Διεξήχθησαν χθες, 21 Μαΐου, η διαδικασία των εθνικών εκλογών, καθώς ακόμη μια κυβερνητική θητεία έφτασε στο τέλος της. Είναι οι πρώτες εκλογές που από τον Νοέμβριο του 1989, που διεξάγονται με το σύστημα της απλής αναλογικής, γεγονός που από μόνο του πριν καν την ημέρα της “κάλπης”, έθετε συγκεκριμένους προβληματισμούς στο τραπέζι του πολιτικού μας συστήματος και θόλωνε το τοπίο για την επόμενη μέρα της εκλογικής αναμέτρησης. Παρά την σχετική αγωνία για το αποτέλεσμα της χθεσινής εκλογικής αναμέτρησης, κάποια πράγματα συνέχισαν να ισχύουν όπως σε όλο το μήκος της μεταπολιτευτικής ιστορίας της χώρας. Δύο συνταγματικά κατοχυρωμένοι θεσμοί αποτελούν ορόσημο στην εκάστοτε εκλογική διαδικασία, η διάλυση της Βουλής και η ανάθεση διερευνητικών εντολών στον αρχηγό του πρώτου κόμματος από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας σε περίπτωση που κανένα κόμμα δεν έχει συγκεντρώσει τον απαραίτητο αριθμό βουλευτών για τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης.

Αναφορικά με τον θεσμό διάλυσης της βουλής πρόκειται, για την λήξη της βουλευτικής περιόδου, δηλαδή, της τετραετίας μιας κυβερνητικής θητείας. Στις περισσότερες περιπτώσεις η διάλυση της βουλής επέρχεται πριν συμπληρωθεί η ανωτέρω τετραετία, έτσι και στην χθεσινή εκλογική διαδικασία συντελέστηκε στις 22 Απριλίου 2023, δύο μήνες πριν ολοκληρωθεί επίσημα η τετραετία. Στη μεταπολίτευση κατά βάση η διάλυση της Βουλής επέρχεται με κυβερνητική πρωτοβουλία και διακρίνεται σε αναιτιώδη και αιτιώδη. Η αναιτιώδης διάλυση της Βουλής αφορά την περίπτωση κατά την οποία το κυβερνών κόμμα δεν επιθυμεί να συνεχίσει να κυβερνά, υποβάλλοντας την παραίτηση του ενώ οικουμενική η υπηρεσιακή κυβέρνηση αναλαμβάνει να διεξάγει τις εκλογές. Πιο συχνή στην πράξη εμφανίζεται η αιτιώδης διάλυση της Βουλής, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2 του Συντάγματος, και απαιτεί ως πρόσχημα την επίκληση ενός θέματος εξαιρετικής σημασίας από την κυβέρνηση ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας έστω και προσχηματικά. Το θέμα αυτό μπορεί να αφορά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, εθνικής άμυνας και οικονομίας, ωστόσο, η κρισιμότητα αυτού του θέματος δεν μπορεί να ελεγχθεί από τον Πρόεδρο της δημοκρατίας και πάντα πρέπει να γίνει δεκτό. Ο τρόπος αυτός εξασφαλίζει το πλεονέκτημα διεξαγωγής των εκλογών από το κυβερνών κόμμα προσδίδοντας του μεγαλύτερο κύρος και πολιτικά και ψυχολογικά.

Ακριβώς, το παραπάνω προτέρημα ως προς τον τρόπο διεξαγωγής των εκλογών σε ορισμένες περιπτώσεις έχει οδηγήσει τις κυβερνήσεις σε κατάχρηση ως προς την επίκληση του προαναφερθέντος μείζονος εθνικού θέματος, παρόλα αυτά η διάλυση της Βουλής με βάση το σύνταγμα θεωρείται νόμιμη. Έτσι και στην φετινή προκήρυξη εκλογών ο πρωθυπουργός της χώρας, προέβη σε αυτή την πρακτική, προκειμένου να διεξαχθούν οι εκλογές από κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Ειδικότερα, ένα μήνα πριν τη διάλυση της Βουλής είχε ανακοινώσει, μέσω των Μέσων Μαζικής ενημέρωσης, ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν τον Μάιο  χωρίς να έχει γίνει καμία νύξη στην αιτία για την οποία θα διαλυθεί πρόωρα η Βουλή. Ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κοινού γνώριζε ότι θα επακολουθήσει η προκήρυξη εκλογών και ότι ο πρωθυπουργός θα χρησιμοποιήσει εντελώς προσχηματικά ένα λόγο εξαιρετικής σημασίας, ώστε να διαλυθεί η Βουλή. Εν προκειμένω, το πρόσχημα αποτέλεσε η οικονομική σταθερότητα και η επενδυτική βαθμίδα το οποίο επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός τελευταία στιγμή ενώπιον της Προέδρου της Δημοκρατίας, ενώ με βάση τα σημερινά δεδομένα δεν μπορεί να θεωρηθεί θέμα εξαιρετικής σημασίας. Η πρακτική αυτή οδηγεί σε κατάχρηση του δικαιώματος διάλυσης της βουλής που χορηγεί το άρθρο 41 παράγραφος 2 του συντάγματος, με επακόλουθο, παρά  το γεγονός ότι είναι καθ’ όλα νόμιμη, διότι η πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να ελέγξει το κρίσιμο εθνικό θέμα να  θέτει εκποδών τις επιταγές του εν λόγω άρθρου για την επίκληση ενός θέματος εξαιρετικής σημασίας.

Ένα σημαντικό ζήτημα που τέθηκε ειδικότερα στις φετινές εκλογές λόγω της διεξαγωγής τους για πρώτη φορά με το σύστημα της απλής αναλογικής και κατ’ επέκταση την πιθανή αδυναμία σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης, καθώς η κυβερνητική πλειοψηφία απαιτεί ποσοστό 46% των ψήφων, αποτελεί η δυνατότητα συνεργασίας και πολιτικής σύμπνοιας μεταξύ των κομμάτων προκειμένου να αναδειχθεί κυβέρνηση συνεργασίας. Η συγκυβέρνηση  αυτή επιτυγχάνεται μέσω της ανάθεσης διερευνητικής εντολής με βάση το άρθρο 37 του Συντάγματος, από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον αρχηγό του πρώτου κόμματος ο οποίος διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία στη Βουλή ώστε σε διάστημα τριών μερών να διαπιστώσει εάν μπορεί να εξασφαλίσει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας στη Βουλή. Αν η προσπάθεια αποβεί άκαρπη, η εντολή περνά στο αρχηγό του δεύτερου κόμματος ενώ αν αποτύχει και αυτή στον αρχηγό του τρίτου κόμματος. Σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής τότε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς όλων των πολιτικών κομμάτων στο Προεδρικό μέγαρο σε μία ύστατη προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης. Εάν και αυτή η προσπάθεια καταστεί ατελέσφορη τότε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει εντολή σχηματισμού υπηρεσιακής κυβέρνησης προκειμένου η χώρα να οδηγηθεί ξανά σε εκλογές.

Αξιοσημείωτο, είναι να αναφερθεί ότι οι βουλευτές που εξελέγησαν από τις εκλογές της 21ης Μαΐου περίπου εκείνη την περίοδο, δηλαδή, στις 31 Μαΐου–2 Ιουνίου θα ορκιστούν ως νέα Βουλή. Αφού λάβει χώρα η ορκωμοσία τους στη συνέχεια θα ακολουθήσει η εκλογή του προεδρείου του κοινοβουλίου και το απόγευμα της ίδιας μέρας η το πρωί της επόμενης θα θυροκολληθεί το Προεδρικό Διάταγμα διάλυσης της Βουλής, ώστε να διεξαχθούν οι δεύτερες εκλογές.

Η δεύτερη εκλογική αναμέτρηση – που με βάση και τα χθεσινά αποτελέσματα μάλλον θεωρείται βέβαιη – θα διεξαχθεί το αργότερο μέχρι τις αρχές Ιουλίου με διαφορετικό, ωστόσο, εκλογικό σύστημα. Επανέρχεται η ενισχυμένη αναλογική, δηλαδή, το μπόνους πλειοψηφίας του πρώτου κόμματος σε μία κλιμακωτή μορφή ανάλογα με τα ποσοστά που θα λάβει, με απόρροια το όριο σχηματισμού κυβέρνησης, να πέσει από τα ποσοστά των 45- 46% της απλής αναλογικής στο ποσοστό του 38%. Έτσι,  το πρώτο κόμμα έχοντας αποκτήσει το μπόνους της ενισχυμένης αναλογικής είναι πιο εύκολο να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, ωστόσο, στην περίπτωση που  τα ποσοστά του δεν αγγίξουν ούτε το μειωμένο πήχη του 38%, καθίσταται εκ νέου απαραίτητη η αναζήτηση κυβερνητικής συνεργασίας με άλλο κόμμα με βάση την προαναφερθείσα διαδικασία. Εάν δεν προκύψει και πάλι κυβέρνηση συνεργασίας η τρίτη προσφυγή στις κάλπες καθίσταται επιβεβλημένη.

Η διεξαγωγή τριών συνεχόμενων εκλογών θα παρατείνει το διάστημα της κυβερνητικής αστάθειας ενέχοντας  επιπτώσεις σε διάφορους τομείς διακυβέρνησης της χώρας ενώ δύναται να προκαλέσει, ακόμη και αισθήματα δυσαρέσκειας και δυσφορίας στους πολίτες αναφορικά με την αποτελεσματικότητα του πολιτικού συστήματος, η οποία αποτελεί το θεμέλιο της νομιμότητας στις σύγχρονες κοινωνίες. Για τους παραπάνω λόγους το πρώτο κόμμα που θα προκύψει από τις πρώτες ή στην έσχατη περίπτωση από τις δεύτερες εκλογές, οφείλει να αξιοποιήσει ουσιαστικά το θεσμό των διερευνητικών εντολών, ερχόμενο σε συνεννόηση με τα υπόλοιπα κόμματα υποχωρώντας σε ορισμένες θέσεις και να μην επιλέξει την τρίτη προσφυγή στις κάλπες, ώστε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση λειτουργώντας εκβιαστικά για ένα μέρος του εκλογικού σώματος. Αντίστοιχα, τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, έχουν χρέος να ανταποκριθούν σε ενδεχόμενη συγκυβέρνηση με το πρώτο ή το δεύτερο κόμμα που διαθέτει την διερευνητική εντολή, παραμερίζοντας τα προσωπικά τους συμφέροντα και τις διαφορές τους και θέτοντας ως κοινή βάση την εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος, το οποίο πραγματώνεται μέσω της ομαλής συνεργασίας μεταξύ τους αλλά και μέσω της απαρέγκλιτης τήρησης των αρχών του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Συντάκτης: Αχιλλέας Παπαστεργίου