Στα προπύλαια των επερχόμενων εθνικών εκλογών, κυριαρχεί αναμφιβόλως ένας τεταμένος “πολιτικός πυρετός’’ μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης και όχι μόνο. Σε ισχυρές δηλώσεις εναντίον του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη προχώρησε ο ευρωβουλευτής του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, Κώστας Αρβανίτης. Με επικίνδυνο τρόπο συνέδεσε έννοιες και ιδεολογίες, συγχέοντας την αναφορά του πρωθυπουργού περί αριστείας με τους “Άριους” και τον ναζισμό. Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο αρχικά να οριστεί ο ναζισμός ως προς το ιδεολογικό του περιεχόμενο και τα χαρακτηριστικά του. Αναλυτικότερα, ο πολιτικός επιστήμονας Ρόμπερτ Πάξτον στο έργο του “Η Ανατομία του Φασισμού”, υποστήριξε ότι ο ιταλικός φασισμός και ο ναζισμός δεν μπορούν να τοποθετηθούν στην βάση των ευρύτερων πολιτικών συστημάτων του συντηρητισμού και του φιλελευθερισμού. Εξίσου και τα δύο πολιτικά μορφώματα διαθέτουν ασαφές πρόγραμμα καθώς και το περιεχόμενό τους δεν στηρίζεται στην ορθολογική βάση.
Ωστόσο, οι ρίζες του ναζισμού δεν εδραιώθηκαν από τον Χίτλερ, αλλά ενυπήρχαν ως απότοκα μιας σειράς διαδοχικών κρίσεων την πάροδο του 19ου αιώνα. Ειδικότερα, εντοπίζεται την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης εξαιτίας της βίαιης προλεταριοποίησης, η οποία προκάλεσε την εξάρθρωση των κοινωνιών και την καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων. Ενώ επιπλέον, αναδύθηκε σε αντιδιαστολή με τις ιδέες του διαφωτισμού και της ορθολογικής λογικής με την απομάκρυνση από τις ταξικές και αγωνιστικές αναζητήσεις των εργαζομένων, με την υπερέξαρση της βουλησιαρχίας, του υπερ-εγώ και του υπερ-ανθρώπου όπως τον προσδιόριζε ο Νίτσε. Ακόμα, τοποθετείται στον άξονα του φυλετισμού, της προγονολατρείας και του ρατσισμού. Η αντίληψη ότι η αναχαίτιση της κοινωνικής παρακμής θα γινόταν μια νέα ιδεολογία που θα διαμορφωνόταν μέσα από τις νέες ελίτ, απεικόνιζε άρρηκτα τον ναζισμό. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το περιοδικό εκείνο της “Φυλετικής και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας’’, στην Γερμανία το 1904. Επόμενο ήταν σύμφωνα με τον Στάνλεϊ Πέιν, να υιοθετηθούν και στην υπόλοιπη γερμανόφωνη Ευρώπη οι ιδέες της φυλετικής σκέψης καθιερώνοντας τον μυστικιστικό ρατσισμό, ο οποίος ασπαζόταν την επικράτηση της “φυλής” των “Αρίων”.
Εντούτοις, πώς προέκυψε η εδραίωση του ναζισμού στην Γερμανία; Αυτό εξηγείται με την μεσολάβηση δυο ιδιαίτερων πληγμάτων-τομών που υπέστη η χώρα. Η αδυναμία των γερμανικών κυβερνήσεων κατά τον Μεσοπόλεμο και η ταπείνωση μετά τον καταστροφικό για τη Γερμανία Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατέστησαν αναγκαίο κακό για την εμπέδωση της τάξης, τον επιθετικό εθνικισμό σε συνδυασμό με μια αυταρχική κυβέρνηση, εκείνη του Χίτλερ. Σύμφωνα με την άποψη κιόλας του Τζορτζ Μος, ο Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν παρά μια απόρροια της εξαθλιωμένης πολιτικής ζωής της οποίας αποκορύφωμα ήταν ο ναζισμός.
Καθώς η βία αυξανόταν, η πολιτική κρίση στη Γερμανία βάθαινε οδηγώντας την χώρα στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Το 1933 ο καγκελάριος Σλάιχερ προτείνει κυβέρνηση με καγκελάριο τον Χίτλερ αλλά ναζιστικά στελέχη προκειμένου όπως πίστευε να “δέσει τους ναζί χειροπόδαρα”. Αντ’ αυτού, εντός λίγων εβδομάδων ο Χίτλερ εδραίωσε τον έλεγχο στις περισσότερες περιφερειακές κυβερνήσεις. Η χρηματοδότηση των ναζί για την δημιουργία και εγκαθίδρυση μια “ισχυρής άριας φυλής’’, γινόταν προηγουμένως από την δεξιά ενώ τώρα συμβάλλουν και οι μεγάλες επιχειρήσεις σε αυτό το τερατώδες σχέδιο.
Τι εστί όμως ο όρος ναζισμός ως προς τα χαρακτηριστικά του; Αναλυτικότερα, η γερμανική φιλοσοφία απομακρύνθηκε από την υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων και το εννοιολογικό περιεχόμενό της στράφηκε προς στον αυταρχισμό και τον εθνικισμό κατόπιν της νίκης της Γερμανίας στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο. Επόμενο ήταν να επικρατήσει η αντίληψη ότι οι Γερμανοί ως έθνος διαθέτουν μια ιδιαίτερη κουλτούρα, τοποθετώντας έτσι σε περίβλεπτη θέση την χώρα τους έναντι των υπολοίπων εθνών. Ένας από τους βασικούς επιπλέον στόχους του ήταν να αντικαταστήσει το δημοκρατικό κόμμα με διαφορετικό σύστημα, το οποίο θα είχε ως αρχή του την ευρύτερη Γερμανική κοινότητα η οποία θα αποτελούνταν από μια εθνική και βιολογική ενότητα. Προς εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού, το πομπώδες ύφος που έλαβαν οι αναρίθμητες πορείες των SA (Τάγματα Εφόδου) και τα πιο γνωστά SS κατακλύζοντας το πλήθος με τα ναζιστικά συνθήματα, θύμιζαν θρησκευτικές εορτές με τελετουργικό τους ιδίωμα να εξασφαλίσουν έναν λαό πειθήνιο και αφοσιωμένο στο έθνος και τον ηγέτη του.
Σε διαμετρική αντίστιξη λοιπόν με τις αξίες του Διαφωτισμού και της δημοκρατίας μορφοποιήθηκε η ναζιστική κουλτούρα η οποία και καλλιεργήθηκε με βασικά της όπλα-μέσα την προπαγάνδα γενικότερα και το σχολείο-νεολαία ειδικότερα. Η ρατσιστική διδασκαλία επιλέγεται στο εκπαιδευτικό σύστημα της ναζιστικής Γερμανίας μέσω της οποίας επιχειρείται να αυξηθεί η ετοιμότητα των νέων για χρήση βίας και προκειμένου να μειωθούν οι αναστολές τους να δολοφονούν “εχθρούς του γερμανικού έθνους και της άριας φυλής”. Απόσπασμα από το βιβλίο γεωγραφίας της Β´ τάξης Γυμνασίου αιτιολογεί τον παραπάνω συλλογισμό, αφού “Οι Εβραίοι, οι οποίοι προέρχονται όπως ακριβώς και οι Τσιγγάνοι από μια ανάμειξη ανατολικών φυλών είναι εντελώς ξένοι προς εμάς’’, δημιουργώντας για ακόμη μια φορά ένα διαχωρισμό των “ξένων’’ από “εμάς’’. Ο Εχθρός είναι ο άλλος, ο Ξένος και αρκεί για τον προσδιορισμό της ουσίας του το γεγονός ότι είναι με έντονο νόημα υπαρξιακά κάτι άλλο και ξένο, ώστε να είναι δυνατές σε οποιαδήποτε περίπτωση οι συγκρούσεις μεταξύ τους. Παράλληλα, ο αθλητισμός αυτή η θεμελιώδης διεκδίκηση της νεολαίας τότε, εφαρμόστηκε και εργαλειοποιήθηκε αποκλειστικά για τον πόλεμο. Οι νέοι μέσω αυτού άρχισαν να στρατολογούνται και να προετοιμάζονται στην ευθεία γραμμή της πολεμικής σύρραξης.
Επιπροσθέτως, αναφορικά με τις αξίες της δημοκρατίας οι γυναίκες δεν έχουν θέση στην διεκδίκησή της, αφού όπως ισχυρίζεται και ένας από τους πιο προβεβλημένους ναζί θεωρητικούς, ο Μπέμλερ, “Η δημοκρατία δεν μπορεί να διατηρηθεί εκεί όπου κυριαρχεί η γυναίκα… Επειδή ο Γερμανός είναι κυρίως πολεμιστής, ανδροπρεπής, φτιαγμένος για τη φιλία, η δημοκρατία θα μπορέσει να ευδοκιμήσει στην Γερμανία”. Ακόμη, οι υψηλόβαθμοι αρχηγοί του κόμματος διαβεβαίωσαν πολλάκις να εφαρμοστεί το παλιό ρωμαϊκό ρητό: “mulier taceat”, δηλαδή: σιωπή στις γυναίκες. Με αυτόν το τρόπο και επίσημα το ναζιστικό κόμμα διακήρυττε ότι πρέπει να διαμένουν στην οικογενειακή εστία, χωρίς να έχουν τα ανάλογα δικαιώματα και υποχρεώσεις όπως οι άντρες του Γερμανικού έθνους.
Ο Φράνσις Γκάλτον επινοεί τον όρο “ευγονική” για να επιχειρηματολογήσει υπέρ της κληρονομικότητας που οφείλεται για την διαφορετικότητα στις ανθρώπινες συμπεριφορές και κουλτούρες. Η άρια φυλή για να μείνει ανέπαφη από τα “προβληματικά γονίδια” οδήγησε περίπου 200.000 Γερμανούς πολίτες μη ψυχικά υγιείς, σε στείρωση ή και στον θάνατο. Επιπλέον οργανώθηκε μια ολόκληρη επιχείρηση από τους ναζί προκειμένου να εξολοθρευτούν οι Εβραίοι, οι Αθίγγανοι και οι ομοφυλόφιλοι, γνωστή ως επιχείρηση Ράινχαρτ. Το φαινόμενο του Ολοκαυτώματος και η Γενοκτονία των Εβραίων και Ρομά απεικονίζουν την αχαλίνωτη βία και το ρατσιστικό μίσος που δημιούργησε ο ναζισμός. Οι φυλετικές διακρίσεις, ο ακραίος εθνικισμός, η στρατοκρατία και η χρήση του παρακράτους διαφαίνονταν στο πασίγνωστο βιβλίο- μανιφέστο του Χίτλερ, “ο Αγών μου”.
Παράλληλα, το φαινόμενο του ναζισμού δεν έχει εκλείψει ολοκληρωτικά, αλλά εμφανίζεται ως νεοναζισμός εντός δύο ρευμάτων, στην σύγχρονη Ευρώπη. Σήμερα δεν είναι ουκ ολίγες οι ομάδες, οι “κινήσεις”, οι “κύκλοι” και τα κόμματα των οποίων η πολιτική τους σκέψη ξεκινά από εθνοτικές εθνικιστικές ή εθνικολαϊκές βασικές θέσεις. Επιπροσθέτως, το πολιτικό τους πρόγραμμα στοχεύει στην αναίρεση της κοινωνικής δημοκρατίας και στον αποκλεισμό ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων από την ισότιμη συμμετοχή και διαχείριση των κοινών.
Εντός αυτού, οι “παραδοσιακές παραλλαγές” εγκαθιδρύονται σε νεοφασιστικές δομές οι οποίες εκπροσωπούν τη βία, απαιτούν στρατιωτική μεταχείριση και επιθυμούν να αντικαταστήσουν την αστική δημοκρατία με ένα ρατσιστικό εθνικό κράτος. Απεναντίας, οι “σύγχρονες παραλλαγές” προκειμένου να διαχωριστούν από τον δεσποτισμό του ευρωπαϊκού φασισμού και αποπειρώντας να νομιμοποιήσουν τον έλεγχο της μετανάστευσης και τις πολιτικές εθνοτικού εθνικισμού, ασκούν μια “πολιτική φόβου”.
Συγκριτικά, υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο ρευμάτων και αυτό διαπιστώνεται για παράδειγμα όσον αφορά το κράτος του Ισραήλ και την πολιτική του, αφού κανείς διακρίνει ιδίως στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής του, τις επικαλύψεις σχετικά με τη πολιτική στοχοθεσία. Ωστόσο και τα δύο σημειώνουν μεγάλης έκτασης περιορισμούς στην πολιτική για την μετανάστευση και τους πρόσφυγες, καθώς και κατάλυση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας.
Στη Γαλλία, η ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος “ Εθνικό Μέτωπο”, Ζαν Μαρί Λε Πεν, με την χρήση της ξενοφοβίας ως ένα ιδιότυπο πολιτικό μήνυμα , κατόρθωσε να ενισχύσει τα εκλογικά του ποσοστά κυρίως σε περιοχές με αυξημένη ανεργία. Στην Ιταλία το φαινόμενο έλαβε ακόμη και αποσχιστικές τάσεις με το ακροδεξιό πολιτικό κίνημα της Βόρειας Ιταλίας, του Ουμπέρτο Μπόσι. Το ζήτημα της ξενοφοβίας διαχέεται τόσο την Γαλλία και την Ιταλία όσο και τα νεοναζιστικά ρεύματα στην Γερμανία, που εμφανίστηκαν δυναμικά στο προσκήνιο. Αναντίρρητα, εγκαθιδρύει ένα λανθάνων ρατσισμό και τον φόβο απέναντι στον “Άλλον”, θεμελιώνοντας έτσι φιλοναζιστικές συμπεριφορές. Η ξενοφοβία εκκινεί με μια ιεραρχία περισσότερο ή λιγότερο σαφή για τις ομάδες που απορρίπτονται και ο ρατσισμός ως κληρονόμος της ξενοφοβίας δικαιολογεί αφενός τον φόβο απέναντι στον “Άλλον”, αφετέρου τα συμφέροντα τα οποία συνδέονται με την κυριαρχία ή την εκμετάλλευσή του.
Ωστόσο, για την εκτενέστερη κατανόηση του νεοναζισμού, θα ήταν χρήσιμο να μην παραλειφθεί η σημερινή ευρωπαϊκή ακροδεξιά, η οποία όπως την ερμηνεύει ο Paul Hainsworth, πρόκειται για μια “πολύπλοκη αλχημεία”, ερευνώντας κανείς το σύνθετο αυτό φαινόμενο, την ποικιλία των εκφάνσεων του και τις διαφορές των επιμέρους εκδηλώσεών του. Η Αυστρία αποτελεί αποδεικτικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου. Τις τελευταίες δεκαετίες αριθμούνται περίπου πενήντα κόμματα και οργανώσεις της ακροδεξιάς, με διαφορετικό μέγεθος και σημασία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 διαφαίνονταν τα πρώτα ακροδεξιά κόμματα στην Καρίνθια (Kärnten), μια περιοχή με πολύ ζωηρή ναζιστική δραστηριότητα από την εποχή του Μεσοπολέμου. Πρόκειται για νεοναζιστικές οργανώσεις όπως η “Αυστριακή Ομοσπονδία Γυμναστικής”(Österreichischer Turnerbund, ÖTB), η “Κοινότητα Εργασίας των Φιλελεύθερων Πανεπιστημιακών Οργανώσεων της Αυστρίας” (Arbeitsgemeinschaft Freiheitlicher Akademikerverbände Österreichs) κ.λ.π.
Πιο πρόσφατα, το κόμμα του Γκρεγκ Χάιντερ, αν και μέλος της Διεθνούς των Φιλελευθέρων, είναι γνωστό για τις φασιστικές του απόψεις και κυρίως για την ξενοφοβία του, τον ρατσισμό αλλά και για την πολιτική του υπέρ της ‘εθνικής προτίμησης’ γύρω από θέματα απασχόλησης. Άλλωστε ο θαυμασμός του Χάιντερ για το καθεστώς του Χίτλερ είναι γνωστός. Ακόμη, χαρακτήριζε τα στρατόπεδα εξόντωσης των Εβραίων και Ρομά ως σωφρονιστικά ιδρύματα στην προσπάθειά του να υποβαθμίσει την εξόντωσή τους.
Το φαινόμενο του νεοναζισμού δεν απουσιάζει και από την ελληνική περίπτωση, με την Χρυσή Αυγή να αποτελεί επίσημο μέλος της νεοναζιστικής Διεθνούς. Επικαιροποιώντας την διακήρυξη της Βαρκελώνης το 1995 στην 15η συνδιάσκεψη της Νέας Ευρωπαϊκής Τάξης, απόκτησε χωρίς αμφιβολία το ναζιστικό του ύφος.
Η Χρυσή Αυγή είναι μια οργάνωση με τρεις δεκαετίες δράσης , από το 1980 και εντεύθεν. Προερχόμενο από το Κόμμα 4ης Αυγούστου του Κωνσταντίνου Πλεύρη και με ηγετικό πυρήνα τον Ν.Μιχαλολιάκο και Χρ. Παππά, επισημοποίησε την ιδεολογική του κατεύθυνσή του σε σπάνιο έντυπο του 1981. Πρόκειται για ένα σπάνιο έντυπο που μετρούσε μόλις 4 τεύχη, όπου ο αναγνώστης ξεκάθαρα μπορεί να δει τον αξιωματικό των SS, δύο σβάστικες, ενώ και με τον τίτλο “Νέα Ευρωπαϊκή Τάξη” προσδίδουν το ανάλογο μήνυμα.
Μετά τα προλογικά, στο έντυπο αναγράφεται ένα δισέλιδο με τα επτά σημεία της διακήρυξης, όπου τα “άχρηστα βιολογικώς παράσιτα” αποτελούν απειλή για την “τελειοποίηση που είναι η μοίρα του λευκού ανθρώπου”. Η διακήρυξη καταλήγει με τη θέση πως “καλό στην ανθρωπότητα και τον εμπλουτισμό του ανθρώπινου είδους” κάνουν μόνο οι “φυλετικές ελίτ” και αυτό θα επιτευχθεί μόνο μέσω της “διοικητικής ιατρικής”. Οι υπόλοιπες σελίδες συμπληρώνονται με την ανάλυση όλων των παραπάνω: “νεγροποιήσεις”, “υπανθρώπους Εβραίους”, την εφαρμογή “ευγονικής πολιτικής για την σωτηρία των λευκών λαών” κ.α ενώ καταλήγει με μια καταγραφή διώξεων εθνικοσοσιαλιστών ως εκκίνηση για την δημιουργία μιας “Ευρώπης των λευκών λαών”.
Ο κοινωνιολόγος Fabian Virchow δηλώνει ότι: Μαζί με το ουγγρικό Jobbik, η Χρυσή Αυγή είναι αυτή τη στιγμή το πιο επιτυχημένο εκλογικά κόμμα στην Ευρώπη με ανοιχτά νεοναζιστική ιδεολογία το οποίο μάλιστα ασκεί συστηματικά βία κατά των πολιτικών εχθρών του και κατά μεταναστών και προσφύγων.
Κοντολογοίς, πρόκειται για μια οργάνωση με στρατιωτική ιεραρχία και μυστική ξεχωριστή δομή με δύο κλάδους στην διοίκησή της, όπου αναγράφονται στο σφραγισμένο με το κόκκινο έμβλημά της ρουνικό Wolfsangel, καταστατικό. Η απόφαση για όλα διεκπεραιώνεται από τον Αρχηγό, ως ο ανώτατος ηγέτης. Το καταστατικό της, έχει συνταχθεί το 1987 και διασαφηνίζει τους δύο κλάδους της οργάνωσης. Αφενός, είναι η Χρυσή Αυγή που εμφανίζεται ως εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα στο ευρωπαϊκό τοπίο, αφετέρου με την μορφή Λαϊκού Συνδέσμου, επιθυμεί να εμφυσήσει και να “διαφωτίσει’’ όπως ισχυρίζεται την ελληνική κοινωνία στο ιδεώδες του εθνικοσοσιαλισμού και του αντίστοιχου πολιτικού αγώνα. Η πολύπλοκη δομή της οργάνωσης σε έξι διευθύνσεις, έρχονται να αποδείξουν για ακόμη μια φορά το αυστηρό ιεραρχικό πρότυπο που διαθέτει κάθε νεοναζιστικό πολιτικό μόρφωμα. Είναι προφανές ότι η διοικητική ιεραρχία συμπίπτει με τη στρατιωτική δομή που απαιτεί η δράση του Λαϊκού Συνδέσμου, αφού οι βαθμίδες όπως Φαλαγγίτης, Λοχίτης κοκ κομίζουν την δομή της. Έτσι λοιπόν η διοικητική δομή δεν είναι δηλαδή τίποτα λιγότερο από αυτό που έχει φανεί να δρα με τη μορφή των Ταγμάτων Εφόδου.
Καταληκτικά, η σύνδεση της Νέας Δημοκρατίας με τον ναζισμό μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ατόπημα. Εντούτοις, ποια είναι η διαχωριστική και ίσως η “λεπτή” εκείνη γραμμή ανάμεσα στην άκρα δεξιά και ένα νεοναζιστικό μόρφωμα, προκειμένου να μην προκύπτουν τέτοιου είδους συγχύσεις;
Συντάκτης: Άσπα Φιλοσόγλου