Η ελευθερία του τύπο0υ (χαρακτηρίζεται ως τέταρτη εξουσία) ως ατομικό δικαίωμα και παράλληλα θεσμική εγγύηση της δημοκρατίας χρονολογείται ήδη από την εποχή της ανακάλυψης της τυπογραφίας. Η προστασία και η διαφύλαξη της ελευθεροτυπίας απασχόλησαν ιδιαίτερα σε εποχές όπως αυτή της Γαλλικής Επανάστασης. Σήμερα όμως, η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας του τύπου είναι αδιαπραγμάτευτη εφόσον βρίσκει νομικό έρεισμα στο άρθρο 14 του Συντάγματος όπως επίσης και στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, το Α.14 Σ. σηματοδοτεί ένα από τα κυριότερα θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας δεδομένου ότι η πρώτη παράγραφος συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο της εν γένει ελευθερίας της γνώμης και της πνευματικής κίνησης. Η ελευθερία του τύπου είθισται να εξετάζεται από δύο σκοπιές, την ενεργητική και την παθητική. Η ενεργητική διάσταση ορίζει για αρχή πως κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να εκφράζεται ελεύθερα, να επικοινωνεί τις ιδέες και τις αντιλήψεις του επηρεάζοντας με θεμιτά πάντα μέσα την κοινή γνώμη. Παράλληλα, η παθητική διάσταση αποσκοπεί στη διασφάλιση της πολυφωνίας, του πλουραλισμού των πηγών πληροφόρησης ώστε το λειτούργημα της δημοσιογραφίας να μην καταδικαστεί σε μια μονόπλευρη υποκειμενική και “κλειστόμυαλη” μορφή πληροφόρησης.

Βέβαια, για την προστασία και άλλων έννομων αγαθών κρίνεται σκόπιμη από τον νομοθέτη η θέσπιση συγκεκριμένων περιορισμών στο δικαίωμα της ελευθερίας του τύπου. Ομολογουμένως, ο Τύπος συνιστά μια ανεξάντλητη πηγή πληροφόρησης, της οποίας η ισχύ επιβεβαιώνεται αν αναλογιστεί κανείς την περίοπτη θέση που διαθέτει αναφορικά με την πολιτικοποίηση και την κοινωνικοποίηση του εκάστοτε ατόμου. Ακριβώς γι΄αυτό, τίθενται εκ του Συντάγματος σοβαροί ειδικοί και γενικοί περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που ακολουθείται μια ρητορική μίσους που δολοφονεί εν ψυχρώ την αναζήτηση της αντικειμενικότητας και την επίτευξη της δημοσιογραφικής αλήθειας. Εξάλλου, κύρια προτεραιότητα που συνυφάται άμεσα με το δημοσιογραφικό καθήκον είναι η αποφυγή της δυσφήμισης, της βωμολοχίας όπως επίσης και της παραβίασης των πνευματικών δικαιωμάτων, ενέργειες δηλαδή που παραβιάζουν την αρχή της ιδιωτικότητας και του απορρήτου.

Ας μη μένουμε όμως στην εικόνα της δεοντολογίας και του απρόσωπου αυτού « πρέπει» καθώς η απόκλιση από την πραγματικότητα είναι κάτι παραπάνω από αισθητή. Μπορεί κατά κανόνα ο Τύπος ως τέταρτη εξουσία να έχει ως υποχρέωση να ελέγχει την κρατική εξουσία και να ασκεί δριμεία κριτική σε κάθε περίπτωση κρατικής αυθαιρεσίας, εντούτοις το επάγγελμα του δημοσιογράφου υποφέρει στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς καθώς μπορεί για πολλούς να συνιστά θεσμό, λειτούργημα και ύψιστο καθήκον, ταυτόχρονα όμως υπό το βάρος της κρίσης των μαζικών αλλαγών και των αναδυόμενων αντικρουόμενων συμφερόντων, η ελευθεροτυπία μοιάζει να βρίσκεται σε…ελεύθερη πτώση! Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, αξίζει να επισημανθεί πως σε θεωρητικό τουλάχιστον πλαίσιο, η δημοσιογραφία χαρακτηρίζεται ως μια μορφή ανεξάρτητης έρευνας που οφείλει να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα πλήρως αμέτοχα ως ένας άλλος πόλος δύναμης ανεπηρέαστος, ικανός να αξιολογήσει όλα τα δεδομένα εξυπηρετώντας το δημόσιο συμφέρον. Στη διαδρομή όμως, η έννοια της δημοσιογραφίας περιπλέκεται και βαδίζει σε μονοπάτια σκοτεινά όπου ενυπάρχει ο κίνδυνος της διαπλοκής σε τέτοιο σημείο ώστε ο κύκλος της δημοσιογραφίας να χρειάζεται τον κύκλο της πολιτικής για να επιβιώσει και να συνεχίσει να υφίσταται.

Εξ’ αντιδιαστολής με όσα συνάχθηκαν προηγουμένως, και φυσικά ενόψει των επικείμενων εκλογών, οι δύο αυτοί κύκλοι μοιάζει πλέον όχι απλά να εφάπτονται αλλά καλύτερα να ταυτίζονται λαμβάνοντας πάντα υπόψιν ότι κάθε φιλόδοξη κυβέρνηση επιζητά τη στήριξη του τύπου σε προεκλογικές περιόδους. Παρατηρείται ένα οξύμωρο σχήμα όπου εν καιρώ ειρήνης και δημοκρατίας, η έννοια της δημοσιογραφίας διαβρώνεται και γίνεται έρμαιο στις διαθέσεις καλοστημένων πολιτικών παιχνιδιών που προεξαγγέλουν τη διαφθορά, τη μεροληψία και σίγουρα τη στρέβλωση της πραγματικότητας. Επί της ουσίας, η πολιτική έχει ανάγκη τον Τύπο, τα κανάλια, τους δημοσιογράφους ώστε να διασφαλίσει την αποδοχή των πολιτών και να αφουγκραστεί τις ανησυχίες και τις ανασφάλειες τους ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή, η δημοσιογραφία χρειάζεται την πολιτική στήριξη και καθοδήγηση προκειμένου να εξακολουθήσει να υφίσταται και να ξεπερνά τις εκάστοτε οικονομικές αδυναμίες.

Κανείς δε ξέρει την τέλεια λύση ώστε να λήξει η πολιτική χειραγώγηση, ο έλεγχος και η παραπλάνηση, αυτό όμως που γνωρίζουμε καλά όλοι είναι πως η ελεύθερη και αδέκαστη δημοσιογραφία είναι το ζητούμενο και ένα από τα σοβαρότερα εχέγγυα για να διατηρηθεί αλώβητος ο δημοκρατικός θεσμός. Ίσως ο παράλληλος βίος των δύο αυτών εξουσιών να μην εκπλήσσει και να μη σηματοδοτεί μια αιφνίδια αλλαγή, και ίσως τελικά οι δημοσιογράφοι να ευθύνονται το ίδιο με τους πολιτικούς αν όχι και περισσότερο για το αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί τα τελευταία χρόνια η χώρα μας…

Συντάκτης: Ιωάννα Σιώπη