Ενδιαφέρονται τελικά οι νέοι για την πολιτική, και ποιους όρους χρησιμοποιούν για να εκφραστούν πολιτικά; Τι επηρεάζει το φαινόμενο της χαμηλής πολιτικής συμμετοχής (ιδιαίτερα στους νέους) και πόσο ευθύνονται τελικά τα κόμματα για αυτή την κατάσταση; Πόσο διαφέρουν οι boomers από τις γενιές των Millennials και της Gen Z; Όλα τα παραπάνω ερωτήματα/διακυβεύματα θα ορίσουν όχι μόνο τις επικείμενες εθνικές εκλογές στην Ελλάδα, αλλά προσδιορίζουν εδώ και καιρό, ρητά ή άρρητα, το πολιτικό σκηνικό τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας. Γιατί τελικά η πολιτική δεν είναι μόνο πλήρωση αξιωμάτων και διαμοιρασμός προνομίων και εξουσίας, αλλά είναι (και) συναίσθημα, προσδοκίες, αιτήματα, ελπίδες και απογοητεύσεις, που τέμνουν όλες τις γενιές. Τόσο τα κόμματα όσο και οι πολίτες τείνουν τελικά να μη λειτουργούν ως ορθολογικοί δρώντες σε tabula rasa «τοπία» αλλά να προσδιορίζονται από διάφορες παραμέτρους, όπως τις ιδεολογίες, τη γενιά που εντάσσονται (οι πολίτες), το συγκυριακό περιβάλλον που δρουν και τα μέσα επικοινωνίας, όπως και πλήθος άλλων διαιρετικών ταυτοτικών τομών: το φύλο, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, το μορφωτικό επίπεδο κ.α. Ζητήσαμε τη γνώμη και την ακαδημαϊκή εξειδίκευση του διδάκτορα Συγκριτικής Πολιτικής και διδάσκοντα στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Γιάννη Μπαλαμπανίδη, ώστε να ρίξουμε φως σε κρίσιμες πτυχές της πολιτικής δράσης που μας αφορούν όλους, επαΐοντες και μη, κόμματα και απλούς πολίτες/ψηφοφόρους.
Αρχικά, ο κ. Μπαλαμπανίδης σχολιάζει το διεθνές φαινόμενο της πολιτικής αδιαφορίας/απάθειας και εντοπίζει πιο συγκεκριμένα σε ποιες κοινωνικές τάξεις και γενιές εκδηλώνεται εντονότερα. Συγκεκριμένα, υπογραμμίζει πως το φαινόμενο αυτό δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία αλλά αφορά όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, με εξαίρεση κάποιες συγκεκριμένες κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις όπου μπορεί να εμφανιστεί μια μεγαλύτερη συσπείρωση ανάλογα με το διακύβευμα της εκλογικής αναμέτρησης. Όσον αφορά τις αιτίες που γεννούν και συντηρούν το φαινόμενο της πολιτικής αδιαφορίας, αναφέρθηκε τόσο στην κρίση των σύγχρονων πολιτικών κομμάτων που δεν είναι πια όσο ελκυστικά ήταν κάποτε, ενώ ταυτόχρονα στάθηκε στη σύγκλιση των βασικών πολιτικών αντιπάλων (αριστερών και δεξιών). Αναφέρθηκε επίσης στην υπόθεση της μεταδημοκρατίας, ότι δηλαδή όσο συγκλίνουν στα βασικά οι μεγάλοι πολιτικοί αντίπαλοι, τόσο χάνονται και θολώνουν οι διαφορές, επομένως και οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται ή δεν έχουν κάποιο κίνητρο να επιλέξουν τον ένα ή τον άλλον (πόλο) θεωρώντας ότι εν τέλει όλοι θα ακολουθήσουν πάνω-κάτω την ίδια πολιτική, ενώ έφερε ως παράδειγμα την ελληνική περίπτωση στην περίοδο των μνημονίων. Ταυτοχρόνως, τόνισε την ομογενοποίηση που παρατηρήθηκε μεταξύ των mainstream πολιτικών δυνάμεων, της σοσιαλδημοκρατίας και του συντηρητισμού, αλλά και τον «πολιτικό χώρο» που άφησε αυτή η σύγκλιση προς τα άκρα, και κυρίως προς τα δεξιά του πολιτικού φάσματος, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της Ακροδεξιάς από τη δεκαετία του ‘90 και έπειτα.
Σχετικά με την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, ως μια ακόμα γενεσιουργό αιτία του φαινομένου, ο κ. Μπαλαμπανίδης στάθηκε στο ότι αφορά όλες τις ηλικιακές ομάδες, αλλά ιδιαίτερα τις νεότερες, όπου η απουσία πολιτικών διόδων ώστε να εκφραστούν πολιτικά τις οδηγεί στην πολιτική αποχή. Εκτός από τους νέους όμως, ο κ. Μπαλαμπανίδης έδωσε έμφαση στους «outsiders» του συστήματος:
‘’Εκτός από τους νέους, αφορά και αυτούς που αισθάνονται (ανεξάρτητα από την ηλικία τους) «εκτός των τειχών», αυτούς που νιώθουν περισσότερο απροστάτευτοι, επισφαλείς, είτε αυτό αφορά τους εργασιακούς όρους, είτε τους οικονομικούς, είτε τους βιοτικούς (π.χ. τη στέγαση) – δηλαδή το πρεκαριάτο, που όλο και διευρύνεται και καταλαμβάνει ευρύτερες κοινωνικο-οικονομικές ομάδες. Οι νέες γενιές μπαίνουν στην αγορά εργασίας με πιο επισφαλείς όρους, πράγμα που σημαίνει ότι όλο και μεγαλύτερες ηλικιακές «φέτες» ανθρώπων, καθώς μεγαλώνουν, παραμένουν σε μια κατάσταση πρεκαριάτου· μπορεί να είσαι πρεκαριάτο και σε ηλικία 40-50 ετών, πράγμα που δεν ίσχυε για προηγούμενες γενιές, οι οποίες είχαν μεγαλύτερη εργασιακή σταθερότητα, οπότε ένιωθαν και πιο insider, πιο ασφαλείς εντός του συστήματος, ανεξάρτητα αν εκφράζονταν ή όχι πολιτικά. Επομένως, εκεί ακριβώς δομείται αυτό που αποκαλούμε αντισυστημικό αίσθημα, που δεν είναι απλώς μια ψυχική αντίδραση στο πολιτικό σύστημα, αλλά μια αίσθηση ότι «βρίσκομαι μακριά από την πολιτική», ότι οι πολιτικοί δεν με ακούν, και αυτό το βλέπω στην καθημερινή μου ζωή – κάτι που αφορά πιο πολύ τους νέους, αν και όχι μόνο αυτούς. Άρα υπάρχει ένα ηλικιακό κριτήριο και μια πολιτισμική πραγματικότητα πίσω από το φαινόμενο της αποχής.’’
Επιμένοντας στο ζήτημα των νέων, ρωτήσαμε τον κ. Μπαλαμπανίδη κατά πόσο ισχύει ο μύθος των απολίτικων νέων και με ποιους τρόπους εκφράζονται και συμμετέχουν στα κοινά αυτές οι γενιές:
‘’Δεν θα έλεγα ότι είναι απολίτικοι, γιατί αυτό σημαίνει ότι δεν ασχολούμαι καθόλου με την πολιτική. Από την άλλη, αυτό που λέμε αντισυστημισμός μπορεί να είναι και εξαιρετικά πολιτική στάση’’.
Συγκεκριμένα, σχολιάζει πως ο αντισυστημισμός δύναται να είναι μια πολιτική στάση στη βάση της μη εκπροσώπησης, ενώ αυτό μπορεί να ποικίλλει από εκλογική αναμέτρηση σε αναμέτρηση. Δίνοντας ως παράδειγμα το πρόσφατο δυστύχημα των Τεμπών, όπου τα περισσότερα θύματα ήταν νέοι σε ηλικία, ο κ. Μπαλαμπανίδης θεωρεί πως θα μπορούσε δυνητικά να επηρεάσει τους νέους σε ηλικία ψηφοφόρους, είτε μέσω της αποχής από την επικείμενη εκλογική αναμέτρηση, είτε αντίθετα μέσω της ευρείας συμμετοχής τους, «καταγγέλλοντας» τα λεγόμενα κυβερνητικά κόμματα και στηρίζοντας μικρότερους κομματικούς σχηματισμούς.
Οι νεότερες γενιές, και ειδικότερα, με όρους γενεών, η GenZ και οι millennials, διαμορφώνουν την πολιτική τους ταυτότητα και τους όρους πολιτικής εκπροσώπησής τους μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, χωρίς όμως να δημιουργείται μια ενιαία ταυτότητα για όλα τα μέλη τους. Σχετικά με τους όρους διαμόρφωσης της πολιτικής τους ταυτότητας, ο κ. Μπαλαμπανίδης σχολίασε:
‘’Εκεί υπάρχει πολύ έντονα αυτό το στοιχείο της επισφάλειας, ότι δεν έχω εργασιακή ασφάλεια ή κράτος πρόνοιας όπως είχαν οι γονείς μου, κυρίως δεν μπορώ να προγραμματίσω την ζωή μου, ακόμα και όταν μιλάμε με όρους οικογένειας. Από τη μια μεριά υπάρχει αυτό το υλικό υπόστρωμα και από την άλλη ένα αξιακό/πολιτισμικό, δηλαδή οι αξιακές επιλογές των νεότερων, ευαισθησίες πιο έντονες από τις προηγούμενες γενιές όσον αφορά τα μετα-υλιστικά ζητήματα, π.χ. την κλιματική αλλαγή, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων και τις ανισότητες είτε αυτές είναι έμφυλες είτε φυλετικές, είτε αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Υπάρχει επίσης η συζήτηση για το πώς εντάσσουμε ή δεν εντάσσουμε τους μετανάστες, και ειδικά τα παιδιά δεύτερης και τρίτης γενιάς, στην ελληνική κοινωνία. Αυτά είναι πολιτισμικά/αξιακά θέματα τα οποία πολλές φορές οι νέες και οι νέοι δεν βλέπουν να εκπροσωπούνται στην κεντρική πολιτική σκηνή, να εκφράζονται ως αιτήματα – ή όσο δεν τα βλέπουν, τόσο παραμένουν αποστασιοποιημένοι από την πολιτική’’.
Όμως, υπάρχει μια άλλη γενιά πολιτών/ψηφοφόρων, κυρίως στην Ελλάδα αλλά όχι μόνο, η οποία συμμετέχει πολιτικά και εκλογικά περισσότερο ενεργά απ’ ότι τα αντίστοιχα μέλη της Gen Z και των Millennials. Είναι η γενιά των γονιών μας, οι λεγόμενοι boomers, οι οποίοι διαφέρουν σημαντικά σε πολιτικούς και υλικούς όρους διαβίωσης, επομένως έχουν διαμορφώσει ένα διαφορετικό υπόβαθρο εκπροσώπησης και φάσμα προσδοκιών. Συγκεκριμένα, ο κ. Μπαλαμπανίδης αναφέρει πως:
‘’Υπάρχει ένα υλιστικό υπόστρωμα στην νεανική κουλτούρα και ένα αξιακό/πολιτισμικό. Στο πρώτο σκέλος υπάρχει μια σαφής διαφορά, που έχει να κάνει όχι με τους ανθρώπους αλλά με τις συνθήκες. Η γενιά των boomers ήταν η γενιά της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Ευρώπη ανασυγκροτείται. Υπάρχουν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, διαμορφώνεται ένα στιβαρό κοινωνικό κράτος, οι άνθρωποι έχουν ένα σταθερό εισόδημα, μια εργασιακή σταθερότητα, μια βιοτική ασφάλεια, η οποία δεν υπάρχει στις γενιές των millennials και της Gen Z. Υπάρχει μια σαφής διαφορά εδώ που προσδιορίζει την ταυτότητά μας, ως προς το υλικό κομμάτι υπάρχει μια ρήξη, μια τομή. Επίσης, η γενιά των boomers ζούσε σε κοινωνίες μεγαλύτερης εισοδηματικής ισότητας, ενώ οι σημερινές γενιές ζουν σε όλο και πιο άνισες κοινωνίες. Αυτό έχει τεκμηριωθεί: από την άποψη των ανισοτήτων σήμερα βρισκόμαστε περίπου στα επίπεδα του Μεσοπολέμου, κάτι που δεν ίσχυε τη δεκαετία του ΄60 και του ΄70. Από την άλλη υπάρχει μια συνέχεια και ανανοηματοδότηση στα αξιακά/πολιτισμικά ζητήματα, αν σκεφτούμε ότι οι boomers ήταν οι γενιές που καθορίστηκαν από τον Μάη του ’68, από τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό που ερχόταν σε σύγκρουση με τον κοινωνικό συντηρητισμό των προηγούμενων γενεών. Ακριβώς επειδή είχαν περίπου λυμένα τα βιοτικά ζητήματα, αρχίζουν να τους απασχολούν όλο και περισσότερο ζητήματα μετα-υλιστικά, που δεν αφορούν την αγοραστική δύναμη αλλά το περιβάλλον, την ισότητα των φύλων, τα δικαιώματα. Αυτά υπό μια έννοια ανανοηματοδοτούνται και ριζοσπαστικοποιούνται από τις γενιές των millennials και της Gen Z, ακριβώς επειδή είναι γενιές κοσμοπολίτικες, άρα πιο ανοιχτές ως προς την πολιτισμική τους ταυτότητα. Εδώ υπάρχει μια συνέχεια και μετεξέλιξη στο πολιτισμικό άξονα, συνεπώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν και τα δύο, δηλαδή και συνέχειες και τομές.’’
Στη συνέχεια ρωτήσαμε τον κ. Μπαλαμπανίδη να μας σχολιάσει εάν οι νέες αυτές γενιές, των millenials και της Gen Z, ενώ είναι οι πλέον «παγκοσμιοποιημένες», αισθάνονται ταυτόχρονα οι «χαμένοι» της παγκοσμιοποίησης.
‘’Ισχύει αυτό, καθώς όταν η παγκοσμιοποίηση ήταν της «μόδας», μια εποχή αυξημένων ευκαιριών για όλους, υπήρχε και μια πολιτική σταθερότητα, μια σχετική οικονομική ανάπτυξη, επομένως εκείνη η γενιά ήταν η πρώτη που ήρθε σε σύγκρουση με τη ματαίωση αυτής της προσδοκίας, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση στις ΗΠΑ το 2008 και αργότερα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα μετά το 2010. Ακόμη περισσότερο αυτό ισχύει για τους millennials, και όσο προχωράμε την Gen Z, αν σκεφτούμε ότι η Gen Z δεν πρόλαβε καν αυτή την περίοδο των υψηλών προσδοκιών, την έχει απλά σαν εικόνα ή αφήγηση. Όταν κάποιος ενηλικιώνεται μέσα στη δεκαετία του 2000, ήδη εξαρχής βρίσκεται σε ένα περιβάλλον διαρκούς κρίσης. Επομένως, οι προσδοκίες είναι μειωμένες. Υπό αυτή την έννοια, υπάρχει μια ματαίωση ταυτόχρονα και στο εθνικό επίπεδο και στο παγκόσμιο.’’
Ωστόσο, τα κόμματα παραμένουν οι βασικοί φορείς πολιτικής εκπροσώπησης των αιτημάτων και προσδοκιών ακόμη και για τις νεότερες γενιές πολιτών. Παρά το δεδομένο χάσμα «σύνδεσης» του πολιτικού συστήματος με αυτές τις ηλικιακές ομάδες, ζητήσαμε από τον κ. Μπαλαμπανίδη να μας σχολιάσει αν υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι επικοινωνίας των κομμάτων με τους νέους, ώστε να τους επαναφέρουν στο πολιτικό παιχνίδι:
‘’Ομολογουμένως, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι τα κόμματα δυσκολεύονται να εκφράσουν, να ενσωματώσουν και να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των νέων στην πολιτική ζωή, γιατί μοιάζει όλο και λιγότερο ελκυστική η ίδια η εσωτερική ζωή των κομμάτων. Πόσοι νέοι σήμερα έχουν τη διάθεση αλλά και το χρόνο, και τους πόρους ενδεχομένως, για κομματικές διαδικασίες, που όποιος τις έχει δει από μέσα γνωρίζει ότι είναι εξαιρετικά βαρετές; Τα κόμματα παραμένουν ένας ιδιαίτερος τόπος κοινωνικοποίησης, αλλά είναι λιγότερο ελκυστικά για τους νέους. Γι’ αυτό και πολλά κόμματα προσπαθούν να δημιουργήσουν ελκυστικές διαδικασίες συμμετοχής, να ενσωματώσουν εργαλεία ηλεκτρονικής συμμετοχής και δημοκρατίας. Ωστόσο, η εμπειρία από αυτά τα εγχειρήματα ηλεκτρονικής/ψηφιακής συμμετοχής δεν ήταν πάντα εντελώς θετική. Υπό αυτή την έννοια, βαραίνει περισσότερο το τι λέει ένα κόμμα και πώς μπορεί να εκφράσει νεανικά αιτήματα. Για παράδειγμα, ο Τζέρεμυ Κόρμπιν στην Αγγλία, ο οποίος χωρίς να κάνει κάποια φοβερή αλλαγή στην εσωκομματική ζωή του Labour Party, κατάφερε να φτιάξει ένα ρεύμα που να προσελκύει νέους, να εγγραφούν μέλη του κόμματος, χωρίς ο ίδιος να είναι καμία χαρισματική νεανική φιγούρα. Αντίστοιχα, στην Αμερική ο Bernie Sanders, αυτά που έλεγε και ο τρόπος που τα έλεγε, απαντούσαν αφενός στα θέματα της υλικής επισφάλειας και αφετέρου στα ριζοσπαστικοποιημένα αξιακά αιτήματα που μπορεί να διατυπώνουν οι νέοι στην Αμερική. Επομένως ο τρόπος που τα εξέφραζε και τα εκπροσωπούσε τον έφεραν κοντά σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες που ήθελε και επιχειρούσε να εκπροσωπήσει’’.
Τα social media αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής ειδικά των νεότερων γενεών, επομένως δεν θα μπορούσε να απουσιάζει τόσο από την φαρέτρα επικοινωνίας των κομμάτων ιδιαίτερα προς τις γενιές αυτές, όσο και από την «παλέτα» των τρόπων επικοινωνίας και πολιτικοποίησης των νέων. Σχετικά με αυτό, ο κ. Μπαλαμπανίδης εστίασε στο γεγονός πως τα social media είναι εκ των πραγμάτων προνομιακός δίαυλος επικοινωνίας των κομμάτων με τους νέους ακριβώς γιατί υπάρχουν δύο διαφορετικοί «κόσμοι» ενημέρωσης:
‘’Οι άνω των 50-55 ετών ενημερώνονται, άρα πολιτικοποιούνται από την τηλεόραση, και οι κάτω των 50 ετών περίπου δεν ενημερώνονται σχεδόν καθόλου από την τηλεόραση. Οι νεότεροι ενημερώνονται αποκλειστικά από το διαδίκτυο, ακριβώς επειδή έχουν απαξιώσει την τηλεόραση ως μέσο και ως αξιόπιστη και έγκυρη πηγή. Επομένως αναζητούν ένα πλουραλισμό που είναι μεγαλύτερος, έως χαοτικός, στα social media. Τα ελληνικά κόμματα, που άργησαν να το πάρουν είδηση, όλο και περισσότερο βλέπουμε να προσπαθούν να επενδύσουν σε αυτούς τους σύγχρονους διαύλους επικοινωνίας για να επικοινωνήσουν με αυτά τα κοινά. Για παράδειγμα, το ΚΚΕ, που είναι θα λέγαμε ρετρό από άποψη επικοινωνίας, χρησιμοποιεί πλέον, αποτελεσματικά μάλιστα, πλατφόρμες όπως το Tik Tok, κάτι σχεδόν αδιανόητο πριν λίγα χρόνια. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υψηλή διείσδυση στα νεανικά στρώματα, άρα είναι λογικό να στοχεύει περισσότερο εκεί ώστε να εμπεδώσει την παρουσία του. Από την άλλη, η Νέα Δημοκρατία, που έχει μικρότερη διείσδυση στα νεανικά κοινά, ενδιαφέρεται να ενσωματώσει στο επικοινωνιακό της ρεπερτόριο τους σύγχρονους τρόπους επικοινωνίας. Είναι όμως άλλο πράγμα να πιάνεις το αίσθημα του κοινού με ένα πετυχημένο hashtag, καθώς ταυτόχρονα το πεδίο των social media παραμένει αρκετά ρευστό, όπου δύσκολα φτιάχνονται σταθερές κομματικές ταυτίσεις. Αυτό άλλωστε είναι και χαρακτηριστικό της σύγχρονης πολιτικής’’.
Εκτός όμως από τα μέσα επικοινωνίας που χρησιμοποιούν οι νεότερες γενιές για να πολιτικοποιηθούν, όπως είναι τα social media στις μέρες μας, σημαντικό ρόλο στο πολιτικό γίγνεσθαι όσον αφορά τις νέες γενιές πολιτών διαδραματίζει το πολιτικό και κοινωνικό «λεξιλόγιο» που συνηθίζουν να χρησιμοποιούν. Ρωτήσαμε τον κ. Μπαλαμπανίδη σε ποια σημεία διαφέρει το λεξιλόγιο αυτό από κλασικές έννοιες και όρους του παρελθόντος ή αν οι έννοιες αυτές έχουν αποκτήσει ενδεχομένως νέο νόημα στη σημερινή εποχή:
‘’Νομίζω και τα δύο ισχύουν. Αν δούμε έρευνες που έχουν γίνει στην Ελλάδα και αφορούν τις νεότερες γενιές, διαπιστώνουμε ότι οι «παλιές» έννοιες της πολιτικής είναι ακόμα παρούσες. Όταν για παράδειγμα ζητούν από τις νεότερες γενιές να τοποθετηθούν στον άξονα Αριστερά-Δεξιά, η συντριπτική πλειονότητα δεν έχει κανένα πρόβλημα να αυτο-τοποθετηθεί, σημάδι ότι οι έννοιες διατηρούν το νόημά τους. Συνεχίζει να έχει νόημα για τα υποκείμενα η χρήση ιδεολογικών εννοιών όπως ο φιλελευθερισμός, ο συντηρητισμός, ο κρατισμός, η ελεύθερη οικονομία. Η σημασία τους στο σήμερα έγκειται στα διακυβεύματα της εποχής. Για παράδειγμα, το δίπολο κράτος-αγορά, διατηρεί το νόημά του και οι άνθρωποι συνεχίζουν να τοποθετούνται πάνω σε αυτό με τρόπο που έχει λογική: αυτοί που τοποθετούνται αριστερά στον άξονα τείνουν να είναι περισσότερο υπέρ του κράτους ενώ αυτοί που αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί τείνουν να είναι υπέρ της ελεύθερης αγοράς. Υπάρχουν όμως ταυτόχρονα λέξεις, όροι και έννοιες που μπορεί να χρησιμοποιούν οι νεότερες γενιές και είναι περισσότερο «δικές τους». Για παράδειγμα, μια τέτοια λέξη/έννοια, που την αναφέρω και στο βιβλίο μου, είναι η «intersectionality» (στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως «διατομεακότητα»). Είναι μια έννοια που έχει προκύψει από τα gender studies και έχει υιοθετηθεί από τις νεότερες γενιές, όσον αφορά την κοινωνικοποίησή τους και την πολιτική και κοινωνική τους δράση, ειδικά με όρους ακτιβισμού ή κινηματικότητας. Intersectionality, λοιπόν, είναι το σημείο όπου διασταυρώνονται πολλαπλές διακρίσεις, είτε λόγω φύλου, είτε λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού είτε λόγω υλικής και εργασιακής επισφάλειας…’’
Επικαλούμενος παραδείγματα από την παγκόσμια λογοτεχνία για την έννοια της «intersectionality», όπως τα έργα του Edouard Louis στη Γαλλία και του Ocean Vuong στις ΗΠΑ, ο κ. Μπαλαμπανίδης σχολιάζει πως επισωρεύονται στο ίδιο υποκείμενο πολλαπλές διακρίσεις και επομένως αντίστοιχα, στο πολιτικό επίπεδο, διασταυρώνονται πολλαπλοί αγώνες χειραφέτησης. Επιπλέον, κάνει αναφορά πως, αυτό φτιάχνει μια σύνθετη πολιτική ταυτότητα, πιο ανοιχτή και πιο πλουραλιστική, όπου μπορούν να διασυνδέονται διαφορετικά κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα. Είναι μια έννοια που την έχουν υιοθετήσει, απ’ όσο γνωρίζουμε, οι πιο πολιτικοποιημένες μερίδες των millennials και της Gen Z. Πέραν, λοιπόν, των «παλιών» διακρίσεων, όπως το Αριστερά-Δεξιά, μπορεί να συνυπάρχουν και να προκύπτουν νέες.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό φαινόμενο που φαίνεται να απασχολεί εν γένει το πολιτικό σύστημα είναι η αποχή από τις εκλογές. Ζητήσαμε την άποψη του κ. Μπαλαμπανίδη για το κατά πόσο η όλη συζήτηση αφορά πραγματικά τα κόμματα και αν έχει ουσιαστικό πολιτικό αντίκτυπο η αποχή σαν πράξη:
‘’Όλα τα κόμματα έχουν συμφέρον να προσπαθήσουν να αφουγκραστούν αυτό το φαινόμενο της αποχής. Δεν είναι μια φιλολογική συζήτηση, αλλά μια συζήτηση με πρακτικά εκλογικά αποτελέσματα. Όλο αυτό το φαινόμενο της αποχής και της αποστασιοποίησης από το πολιτικό σύστημα σημαίνει μια κρίση στους θεσμούς της δημοκρατίας, δηλαδή στα ίδια τα κόμματα, στο κοινοβούλιο, στην κυβέρνηση, στη δικαστική εξουσία κλπ. Τα τελευταία χρόνια ζούμε σε μια συνθήκη πολύ χαμηλής πολιτικής εμπιστοσύνης.‘’
Ως προς τους τρόπους αντιμετώπισης, ο κ. Μπαλαμπανίδης υπογράμμισε πως μια ένδειξη θα μπορούσε να είναι, ενόψει και των επικείμενων εκλογών, τα πρόσωπα που παρουσιάζουν τα κόμματα ως δυνάμει εκπροσώπους μας:
”Εκεί βλέπουμε αν κατεβάζουν ως υποψήφιους όχι μόνο διάσημους (ηθοποιούς, αθλητές, δημοσιογράφους κλπ.) αλλά και πρόσωπα που έχουν θεωρητικά μια μεγαλύτερη απεύθυνση στη νεολαία, πιο κοντά στα ευρύτερα νεανικά αξιακά αιτήματα και προσανατολισμούς. Ενδεικτικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί για ένα κόμμα το αν υπάρχει στα ψηφοδέλτιά του κάποιος/κάποια που ανήκει στο πρεκαριάτο, κάποιος/κάποια που είναι παιδί μεταναστών τρίτης γενιάς. Αυτό θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένας «δείκτης» για το κατά πόσο μια πολιτική δύναμη θέλει να εκφράσει μια από αυτές τις ομάδες. Ωστόσο, μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε πως τα κόμματα δεν μπορούν να θεωρηθούν οι μοναδικοί υπαίτιοι για το φαινόμενο της πολιτικής απάθειας. Μια σειρά παραγόντων, ενδεχομένως επιτείνουν το φαινόμενο. Η υλική επισφάλεια, το αίσθημα του «outsider», ότι βρίσκεται κάποιος εκτός του παιχνιδιού, επιτείνει την απόσταση από το πολιτικό σύστημα, την αποχή κοκ. Ενδεχομένως δημιουργείται μια αίσθηση ότι δεν υπάρχουν επιλογές, καθώς στα βασικά θέματα της σύγχρονης ζωής τα μεγάλα κόμματα ή τα κόμματα εξουσίας συγκλίνουν, επομένως δεν θα αλλάξουν αισθητά τους όρους διαβίωσης.’’
Εκτός όμως από τους υλικούς όρους πολιτικής διαβούλευσης ή και ταυτοτήτων, που ενδεχομένως επηρεάζουν τη συμμετοχή και την ενεργητική στάση απέναντι στην πολιτική, οι ιδεολογίες, και πιο συγκεκριμένα ο παραδοσιακός άξονας Αριστεράς-Δεξιάς, παραμένει σύμφωνα με τον κ. Μπαλαμπανίδη στο προσκήνιο της πολιτικής διαμάχης και καθορίζει τις ταυτίσεις των δυνάμει ψηφοφόρων. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης (εκδ. Πολις)», οι ιδέες αυτές είναι υπαρκτές και έχουν νόημα στην εποχή μας. Όταν ζητάς από τους ανθρώπους να τοποθετηθούν πολιτικά, το πρώτο πράγμα με βάση το οποίο τοποθετούνται είναι ο άξονας Αριστερά-Δεξιά. Είναι κάτι το οποίο διατηρεί νόημα για όλους:
”Από την άλλη, όλοι αυτοί οι όροι, όπως τα πάντα στην ανθρώπινη ιστορία, δεν έχουν το ίδιο νόημα που είχαν κάποτε. Καθώς εξελίσσονται οι ανθρώπινες κοινωνίες και οι ιστορικές συνθήκες, αλλάζουν και οι έννοιες τις οποίες χρησιμοποιούν. Ζητήματα όπως οι ανισότητες, τα υλικά αγαθά, η επισφάλεια, τα σεξουαλικά, έμφυλα ή φυλετικά θέματα, οι αμβλώσεις και η κλιματική κρίση, μπορεί κανείς να τα τοποθετήσει και πάνω σε αυτό το δίπολο Πρόοδος-Συντήρηση ή Αριστερά-Δεξιά. Μάλιστα, οι εντάσεις που απορρέουν από τον διαχωρισμό Αριστεράς-Δεξιάς είναι εντονότερες απ’ ό,τι τη δεκαετία του ‘90 ή του ’00, τότε δηλαδή που είχε παρατηρηθεί μια «μεταδημοκρατική» σύγκλιση αριστερών και δεξιών κομμάτων στα βασικά ζητήματα. Αυτή η συζήτηση, ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση του 2008-2010, έχει αρχίσει να υποχωρεί και να φαίνονται πιο καθαρά διαφορές στο κοινωνικό επίπεδο που μεταφράζονται όμως και πολιτικά. Για παράδειγμα, το τι κάνεις στο θέμα των ανισοτήτων είναι πολύ κομβικό και πάνω σε αυτό απαντούν πολύ διαφορετικά οι δεξιές/συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις σε σύγκριση με τις αριστερές/προοδευτικές. Επομένως, οι ίδιες οι συνθήκες της εποχής μας προκαλούν ή οξύνουν αυτές τις αντιθέσεις, ενώ σε δεύτερο επίπεδο αυτές οι διαφορές εκφράζονται και πολιτικά.”
Πέρα όμως από τις ιδεολογίες και τον άξονα Συντήρηση-Πρόοδος, μια πιο σύγχρονη σχετικά έννοια που τέμνει οριζόντια όλο το πολιτικό και ιδεολογικό φάσμα είναι αυτή του λαϊκισμού, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί τις τελευταίες δεκαετίες ευρέως για πολιτικούς ηγέτες και κόμματα. Αν όμως ο λαϊκισμός ως έννοια έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον για να χαρακτηρίσει τόσο πολλούς και διαφορετικούς πρωταγωνιστές της πολιτικής, τότε τι ακριβώς περιγράφει;
‘’Ορίζω μια έννοια σημαίνει περιορίζω. Ορίζω τον χώρο μέσα στον οποίο λειτουργεί η συγκεκριμένη έννοια και κάποια μένουν εκτός αυτής. Όσον αφορά τον λαϊκισμό, έχει χρησιμοποιηθεί για τους πάντες. Όλοι κάποια στιγμή έχουν χαρακτηριστεί λαϊκιστές. Αν όμως όλοι είναι λαϊκιστές, στο τέλος κανείς δεν είναι λαϊκιστής, κι αν τα πάντα είναι λαϊκισμός τότε τίποτα δεν είναι λαϊκισμός. Η εννοιολογική υπερεπέκταση του όρου τον καθιστά μη λειτουργικό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η έννοια λαϊκισμός δεν μπορεί να είναι ερμηνευτικό εργαλείο – αλλά σε μια πιο «μινιμαλιστική» χρήση της. Πρόκειται για ένα πολιτικό στυλ, όχι ιδεολογία, ένα στυλ που δύναται να χρησιμοποιήσει οποιοσδήποτε ηγέτης, οποιαδήποτε ιδεολογία ή οποιοδήποτε κόμμα, σε κάποια συγκυρία και όχι μια για πάντα. Αυτό το στυλ προσδιορίζεται από τη μεγάλη αντίθεση Λαός vs Ελίτ, οι πολλοί ενάντια στους λίγους, οι μέσα ενάντια στους έξω κλπ, κατασκευάζει ένα πολεμικό σχήμα «εμείς» ενάντια στους «άλλους».’’
Για το τέλος, ρωτήσαμε τον κ. Μπαλαμπανίδη τι θα μπορούσε να αλλάξει ώστε να αποτραπεί το φαινόμενο της χαμηλής εμπιστοσύνης και συμμετοχής στην πολιτική:
‘’Δεν υπάρχει συνταγή. Πάντα στην πολιτική αυτοσχεδιάζεις. Το πρώτο πράγμα είναι να κατανοήσεις το πρόβλημα. Εφόσον βέβαια σε ενδιαφέρει να κάνεις κάτι γι’ αυτό, είτε για να πάρεις ψήφους είτε για να θωρακίσεις την δημοκρατία, είτε και για τα δύο. Εξάλλου η πολιτική έχει πάντα και μια ιδιοτελή πλευρά. Έχει σημασία λοιπόν να υπάρχει το ζήτημα αυτό ως ευαισθησία στα κόμματα και στην πολιτική ατζέντα, εφόσον μας ενδιαφέρει να ζούμε σε μια δημοκρατία όπου συμμετέχουμε και όχι από απόσταση. Να υπάρχει συνείδηση ότι είναι κάτι που μας αφορά.’’ Γιατί, τελικά, οι έννοιες και οι όροι που χρησιμοποιούμε στην πολιτική συσχετίζονται με τους ανθρώπους που τις μεταχειρίζονται και με το υπόβαθρό τους, το κοινωνικό, το οικονομικό, το σεξουαλικό κλπ. Οι άνθρωποι είναι αυτοί τελικά που δίνουν νόημα και «πνοή» στις έννοιες και στις ιδεολογίες και όχι το αντίθετο. Οι ιδεολογίες και οι έννοιες υπάρχουν, αλλά το πώς και το εάν ταυτιζόμαστε με αυτές είναι που δίνει ή δεν δίνει τελικά νέο νόημα και επαναπροσδιορίζει όχι μόνο τη σχέση μας με τον κόσμο αλλά και τις ίδιες τις ιδεολογίες.
Συνέντευξη του Γιάννη Μπαλαμπανίδη στους Κριστιάνα Ντάγια και Γιάννης Μαρινάκη