Η επικαιρότητα της τροπολογίας του νόμου αναφορικά με την δοθείσα εξουσία προς τον Άρειο Πάγο να πραγματοποιεί έλεγχο περί νομιμότητας των συνδυασμών και των κομμάτων, έρχεται να φέρει στο προσκήνιο ζητήματα δημοκρατία και νομιμότητας. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται και ο Ποινικός Κώδικας που ισχύει από 1-7-2019, κυρώθηκε με το Ν.4619/2019(ΦΕΚ Α´/11-6-2019) και ψηφίστηκε από την πλειοψηφία κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, δημιουργώντας νέα δεδομένα για τα πολιτικά δικαιώματα και συγκεκριμένα για το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Αναλυτικότερα, ο εκάστοτε Ποινικός Κώδικας καταργεί την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενη ποινή και επιβάλλει μεταξύ άλλων ως τέτοια ποινή κατά το άρθρο 59 περ. α νέου ΠΚ την αποστέρηση θέσεων και αξιωματικών η οποία επιβάλλεται κατά το άρθρο 60 ΠΚ στην περίπτωση καταδίκης του υπαίτιου στην ποινή της κάθειρξης και κατά την κρίση του Δικαστηρίου εάν η πράξη συνιστά βαριά παράβαση των καθηκόντων του. Ανεξαιρέτως από το ερώτημα εάν η διάταξη αφορά και βουλευτές, εφαρμόζεται για αξίωμα που κατέχει ο υπαίτιος κατά τον χρόνο της καταδίκης του και όχι για μελλοντικό.

Με βάση λοιπόν τις ως άνω διατάξεις του ΠΚ,  συνάγεται ότι τα καταδικασθέντα μέλη της Χ.Α δεν μπορούν να στερηθούν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στις επόμενες ή και μεταγενέστερες βουλευτικές εκλογές ως παρεπόμενη ποινή και συνέπεια αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Επιπλέον, ενδεχόμενη δε επαναφορά της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων για αδίκημα του άρθρου 187 ΠΚ ως παρεπόμενης ποινής δεν μπορεί να καταλάβει και αυτούς καθότι προσκρούει στην αρχή της απαγόρευσης εφαρμογής του δυσμενέστερου ποινικού νόμου (άρθρα 7 παρ.1 Σ., 7 παρ.1 ΕΣΔΑ, 2 ΠΚ). (Τσιλιώτης, 2020)

Ωστόσο, σε αυτό το σημείο γεννάται η απορία εάν η νομιμότητα συνιστά δημοκρατία και ως εκ τούτου αν η δημοκρατία αποτελεί συνδετικό κρίκο απαραίτητο της νομιμότητας. Τα κράτη παρόλο που διαθέτουν το μονοπώλιο άσκησης έννομης βίας, σπάνια διαιωνίζουν την ύπαρξη του μόνο σε αυτό. Ακολουθώντας τα χνάρια του Jean-Jacques Rousseau “ο ισχυρότερος ποτέ δεν είναι αρκετά ισχυρός, εκτός αν μετατρέψει τη δύναμη σε δικαίωμα και την υπακοή σε καθήκον”. Συνεπώς αυτό είναι και το ισχυρό επιχείρημα όλων των συστημάτων διακυβέρνησης, που τους επιτρέπει να απαιτούν συμμόρφωση από τους πολίτες τους αφού οι τελευταίοι απολαμβάνουν τόσο δικαιώματα όσο και υποχρεώσεις. Η νομιμότητα είναι το ανάχωμα για την πολιτική σταθερότητα. Αλλά επιπλέον δεν είναι τίποτα λιγότερο από την πηγή της επιβίωσης και της επιτυχίας ενός καθεστώτος, είτε αυτό είναι δημοκρατικό είτε αυταρχικό.

Το σημείο προς συζήτηση στην σύγχρονη πολιτική κινείται γύρω από την νομιμότητα σε συνδυασμό με το ζήτημα της δημοκρατίας, το οποίο εκτείνεται έως ωσότου να θεωρείται η δημοκρατική νομιμότητα ως η μόνη ουσιαστική μορφή νομιμότητας. Μολαταύτα, η σύνδεση μεταξύ νομιμότητας και δημοκρατίας αποτελεί μια σχετικά νεόφυτη ιδέα αλλά ταυτοχρόνως και πολιτισμικά καθορισμένη.  Χρονολογικά ως και τον 19ο αιώνα, η ερμηνεία του όρου “δημοκρατία” ήταν αρνητικά φορτισμένη καθώς υποσκάπτονταν και συμπαρασύρονταν μια μορφή “οχλοκρατίας”, ενώ παράλληλα σε κάποιες αναπτυσσόμενες περιοχές η προώθηση της δημοκρατίας συνεχίζει να συγχέεται με τη “δυτικοποίηση”. Αναφορικά με τον Andrew Heywood “υπό μια έννοια σήμερα είμαστε όλοι δημοκράτες. Φιλελεύθεροι, συντηρητικοί…ακόμη και φασίστες είναι πρόθυμοι να διακηρύξουν τις αρετές της δημοκρατίας και να επιδείξουν τα δικά τους δημοκρατικά διαπιστευτήρια” (Heywood, 2014). Ομολογουμένως, καθώς τα μεγάλα ιδεολογικά συστήματα κατέρρευσαν ή κλονίστηκαν στο τέλος του 20ού αιώνα, η φλόγα της δημοκρατίας επέτεινε την διάρκεια ζωής της. Ενώ ταυτοχρόνως τα θέλγητρα του σοσιαλισμού διαβρώθηκαν και τα πλεονεκτήματα του καπιταλισμού έχουν διαψευστεί, η δημοκρατία αναδύθηκε, ως ίσως η μοναδική σταθερή και διαχρονική αρχή στο μετανεωτερικό πολιτικό τοπίο.

Επιπροσθέτως, τι εστί η έννοια της νομιμότητας; Προερχόμενη από το λατινικό legitimare το οποίο δηλοποιεί ότι “κηρύσσω κάτι νόμιμο”, έρχεται να επεξηγήσει γενικώς κάτι που αναγνωρίζεται ως θεμιτό. Σε συμφωνία με τον Heywood η νομιμότητα προσκομίζει σε μια διάταξη ή εντολή έναν επίσημο ή δεσμευτικό χαρακτήρα, μεταμορφώνοντας με αυτόν τον τρόπο την εξουσία σε αρχή. Παράλληλα, οι πολιτικοί φιλόσοφοι διαχειρίζονται τη νομιμότητα ως μια ηθική και ορθολογική αρχή δηλαδή ως υποδόμημα με βάση το οποίο οι κυβερνήσεις απαιτούν την υπακοή από τους πολίτες τους. Τουναντίον, οι πολιτικοί επιστήμονες αξιολογούν τη νομιμότητα με κοινωνιολογικούς όρους επεξηγώντας την λοιπόν ως μια επιθυμία συμμόρφωσης σ ’ένα σύστημα διακυβέρνησης ανεξαρτήτως τον τρόπο που αυτή επιτυγχάνεται.

Ωστόσο ποιες είναι οι συνθήκες ή οι διαδικασίες που τους προωθούν να διαχειρίζονται την αρχή ως νόμιμη και επομένως να στηρίζουν την σταθερότητα ενός καθεστώτος; Μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον μελέτης από την φιλοσοφία στην κοινωνιολογία , αντανακλάται εδώ η επίμαχη φύση της έννοιας της νομιμότητας. Αναλυτικότερα, ο  David Beetham στο έργο του “ The Legitimation of Power ” ισχυρίστηκε ότι η εξουσία μπορεί να χαρακτηριστεί νόμιμη μόνο όταν υλοποιούνται τρεις συνθήκες (Beetham, 1991). Πρωτίστως, η εξουσία χρειάζεται να ασκείται σε αλληλουχία με τους θεσπισμένους κανόνες ανεξαιρέτως αν εκείνοι ενσαρκώνονται με τυπικούς νομικούς κώδικες ή και άτυπες συμβάσεις.

Δευτερευόντως, οι εν λόγω κανόνες απαιτείται να εδράζονται στις κοινές πεποιθήσεις της κυβέρνησης και των κυβερνώμενων. Όμως αυτές  οι κοινές πεποιθήσεις είναι πάντα αποτέλεσμα ορθής κριτικής σκέψης , απόρροια ορθολογικότητας; Πώς εξασφαλίζεται η εκούσια συμμόρφωση με την κυριαρχία με τέτοιο τρόπο που να  μην ερμηνεύονται παράπονα από τους κυβερνώμενους αφού έχουν διαμορφωθεί καταλλήλως οι προτιμήσεις τους και η εκάστοτε τάξη πραγμάτων; Όπως το θέτει καλύτερα και ο Charles Tilly: “Αν η καθημερινή κυριαρχία πλήττει συστηματικά τα συμφέροντα των υποτελών ομάδων γιατί υπακούουν οι υποτελείς”;  Το εκάστοτε ζήτημα ανταποκρίνεται στο γεγονός ότι ίσως αρχική υπόθεση είναι λανθασμένη καθώς οι υποτελείς εξεγείρονται αλλά με συγκαλυμμένους τρόπους, αλλά παράλληλα μπορεί να εξηγηθεί και ως αποτέλεσμα ιδεολογικής χειραγώγησης, καταπίεσης  μη συνειδητοποιώντας τα αληθινά τους συμφέροντα.

Η τρίτη συνθήκη αναγνωρίζει ότι η νομιμότητα πρέπει να εξωτερικεύεται μέσω της συναίνεσης από την πλευρά των κυβερνώμενων. Επόμενο των τριών συνθηκών είναι η ανάδειξη δύο βασικών γνωρισμάτων της δημοκρατικής διαδικασίας νομιμοποίησης. Την πρώτη θέση καταλαμβάνει η ύπαρξη εκλογών και κομματικού ανταγωνισμού, εν ολίγοις ένα σύστημα διαμέσου του οποίου υπάρχει η δυνατότητα να ασκείται η λαϊκή συναίνεση ( σε σύνδεση με την δημοκρατική νομιμότητα). Το δεύτερο είναι η σημασία των συνταγματικών κανόνων που αντανακλούν γενικά τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι θεωρούν ότι θα πρέπει να κυβερνώνται. Όπως άλλωστε ισχυρίζεται και ο Thomas Paine “Κυβέρνηση χωρίς Σύνταγμα είναι εξουσία χωρίς κανένα δικαίωμα” (Paine, 1792).

Ενώ τα συντάγματα αποβλέπουν στην θέσπιση ενός πεδίου μέσω του οποίου διενεργούνται οι πολιτικές και κυβερνητικές δραστηριότητες, κανένα σύνταγμα δεν φέρει απολύτως θεμιτά αποτελέσματα ως προς αυτό. Στρεβλώσεις, ανακρίβειες και παραλήψεις υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να διαπιστωθούν σε όλα τα συντάγματα. Διαμετρικά, ακόμη και αν η αντίληψη περί συνταγματισμού συνδέεται άρρηκτα με φιλελεύθερες αξίες και προσδοκίες, δεν υπάρχει τίποτα που να αποτρέπει ένα σύνταγμα από το να αποκτήσει αντιδημοκρατικό ή αυταρχικό χαρακτήρα και πρόσημο. Η περίπτωση των κομμουνιστικών και κάποιων αναπτυσσομένων κρατών είναι απόδειξη ότι τα συντάγματα μπορούν να τείνουν να γίνουν όντως βαθιά ανελεύθερα.

Το να χαρακτηρίζει κανείς ως “Σύνταγμα” εκείνο του 1968 αναφορικά με την ελληνική περίπτωση, προκαλεί ευλόγως αμηχανία. Και τούτο εξηγείται διότι τα γνήσια Συντάγματα παρουσιάζουν δύο απαραίτητα γνωρίσματα. Πρωτίστως η συμβολή ενός συντάγματος στην οικοδόμηση νομιμότητας είναι παρεπόμενη καθώς διαθέτουν δημοκρατική νομιμοποίηση αφού προέρχεται από αντιπροσωπευτικά σώματα. Δευτερευόντως, κατευθύνουν την πολιτική , οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου, περιβάλλοντας το σύστημα διακυβέρνησης με έναν μανδύα νομιμότητας. Αναφορικά με το  “Σύνταγμα” του 1968 δεν συνέβη κανένα από τα δύο χαρακτηριστικά. Αφενός  δεν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του όσον αφορά τα ατομικά δικαιώματα και τις εκλογές αφετέρου δεν υπήρχε δημοκρατική κάλυψη και ως τέτοια εύλογα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί το νόθο δημοψήφισμα του 1968. Στην διαμετρική γραμμή των εκάστοτε δεδομένων, το “Σύνταγμα” του 1968 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια συντακτική πράξη του δικτατορικού καθεστώτος, στην προσπάθειά του να αποκτήσει μια επίφαση νομιμότητας.

Εάν η δημοκρατία αποτελεί το μόνο αυθεντικό υποδόμημα νομιμότητας , αυτό ισοδυναμεί ότι τα μη δημοκρατικά καθεστώτα είναι από την φύση τους παράνομα. Παρόλα αυτά κάποια αυταρχικά καθεστώτα καταφέρνουν για πολλές δεκαετίες να επιβιώσουν με ελάχιστες ενδείξεις μαζικής πολιτικής δυσαρέσκειας ακόμη και με λιγότερο συντονισμένη αντιπολίτευση. Ο εκάστοτε συλλογισμός μπορεί να επεξηγηθεί σε μεγάλο ποσοστό μέσω της χρήσης καταναγκασμού και καταπίεσης, με τον φόβο και όχι την συναίνεση, να είναι το βασικότερο μέσο παρακίνησης των πολιτών να υπακούσουν στο κράτος. Ωστόσο, τα μη δημοκρατικά καθεστώτα σπανίως χρησιμοποιούν μονάχα τον καταναγκασμό προκειμένου να εδραιώσουν την εξουσία τους. Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Aldous Huxley “Η τέλεια δικτατορία θα έχει την εμφάνιση της δημοκρατίας. Μια φυλακή χωρίς τοίχους στην οποία οι κρατούμενοι δεν θα ονειρεύονται να δραπετεύσουν. Ένα σύστημα δουλείας όπου χάρη στην κατανάλωση και την διασκέδαση οι δούλοι θα αγαπήσουν την δουλεία τους… “

Ενώ η δυσαρμονία της δημοκρατίας είναι σχεδόν αμφίβολο να διαταράξει τη δομική βάση των ώριμων και σχετικά ευημερουσών κοινωνιών απεναντίας στον αναπτυσσόμενο κόσμο υπάρχει πιθανότητα να επιδεινώσει την κατάσταση παρά να την βελτιώσει (Hawksley, 2009) (Hawksley, 2009). Ο “εκδημοκρατισμός” δύναται να οξύνει φυλετικές, θρησκευτικές ή εθνοτικές εντάσεις, ισχυροποιώντας την τάση προς την χαρισματική ηγεσία κάτι που έχεις ουκ ολίγες φορές την αναπαραγωγή του αυταρχισμού.

Σε αυτό το σημείο κρίνεται εύλογο να τεθεί ένα καίριο ερώτημα- ερευνητικό πρόβλημα για το εάν θα πρέπει η ψήφος να είναι υποχρεωτική. Το 2005 περίπου 35 χώρες έκαναν εφαρμογή του συστήματος υποχρεωτικής ψήφου για ορισμένα ή για όλα τα αιρετά σώματα, και μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις αυτό επιβλήθηκε διαμέσου της απειλής κυρώσεων ( συνήθως με ένα μικρό χρηματικό πρόστιμο). Εντούτοις, ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι ενισχύεται η δημοκρατία μέσω της υποχρεωτικής ψήφου χαρακτηρίζοντάς την πολιτικό καθήκον, άλλοι επισημαίνουν ότι η “μη ψήφος” πρόκειται για βασικό πολιτικό δικαίωμα, η παραβίαση του οποίου συνιστά παρωδία της δημοκρατικής διαδικασίας.

Οι κυβερνήσεις που μορφοποιούνται στην βάση της υποχρεωτικής ψήφου θα ήταν πολύ πιο αναμενόμενο να στηρίζονται σε λαϊκή πλειοψηφία ( στην πλειοψηφία δηλαδή εκείνων που έχουν δικαίωμα ψήφου) και όχι σε μια εκλογική πλειοψηφία ( στην πλειοψηφία εντούτοις που όντως ψηφίζουν). Ο περιορισμός της συμμετοχής στις εκλογές στο μη υποχρεωτικό σύστημα της Μεγάλης Βρετανίας υποδηλώνει ότι το 2005 το Εργατικό Κόμμα είχε τη δυνατότητα να κερδίσει μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία με την υποστήριξη μόνο του 22% του εκλογικού σώματος (Heywood, 2014). Η υποχρεωτική ψήφος συνεπώς θα ενδυνάμωνε την δημοκρατική νομιμότητα και θα συνέβαλε στο ότι οι κυβερνήσεις δεν παραμελούν τμήματα της κοινωνίας που είναι πολιτικά λιγότερα ενεργά.

Απεναντίας ο εξαναγκασμός ακόμα και εν ονόματι δημοκρατίας παραμένει εξαναγκασμός : μια παραβίαση της ατομικής ελευθερίας. Το δικαίωμα κάποιου να μην ψηφίζει μπορεί να συνδυάζεται υπό κάποια έννοια και με το δικαίωμα του να επιλέγει ποιον να ψηφίσει. Η αποχή από την ψηφοφορία μπορεί να είναι προϊόν συνειδητής πράξης, αποτέλεσμα ορθολογικής και μελετημένης αντανάκλασης.

Η υποχρεωτική ψήφος ανταποκρίνεται στα συμπτώματα του προβλήματος όχι όμως και στην αιτία. Μολονότι με την καθιέρωσή της  θα αυξανόταν αναντίρρητα η συμμετοχή στις εκλογές, ωστόσο δεν θα αντιμετώπιζε τα βαθύτερα ζητήματα σχετικά με την αυξανόμενη μείωση της συμμετοχής στα κοινά. Η υψηλότερη προσέλευση στις κάλπες ίσως συνάμα να συγκαλύψει και αξιοσημείωτα προβλήματα καθιστώντας τα ανεπίλυτα όπως η μείωση εμπιστοσύνης προς τους πολίτες και η έλλειψη αποτελεσματικής ανταποκρισιμότητας και λογοδοσίας.

Καταληκτικά, το νέο κοινωνικό συμβόλαιο πολιτείας – πολιτών οφείλει να μην διακατέχεται από κάποιον πολιτικό μεσσιανισμό ή κομματικό επαναστατισμό αλλά να απελευθερώνει όλες τις δυνάμεις οι οποίες προσβλέπουν στην συνολική πρόοδο και ευημερία. Η Δημοκρατία δεν αλλάζει πρόσωπο με τανκς, βόμβες ή εξορίες των αντιπάλων καθώς ενστερνίζεται την πολιτική ηθική που υπερβαίνει τις όποιες σκοπιμότητες και αρνητικές καταστάσεις.

Προφανώς η διαφθορά ως καρκίνωμα της κακοδιαχείρισης και των στρεβλώσεων τόσο του πολιτεύματος όσο και του συντάγματος στιγματίζουν την δημοκρατία, τραυματίζοντας τόσο το κράτος δικαίου όσο τον κοινοβουλευτισμό και την αρχή της νομιμότητας. Δεν νοείται συνεπώς δημοκρατία χωρίς ηθική και κοινωνική συστράτευση του λαού με τι εξουσίες οι οποίες άλλωστε από εκείνον απορρέουν. Δημοκρατία και νομιμότητα συμβαδίζουν προς την εγκαθίδρυσης κοινωνικής συμφωνίας – συνθήκης για την δημιουργία μια ισότιμης πολιτικής κοινότητας και συστήματος διακυβέρνησης προστατεύοντας τον πολίτη από την καταπίεση, τις διακρίσεις, τον φόβο.

Συντάκτης:  Άσπα Φιλοσόγλου

Πηγές: 

  • Τσιλιώτης, Χ. (2020, Οκτώβριος 13). Τα πολιτικά δικαιώματα των καταδικασθέντων μελών της ΧΑ, το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ (Ι) – Μπορεί ο εκλογικός νομοθέτης να διορθώσει ό,τι απεμπόλησε ο ποινικός;. Retrieved Απρίλιος 20, 2023, from https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/ta-politika-dikaiomata-ton-katadikasthedon-melon-tis-xrisis-avgis-to-syntagma-kai-i-esda/
  • Beetham, D. (1991). The Legitimation of Power. Macmillan.
  • Hawksley, H. (2009). Democracy Kills [What’s So Good About the Vote?]. Palgrave Macmillan.
  • Heywood, A. (2014). Εισαγωγή στην Πολιτική (Τέταρτη ed.). Επίκεντρο.
  • Paine, T. (1792). The Rights of Man.