστροφή της, και αντιθέτως συνέβαλλαν στην ακόμη περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού στο εσωτερικό του κράτους, οδεύοντας στην αδυναμία εξόφλησης των χρηματικών υποχρεώσεων πρωτίστως στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αλλά και στη συνέχεια σε ένα πλήθος διαφόρων πιστωτών, με το εξωτερικό χρέος της Αργεντινής όσον αφορά τουλάχιστον το 2020 να ανέρχεται στα 500 δισεκατομμύρια δολάρια. Παρόλο της μη πλήρης εξόφλησης του χορηγουμένου από το ΔΝΤ πακέτου βοηθείας του 2018, Μπουένος Άιρες και εκπρόσωποι του διεθνούς οργανισμού κατέληξαν σε μια ακόμη χρηματική συμφωνία τον Ιανουάριο του 2023, αυτή τη φορά για παροχή δανείου ύψους 44 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η χώρα της Λατινικής Αμερικής, βρίσκεται πλέον σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης: Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, ο πληθωρισμός στη χώρα μέχρι τον Απρίλιο του 2023, άγγιξε το 109%. Συμπληρωματικά, μέχρι τον μήνα Φεβρουάριο η αύξηση των τιμών έφτασε το 102,5%, ενώ μέχρι τον Μάρτιο το 104,3%. Αυτά τα δεδομένα, επαληθεύουν κατά πολύ τις εκτιμήσεις των ειδικών για ανόδο του πληθωρισμού έως τον Απρίλιο του φετινού έτους κατά 8,4% σε σχέση με τα απερχόμενα έτη, τη στιγμή που αρχικές μελέτες των ιδίων έκαναν λόγο για όξυνση του πληθωρισμού κατά 7,5%. Πρόκειται για τα χειρότερα και υψηλότερα ποσοστά που καταγράφτηκαν ποτέ στην οικονομία της χώρας από την δεκαετία του 1990, περίοδο κατά την οποία σύμφωνα με πληροφορίες οι τιμές ξεπερνούσαν ακόμη και το 3.000%. Τα πράγματα δεν φαίνονται ευοίωνα ούτε όσον αφορά την ισοτιμία του εθνικού νομίσματος, με το πέσο να στερείται 23% -ίσως και 35%- της αξίας του έναντι του αμερικανικού δολαρίου όπως αναφέρει το Bloomberg, ωθώντας έτσι τη χώρα ολοένα περισσότερο στη δύνη της πτώχευσης και της χρεοκοπίας.

Μια τρομακτική ανακάλυψη, αποτελεί το γεγονός πως η κλιματική αλλαγή και ότι συνεπάγεται με αυτή έχει κάνει αισθητή την παρουσία της με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, συμβάλλοντας στην ακόμη μεγαλύτερη οικονομική κατάρρευση χωρών που πλήττονται ήδη από οικονομική κρίση. Στην ανάλυση των οικονομικών συνθηκών του Πακιστανικού κράτους που προηγήθηκε της ανάλυσης αυτής, έγινε αναφορά των πλημμυρών του περασμένου θέρους οι οποίες έπληξαν τη χώρα, αφήνοντας σχεδόν ερείπια στο πέρασμα τους και ισοπεδώνοντας σχεδόν το σύνολο του αγροτικού και παραγωγικού τομέα του Πακιστάν. Δυστυχώς, η Αργεντινή αντιμετωπίζει ομοίως την ορμητικότητα της κλιματικής αλλαγής με μια πρωτοφανής ξηρασία να έχει πλήξει τη χώρα περιορίζοντας ακόμη περισσότερο τα περιθώρια για μια πιθανή μελλοντική ανάκαμψη και δημιουργίας ενός κλίματος ελπίδας. Και η Αργεντινή όπως και το Πακιστάν, στηρίζονται εκτενώς στον αγροτικό τομέα. Η χώρα αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγό σε σογιάλευρο μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Βραζιλιάνικο κράτος, ενώ καθίσταται και ο τρίτος μεγαλύτερος προμηθευτής καλαμποκιού παγκοσμίως. Οι έρευνες του Συμβουλίου Εμπορίου της τρίτης σημαντικότερης πόλης της Αργεντινής Ροσάριο, προβλέπουν πως το 2023 η παραγωγή σόγιας θα μειωθεί στο 22%, ενώ οι 27 εκατομμύρια τόνοι που θα συγκομιστούν φέτος θα αποτελέσουν τους χαμηλότερους των τελευταίων 15 ετών σύμφωνα με συναφείς αναλύσεις του Συμβουλίου. Αναμένεται -όπως άλλωστε είναι φυσικό- πως οι επιπτώσεις της ξηρασίας στον τομέα της καλλιέργειας και της αγροτικής παραγωγής να αναπαράγει ένα ντόμινο δυσοίωνων εξελίξεων στο οικονομικό σύστημα της Αργεντινής, με ορισμένες από αυτές να αποτελούν σαφώς αυτών της υποπληρωμής και συνακολούθως της στέρησης εργασιών από ανθρώπους που απασχολούνται στον τομέα της γεωργίας, καθώς και ύπαρξης ζημιών και κατά επέκταση πτώχευσης επιχειρήσεων και εταιρειών που επωφελούνται της γόνιμης και εύφορης γης της Αργεντινής. «Πολλοί άνθρωποι στον μεταποιητικό ή κατασκευαστικό τομέα θα χάσουν εισοδήματα λόγω της ξηρασίας», συμπληρώνει ο Επικεφαλής οικονομολόγος της συμβουλευτικής εταιρείας Eco Views Αντρέ Μπόρενσταϊν μέσω συνέντευξης του στο Bloomberg.

Στην επικράτεια του κράτους, ένας στους τέσσερις πολίτες στατιστικώς αντιμετωπίζει ανείπωτες συνθήκες διαβίωσης, με το 40% των Αργεντινών να ζει σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Για το πώς θα διαμορφωθεί το οικονομικό τοπίο της χώρας το τρέχον έτος 2023, επικρατεί μια ποικιλία προβλέψεων και εκτιμήσεων: Ξεκινώντας από τις προβλέψεις της κεντρικής τράπεζας της Αργεντινής, οι οποίες κάνουν λόγο για συνολική αύξηση του πληθωρισμού στο 126% έως και το πέρας του έτους, σειρά έχουν οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ με υποβάθμιση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μόλις στο 0,2% ποσοστό μικρότερο από  2% που άγγιζαν οι εκτιμήσεις  του οργανισμού πρότινος, σε συνδυασμό με μελέτες ενός συνόλου οικονομολόγων του Μπουένος Άιρες, που προβλέπουν  άμβλυνση της οικονομίας της χώρας κατά 4% φέτος. Μια ομάδα οικονομικών επιστημόνων έχει επιπλέον επικεντρωθεί στις εκτιμήσεις για τα επίπεδα ανάπτυξης του Α.Ε.Π, οι οποίες απεικονίζουν πτώση του ακαθόριστου εγχώριου προϊόντος στο 3%, μέχρις ότου το 2024 κάνει την εμφάνιση του.

Αποτελεί πλέον αναμφισβήτητο γεγονός, πως για μια χώρα η οποία βρίσκεται αρκετά συχνά στην ιστορία της στο έλεος της οικονομικής πτώχευσης, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται περισσότερο ορατές και δυσβάσταχτες στην εγχώρια πραγματικότητα της, σύμφωνα και με τα παραπάνω δεδομένα. Μαίνεται να γίνει φανερό πως θα εξελιχθούν τα πράγματα το επόμενο διάστημα, ενόψει και των προγραμματισμένων εθνικών εκλογών του Οκτωβρίου.

Συντάκτης: Μαρία Ανδρίκου

Πηγές: