Τα διεθνή πεπραγμένα της διετίας 2020-2022, δεν άφησαν καμία χώρα της υφηλίου ακλόνητη. Οικονομίες αντίκρισαν την κατάρρευση τους με την έναρξη της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης του κορονοϊού, την οποία έμελλε να συμπληρώσει το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης, αποτέλεσμα της Ρωσοουκρανικής διένεξης που πλέον χρονολογεί σχεδόν ένα χρόνο από την έναρξη της τον Φεβρουάριο του 2022. Αυτή η οικονομική παρακμή αποτέλεσε πρωτόγνωρη –τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια- για τα περισσότερα αναπτυγμένα κράτη του Βορρά, η οικονομία των οποίων σταδιακά ανέκαμψε. Στον αντίποδα του παγκόσμιου συστήματος όμως, η οικονομική ύφεση της τελευταίας διετίας δεν φέρθηκε επιεικώς σε μια μεγάλη πλειονότητα κρατών του αναπτυσσόμενου κόσμου. Και από αυτόν τον γενικό κανόνα δυστυχώς δεν μπόρεσε να ξεφύγει το κράτος του Πακιστάν, που βιώνει την μεγαλύτερη οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων –ίσως και τη μεγαλύτερη από τις απαρχές της ανεξαρτησίας του-.

Από το 1947 έτος που σηματοδότησε τη λύτρωση από τα αποικιακά δεσμά της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, το Πακιστάν αμφιταλαντεύεται στο έλεος ταραχωδών πολιτικών συμβάντων για την ανάληψη της εξουσίας. Από το 2018 και έπειτα, η πολιτική κόντρα διαμοιράζεται μεταξύ του Ίμραν Χαν ηγέτη του Πακιστανικού Κινήματος για τη Δικαιοσύνη, και του Σεχμπάζ Σαρίφ αρχηγού του Κόμματος της Πακιστανικής Μουσουλμανικής Λίγκα και νυν πρωθυπουργού της χώρας.

Το 2019, το Πακιστανικό κράτος εντάχθηκε για πρώτη φορά στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), ύστερα της παρατήρησης φαινομένων όπως ανόδου του πληθωρισμού, πτώσης της αξίας του εθνικού πακιστανικού νομίσματος «ρούπι», και της εμφανέστατης ανικανότητας της κυβέρνησης Χαν να αντιμετωπίσει τα συγκεκριμένα προβλήματα που εξακολουθούν να ταλανίζουν το Πακιστάν πέντε χρόνια μετά. Οι διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ ώστε η χώρα της Νότιας Ασίας να λάβει το συμπληρωματικό κεφάλαιο του 1,1 δισεκατομμυρίου –μέρος του πακέτου διάσωσης ύψους περίπου 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων που έλαβε το 2019-, έχουν αφεθεί προς το παρόν σε αναμονή. Οι συνομιλίες αντιπροσώπων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με την κυβέρνηση Σαρίφ στην πρωτεύουσα της χώρας Ισλαμαμπάντ τον Φεβρουάριο, αποτέλεσαν δραστικές στο να παραμείνουν αμετάβλητες οι ισχύουσες περιοριστικές οικονομικές πολιτικές επιβαλλόμενες από τον διεθνή οργανισμό, ωστόσο αποδείχθηκαν αδύναμες στο να καταλήξουν οι δύο πλευρές σε συμβιβασμό, και αυτό οφείλεται στον ακόλουθο λόγο: Η οικονομική βοήθεια που προσέφερε το ΔΝΤ στο κράτος του Πακιστάν, αποτελούσε αντικείμενο συνεχών διακοπών λόγω της μη διαθεσιμότητας της απερχόμενης κυβέρνησης να υπακούσει στους όρους που έθετε το ΔΝΤ, οι οποίες μεταξύ άλλων προέβλεπαν στην αύξηση των φόρων -κάτι το οποίο δεν έγινε απτή πραγματικότητα από τον Χαν- και παρόλο της αναβίωσης του συγκεκριμένου οικονομικού βοηθητικού προγράμματος έπειτα της ανάληψης των ηνίων της εξουσίας από την επικρατούσα κυβέρνηση του Σαρίφ, ο Σαρίφ παρουσιαζόταν εξίσου επιφυλακτικός με την εφαρμογή περαιτέρω οικονομικών πολιτικών που ζητούσε το ΔΝΤ.

Από τη δική του οπτική, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επιθυμεί να αντικρύσει σημαντικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της πακιστανικής οικονομίας, προκειμένου να προσφέρει το συμπληρωματικό δάνειο του 1,1 δισεκατομμυρίου δολαρίων. Τα οικονομικά αυτά μέτρα, αποβλέπουν σαφώς στην αύξηση των φόρων, στην μείωση των κρατικών επιδοτήσεων, στην διατήρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας, στην προσεκτική αξιολόγηση της φορολογίας των εταιρειών, στην καλύτερη κρατική διαχείριση των δημοσίων επιχειρήσεων, αλλά και στη βελτίωση της αποδοτικότητας του τομέα της ενέργειας ώστε να ξεπεραστούν και να αποφευχθούν τυχόν δυσλειτουργίες.

Σε ρεαλιστικά πλαίσια, οι οικονομικές αυτές μεταρρυθμίσεις που γίνεται ορατό πως υποστηρίζει σθεναρά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενδέχεται να αποδειχθούν ελπιδοφόρες και σωτήριες για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Αντιθέτως όμως, πιθανώς ακόμα και να χειροτερέψουν περαιτέρω την κατάσταση. Σύμφωνα με την εφημερίδα The Diplomat, τα συγκεκριμένα οικονομικά μέτρα εάν εφαρμοσθούν ενδεχομένως να οδηγήσουν τόσο σε μεγαλύτερη άμβλυνση του διαθέσιμου εισοδήματος, όσο και σε μεγαλύτερη όξυνση του ήδη υπάρχοντος πληθωρισμού. Στην άλλη όψη του νομίσματος, η άρνηση του Σαρίφ για εφαρμογή των οικονομικών τακτικών του ΔΝΤ, δημιουργεί μεγαλύτερα αδιέξοδα ειδικά ανάμεσα στα χαμηλά οικονομικά στρώματα τα οποία καθημερινώς αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να αποκτήσουν πρόσβαση σε βασικά αγαθά όπως τροφή, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και στέγη. Συνεπώς, αποτελεί σώφρων η κυβέρνηση να υιοθετήσει εν τέλει τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες πιθανώς να αποτελέσουν «σωσίβια λέμβος» για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, την ίδια στιγμή όμως οφείλει να λάβει υπόψη της πως τα συγκεκριμένα μέτρα δεν θα επηρεάσουν αρνητικά τις μεσαίες και κατώτερες κοινωνικές ομάδες και συνεπώς το σύνολο των κοινωνικών ομάδων του Πακιστανικού κράτους θα μπορέσει να επωφεληθεί από τις εξής οικονομικές αλλαγές.

Η τρέχουσα οικονομική κρίση που βιώνει το Πακιστάν, αποτελεί φυσικά επακόλουθο της ανισόρροπης και δυσλειτουργικής διακυβέρνησης  της χώρας ανά τα χρόνια. Για μεγάλο χρονικό διάστημα υπόστασης του σύγχρονου Πακιστανικού κράτους, οι πολιτικοί δρώντες έχουν εκμεταλλευθεί εκτενώς τους πόρους της χώρας με στόχο την μεγαλύτερη επικέντρωση στις συγκρουσιακές σχέσεις που διέπουν το Πακιστάν και το γειτονικό κράτος της Ινδίας, φαινόμενο το οποίο έχει ενισχυθεί αρκετά και από τον στρατιωτικό τομέα του κράτους, ο οποίος κατέχει μεγάλο ποσοστό επιρροής στην πακιστανική πολιτική σκηνή. Εφόσον η προσοχή των κυβερνήσεων που διέσχισαν το κατώφλι της εξουσίας κατά τη διάρκεια των ετών στράφηκε προς αυτή τη παράμετρο, αποτελεί λογικό επακόλουθο η παραμέληση του ανθρωπίνου κεφαλαίου και της οικονομικής ανέλιξης της χώρας, με δεδομένο της ομηρίας του οικονομικού τομέα από τις ελίτ του Πακιστανικού κράτους, γεγονός που έχει απομακρύνει σε μεγάλο βαθμό τις άμεσες ξένες επενδύσεις από το να προσφέρουν τις υπηρεσίες και τις καινοτομίες τους, κάτι που σίγουρα θα αποσκοπούσε στην οικονομική εξέλιξη και ευημερία του Πακιστάν.

Έως και τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους, το εξωτερικό χρέος του Πακιστάν κυμαινόταν περίπου στα 126,3 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που σαφώς διαμοιράζεται σε μια μεγάλη ποικιλία πολυμερών και άλλων πιστωτών. Τα στοιχεία που αναφέρονται από το Ινστιτούτο Ειρήνης των Ηνωμένων Πολιτειών (United States Institute of Peace), εκθειάζουν τις οφειλές του Πακιστανικού κράτους ύψους 45 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε πολυμερείς οργανισμούς. Συγκεκριμένα, το Ισλαμαμπάντ οφείλει 18 δισεκατομμύρια δολάρια στην Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank), 15 δισεκατομμύρια δολάρια στην Ασιατική Αναπτυξιακή Τράπεζα (Asian Development Bank), και φυσικά 7,6 δισεκατομμύρια δολάρια στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF). Συμπληρωματικά μικρότεροι πιστωτές αποτελούν εκείνοι της Ισλαμικής Τράπεζας Ανάπτυξης (Islamic Development Bank), αλλά και εκείνης της Ασιατικής Επενδυτικής Τράπεζας Υποδομών (Asian Infrastructure Investment Bank) εξίσου.

Η αδράνεια και η μη λήψη αρμοδιοτήτων από πλευράς της Πακιστανικής κυβέρνησης, δεν έχει εξαντλήσει μόνο την υπομονή του ΔΝΤ αλλά και των υπολοίπων δανειστών του, όπως εκείνων της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων που αναμένουν και αυτά με τη σειρά τους πλέον την κινητοποίηση εκ πρωτοβουλίας του ίδιου του Πακιστάν. Κράτος-κλειδί στη χρηματοδότηση της χώρας αποτελεί η Κίνα, στην οποία αντιστοιχεί περισσότερο από το 30% του εξωτερικού χρέους του Πακιστανικού κράτους όπως επισημαίνει το ΔΝΤ. Αναφορικά σε ποσά, το Πακιστάν οφείλει περίπου 27 δισεκατομμύρια δολάρια στο Κινεζικό κράτος. Για να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του, το Πακιστάν οφείλει να ξεπληρώσει το ποσό των 77,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε εξωτερικό χρέος, στο χρονικό διάστημα που θα μεσολαβήσει από τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους, έως τον Ιούνιο του 2026.  Για μια οικονομία η οποία κυμαίνεται στα 350 δισεκατομμύρια περίπου δολάρια, η δέσμευση αυτή σίγουρα αποτελεί μια πρόκληση.

Η Παγκόσμια Τράπεζα σε σχετικό άρθρο της με ημερομηνία δημοσίευσης  την 4η Απριλίου 2023, προβλέπει πως η πακιστανική οικονομία αναμένεται να αυξηθεί μόνο κατά 0,4% το φετινό δημοσιονομικό έτος (FY23). Αναλυτικότερα, στο δημοσιονομικό έτος 2023, τα επίπεδα φτώχειας στα κατώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα αναμένεται να αγγίξουν το 37,2%, ενώ δεδομένου και της ανόδου των τιμών στα τρόφιμα αλλά και στην ενέργεια, ο πληθωρισμός στη χώρα ενδέχεται να φτάσει το 29,5%. Λόγω της χαμηλής εισαγωγικής δραστηριότητας, η Παγκόσμια Τράπεζα επιπλέον προσθέτει σενάρια για περιορισμό του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών στο 2% του Α.Ε.Π (GDP) της χώρας το δημοσιονομικό έτος 2023, με μια πιθανότητα αύξησης του στο 2,1% του Α.Ε.Π το δημοσιονομικό έτος 2024 (FY24), και κατόπιν στο 2,2% του Α.Ε.Π το δημοσιονομικό έτος 2025 (FY25).

Στο εσωτερικό της Πακιστανικής επικράτειας, οι συνθήκες διαβίωσης αποτελούν ανείπωτες με αποτέλεσμα να επικρατούν εικόνες χάους και τραγωδίας: Μόνο τον Μάρτιο, 13 γυναίκες και παιδιά έχασαν την ζωή τους εξαιτίας ποδοπάτησης που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια διανομής τροφίμων, στην πόλη και οικονομικό κέντρο του Πακιστάν Καράτσι. Τον ίδιο μήνα, εννέα ακόμη άνθρωποι έχασαν την ζωή τους σε μια ακόμη ποδοπάτηση με σημείο αναφοράς  στα βορειοδυτικά του Πακιστανικού Κράτους κατά τη διάρκεια διανομής αλευριού. Οι καταστροφικές πλημμύρες του απερχόμενου καλοκαιριού που συγκλόνισαν την χώρα, προκάλεσαν οικονομικές απώλειες ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων, διαταράσσοντας το 1/3 της πακιστανικής καλλιεργήσιμης γης, και αφήνοντας στο πέρασμα τους περίπου 1.οοο θύματα και 33 εκατομμύρια ανθρώπους σε ανάγκη όπως αναφέρει και η Διεθνής Επιτροπή Διάσωσης (International Rescue Committee).

Με βάση τα παραπάνω, το οικονομικό τοπίο του Πακιστανικού κράτους δεν θα μπορέσει να μεταβληθεί προς το καλύτερο δίχως τη μέριμνα της ίδιας της πακιστανικής κυβέρνησης , ο πολιτικός άξονας της οποίας οφείλει πρώτα από όλα να επικεντρωθεί στο γενικό συμφέρον των πολιτών της και κατά επέκταση στην ίδια την ευημερία της χώρας, σε συνδυασμό φυσικά και με τη διεθνή οικονομική υποστήριξη. Για την ώρα η οικονομική κατάρρευση μαζί με την λαϊκή εξαθλίωση συνεχίζονται αδιάκοπα, με αβέβαιες συνέπειες για το μελλοντικό γίγνεσθαι της χώρας.

Συντάκτης: Μαρία Ανδρίκου

Πηγές: