Οι δραματικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής έχουν γίνει επανειλημμένα γνωστές στο κοινό και στις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο και το πως επηρεάζουν και θα επηρεάζουν τις οικονομίες, τις κοινωνίες, τα οικοσυστήματα αλλά και την υγεία των ανθρώπων. Ένας αναδυόμενος τομέας όμως που δεν έχει εξεταστεί σε βάθος, αποτελεί τις αντιδράσεις από το κοινό. Βεβαίως, γνωρίζουμε για τις διαδηλώσεις και τις αντιδράσεις τον πολιτών απέναντι στην απραξία για πολιτικές που να μάχονται την κλιματική αλλαγή, αλλά όχι τόσο για το θέμα μας σε αυτό το άρθρο, την οικολογική τρομοκρατία. Το θέμα της τρομοκρατίας είναι περισσότερο γνωστό και κατανοητό σε συνθήκες πολέμου, πολιτικού εξτρεμισμού και φονταμενταλισμού και όχι για το κίνημα του περιβαλλοντισμού. Η πραγματικότητα δείχνει όμως, πως είναι ένα φαινόμενο συνεχώς αυξανόμενο και πιο εμπεδωμένο.
Σε αυτό το άρθρο θα αναλυθούν η έννοια της οικολογικής τρομοκρατίας, τα είδη δραστών, τους λόγους για τους οποίους γίνεται και τέλος, το μέλλον αυτού του φαινομένου.
Το σύγχρονο του θέματος δημιουργεί ερωτήματα ως προς το αν οι πράξεις, που θα αναλυθούν παρακάτω, μπορούν να χαρακτηριστούν τρομοκρατικές και αυτό διότι ο ορισμός της τρομοκρατίας είναι αρκετά ρευστός, δηλώνοντας τη χρήση βίας, παρανομίες, καταστροφή περιουσίας και δολοφονίες για την επίτευξη στόχων. Ωστόσο, πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις μπορεί να έχουν ένα μεμονωμένο χαρακτηριστικό, συνδυασμό ή απαρτία από τα παραπάνω και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχουν και πολιτικές σκοπιμότητες να χαρακτηρίζονται πράξεις ακτιβισμού και πολιτικής ανυπακοής ως τρομοκρατικά χτυπήματα, για να διευκολυνθεί η κάθαρση για την προβολή αντίστασης και κοινωνικών αιτημάτων.
Έχοντας ξεκαθαρίσει κάπως αυτό το περίπλοκο εννοιολογικό πλαίσιο, οικολογική τρομοκρατία ορίζονται ως πράξεις βίας κατά ανθρώπων και περιούσιων για περιβαλλοντικούς και οικολογικούς λόγους. Ως ορισμός φαίνεται αρκετά ανοιχτός και αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ορολογία της οικολογικής τρομοκρατίας εμφανίστηκε μόλις τη δεκαετία του 1970, σε μια περίοδο πυρετώδους έντασης και ριζοσπαστικοποίησης σε κομμάτια του περιβαλλοντικού κινήματος λόγω των επιστημονικών αποκαλύψεων και συγκαλύψεων για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον πλανήτη. Εξετάζοντας τα συνήθη είδη πράξεων παρακάτω, μια πιο ευανάγνωστη εικόνα αρχίζει να διαμορφώνεται.
Με αναφορά πρόσφατα περιστατικά που έχουν να κάνουν με περιβαλλοντικούς ακτιβιστές, όπως η ρίψη μπογιών και διακοπή αγώνων από τους Just Stop Oil και οι καταλήψεις από την Extinction Rebellion, γίνεται σαφής διαχωρισμός τι καθίσταται τρομοκρατική πράξη και τι όχι. Οι παραπάνω πράξεις είναι κοινές πρακτικές ακτιβισμού και πολιτικής ανυπακοής και όχι τρομοκρατίας διότι, αν και παραβιάζεται ο νόμος, οι πράξεις λαμβάνουν χώρα για να δοθεί προσοχή στα αιτήματα αυτών των πολιτών για κλιματική δράση και δικαιοσύνη. Για το θέμα της πολιτικής ανυπακοής, μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ. Στη γκρίζα ζώνη αυτού το φάσματος ενεργειών, βρίσκονται πρακτικές όπως η καταστροφή λάστιχων αυτοκινήτων και η καταστροφή διαφημιστικών πινακίδων για ορυκτά καύσιμα, όπου τίθενται υπό την κατηγορία καταστροφής ιδιωτικής περιουσίας, αλλά και πάλι αποτελούν το άκρο της προηγούμενης κατηγορίας με πιο έντονες νομικές συνέπειες. Τέλος, έχουμε πρακτικές που μπορούν και έχουν χαρακτηριστεί ως τρομοκρατικές ενέργειες, όπως εμπρησμοί, βομβιστικές επιθέσεις και τέλος, ένοπλες επιθέσεις.
Παρόλα αυτά, τα είδη των δραστών διαφέρουν ριζικά όσον αφορά την ιδεολογία τους, τα μέσα που χρησιμοποιούν και τις επιπτώσεις που επιφέρουν. Οι πιο τυπικοί δράστες είναι οι ριζοσπαστικοί περιβαντολλόγοι. Το περιβαλλοντικό κίνημα διακρίνεται σε πολλαπλούς ιδεολογικούς χώρους με διαφορετικές πολιτικές όπως τα πράσινα κόμματα, πράσινες οργανώσεις, ΜΚΟ και ακτιβιστές, όπου το κοινό όλων αυτών των ομάδων είναι ότι κινούνται εντός του νομικού πλαισίου και προσεγγίζουν το όλο θέμα μέσω του διαλόγου και της συνδιαλλαγής. Οι ριζοσπαστικοί περιβαντολλόγοι όμως, ανήκουν στον ελευθεριακό χώρο και έχουν τη λογική πως η απραξία των κυβερνήσεων απέναντι στις δραματικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής έχει διαλύσει τα περιθώρια του διαλόγου και η άμεση δράση είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση του μέλλοντος του πλανήτη και της ανθρωπότητας. Εφόσον οι κυβερνήσεις δεν θα κάνουν τίποτα για την κατάσταση, θα το κάνουν οι ίδιοι σαφές ότι πρέπει να αλλάξει η κατάσταση. Από ηθικής άποψης, οι περιβαντολλόγοι θεωρούν πως η ανθρωπότητα έχει και πρέπει να επιδιώκει μια συμβιωτική και βιώσιμη σχέση με το περιβάλλον γύρω της, οπότε η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος για την επιδίωξη του ιδιωτικού συμφέροντος, εκλαμβάνεται ως αυτοκαταστροφική. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο, πως οι ριζοσπαστικοί περιβαντολλόγοι προβαίνουν σε εμπρησμούς και βομβιστικές επιθέσεις έναντι υποδομών που βλάπτουν το περιβάλλον όπως διυλιστήρια, εργοστάσια ορυκτών καυσίμων και αρχηγεία πετρελαιοεταιρειών και όχι σε ανθρώπους.
Στην αντίθετη πλευρά του φάσματος, υφίσταται ο αναδυόμενος οικολογικός φασισμός. Όσο αλλόκοτο και αν φαίνεται, ο οικολογικός φασισμός είναι μια πραγματική ιδεολογία και με πραγματικά θύματα. Ο οικολογικός φασισμός συνδέει οικολογικές ιδέες για την σύνδεση των ανθρώπων με τη φύση, την προστασία του περιβάλλοντος και τη μείωση των ρύπων του διοξειδίου του άνθρακα, με φασιστικά ιδεώδη περί φυλετικής υπέροχης, τη χρήση βίας και του ρατσισμού. Πάρα τη νεανική εμφάνιση του, ο οικολογικός φασισμός έχει μια μακρά ιδεολογική πορεία ξεκινώντας από τις ΗΠΑ τον 19ο αιώνα και τον φυσικό οικολόγο Μαντισον Γκραντ με τις ευγονικές και ρατσιστικές ιδέες του για τις ανθρώπινες ράτσες, ιδέες οι οποίες με τη σειρά τους επηρέασαν το Ναζιστικό κίνημα στη δεκαετία του 1930 να αναπτύξει τις ιδέες περί βαθιάς σύνδεσης της Άρειας Φυλής με τη εθνική, τον Ζωτικό Χώρο (Lebensraum) και την πολιτική του Αίματος και Χώματος (Blut and Boden), που θα είχαν ως αποτέλεσμα την συστηματική εξόντωση ποικίλων πληθυσμών και μειονοτικών κοινοτήτων. Στη συνέχεια, ο Τεντ Καζινσκι, γνωστός και ως Unabomber, διέπραξε πλήθος βομβιστικών επιθέσεων εναντίων ανθρώπων και υποδομών για την ακραία αντίθεση του στη βιομηχανική κοινωνία, την διαδεδομένη περιβαλλοντική ζημιά και υποστήριζε την επιστροφή της ανθρωπότητας σε πρωτόγονο επίπεδο. Παρότι μεγάλος επικριτής της Αριστερά, ο ίδιος δεν υποστήριξε ποτέ τον φασισμό, αλλά οι ιδέες του μανιφέστου του και οι πράξεις υπήρξαν καταλυτής στο σύγχρονο κίνημα για την αντίθεση του στη νεωτερική κοινωνία και την ακραία χρήση βίας.
Σήμερα τα ακροδεξιά κόμματα έχουν υιοθετήσει “πράσινες πολιτικές” για να παραμείνουν εντός της επικαιρότητας αλλά αυτές οι πολιτικές κάθε άλλο παρά πράσινες δεν είναι. Συγκεκριμένα, ο οικολογικός φασισμός πρεσβεύει πως ο υπερπληθυσμός των μη λευκών και μη Χριστιανών πληθυσμών του Παγκοσμίου Νότου, ευθύνεται για την αλόγιστη χρήση πόρων και την αυξανόμενη έλλειψη ζωτικού χώρου για τους λευκούς μέσω επίσης της μετανάστευσης. Η λύση είναι απλή. Εξόντωση των μειονοτήτων εντός κρατικών συνόρων και στη συνέχεια εκτός αυτών. Δε χρειάζεται ωστόσο να είναι κανείς εντός αυτών των κομμάτων για να παρατηρήσει την ύπαρξη αυτής της ρητορικής. Στο δημόσιο λόγο μπορεί να έχουν ακουστεί φράσεις όπως “η ανθρωπότητα είναι ένα παράσιτο στο πλανήτη”, “δεν υπάρχουν αρκετοί πόροι για τους πάντες” και “αυτές οι χώρες έχουν υπερβολικά αυξημένη γεννητικότητα και ο πλανήτης δε θα το αντέξει”. Οι φράσεις αυτές είναι ευφημισμοί του οικολογικού φασισμού και προτρέπουν στη λήψη δράσης. Και δυστυχώς έχει υπάρξει. Οι ένοπλες επιθέσεις του Christchurch στη Νέα Ζηλανδία το 2019, του El Paso στις ΗΠΑ το 2019 και του Buffalo στις ΗΠΑ το 2022 έγιναν με κίνητρο τη “διάσωση” της λευκής φυλής από το οικολογικό βάρος των μεταναστών και των “ανεπιθύμητων υπανθρώπων” Όλες αυτές οι θέσεις δεν ισχύουν. Οι ανεπτυγμένες δυτικές χώρες παραμείνουν υπεύθυνες για τις οικολογικές καταστροφές και την επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής στο πλανήτη λόγω υπερκαταναλωτισμού και της βιομηχανίας και όχι οι πρόσφυγες και μετανάστες. Ο οικολογικός φασισμός παρασιτήσει το οικολογικό κίνημα για τη δικαιολόγηση των απεχθών και απάνθρωπων πρακτικών του.
Έχοντας ολοκληρώσει την ανάλυση των μέσων και των δραστών, κρίνεται απαραίτητη η εξέταση του ίδιου του ορού της οικολογικής τρομοκρατίας αν και στη πραγματικότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν αντιπερισπασμό. Ο όρος χρησιμοποιείται στη δημοσιογραφία και αρχίζει να εξετάζεται και ακαδημαϊκά αλλά η γένεση του δεν είναι τόσο απλή. Η δημιουργία του ορού στο νομικό πλαίσιο άρχισε τη δεκαετία του 1980 ως μια προσπάθεια κωδικοποίησης εντός του δίκαιου για προσφάτους εμπρησμούς έναντι εγκαταστάσεων ορυκτών καυσίμων. Στο πέρασμα των χρόνων όμως, η έννοια συνεχώς διευρύνθηκε με αποκορύφωμα του USA PATRIOT ACT των ΗΠΑ στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, ως μέτρο αντιμετώπισης κατά της τρομοκρατίας. Στη συνεχεία, ακόμα και απλοί ακτιβιστές, διαδηλωτές και ακόλουθοι της πολιτικής ανυπακοής άρχισαν να χρίζονται τρομοκράτες για την αντίθεση τους απέναντι στην κατασκευή νέων υποδομών ορυκτών καυσίμων και για την απραξία των κυβερνήσεων. Οι ερευνητές του φαινόμενου ερμηνεύουν πια τη κατάσταση διαφορετικά, διότι ο όρος χρησιμοποιείται ανειλικρινώς και ως ένας τρόπος δαιμονοποίησης της αντίδρασης των πολιτών σε θέματα περιβαλλοντικής πολιτικής. Οι νέοι όροι που έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούνται είναι οικολογικό sabotage και οικολογική άμυνα. Αυτή η εννοιολογική αλλαγή σηματοδοτεί και την αλλαγή κατανόησης του ρολού του οικολογικού κινήματος. Το οικολογικό κίνημα περνάει σε μια νέα φάση αγώνα και προσπάθειας για τη διάσωση του πλανήτη, σε ένα κλίμα συνεχόμενης ανησυχίας, απογοήτευσης και ριζοσπαστικοποίησης απέναντι στη κρατική απραξία, με μέσα που είναι παράνομα μεν τυπικά, αλλά δύναται να κριθούν ως “απαραίτητα” και κλιμακούμενα για να επέλθει η αλλαγή όπως τόσα άλλα κινήματα πριν από αυτό.
Το μέλλον φαίνεται περίπλοκο. Όσο οι κυβερνήσεις παραμένουν αδρανείς και υπερασπιστικές των ρυπογόνων πολίτικων τους, τόσο θα καταστρέφουν μακροπρόθεσμα τις μελλοντικές γενιές των χωρών τους, αυξάνοντας την γενική απόγνωση και απελπισία. Αν έχουμε μάθει κάτι από την ιστορία, αυτό είναι πως η απελπισία οδηγεί σε ριζικές και ακραίες πράξεις για την αλλαγή του status quo. Η τρομοκρατία ενδεχομένως μπορεί να αποκτήσει μια πιο πράσινη απόχρωση αλλά συνάμα και κάτι πιο σκοτεινό. Η ενδυνάμωση της ακροδεξιάς στο δυτικό κόσμο προμηνύει την δοκιμασία της φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά και τις αντοχές των πληθυσμών για τις επιπτώσεις της κλιματικής και της ρητορικής του μίσους. Το άλλο μάθημα από την ιστορία είναι ότι μπροστά στα δύσκολα, κάποιοι τείνουν να κατηγορήσουν άλλους για τα προβλήματά τους. Υπάρχει φυσικά και ένας τρίτος δρόμος, αυτός της άμεσης δράσης και επιδίωξης της ριζικής αλλαγής για την σωτηρία όλων. Περιβάλλοντος, ανθρώπων και της δημοκρατίας.
Αυτό βέβαια εξαρτάται και θα εξαρτηθεί από όλους εμάς.
Συντάκτης: Γιάννης Κολακές
Πηγές: