Οι σημερινές εκλογές για την ανάδειξη της νέας ελληνικής κυβέρνησης αποτελούν την τέλεια αφορμή για μια ιστορική αναδρομή στις εκλογικές αναμετρήσεις του παρελθόντος. Ενός ταξιδιού με αφετηρία τις πρώτες κάλπες της μεταπολίτευσης, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, και τελικό προορισμό το σήμερα.
Αναμφίβολα, η περίοδος της δικτατορίας αποτελεί μια από τις μελανότερες στιγμές της μακραίωνης ελληνικής ιστορίας. Από τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου του 1967 και για σχεδόν επτά έτη, το ελληνικό κράτος “μπήκε στον γύψο”, με τους συνταγματάρχες να στοχεύουν στην σωτηρία και την προστασία του έθνους από τον κίνδυνο του κομμουνισμού. Βέβαια, παρά τις “αγαθες” τους προθέσεις, το μόνο που κατάφεραν να πετύχουν ήταν η καταστολή των συνταγματικών ελευθεριών και των ατομικών δικαιωματων του ελληνικού λαού, με τους αντιφρονούντες να διώκονται, να φυλακίζονται ή ακόμα και να δολοφονούνται. Ο στρατιωτικός νόμος και το άγρυπνο βλέμμα των συνταγματαρχών συνέχισε να σκεπάζει την ελληνική κοινωνία μέχρι το καλοκαίρι του 1974. Οι χειρισμοί του “αόρατου δικτάτορα”, Δημήτριου Ιωαννίδη, σχετικά με το Κυπριακό ζήτημα και η προσπάθεια ανατροπής του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, αρχιεπισκόπου Μακαρίου, στις 15 Ιουλίου του 1974, αποδείχθηκαν καταστροφικοί. Ο αναβρασμός που επικράτησε στην Μεγαλόνησο εκείνες τις ημέρες επέτρεψε στην γειτονική Τουρκία να εξαπολύσει τον “Αττίλα 1” και να εισβάλει στα εδάφη της Κύπρου πέντε ημέρες μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος.
Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την αδυναμία εκδήλωσης στρατιωτικής αντίδρασης εκ μέρους του ταξίαρχου Ιωαννίδη, οδήγησε στην ταχεία κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος. Αμέσως, ο διορισμένος από την “Χούντα” Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Φαίδων Γκιζίκης, συγκάλεσε μια συνάντηση ορισμένων πολιτικών της παλαιάς φρουράς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Ευάγγελος Αβέρωφ και άλλοι. Στόχος αυτής της συνάντησης ήταν η δημιουργία μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας μέχρι την διενέργεια εκλογών. Αρχικά, την ηγεσία του κυβερνητικού σχήματος θα αναλάμβανε ο πρώην Πρωθυπουργός, Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Ωστόσο, για την ανάληψη της συγκεκριμένης θέσης προτιμήθηκε εν τέλει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Έπειτα από σχεδόν έντεκα χρόνια αυτοεξορίας στην Γαλλική πρωτεύουσα, ο σερραίος πολιτικός επέστρεψε στην πατρίδα του τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου και ορκίστηκε Πρωθυπουργός λίγες ώρες μετά την άφιξη του, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή για την Ελλάδα.
Με την έλευση του, ο νέος έλληνας Πρωθυπουργός σχημάτισε μια σχετικά οικουμενική κυβέρνηση, στην οποία συμμετείχαν κυρίως στελέχη των δύο μεγάλων προδικτατορικών κομμάτων – της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως και της Ένωσης Κέντρου – καθώς και εξέχοντες προσωπικότητες που διακρίθηκαν για τον αγώνα τους κατά της δικτατορίας. Αμέσως μετά την ορκωμοσία της, η γνωστή ως “Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας” ξεκίνησε την διαδικασία της “αποχουντοποίησης”, με πρώτο της βήμα την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων, αλλά και την κατάργηση του στρατοπέδου εκτόπισης της Γυάρου. Ακολούθως, προχώρησε στην ανάληψη της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και στην αντικατάσταση του δικτατορικού Συντάγματος από το τροποποιημένο Σύνταγμα του 1952. Βέβαια, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή πέρα από τα εσωτερικά ζητήματα και την αναστήλωση της δημοκρατίας, έπρεπε να διαχειριστεί και κρίσιμα ζητήματα στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Μετά την νέα εισβολή της Τουρκίας στην κυπριακή επικράτεια (Αττίλας 2) και την ανικανότητα του ΝΑΤΟ να παρεμποδίσει την τουρκική επιθετικότητα, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του Συμφώνου στις 14 Αυγούστου του 1974, εκφράζοντας έτσι την αγανάκτηση του ελληνικού λαού για την “μεροληπτική στάση των ΗΠΑ”.
Εκλογές 1974: το δίλημμα “Καραμανλής ή τανκς” στον δρόμο προς την δημοκρατία
Μέσα σε αυτές τις δύσκολες περιστάσεις, οι κυβερνητικές αποφάσεις και οι προσπάθειες της ελληνικής κοινωνίας κατάφεραν να επιφέρουν την ομαλότητα, αλλά και την σταδιακή θεμελίωση μιας σύγχρονης δημοκρατίας στην χώρα μας. Βέβαια, απαραίτητη προϋπόθεση για την διατήρηση και εμπέδωση του δημοκρατικού πολιτεύματος ήταν η ανάδειξη μιας κυβέρνησης προερχόμενης από τον λαό. Όπως υποστήριζε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, η παρούσα κυβέρνηση ήταν μεταβατική και δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να επιτελεί δημιουργικό και παραγωγικό έργο δίχως την εξασφάλιση της λαϊκής εντολής. Παράλληλα, την ίδια περίοδο ξεκίνησαν και οι πρώτες ζυμώσεις για την αναβίωση των παλαιών προδικτατορικών κομμάτων, αλλά και την ίδρυση νέων πολιτικών σχηματισμών. Ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προχώρησαν στην παρουσίαση των ιδρυτικών διακηρύξεων του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος και της Νέας Δημοκρατίας αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, ο Γεώργιος Μαύρος αποφάσισε την ανασύνταξη της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου και υπογράφηκε το νομοθετικό διάταγμα που θα νομιμοποιούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Εν μέσω αυτού του “υπόγειου” προεκλογικού κλίματος, στις 18 Σεπτεμβρίου το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να υιοθετήσει το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να διευκολύνει τον σχηματισμό μιας ισχυρής κυβέρνησης και την συνακόλουθη επίτευξη της πολιτικής σταθερότητας. Την επόμενη μέρα, το Συμβούλιο προχώρησε στην έγκριση του νέου εκλογικού νόμου και τον καθορισμό της εκλογικής διαδικασίας. Όλες αυτές οι κινήσεις έμοιαζαν να προετοιμάζουν το πολιτικό έδαφος για το στήσιμο των εκλογικών καλπών, με το μόνο που απέμενε να είναι η τυπική ανακοίνωση τους. Έτσι, στις 3 Οκτωβρίου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανακοίνωσε ότι οι βουλευτικές εκλογές θα διεξάγονταν στην επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και συγκεκριμένα στις 17 Νοεμβρίου.
Ας ρίξουμε, όμως, μια πιο ειδική ματιά στα πρώτα κόμματα της μεταπολίτευσης, ξεκινώντας από την παράταξη που ίδρυσε ο τότε Πρωθυπουργός της χώρας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, θέλοντας να αποσυνδεθεί από τα μελανά στοιχεία και τους αρνητικούς συνειρμούς που επικρατούσαν γύρω από την προδικτατορική ΕΡΕ, αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα “εθνική” παράταξη, η οποία – κατά τον ίδιο- θα υπηρετούσε τα αληθινά συμφέροντα όλων των Ελλήνων, χωρίς να επηρεάζεται από τις ετικέτες της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς. Παρόλα αυτά, η Νέα Δημοκρατία απορρόφησε σχεδόν το σύνολο της προδικτατορικής ΕΡΕ, εντάσσοντας, όμως, και ορισμένα επιφανή παλαιά στελέχη της Ένωσης Κέντρου στους συνδυασμούς της. Όπως ήταν φυσικό, λόγω της σύνδεσης του με τις προσπάθειες αποκατάστασης της δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν αυτός που συγκέντρωσε πάνω του όλα τα φώτα. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η προεκλογική εκστρατεία της Νέας Δημοκρατίας επικεντρώθηκε αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του ηγέτη της.
Ο ίδιος παρουσιαζόταν ως η μοναδική λύση και εγγυητής της τάξης, της ασφάλειας και της διατήρησης της δημοκρατίας, επαναφέροντας συχνά στην μνήμη του λαού πως η δημοκρατική νομιμότητα επανήλθε σε όλους τους δημόσιους τομείς χάρις την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Την ίδια στιγμή, μέσα από τις ομιλίες του προέβαλε τις κύριες επιδιώξεις του, οι οποίες μεταξύ άλλων, αφορούσαν την αναχαίτιση της τουρκικής επιθετικότητας, την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος, αλλά και την ταχεία ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Όσον αφορά το Πολειτιακό, ο Κ. Καραμανλής προσπαθούσε να διατηρήσει ουδέτερη στάση, καθορίζοντας απλώς την ημερομηνία διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για την Βασιλεία στις 8 Δεκεμβρίου του ‘74. Αυτή του η στάση αποτέλεσε πηγή έντονων κατηγοριών, με τους πολιτικούς του αντιπάλους να μιλούν για ψηφοθηρία ανάμεσα στις τάξεις των βασιλικών και των αντιβασιλικών.
Λίγες ημέρες πριν και συγκεκριμένα στις 20 Σεπτεμβρίου, ανασυστάθηκε η προδικτατορική Ένωση Κέντρου με επικεφαλής τον Γεώργιο Μαύρο. Ο Γ. Μαύρος αποτελούσε ένα από τα ιστορικότερα μέλη του Κέντρου, ενώ παράλληλα υπήρξε και υπουργός Εξωτερικών της πρόσφατης κυβέρνησης Καραμανλή, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην αναστήλωση της Ελλάδας μετά την πτώση της δικτατορίας. Θέλοντας να κάνει ένα άνοιγμα προς νέες προοδευτικές δυνάμεις και να διαφοροποιήσει την συντηρητική της εικόνα, η συγκεκριμένη παράταξη αποφάσισε να σχηματίσει έναν ενιαίο κομματικό οργανισμό με την επωνυμία Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις (Ε.Κ.-Ν.Δ.). Μέσα από την διακήρυξη της, η Ε.Κ.-Ν.Δ. τασσόταν υπέρ μιας ριζικής πολιτικής, οικονομικής, αλλά και κοινωνικής αλλαγής, προωθώντας φιλολαϊκές πολιτικές. Επιπρόσθετα, φρόντιζε να υπενθυμίζει την ανάδυση των δικτατοριών μέσα από την σφαίρα της Δεξιάς, αλλά και τις τεράστιες προσπάθειες που κατέβαλε ο ηγέτης της για να αντιστρέψει την εχθρική στάση της διεθνούς κοινής γνώμης για το ελληνικό κράτος.
Κατά την προδικτατορική περίοδο, σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα της Ένωσης Κέντρου ήταν τόσο ο Γεώργιος Παπανδρέου, όσο και ο υιός του, Ανδρέας. Ο τελευταίος, μετά από πολλά χρόνια αυτοεξορία, επανήλθε στην Ελλάδα στα μέσα του Αυγούστου του 1974 και, παρά τις προσεγγίσεις αρκετών στελεχών της Ε.Κ., αποφάσισε να προχωρήσει στην ίδρυση ενός νέου πολιτικού φορέα, ο οποίος δεν θα συνδεόταν με τους αντίστοιχους του παρελθόντος. Έτσι, λοιπόν, στις 3 Σεπτεμβρίου του ίδιο έτους, ο Α. Παπανδρέου παρουσίασε την ιδρυτική διακήρυξη του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ). Οι αρχές της νεοιδρυθείσας τότε παράταξης εκφράζονται μέσα από το κεντρικό της σύνθημα: “Εθνική Ανεξαρτησία – Λαϊκή Κυριαρχία – Κοινωνική Απελευθέρωση – Δημοκρατία”.
Όπως υποστήριζε και ο ίδιος ο ιδρυτής του, στόχος του κινήματος ήταν η δημιουργία μιας πολιτείας απαλλαγμένης από τον ξένο έλεγχο και την επιρροή της οικονομικής ολιγαρχίας. Σχετικά με το κρίσιμο ζήτημα του Πολιτειακού, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα καταφερόταν ανοιχτά ενάντια στην Βασιλεία και έριχνε τα βέλη του στον Κωνσταντίνου Καραμανλή, υποστηρίζοντας πως “κάθε ψήφος στον Καραμανλή, μπορεί να είναι ψήφος στον (βασιλιά) Κωνσταντίνο”. Έντονη αντιπαλότητα υπήρχε, όμως, και με την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις, με την μεν Ε.Κ.-Ν.Δ. να κατηγορεί τον Ανδρέα Παπανδρέου για προσπάθειες διάσπασης της και το δε ΠΑΣΟΚ για καπηλεία του τίτλου της Ένωσης Κέντρου, αλλά και του ονόματος του Γ. Παπανδρέου.
Στον χώρο της Αριστεράς, τα πράγματα εμφανίζονταν πολύ πιο περίπλοκα. Σε αντίθεση με την προδικτατορική περίοδο, πλεον, υπήρχαν τρια κύρια αριστερά κόμματα: το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) υπό την ηγεσία του Χαρίλαου Φλωράκη, το Κομμουνιστικό Κόμμα εσωτερικού των Λεωνίδα Κύρκου και Μπάμπη Δρακόπουλου και η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) του Ηλία Ηλιού. Οι τρεις αυτές παρατάξεις, βλέποντας το ΠΑΣΟΚ να κάνει ένα άνοιγμα προς αρκετούς ψηφοφόρους του δικού τους χώρου, αποφάσισαν να συμπορευθούν κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, δημιουργώντας έναν ιδιόμορφο συνασπισμό, με τον Ηλία Ηλιού να τίθεται επικεφαλής της διοικούσας επιτροπής. Η εκλογική συμμαχία της Λεγόμενης Ενωμένης Αριστεράς αποτελούσε ουσιαστικά μια σύμπραξη της ΕΔΑ και του ΚΚΕ, με το ΚΚΕ εσωτερικού να εκπροσωπείται ανεπίσημα από υποψήφιους της ΕΔΑ.
Ωστόσο, η κατ’ όνομα “Ενωμένη Αριστερά”, δεν ήταν και τόσο ενωμένη στην πραγματικότητα. Παράλληλα με τις συγκεντρώσεις της Ενωμένης Αριστεράς, κάθε κόμμα έκανε δικές του ξεχωριστές συγκεντρώσεις, ζητώντας από το ακροατήριο τους την στήριξη των δικών τους υποψηφίων. Εξέχοντα ρόλο στην δημιουργία αυτής της συμμαχίας είχε και ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης, Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος ήταν και υποψήφιος. Κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ο Μ. Θεοδωράκης προχώρησε σε μια δήλωση που συζητείται μέχρι και σήμερα. Για πολλούς μελετητές, η φράση “Καραμανλής ή τανκς” κατάφερε να επηρεάσει την ελληνική κοινωνία, αλλά και την πορεία προς τις κάλπες. Το βέβαιο είναι πως ανεξάρτητα από τον πραγματικό τρόπο και λόγο που ειπώθηκε, κατάφερε να ενισχύσει τον ίδιο τον Καραμανλή, οδηγώντας τον στην νίκη.
Ο ελληνικός λαός, απαντώντας σε αυτό το δίλημμα, έδωσε την μεγαλύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας στην παράταξη του Κ. Καραμανλή, με τον εγχώριο και διεθνή Τύπο να μιλούν για “προσωπικό θρίαμβο”. Η Νέα Δημοκρατία κατάφερε να συγκεντρώσει το 54,37% των ψήφων, αλλά και 220 κοινοβουλευτικές έδρες. Ακολούθως, η Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις συγκέντρωσε ένα ποσοστό της τάξεως του 20,5% και 60 κοινοβουλευτικές έδρες, με τον Γεώργιο Μαύρο να αποδίδει την ήττα του κόμματος τους στον διασπαστικό ρόλο του ΠΑΣΟΚ, αλλά και του διλήμματος του Μ. Θεοδωράκη. Στην συνέχεια, το νεοϊδρυθέν Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα κατάφερε να συγκεντρώσει το 13,58% των ψήφων και 12 έδρες. Αρκετοί μελετητές της εποχής υποστηρίζουν πως οι διακηρύξεις και οι θέσεις της παράταξης ήταν υπέρ του δέοντος ριζοσπαστικές για την ελληνική κοινωνία, εξού και τα χαμηλά του ποσοστά. Τέλος ο συνασπισμός της Ενωμένης Αριστεράς κατάλαβε μόλις 8 έδρες και ένα ποσοστό λίγο πιο κάτω από το 9,5% με τον σοβιετικό Τύπο να αποδίδει την εκλογική αποτυχία στην σύντομη προεκλογική εκστρατεία, αλλά και στον εκλογικό νόμο, ο οποίος έδωσε το δικαίωμα ψήφου μόνο σε όσους ήταν πάνω από 21 έτη.
Κατά την διάρκεια της θητείας της, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προχώρησε στην λήψη πολύτιμων και σημαντικών αποφάσεων. Ανάμεσα σε αυτές συγκαταλέγεται και η ψήφιση ενός νέου Συντάγματος από την Ε’ Αναθεωρητική Βουλή στις 7 Ιουνίου του 1975. Το εν λόγω Σύνταγμα καθιέρωσε την προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία ως πολίτευμα της χώρας, ενώ παράλληλα, όριζε την τετραετή θητεία του κοινοβουλίου. Παρόλα αυτά, η θητεία της Βουλής που σχηματίστηκε από τις εκλογές του 1974 θα ήταν συντομότερη κατά ένα έτος, με τις φήμες για την διενέργεια πρόωρων εκλογών να εμφανίζονται ήδη από το καλοκαίρι του 1977.
Πιο συγκεκριμένα, λίγο μετά τα μέσα του Αυγούστου είχε δημιουργηθεί ένα έντονο προεκλογικό κλίμα στον ελληνικό Τύπο, με αρκετές εφημερίδες να μεταφέρουν πως ο Κ. Καραμανλής διαβεβαίωνε τον πρόεδρο της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, Ηλία Ηλιού, πως δεν σκόπευε να αιφνιδιάσει την αντιπολίτευση με την ξαφνική ανακοίνωση εκλογών. Ωστόσο, την ίδια στιγμή υποστήριζε πως οι ευρύτερες εξελίξεις είναι αυτές που θα προσδιορίσουν την ακριβή περίοδο διεξαγωγής εκλογών, αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο ανοιχτό οποιοδήποτε ενδεχόμενο. Έπειτα από σχεδόν ένα μήνα, ο πρωθυπουργός είχε συναντήσεις τόσο με τον πρόεδρο της ΕΔΗΚ, Γεώργιο Μαύρο, όσο και με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου, κοινοποιώντας και στους δυο τις προθέσεις του σχετικά με την διενέργεια εθνικών εκλογών πριν από το τέλος του έτους. Ως αίτιο της συγκεκριμένης απόφασης προέβαλε τα κρίσιμα εθνικά θέματα που αντιμετωπιζε η χώρα γύρω από τις σχέσεις της με την γειτονική Τουρκία, την επίλυση του Κυπριακού, αλλά και την επερχόμενη ένταξη της στην ΕΟΚ. Σύμφωνα με τον Καραμανλή, απαραίτητη προϋπόθεση για την ορθή αντιμετώπιση όλων αυτών των ζητημάτων ήταν η ύπαρξη μιας κυβέρνησης με πρόσφατη λαϊκή εντολή. Για την αντιπολίτευση, ωστόσο, αυτοί οι ισχυρισμοί δεν ήταν πειστικοί.
Ο Γεώργιος Μαύρος εξέφρασε εξ’ αρχής την αντίθεση του στο σενάριο των πρόωρων εκλογών, υποστηρίζοντας πως η επίσπευση των διαδικασιών οφείλεται στις προσπάθειες του πρωθυπουργού να πιάσει απροετοίμαστα τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Από μεριάς του, ο πρόεδρος της ΕΔΗΚ θεωρούσε πως η επίσπευση των εκλογών θα ωφελούσε το ΠΑΣΟΚ, το οποίο και θεωρούσε κύριο αντίπαλο του, εις βάρος της δικής του παράταξης. Αντίθετα, ο Ανδρέας Παπανδρέου συμφωνούσε με την διενέργεια πρόωρων εκλογών, καθώς θεωρούσε πως η παράταξη του ήταν ικανή να υποσκελίσει την ΕΔΗΚ και να αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση. Ωστόσο, ήταν βέβαιος πως η απόφαση του Κ. Καραμανλή αποδιδόταν στην αναμενόμενη επιδείνωση της εθνικής οικονομίας και όχι σε σκέψεις περι νωπής λαϊκής εντολής. Ομοίως, ούτε το ΚΚΕ φαινόταν να πείθεται από τις απόψεις του πρωθυπουργού. Ο γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, Χαρίλαος Φλωράκης, θεωρούσε πως η κυβέρνηση ήθελε να κρατήσει κάτω από την κομματική της στέγη όσο το δυνατόν περισσότερους από τους περιστασιακούς της ψηφοφόρους των προηγούμενων εκλογών και να μην τους απωλέσει λόγω των πολιτικών της. Όλες αυτές οι απόψεις θα δικαιώνονταν μεταγενέστερα από τον ίδιο τον Καραμανλή. Όπως ανέφερε ο ίδιος μέσα από σημείωμα που δημοσιεύτηκε στο αρχείο του, εάν δεν επέσπευδε τις εκλογές και τις άφηνε για το φθινόπωρο του επόμενου έτους, ενδεχομένως θα μπορούσαν να είχαν μεσολαβήσει γεγονότα που θα επιτάχυναν την φθορά του κόμματος και θα οδηγούσαν σε μελλοντική εκλογική ήττα.
Στις 20 Σεπτεμβρίου, έπειτα από πρόταση του Καραμανλή, το υπουργικό συμβούλιο εισηγήθηκε την διάλυση της υπάρχουσας Βουλής στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τσάτσο, και την προκήρυξη εκλογών για τις 20 Νοεμβρίου. Ο Καραμανλής, θεωρώντας πως οι πολιτικές συνθήκες είχαν πλέον ωριμάσει, αποφάσισε να μην δημιουργηθεί υπηρεσιακή κυβέρνηση. Παρόλα αυτά, προκειμένου να εξαφανίσει κάθε αμφιβολία γύρω από το αδιάβλητο των διαδικασιών, αντικατέστησε του υπουργούς Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Βορείου Ελλάδας με ισάριθμες μη πολιτικές σημαίνοντες προσωπικότητες. Όσον αφορά το εκλογικό σύστημα, χρησιμοποιήθηκε και πάλι το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, έχοντας, όμως, δύο σημαντικές αλλαγές. Κατόπιν ψήφισης νέου εκλογικού νομοσχεδίου τον Ιουνιου του 1977, μειώθηκε το όριο ηλικίας των ψηφοφόρων στα 20 έτη και εισήχθη στην πρώτη κατανομή η ρήτρα του +1. Ας ρίξουμε, όμως, μια ματιά στους κομματικούς σχηματισμούς εκείνης της περιόδου, ξεκινώντας από το κυβερνών κόμμα.
Έχοντας κυβερνήσει για τρία χρόνια, η Νέα Δημοκρατία διαχειρίστηκε ορισμένα “καυτά” ζητήματα, τόσο στην εσωτερική, όσο και στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Στο εσωτερικό της χώρας, η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή υιοθέτησε μια φιλολαική οικονομική πολιτική, μη διστάζοντας να έρθει σε σύγκρουση με το μεγάλο κεφάλαιο της εποχής εκείνης. Παράλληλα, ο ίδιος ο Καραμανλής υποστήριζε πως συνέβαλε τα μέγιστα στην σταδιακή αποκατάσταση της δημοκρατίας, εμποδίζοντας την ύπαρξη μιας νέας εμφύλιας σύγκρουσης. Η υπενθύμιση όλων των επιτευγμάτων της κυβέρνησης αποτέλεσε ένα από τα σημαντικά σημεία της προεκλογικής εκστρατείας της Νέας Δημοκρατίας, με τον ηγέτη της, μεταξύ άλλων, να επαναφέρει στις μνήμες των ψηφοφόρων όλα όσα πέτυχε από τον επαναπατρισμό του και έπειτα. Η μείωση των δυνάμεων της φαινόταν να οφείλεται στην διαρροή ενός τμήματος των ψηφοφόρων της προς την νεοιδρυθείσα Εθνική Παράταξη των Στέφανου Στεφανόπουλου και Σπύρου Θεοτόκη. Το τμήμα αυτό αφορούσε κυρίως ένα κομμάτι του ακροατηρίου της, το οποίο ήταν υπέρ των χουντικών και της επαναφοράς του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Στο χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, η ΕΔΗΚ παρουσιάζε σημαντικά σημάδια κάμψης της επιρροής της στο εκλογικό σώμα. Από αυτή την κάμψη επωφελήθηκε το ΠΑΣΟΚ, το οποίο κατάφερε να διπλασιάσει τα ποσοστά τους στις εκλογές, καταλαμβάνοντας την δεύτερη θέση. Ο Ανδρέας Παπανδρέου εξέφραζε αντινατοικές και αντιαμερικανικές απόψεις, απορίπτοντας ταυτόχρονα την “εθνικα επιζήμια” ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Σε αντίθεση με το παρελθόν, ο ηγέτης του Κινήματος παρουσιαζόταν πολύ πιο μειλίχιος και ρεαλιστής, εχοντας αμβλύνει τις ριζοσπαστικές θέσεις της προηγούμενης προεκλογικής περιόδου.
Ακολούθως, στον χώρο της Αριστεράς υπήρχαν δύο σημαντικοί κομματικοί σχηματισμοί. Από την μια υπήρχε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το οποίο κατήλθε αυτόνομα στην εκλογική αναμέτρηση έπειτα από τέσσερις δεκαετίες. Το κόμμα του Χαρίλαου Φλωράκη τασσόταν απέναντι από την συμμετοχή της Ελλάδας στην συμμαχία του Βορειοατλαντικού Συμφώνου και της ΕΟΚ, ασκώντας παράλληλα δριμεία κριτική στις αντιλαϊκές πολιτικές της κυβέρνησης και στους χειρισμούς του Κυπριακού ζητήματος. Την ίδια στιγμή, υπήρχε ο πεντα-κομματικός σχηματισμός της Συμμαχίας Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων. Η συγκεκριμένη σύμπραξη συγκροτήθηκε λίγο πριν τον Οκτώβριο του 1977 ως μια σύμπραξη του ΚΚΕ εσωτερικού, της ΕΔΑ, της Σοσιαλιστικής Πορείας, της Σοσιαλιστικής Πρωτοβουλίας και της Χριστιανικής Δημοκρατίας, με επικεφαλής τον Ηλία Ηλιού. Σε μεγάλο βαθμό συμφωνούσε με τις θέσεις του αυτόνομου Κομμουνιστικού Κόμματος, παρουσιάζοντας, ωστόσο, μια πιο μετριοπαθή πολιτική ως προς την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ.
Λίγο πριν τις εκλογές και συγκεκριμένα στις 5 Σεπτεμβρίου του 1977, την εμφανιση του έκανε μια ακόμα παράταξη. Το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη αποτελούσε μια ανασύσταση του βενιζελικού κόμματος και παρουσιάστηκε ως η μόνη λύση στα αδιέξοδα που προκάλεσε η ανεπαρκής πολιτική της Νέας Δημοκρατίας και η ανίκανη αντιπολίτευση της ΕΔΗΚ.
Οι εκλογές του ‘77 αποτέλεσαν εκλογές καινοτομιων. Επί της ουσίας, οι πολιτικές δημοσκοπήσεις έκαναν το ντεμπούτο τους σε αυτήν την προεκλογική περίοδο, με την A.C. Nielsen Hellas και το Ινστιτούτο Ερευνών Επικοινωνίας να διενεργούν δημοσκοπήσεις πανελλαδικής κάλυψης. Παρόλο που βρίσκονταν σε “νηπιακή” ακόμα ηλικία, οι δημοσκοπήσεις κατάφεραν να σφυγμομετρήσουν την κοινή γνώμη, με τις μετρήσεις να είναι αρκετά κοντά στα πραγματικά ποσοστά οριμένων κομμάτων. Ακολούθως, αλλη μια καινοτομία ήταν η χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών για την συγκεντρωση και την μετάδοση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Ωστόσο, η μέθοδος αυτή δεν ήταν επιτυχημένη, με το σύστημα να ανταποκρίνεται για 40 μόλις λεπτά και στην συνέχεια να επιστρατευονται δημόσιοι υπάλληλοι για το δύσκολο έργο της καταμέτρησης.
Το αποτέλεσμα της κάλπης κατάφερε να αποτυπώσει την σχετικά ισομερή κατανομή του εκλογικού σώματος στην βάση του διπολου Αριστεράς-Δεξιάς, με την κάθε πλευρά να συγκεντρώνει σχεδόν το 50% των συνολικών ψήφων. Η Νέα Δημοκρατία για άλλη μια φορά κατάφερε να κερδίσει την πρώτη θέση, συγκεντρώνοντας, ωστόσο, 12,5 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερες (41,84%) σε σχέση με τις εκλογές του 1974. Η πτώση αυτή, σε μεγάλο βαθμό, οφειλόταν στην μετατόπιση ενός σημαντικού αριθμού ψηφοφόρων προς την Εθνική Παράταξη, η οποία κατάφερε να συγκεντρώσει το 6,82% των ψήφων. Ακολούθως, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου κατάφερε να συγκεντρώσει ένα ποσοστό της τάξεως του 25,34%, καταφέρνοντας να σημειώσει τεράστια εκλογική άνοδο και να διπλασιάσει τα ποσοστά του. Σίγουρα, ο μεγάλος ηττημένος των εκλογών ήταν η ΕΔΗΚ, η οποία συγκέντρωσε σχεδόν 400.000 ψήφους λιγότερες, υποχωρώντας έτσι στο 11.95%. Ο ηγέτης της παράταξης, Γ. Μαύρος, απέδωσε την μεγάλη απώλεια της δυναμικής της ΕΔΗΚ στο έντονο κλίμα πόλωσης που επικράτησε και υπέβαλε την παραίτηση του λίγες μέρες αργότερα. Το ΚΚΕ κατάφερε να συγκεντρώσει 9,36%, ενώ πολύ χαμηλότερα ήταν τα ποσοστά της Συμμαχίας Προοδευτικών Δυνάμεων (2,72%) και του Κόμματος Νεοφιλελευθέρων (1,08%).
Εκλογές 1981: Η διάχυση της αλλαγής από την κοινωνία στην εκλογική διαδικασία
Ολόκληρη η δεκαετία του 80 αποτελεί τομή για την προσεχή μεταπολιτευτική πορεία της Ελλάδος. Η πολιτική σκηνή αλλά και η κοινωνική δυναμική κατακλύζονται από αντιφάσεις που συνδυάζουν εκσυχρονιστικά και αρχαϊκά στοιχεία. Το δίπολο εκσυγχρονισμός και παράδοση αρχίζει να αποκτά αδρά χαρακτηριστικά και η είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ στις αρχές της δεκαετίας σηματοδοτεί το άνοιγμα σε μία εποχή ευκαιριών και διακινδυνεύσεων που χρωματίστηκαν από την ελληνική πολιτική κουλτούρα και παράδοση. Πιάνοντας το νήμα από την καραμανλική περίοδο, η διαδικασία εδραίωσης της δημοκρατίας φάνηκε ότι δεν είχε ολοκληρωθεί και παρά την νομιμοποίηση της αριστεράς και του ΚΚΕ, οι μάζες δεν είχαν καταφέρει να αφήσουν το δικό τους στίγμα στην πολιτική. Το ξεκίνημα της δεκαετίας με τις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου του 1981, σηματοδοτεί μια νέα εποχή που έμελλε να θέσει ως υψίστης σημασίας αγαθό την εδραίωση της δημοκρατίας, με αρκετά αντιφατικά στοιχεία για την ίδια τη φύση της.
Απόλυτος νικητής της εκλογικής αναμέτρησης του 1981-αλλά και ολόκληρης της δεκαετίας- αναδείχτηκε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου με το συντριπτικό ποσοστό της τάξης του 48%. Στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρέθηκε η Νέα Δημοκρατία του Γεωργίου Ράλλη, η οποία απέσπασε ένα αξιοσημείωτα χαμηλό ποσοστό για τις μέχρι τότε επιδόσεις της (35,9%). Το τελευταίο κόμμα που κατάφερε να καταλάβει βουλευτικές έδρες ήταν το ΚΚΕ και παρά τις αρκετά αυξημένες προσδοκίες -την κατάκτηση του 17%- που είχε θέσει στον εαυτό του, η δυναμική του δεν ήταν αμελητέα (10,9%).
Τα ποσοτικά δεδομένα δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την σαρωτική νίκη του απόλυτου πρωταγωνιστή της αναμέτρησης, όμως δεν μπορούν να δώσουν καμία πληροφορία για το κλίμα των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών μέσα από τις οποίες αναδύθηκε το ΠΑΣΟΚ. Ξεκινώντας από τους ηττημένους της αναμέτρησης, η Νέα Δημοκρατία δεν μπόρεσε να διαμορφώσει ένα προφίλ κεντρώου συνδυασμού καθώς η οργάνωση του κόμματος -κόμμα στελεχών- αλλά και η ιδεολογική της ατζέντα διατηρούσαν αρκετά συντηρητικά και προδικτατορικά στοιχεία. Η Νέα Δημοκρατία όμως προσπάθησε να κινηθεί προς μία κεντρώα κατεύθυνση, ήδη από το 1978, με την παρουσία του Γεωργίου Ράλλη στην αρχηγεία του κόμματος και με την ένταξη σε αυτό και άλλων κεντρώων βουλευτών (Π. Βαρδινογιάννης, Κ. Μητσοτάκης). Η προβολή ενός οράματος μίας αναβαθμισμένης χώρας που θα συμβαδίζει με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, και τα συνθήματα όπως «εμπρός για πρόοδο και ευημερία», υποδηλώνουν στόχους που δεν εμπίπτουν στην καθημερινή πραγματικότητα του «μέσου Έλληνα πολίτη». Το αίτημα για «συνέχεια» ενός ανολοκλήρωτου έργου, δε απέκτησε μεγάλη απήχηση, καθώς η καραμανλική περίοδος παρά τα ομοφαλμοφανώς θετικά σημεία της (ένταξη στην ΕΟΚ, μείωση της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων), είχε έλθει σε ένα τέλμα, με εμφανή σημάδια φθοράς στο οικονομικό και στο πολιτικοκοινωνικό επίπεδο (αύξηση ανεργίας, συντηρητικό σύστημα).
Το ιστορικό «είπαμε όχι ου» του Γεωργίου Ράλλη και το αστικό ήθος του τότε πρωθυπουργού, έπαιζε καταφανώς «εκτός έδρας», σε σχέση με τον λαϊκό αυθορμητισμό του πολιτικού του αντιπάλου. Πληρώντας όλα τα χαρακτηριστικά του χαρισματικού ηγέτη με όρους Βέμπερ, ο Ανδρέας Παπανδρέου κατάφερε να συσπειρώσει την ελληνική κοινωνία κάτω από την ομπρέλα του σοσιαλισμού και της «Αλλαγής». Τα προοδευτικά στοιχεία που πρόβαλε το ΠΑΣΟΚ ήταν η κοινωνική ισότητα, μέσα από την ανακατανομή του εισοδήματος, ο εκδημοκρατισμός της παιδείας, η μέριμνα για την ισότητα των φύλων, η περιφερειακή ανάπτυξη κ.α. Όλη η ιδεολογική ατζέντα του ΠΑΣΟΚ όμως αποτυπώθηκε σε μία και μόνο φράση: «Ο λαός θέλει το ΠΑΣΟΚ μπορεί». Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε καταφέρει να αναδείξει την εθνική κυριαρχία ως υψίστης σημασίας και τα συνθήματα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», ταυτιζόταν απόλυτα με τον διάχυτο αντιαμερικανισμό και τον αντικαπιταλισμό της ελληνικής κοινωνίας. Το ΚΚΕ είχε αντιληφθεί την δυναμική της «Αλλαγής» και τον αντίκτυπο που είχε η τελευταία σε όλους τους τομείς της ελληνικής πραγματικότητας. Με την άτυπη υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ, το κόμμα του Χαριλάου Φλωράκη, στόχευε να αποσπάσει κάτι από την αίγλη της και να μπει «σφήνα» στον δικομματισμό που έμελλε να συγκροτηθεί την επομένη των εκλογών της 18ης Οκτωβρίου.
Ο σοσιαλισμός του ΠΑΣΟΚ αποτελούσε ένα μείγμα λαϊκισμού και εθνικισμού με στοιχεία κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας. Τα συνθήματα όπως «στις 18 Σοσιαλισμός» ή «ήρθε η ώρα της Αλλαγής» αντανακλούσαν την επικράτηση μίας «ιδιαίτερης» αριστερής ιδεολογίας, η οποία κατακλυζόταν από ένα υβρίδιο εθνικού ριζοσπαστισμού και εκδυτικισμού των ηθών (καταναλωτισμός). Η κοινωνική άνοδος στρωμάτων που βρισκόταν μέχρι τότε στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων, συντέλεσαν την πολυσυζητημένη «μεσαία τάξη» ή τους «μη προνομιούχους» και καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις πρώτες εκλογικές αναμετρήσεις της δεκαετίας. Η ταυτότητα αυτών των κοινωνικών ομάδων, δηλαδή η αποθέωση της λαϊκής παράδοσης και κουλτούρας ως δείγμα ελληνικής αυθεντικότητας, αντικατοπτριζόταν στην χαρισματική φυσιογνωμία του Ανδρέα Παπανδρέου.
Εκλογές 1985. Τα πρώτα σημάδια φθοράς
Οι επόμενες βουλευτικές εκλογές του 1985 σηματοδοτούν τα πρώτα σημάδια μίας αξιοσημείωτης φθοράς που έχει επέλθει στο ΠΑΣΟΚ ύστερα από την 4ετή διακυβέρνηση της χώρας. Το κυβερνών κόμμα με την βοήθεια του καινούργιου εκλογικού νόμου και τον ως επί το πλείστων θετικό απολογισμό της θητείας του από τους υποστηρικτές του αντιδεξιού πόλου, είχαν ως συνέπεια την επικράτηση του με ποσοστό 45,8%. Η Νέα Δημοκρατία από την άλλη ενίσχυσε την δυναμική της κυρίως στα αστικά κέντρα και απέσπασε το 40,8% του συνολικού αποτελέσματος. Πτώση σημείωσε το ΚΚΕ κατά μία μονάδα (9,89%) ενώ κατάφερε για πρώτη φορά να εισέλθει στη βουλή το ΚΚΕ εσωτερικού υπό την αρχηγεία του Λεωνίδα Κύρκου, κατακτώντας μια έδρα (1, 8%).
Ο Ανδρέας Παπανδρέου στις εκλογές της 2ας Ιουνίου του 1985 «έπαιξε όλα του τα χαρτιά» στην ενίσχυση των διαχωριστικών γραμμών της δεξιάς και της αντιδεξιάς πολιτικής αντιπαράθεσης. Δυο γεγονότα ενέτειναν το πολωμένο κλίμα της εποχής και έφτασαν την ιδεολογική αντιπαράθεση των δυο μεγάλων κομμάτων στα άκρα. Το πρώτο ήταν η διαδοχή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην θέση του Ευάγγελου Αβέρωφ το 1984, ο όποιος παραιτήθηκε ύστερα από δυο εκλογικές ήττες (δημοτικές εκλογές 1982, ευρωεκλογές 1984). Ο Παπανδρέου με την χαρακτηριστική φράση «ο εφιάλτης επέστρεψε» (μνήμες αποστασίας), έριχνε τα βέλη του προς τον νέο πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας και ταυτόχρονα επιχειρούσε να διατηρήσει την απόλυτη κυριαρχία του στο χώρο του κέντρου, ενώ ο ανανεωμένος Μητσοτάκης προσπάθησε να εισάγει στην χώρα έννοιες του νεοφιλελεύθερου προστάγματος και παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα ο ευρωπαϊκός φιλελεύθερος εκσυγχρονισμός είχε περιορισμένο αντίκτυπο, οι απογοητευμένοι του κρατικού συγκεντρωτισμού, είδαν την επιλογή Μητσοτάκη ως μία εναλλακτική λύση. Ο Μητσοτάκης έκανε φιλότιμες προσπάθειες «απεξάρτησης» της Νέας Δημοκρατίας από τα συντηρητικά της στοιχεία, όμως ο πιο κρίσιμος παράγοντας για εκείνη την εκλογική αναμέτρηση ήταν η επιλογή πολιτικού προσώπου που θα ανταγωνίζονταν την εμβληματική προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου.
Το δεύτερο γεγονός που σημάδεψε την προεκλογική περίοδο ήταν η ανακοίνωση από το κυβερνών κόμμα το όνομα του Σαρτζετάκη (εισαγγελέας στην υπόθεση Λαμπράκη), για την θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας αντί για εκείνο του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η στρατηγική αυτή κίνηση του Παπανδρέου, σε συνδυασμό με μία σειρά από συμβολικές ενέργειες όπως η παρουσία της μικρής «Αλλαγίτσας» (η αποτύπωση της «Αλλαγής» στο πρόσωπο ενός μικρού κοριτσιού), και η απόφαση για συνταγματική αναθεώρηση, επεσήμαναν μία προσπάθεια απαλλαγής από το δεξιό παρελθόν.
Οι εκλογές του 1985 αποτέλεσαν μια πρώτη ρωγμή στην μαζική δημοκρατία που εδραίωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου από την ανερχόμενη ευρωπαϊκή δυναμική των νεοφιλελεύθερων αιτημάτων, χωρίς όμως αυτή να αγγίξει τον πυρήνα της «ιδιαίτερης» αριστερής ηγεμονίας. Ωστόσο, ο σοσιαλιστικός, εκσυγχρονιστικός δρόμος του ΠΑΣΟΚ που συνοδευόταν από το κράτος-εργοδότη και τα παγιωμένα αρχαϊκά στοιχεία του, έμελλε να αποκτήσουν τα επόμενα χρόνια πιο ισχυρούς αντιπάλους.
Από το “βρώμικο 89” στην νίκη της Ν.Δ.
Το 1989 ίσως αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά ορόσημα της μεταπολιτευτικής ιστορίας της Ελλάδας. Ειδικότερα οι διπλές εκλογές του 1989 και τα αποτελέσματα τους, κατέδειξαν με αρκετή σαφήνεια την συλλογική βούληση για άρση των “αντιφάσεων” και διελκυνστίδων της πρώιμης μεταπολιτευτικής περιόδου. Το ΠΑΣΟΚ είχε διανύσει ήδη μια οκταετία στο τιμόνι της χώρας, επιτυγχάνοντας έστω και μερικώς να χειραφετήσει εθνικά, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά τις μοίρες της ευρωπαϊκής πλέον Ελλάδας. Παρόλα αυτά, οι μαξιμαλισμοί στους στόχους της πρώτης εύφορης τετραετίας στην κυβέρνηση, ανάγκασαν εν πολλοίς τον Ανδρέα Παπανδρέου και την κυβέρνηση του κατά την δεύτερη τετραετία να προσπαθήσει να χαλιναγωγήσει τις προσδοκίες για την “Αλλαγή” και να σταθεροποιήσει κυρίως την οικονομική πορεία της χώρας στο πλαίσιο πάντα της ευρωπαϊκής σύγκλισης.
Από την πολωτική εκλογική μάχη του 1985, το ΠΑΣΟΚ ενώ επιβεβαίωσε τον ηγεμονικό του ρόλο στο πολιτικό σύστημα, δεν κατάφερε να αμβλύνει ή να εξισορροπήσει τις εσωτερικές του ιδεολογικές και πολιτικές αντιφάσεις. Από το προεκλογικό σύνθημα/πρόταγμα “για καλύτερες μέρες”, πέρασε σχεδόν αμέσως μετά την ανανέωσης της κυβερνητικής του εντολής στο πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας. Ταυτόχρονα το ΠΑΣΟΚ για μια σειρά από λόγους, άρχισε να εγκαταλείπει σταδιακά τον τριτοκοσμικό και σοσιαλιστικό του πολιτικό λόγο και προσανατολισμό, μετατρεπόμενο σε ένα ευρωπαϊκό μαζικό κόμμα της αριστεράς. Οι σειρήνες του εκσυγχρονισμού άρχισαν να ηχούν πρώτα εντός του ίδιου ΠΑΣΟΚ.
Για να εξετάσουμε διεισδυτικότερα την περίοδο που προηγήθηκε των εκλογών του 1989-1990, είναι απαραίτητος ένας συνδυασμός ανάλυσης τόσο στο μακροϊστορικό επίπεδο (διεθνές περιβάλλον στα 80s) όσο και στο μικροϊστορικό επίπεδο της συγκυρίας αυτής καθαυτής.
Ξεκινώντας από τις διεργασίες και εξελίξεις στο διεθνές πλαίσιο της περιόδου, που περιλαμβάνει σχεδόν όλη τη δεκαετία του 80’, παρατηρούμε σημαντικές γεωπολιτικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις σε σχέση με την προγενέστερη ψυχροπολεμική περίοδο που επέδρασαν και στο εσωτερικό, εξ αντανακλάσεως, της Ελλάδας. Αφενός η ύφεση στην ένταση μεταξύ Ανατολής και Δύσης και οι προσπάθειες αναζήτησης σημείων επαφής μεταξύ των δύο πόλων του Ψυχρού Πολέμου (Η.ΠΑ. – Ε.Σ.Σ.Δ.), αφετέρου η άνοδος και ηγεμονία των προταγμάτων του νεοφιλελευθερισμού στην ευρωπαϊκή ήπειρο αποτέλεσαν θρυαλλίδα επιδράσεων στο εσωτερικό του πολιτικού μας συστήματος.
Συγκεκριμένα, η άνοδος του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ στην ηγεσία της Ε.Σ.Σ.Δ. στο πλαίσιο της (αυτό)μεταρρύθμισης του σοβιετικού κράτους με τις παράλληλες προσπάθειες υπέρβασης της ρήξης μεταξύ των κομμουνιστογενών κομμάτων της Αριστεράς στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθόρισαν σημαντικά το πολιτικό κλίμα στον δρόμο προς το 1989. Οι εισαγόμενες αυτές εξελίξεις συνδυάστηκαν στο εσωτερικό της ελληνικής Αριστεράς με το ρήγμα στη λεγόμενη “αντιδεξιά αλληλεγγύη” που χαρακτήρισε μέχρι εκείνη τη στιγμή όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο. Τα κόμματα αριστερά του ΠΑΣΟΚ αποδεσμεύτηκαν από το 1985 και ύστερα από την ιδεολογική “δέσμευση” τους στην αντί-δεξιά στρατηγική τους που έβλεπαν να ευνοεί την ηγεμονική συνέχεια του ΠΑΣΟΚ και προκαλούσε πολιτική και ιδεολογική ασφυξία στα ίδια. Το ρήγμα αυτό στο αντί-δεξιό μπλοκ που άρχισε να εκδηλώνεται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 80’ με απομόνωση του ΠΑΣΟΚ, σε συνδυασμό με το προσεκτικό άνοιγμα της Ν.Δ. υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη προς τα αριστερά, είχε αρχίσει να προαλείφει το έδαφος της “ανίερης” σύγκλισης που θα βλέπαμε λίγο καιρό αργότερα.
Οι ιδεολογικές μετατοπίσεις όμως δεν αφορούσαν μόνο το κομματικό επίπεδο αλλά είχαν αρχίσει να επιδρούν ταυτόχρονα και στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Από το συλλογικό και εθνικό “φαντασιακό” της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, η ελληνική κοινωνία άρχισε να γοητεύεται από τις εκσυγχρονιστικές “σειρήνες”, να αφήνει πίσω της δειλά την υπερπολιτικοποίηση και τον κομφορμισμό ατενίζοντας τις προσδοκίες της μέσα από ένα περισσότερο διεθνοποιημένο και φιλοευρωπαϊκό πρίσμα.
Παρά τις διεργασίες του διεθνούς περιβάλλοντος που επέδρασαν στο σώμα του ελληνικού πολιτικό συστήματος, κυρίως σε μέσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο, η ανάγνωση της μακράς προεκλογικής περιόδου των εκλογών του 1989, δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά ταυτόχρονα μέσα από τα συμφραζόμενα της συγκυρίας.
Δύο είναι τα γεγονότα-ορόσημα που συνετέλεσαν στο οξυμένο κλίμα που οδήγησαν στις πρώτες εκλογές του 1989. Η ασθένεια και επιδείνωση της υγείας του Ανδρέα Παπανδρέου και το σκάνδαλο “Κοσκωτά”. Ενώ το αιφνίδιο πρόβλημα υγείας του φυσικού και πολιτικού ηγέτη του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργού της χώρας, “μούδιασε” το κόμμα και τους υποστηρικτές του ενόψει της εκλογικής συνέχειας, το σκάνδαλο “Κοσκωτά” ήρθε να αποτυπώσει στην συγκυρία όλα τα ρητά ή άρρητα αιτήματα της πλειοψηφίας του κοινωνικού συνόλου για εκσυγχρονισμό και κάθαρση της πολιτικής ζωής. Εκσυγχρονισμός αφενός των σχέσεων της πολιτικής τάξης και του κράτους σε σχέση με τις διασυνδέσεις και αλληλοεξαρτήσεις με την οικονομική ελίτ, αφετέρου την κάθαρση από την αυξανόμενη διαφθορά στους ‘αρμούς’ και στους “διαδρόμους” της εξουσίας του ελληνικού πολιτικού οικοσυστήματος.
Στο πρόσωπο του εξασθενημένου Ανδρέα Παπανδρέου το πολιτικό σύστημα σύσσωμο και ένας μεγάλος μέρος του εκλογικού σώματος αποτύπωσε τον εκφυλισμό και τις παθογένειες της μετεξέλιξης του ΠΑΣΟΚ από κίνημα σε κόμμα, από κόμμα σε κυβέρνηση και από κυβέρνηση σε κράτος. Παράλληλα στο πρόσωπο του επιχειρηματία και διάττοντα αστέρα Κοσκωτά, προσωποποίησε την διαστρεβλωμένη έννοια της οικονομικής επιτυχίας εντός της μεταπολίτευσης και της κοινωνικής ανέλιξης. Σε αυτές τις συνδηλώσεις και συμφραζόμενα στηρίχτηκε η συμμαχία της “ενωμένης” Αριστεράς και της Ν.Δ. μέσω της κυβέρνησης Τζαννετάκη, μιας κυβέρνησης “ειδικού σκοπού” όπου είχε ως βασικό της στόχο την παραπομπή των “ενόχων” του ΠΑΣΟΚ στο “καθαρτήριο” του Ειδικού Δικαστηρίου.
Το Ειδικό Δικαστήριο αθώωσε έστω και οριακά τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, αλλά κατάφερε να απονομιμοποιήσει την ηγεμονική του θέση στο πολιτικό σύστημα έστω και προσωρινά. Οι εκλογές που προκηρύσσονται για τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, καταλήγουν σε μια οικουμενική κυβέρνηση του “κανενός” όπως έχεις χαρακτηριστεί, αφού δεν ήταν ικανή και πρόθυμη να λάβει καμία κρίσιμη ή σημαντική απόφαση για την χώρα. Παρόλα αυτά είχε αρχίσει ήδη να αποφορτίζεται το απόλυτα οξυμένο κλίμα των πρώτων εκλογών του 1989, και όλα έδειχναν πως σύντομα η επίπλαστη οικουμενικότητα θα έδινε τη θέση της στο αίτημα για κυβερνησιμότητα. Όπερ και εγένετο τον Απρίλιο του 1990, η Ν.Δ. του Κ. Μητσοτάκη επιβίωσε τόσο του πολωμένου και μακρόσυρτου προεκλογικού κλίματος του 1989 όσο και της “ανίερης” συμπλευσης με την κομμουνιστογενή αριστερά. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κέρδισε οριακά τις εκλογές, βάζοντας μια άνω τελεία στην κυβερνητική πορεία του ΠΑΣΟΚ σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας.
Παράλληλα, η επικράτηση της Ν.Δ. έφερνε στο προσκήνιο τα αιτήματα για εκσυγχρονισμό του κράτους και της οικονομίας και ανακατεύθυνση της πορείας τη χώρας σε ένα εντελώς καινούργιο διεθνές περιβάλλον.
Η ενιαία εκλογική περίοδος του 1989-90 ήταν μια παρένθεση στην κανονικότητα της Μεταπολίτευσης, πριν και μετά. Η πολιτική ζωή της Ελλάδας σταμάτησε να λειτουργεί υπό συνθήκες κανονικότητας με όρους μεταπολίτευσης, βυθίστηκε έστω και για λίγο σε μια διαδικασία αυτοκάθαρσης και αναστοχασμού της πορείας της στον ιστορικό χρόνο ενώ γύρω της το παγκόσμιο περιβάλλον έθετε νέους ορίζοντες, ολότελα διαφορετικούς και προκλητικούς.
Συντάκτες: Ιωάννης Μαρινάκης, Σάββας Ασικίδης, Νεφέλη Πρεβεδουράκη