Σε όσους αφελώς νομίζουν ότι η θεώρηση του Clausewitz περί πολέμου εξαντλείται στην φράση «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» επειδή έτυχε μονάχα αυτή να ακούσουν, ή γιατί όχι και τόσο τυχαία έχουν επιλέξει μεμονωμένα να την απομακρύνουν από το τεράστιο έργο αυτού του στρατιωτικού και διανοούμενου, το εν λόγω άρθρο οφείλει να δώσει μίαν εμπεριστατωμένη απάντηση παρμένη από τα ίδια τα κείμενα του Clausewitz, προκειμένου να αρθεί η άγνοιά τους.
Καταρχήν, ο ορισμός που έχει δώσει ρητά ο Clausewitz στο βιβλίο του «Περί Πολέμου» (“Vom Kreige”) είναι: «Μία πράξη βίας προορισμένη στο να καταναγκάσει τον αντίπαλο να εκτελέσει τη θέλησή μας». Ο άλλος και ο πιο διάσημος ορισμός, εννοώντας την «συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», δεν είναι παρά μία εξήγηση, ή όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, ένας συμπληρωματικός ορισμός για τον απλούστατο, μα συνάμα σημαντικότατο λόγο ότι ο πόλεμος αποτελεί αμιγώς πράξη πολιτική. Και αυτό, γιατί μετουσιώνει, κατά τον φιλόσοφο Julien Freund στο έργο του «Η ουσία του πολιτικού» (“L’ essense du politique”), την θεμελιωδέστερη ουσία της πολιτικής∙ την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο.
Εξάλλου ο πόλεμος – τουλάχιστον όχι ο απόλυτος στον οποίο θα αναφερθούμε αργότερα, αλλά ο πραγματικός – εφαρμόζει ή έστω οφείλει να εφαρμόζει τις επιταγές ενός πολιτικού σχεδίου∙ κάτι που τον καθιστά ένα όργανο της πολιτικής. Ας μην ξεχνάμε, η πολιτική είναι εκείνη που προκαλεί τον πόλεμο και όχι το αντίστροφο. Ο πόλεμος δεν είναι ούτε αυτοσκοπός, ούτε ανεξάρτητη μεταβλητή. Είναι σαφές επομένως, πως ο αφοπλισμός του εχθρού δεν θα είχε νόημα ελλείψει ενός γενικότερου πολιτικού πλαισίου, πως εν καιρώ πολέμου οι πολιτικές σχέσεις δεν σταματούν και δεν μετατρέπονται σε κάτι άλλο. Αντιθέτως, όπως λογοτεχνικά έθεσε ο Clausewitz, «τα νήματα που διαπλέκονται γύρω από τα πολεμικά γεγονότα δεν είναι παρά διαγράμματα μιας πολιτικής που συνεχίζεται μέσα στον πόλεμο μέχρι και την ειρήνη».
Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να επιμείνουμε στο εξής∙ ο πόλεμος είναι ένας εξαναγκασμός που χρησιμοποιεί τη βία. Στόχος του είναι η εξόντωση του αντίπαλου ανθρώπινου δυναμικού και η καταστροφή των πόρων του, ούτως ώστε να αναγκασθεί να υποταχθεί και να πραγματοποιήσει τη θέληση του ιδίου. Ο συνεχής ανταγωνισμός για την επιβολή της υπεροχής χάρη στη χρησιμοποίηση μέσων ανώτερων αυτών του αντιπάλου, από στρατιωτικής φύσεως μέχρι επιστημονικής, ή οικονομικής εξωθεί θεωρητικά στα άκρα τους αντιμαχόμενους. Μπορεί εν έτει 2023 ο πόλεμος να είναι αδιαμφισβήτητα καταδικαστέος – πόσω μάλλον στην Ευρώπη – και να πιστεύουμε ακράδαντα ότι η ανθρωπότητα στο σύνολό της έχει κάνει αξιοσημείωτα βήματα προς την ειρηνική επίλυση των διαφορών, συμπεριλαμβανομένου του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και της εξέλιξης της τεχνολογίας. Την εποχή, όμως, του Γαλλο-Πρωσικού Πολέμου (1871) που γράφει ο Clausewitz οι ακρότητες οριοθετούνταν από τις συμβατικές αναστολές, από λογικά αίτια όπως το συμφέρον της συνθηκολόγησης και από την ίδια την αντίπαλη πλευρά, όχι από την πρόοδο του πολιτισμού του έθνους. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι ο αντίπαλος καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να υπαγορεύσει τον νόμο του στον άλλο συνιστά αντιστάθμισμα στις ακρότητες.
Είναι, λοιπόν, σφάλμα κατά τον Clausewitz να παραγνωρίζουμε το στοιχείο της κτηνωδίας που εμπεριέχει ο πόλεμος μόνο και μόνο επειδή το αποστρεφόμαστε. Χωρίς αυτό φυσικά να συνεπάγεται ότι τα κράτη προβαίνουν σε εμπόλεμες συρράξεις από καθαρό μίσος. Ουκ ολίγες φορές πόλεμος έχει διεξαχθεί χωρίς οι στρατιώτες να τρέφουν για το αντίπαλο στρατόπεδο αισθήματα αντιπάθειας ή μίσους, δηλαδή αυτό που ο Clausewitz ονομάζει αίσθημα εχθρότητας – αν και για του λόγου το αληθές η αναπτέρωση του ηθικού που φέρνει η συστράτευση γύρω από τη δαιμονοποίηση του αντιπάλου αποβαίνει ιδιαίτερα χρήσιμη στο πεδίο της μάχης. Εκείνο, ωστόσο, που σε κάθε περίπτωση ενέχει ο πόλεμος είναι η εχθρική πρόθεση, η οποία συνιστά μία αμιγώς πολιτική στάση.
Σε τελική ανάλυση ο Clausewitz αντιμετωπίζει τον πόλεμο σαν ένα κοινωνικό γεγονός, που αν μη τι άλλο καταδεικνύει την προσήλωση μιας πολιτικής ενότητας στην ανεξαρτησία, την ασφάλεια και την ισχύ της, διαχωρίζοντας τον ταυτόχρονα μάλιστα από την δολοφονία, η οποία παρακινείται από συναισθήματα όπως το μίσος, ή η ζήλια. Μολονότι αναγνωρίζει το γεγονός ότι ο πόλεμος – αρκετά ειρωνικά αφού σκοπός του είναι η φυσική εξουθένωση του αντιπάλου – μοιάζει με παιχνίδι, ένα παιχνίδι δυνατοτήτων και πιθανοτήτων, καλοτυχίας και κακοτυχίας, εντοπίζει εν τέλει ότι ο πόλεμος δεν γίνεται για διασκέδαση, ούτε από τη θέληση για θρίαμβο. Ο πόλεμος αποτελεί ένα σοβαρό μέσο προς την επίτευξη ενός σοβαρού σκοπού και τίποτε περισσότερο, μα και τίποτε λιγότερο. Όλος ο ενθουσιασμός, τα πάθη, «το λαμπρό γόητρο της τύχης» είναι στην πραγματικότητα οι ιδιότητες που παρουσιάζει το εν λόγω μέσο.
Σε αυτό το σημείο κατέχει ιδιάζουσα σημασία να διακρίνουμε τα δύο είδη πολέμου που παρατηρεί ο Clausewitz: τον πραγματικό και τον απόλυτο – ιδεατό. Επειδή πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν και να γραφτούν αναφορικά με την εν λόγω διάκριση, κρίνεται θεμιτό να παραμείνουμε σε έναν σχετικά σύντομη περιγραφή των δύο και κάποια σύντομα σχόλια, αφήνοντας έτσι στην κρίση του αναγνώστη την περαιτέρω σκέψη και αναζήτηση. Στον πραγματικό πόλεμο οι πολιτικές σκοπιμότητες καθορίζουν τους στρατιωτικούς αντικειμενικούς σκοπούς και συνεπώς, η χρήση ένοπλης βίας μετριάζεται και πραγματώνεται εντός του πλαισίου της τρέχουσας κοινωνικοοικονομικής και πολιτιστικής κατάστασης. Ο ιδεατός πόλεμος από την άλλη, απελευθερώνεται από συμβατικούς κανόνες, όπως είναι το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και παραδίδεται απόλυτα στην ένοπλη βία και ενδεχομένως στους νόμους που αυτή επιτάσσει. Τέτοιο παράδειγμα κατά προσέγγιση στην ιστορία θα βρούμε μόνο κατά την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου από το 1941 και μετά, ενώ ο Clausewitz θεωρεί ότι μόνο ένας καθαρά επαναστατικός πόλεμος πλησιάζει περισσότερο τη λογική του απόλυτου πολέμου.
Στο ερώτημα που εύλογα εγείρεται για το αν ο Ρωσο-Ουκρανικός πόλεμος προσεγγίζει έστω κατ’ ελάχιστον τα κριτήρια του ιδεατού πολέμου, η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Αναμφισβήτητα έχουν αποδειχθεί και από τις δύο πλευρές παραβιάσεις του Δικαίου του Πολέμου και του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, έχουν διαδοθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φρικτές εικόνες, οι οποίες δυστυχώς δεν λείπουν ποτέ από τις εμπόλεμες συγκρούσεις. Ο αντικειμενικός πολιτικός σκοπός της Ρωσίας είναι η κατάκτηση της περιοχής του Donbass και της Ουκρανίας η κατάπαυση του πυρός και αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων. Οπότε, σαφέστατα δεν υπάρχει σύμπνοια μεταξύ στρατιωτικού στόχων και πολιτικών στόχων.
Τι θα έλεγε ο Clausewitz για τη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία; Δύσκολα μπορεί να απαντήσει κανείς, και πόσω μάλλον ένας μη ειδικός. Με μια εύκολη υπόθεση, μάλλον ότι οι διαφορές μεταφέρθηκαν από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων στο πεδίο της μάχης. Αυτό, βέβαια, δεν συνεπάγεται ότι ο πόλεμος είναι το προσφορότερο μέσο επίλυσης αντιπαραθέσεων μεταξύ οποιωνδήποτε οντοτήτων, είτε πρόκειται για κράτη, είτε ομάδες εντός του ίδιου ένθους, είτε για ομάδες που στρέφονται εναντίον ξένων κρατών. Ίσως μία φιλελεύθερη διεθνολογικά άποψη θα έπρεπε να επικρατήσει ούτως ώστε να αποτινάξουμε τη βαριά σκιά του πολέμου και να παγιωθεί η διεθνής ειρήνη. Πιθανόν να κρίνεται απαραίτητο να υιοθετήσουμε μία Λοκιανή αντίληψη, ότι η ανθρώπινη φύση είναι κατά βάση καλή και ικανή για πολυεπίπεδη πρόοδο και ταυτόχρονα πως η σύνεση και η λογική είναι ικανές να επικρατήσουν τελικώς έναντι του ανθρώπινου εγωισμού και της δίψας για εξουσία. Η οικονομική αλληλεξάρτηση, η σύσφιξη των σχέσεων μέσω διεθνών θεσμών, η εξάπλωση της δημοκρατίας είναι επιμέρους μεταβλητές του φιλελευθερισμού που συνδυαστικά θα μπορούσαν να συνεισφέρουν πρακτικά στο όραμα της εγκαθίδρυσης μιας παγκόσμιας ειρήνης.
Πολλοί θα σπεύσουν να χαρακτηρίσουν τον Clausewitz ως φιλοπόλεμο, ή οπαδό του ολοκληρωτικού πολέμου. Το μόνο πράγμα, όμως, που κάνει ο Clausewitz είναι να παρατηρεί και να καταγράφει την ιστορική πραγματικότητα του πολέμου δηλαδή τον ιδεότυπο του πολέμου και μάλιστα με μεγάλη ισχύ αποδειξιμότητας διαχρονικά παρά τους αιώνες που μας χωρίζουν από τα γραπτά του. Για τον Freund, η διάκριση μεταξύ απόλυτου και πραγματικού πολέμου συνιστά μια εξεικόνιση της επιστημονικής ισχύος της ιδεοτυπικής μεθόδου, αλλά και χωρίς να φτάσει κανείς τόσο μακριά αντιλαμβάνεται τη βαθιά κατανόηση της ουσίας του φαινομένου του πολέμου και συνάμα της πολιτικής που κατέκτησε ο Clausewitz.
Συντάκτες: Σπυριδούλα Γιαννοπούλου