Πολλοί θα συμφωνούσαν με την άποψη ότι οι διεθνείς σχέσεις μπορούν να παρομοιαστούν με σεισμογενείς περιοχές, όπου ελάχιστοι δύνανται να προβλέψουν με βεβαιότητα τον τόπο και τον χρόνο κάποιας σεισμογενούς έξαρσης. Για τους χρόνους μας, η παραπάνω διατύπωση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα τη στιγμή που η ανθρωπότητα βιώνει ένα πρωτοφανές mutatis mutandis και πολλαπλές μεταβολές συσσωρεύονται στον ορίζοντα, μετατοπίζοντας ή ακόμα και ανατρέποντας την παγκόσμια ισορροπία ισχύος. Το πλαίσιο αυτό αντικατοπτρίζει τις σημερινές πλέον σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα με αποκορύφωμα την ρωσο-ουκρανική σύγκρουση, η οποία με την σειρά της οδήγησε και στην ανάδυση νέων δυνάμεων στο διεθνές πολιτικό σύστημα.

Πιο αναλυτικά, η πολιτικοοικονομική εμπλοκή της Κίνας στο δυτικό κόσμο εντοπίζεται λίγο μετά τη δημοσιονομική κρίση του 2008, ισοφαρίζοντας την αμερικανική επιρροή στην Ευρώπη και προωθώντας την νοτιοανατολική Ασία στην παγκόσμια στρατιωτική και γεωπολιτική σκακιέρα. Μάλιστα, οι συνεχείς επισκέψεις του κινέζου πρωθυπουργού, Γουεν Τζιαμπάο, στις χώρες της ευρωπαϊκής κρίσης το 2011 επισφραγίστηκαν με την προσφορά δανείων και την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων, κινήσεις που επισκίασαν την ισχύ των Η.Π.Α. και ανέδειξαν την ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση των ευρωπαϊκών εξαγωγών από την κινεζική αγορά. Ταυτόχρονα, η ηγεσία της Κίνας είχε αντιληφθεί πλήρως τη σημασία της Ευρώπης στον αναδυόμενο γεωπολιτικό αγώνα, γαλουχώντας παράλληλα μια νέα προοπτική μείωσης του ατλαντισμού.

Με τον ίδιο τρόπο αντανακλά η επανεκλογή του Σι Τζινπίνγκ για τρίτη συνεχόμενη φορά στα καθήκοντα του Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Συγκεκριμένα, η εξωτερική πολιτική της Κίνας εστιάζει στην εφαρμογή ήπιας ισχύος, αναπτύσσοντας το Δόγμα «Ειρηνική Ανάπτυξη» (Peaceful Development), με το οποίο επιδιώκει την οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών μέσω της επίλυσης των εσωτερικών της ζητημάτων. Συγχρόνως, το Πεκίνο προσπαθεί να πετύχει τη διεύρυνση του στη Δύση κυρίως μέσα στα πλαίσια των οικονομικών, πολιτικών και κανονιστικών σφαιρών επιρροής. Η εισβολή δε της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι μετέπειτα εξελίξεις, στάθηκαν ευνοϊκοί παράγοντες για την εκπλήρωση της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς οι διεθνείς κυρώσεις έναντι της Ρωσίας δημιούργησαν προσοδοφόρο έδαφος για την σύναψη νέων εμπορικών σχέσεων και εκ των πραγμάτων πιο ουσιαστικό και ενεργό ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή.

Από την άλλη πλευρά, οι Ηνωμένες Πολιτείες απέτυχαν να αναλύσουν το νέο διεθνές περιβάλλον και σήμερα η πάλαι ποτέ μοναδική υπερδύναμη, που κάποτε είχε αναχαιτίσει την ΕΣΣΔ, έχει εισέλθει σε φθίνουσα πορεία. Πιο συγκεκριμένα, ο πρώτος στρατηγικός στόχος των Ηνωμένων Πολιτειών στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο συνιστά τον απόλυτο έλεγχο της Γηραιάς Ηπείρου και την ενδυνάμωση των στρατιωτικών σχέσεων με τους συμμάχους του Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Η εξασθένιση της Ρωσίας μέσω ενός πολέμου φθοράς ( στρατιωτικές ζημίες, διεθνείς κυρώσεις) αποτελεί εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για να πετύχουν τον παραπάνω στόχο. Με άλλα λόγια, η επίτευξη αυτού θα μπορούσε να εξασφαλίσει την παραμονή των Η.Π.Α. στη θέση της μοναδικής υπερδύναμης, αν συγχρόνως πετύχαινε και την πολιτική απομάκρυνση της Κίνας από τη δυτική πλευρά.

Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η ρωσο-ουκρανική σύγκρουση όχι μόνο δεν αποδυνάμωσε το Κρεμλίνο, καθώς συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Η Ρωσία στράφηκε με γοργούς ρυθμούς προς την Κίνα, αφενός λόγω του κοινού στόχου αναχαίτισης των ΗΠΑ ως υπερδύναμη και αφετέρου των νέων εμπορικών προτάσεων που θα ανακύψουν από μία εν δυνάμει συνεργασία των δύο χωρών. Ουσιαστικά, η Κίνα θα είναι σε θέση να οικοδομήσει μία συμμαχία η οποία θα μπορεί να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ και να προσεγγισει τους στρατιωτικούς εταίρους της, ενώ η Ρωσία επιδιώκει την άμεση δραστηριοποίηση ενός αγωγού, σχεδιασμένος να προμηθεύει φυσικό αέριο την Κίνα μέσω της Μογγολίας.

Στο πλαίσιο αυτό γίνεται αντιληπτή η απουσία αλλά και η απομόνωση της Αμερικής από τη διεθνή πολιτική σκηνή. Πιο συγκεκριμένα, η Αμερική μετά από μια περίοδο «imperial overstretch», όπου οδήγησαν στα άκρα τις οικονομικές και στρατιωτικές δυνατότητές τους, αμέλησαν το δημόσιο χρέος και πλέον αδυνατούν να ανοικοδομήσουν την εσωτερική και εξωτερική πολιτική κάτω από μια τριπλή πίεση: της παγκόσμιας δημοσιονομικής κρίσης, των κινεζικών επεκτατικών βλέψεων αλλά και της ανάδυσης νέων οικονομικών δυνάμεων, όπως είναι η Βραζιλία και η Ινδία. Μάλιστα, οι χώρες των BRICS έχουν καταστήσει τη σύγχρονη σκοπιά της παγκοσμιοποίησης πολύμορφη και πολυεπίπεδη, ουδόλως αποκλειστικά αμερικάνικη.

Καταληκτικά, εύκολα μπορεί ο καθένας να πιστοποιήσει ότι τόσο οι κινήσεις της Κίνας όσο και της Αμερικής κινούνται στο χώρο του δογματισμού για τον αγώνα της επικράτησης στον παγκόσμιο σύστημα ισχύος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ρωσία, όντας απομονωμένη από τις διεθνείς αγορές, βρίσκει στην Κίνα τον σύμμαχο για την βιωσιμότητά της στην πολιτικοοικονομική σκηνή. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να υπολογίζεται και η εμφάνιση νέων βιομηχανικών δυνάμεων, οι οποίες με τη σειρά τους μπορούν να μεταβάλλουν την ισορροπία ισχύος. Απαιτείται, επομένως να αναλογιστούμε την διαμόρφωση των επόμενων δεκαετιών στο παγκόσμιο σύστημα με την Κίνα να πρωταγωνιστεί στην πρώην θέση των Ηνωμένων Πολιτειών και την θετική ή αρνητική έκβαση που θα εμφανίζει στους χρόνους μας.

Συντάκτης: Μαρία Δουμένη

Πηγές:

  • Calvocoressi, P. (2010). Η Διεθνής Πολιτική μετά το 1945 (Τόμ. Α’). Αθήνα: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥΡΙΚΗ.
  • Hoffmann, S. (2011). Χάος και Βία – Η παγκοσμιοποιήση, τα καταρρέοντα κράτη, η τρομοκρατία και η αμερικανική εξωτερική πολιτική. ΑΘΗΝΑ: Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
  • Jackson, R., & Sorensen, G. (2006). Θεωρία και Μεθοδολογία των Διεθνών Σχέσεων – Η σύγχρονη συζήτηση. ΑΘΗΝΑ: Gutenberg.
  • Κουλουμπής, Θ. (2008). Διεθνείς Σχέσεις Ισχύς και Δικαιοσύνη. (Ν. Σωτήρης, Επιμ.) Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.