Το Brexit, η πανδημία του COVID-19, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η τουρκική επιθετικότητα στα ανατολικά γεωπολιτικά σύνορα της Ε.Ε. κλόνισαν αδιαμφισβήτητα σοβαρά την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτές οι αλλεπάλληλες κρίσεις, που σωστά χαρακτηρίστηκαν «πολυκρίση», έγειραν αμφισβητήσεις σχετικά με την ικανότητα της Ε.Ε. και των κρατών-μελών της να λαμβάνουν και να εφαρμόζουν αυτόνομα αποφάσεις, επανατοποθέτησαν δηλαδή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την ανάγκη για στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης. Για δεκαετίες οι μονόπλευρες εξαρτήσεις, όπως η ενεργειακή εξάρτηση από τις ρωσικές πηγές ενέργειας, δεν ανησυχούσαν την Ένωση από την στιγμή που ικανοποιούσε τις ανάγκες της με το λιγότερο σχετικά δυνατό οικονομικό, αλλά και πολιτικό κόστος – χωρίς αυτό να σημαίνει κιόλας ότι επιτηδευμένα επιδιδόμασταν σε εξαρτήσεις. Ωστόσο, τώρα περισσότερο από πότε η Ένωση πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της ως διεθνής δρώντας, ως ισχυρός και ικανός πάροχος ασφάλειας τόσο ως προς τους πολίτες της όσο και ως προς τον υπόλοιπο κόσμο – εάν φυσικά επιθυμεί να παίξει έναν τέτοιο ρόλο.
Η Κοινή Πολιτική Άμυνας κι Ασφάλειας (ΚΠΑΑ) και κατά συνέπεια η στρατηγική αυτονομία κυρίως στον στρατιωτικό τομέα, έχει συναντήσει ομολογουμένως πολλά εμπόδια καθ’ όλη τη διαδρομή της ευρωπαϊκής ενοποίησης μέχρι να θεσπιστεί το 2009 με την Συνθήκη της Λισαβόνας ως μέρος της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ). Το κύριο εμπόδιο είναι το γεγονός ότι η συνεργασία στον τομέα της άμυνας ήταν, είναι και προβλέπεται ότι θα παραμείνει να είναι διακυβερνητική υπόθεση όσο τα θέματα άμυνας θεωρούνται ότι αγγίζουν τον πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας. Παρακωλύεται, έτσι, η “κοινοτικοποίηση” της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, με άλλα λόγια η ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Ένωση για την ανάπτυξη κοινών δυνατοτήτων και ως εκ τούτου, η δημιουργία μιας συμπαγούς, συντονισμένης και πρωτίστως ενωμένης ευρωπαϊκής συλλογικής άμυνας.
Η δεύτερη ιστορική σύγκρουση που παραμένει κραταιά έως και τις μέρες μας και λειτουργεί ως τροχοπέδη, είναι μεταξύ των ατλαντιστών, αυτών δηλαδή που τάσσονται υπέρ της πρωτοκαθεδρίας του ΝΑΤΟ σε ευρωπαϊκό έδαφος, ως βασικού πυλώνα άμυνας κι ασφάλειας και των ευρωπαϊστών, οι οποίοι προσβλέπουν στην στρατηγική αυτονόμηση της Ένωσης. Βέβαια, όπως απεδείχθη με την ΚΕΠΠΑ το 1993 με την Συνθήκη του Μάαστριχτ, ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου είναι ο πάροχος εδαφικής ασφάλειας και η ΕΕ αρμόδια για τη διατήρηση της ειρήνης, την ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας, και την προώθηση της διεθνούς συνεργασίας, της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Υπάρχουν, επίσης, κι αυτοί που εκλαμβάνουν την Ένωση ως μία καθαρά μη στρατιωτική δύναμη και εκείνοι που προτάσσουν την απόκτηση στρατιωτικής δύναμης ως απαραίτητο μέσο για την επίτευξη της στρατηγικής αυτονομίας.
Στρατηγική αυτονομία, λοιπόν, δεν συνεπάγεται απομόνωση, ούτε υποχώρηση. Σημαίνει, όμως, αναδιατύπωση του τρόπου κατανόησης της κυριαρχίας, προχωρώντας προς μία επιχειρησιακή (“operational”) κυριαρχία, δηλαδή την ικανότητα προώθησης της δικής μας ατζέντας. Η στρατηγική ατζέντα της ΕΕ για τα έτη 2019-2024 ορίζει ότι η ΕΕ πρέπει να επιδιώξει στρατηγική πορεία δράσης και να αυξήσει την ικανότητά της να ενεργεί αυτόνομα, να προστατεύει τα συμφέροντά της, να διατηρεί τις αξίες και τον τρόπο ζωής και να συμβάλλει στη διαμόρφωση του παγκόσμιου μέλλοντος. Η Στρατηγική Πυξίδα που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόλις πέρυσι παρέχει στην ΕΕ ένα φιλόδοξο σχέδιο δράσης για ισχυρότερη πολιτική ασφάλειας και άμυνας έως το 2030. Πιο συγκεκριμένα, διαρθρώνεται γύρω από τέσσερις πυλώνες: τη δράση, την επένδυση, τους εταίρους και την ασφάλεια.
Αναφορικά με τον πρώτο πυλώνα, η Ένωση πρέπει να είναι σε θέση να δρα γρήγορα και δυναμικά σε περίπτωση που ξεσπάσει μια κρίση, με εταίρους, ει δυνατόν και μόνη της όταν κρίνεται αναγκαίο. Τα μέσα προς την επίτευξη του εν λόγω στόχου περιλαμβάνουν την ικανότητα ταχείας ανάπτυξης έως και 5.000 στρατιωτών για διάφορους τύπους κρίσεων, την οργάνωση αποστολής Κοινής Πολιτικής Άμυνας κι Ασφάλειας διακοσίων πλήρως εξοπλισμένων εμπειρογνωμόνων εντός 30 ημερών μεταξύ άλλων σε περίπλοκα περιβάλλοντα, την διεξαγωγή πραγματικών ασκήσεων σε ξηρά και θάλασσα, την ενίσχυση της στρατιωτικής κινητικότητας και των μη στρατιωτικών και στρατιωτικών αποστολών και επιχειρήσεων ΚΠΑΑ, αλλά και την πλήρη αξιοποίηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού για την Ειρήνη (“European Peace Facility”).
Σχετικά με τον δεύτερο πυλώνα, στόχος είναι η ΕΕ να ενισχύσει την προβλεπτική της ικανότητα και την αποτρεπτική της ισχύ στον τομέα της ασφάλειας, καταρτίζοντας διαστημική στρατηγική, καθώς και την αντίδρασή της σε τρέχουσες και ταχέως αναδυόμενες προκλήσεις όπως οι κυβερνοεπιθέσεις, πάντοτε διαφυλάττοντας τα συμφέροντά της. Όσον αφορά στον τρίτο πυλώνα, τα κράτη μέλη έχουν ρητά δεσμευτεί να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές τους δαπάνες, ούτως ώστε να ανταποκριθούν στη συλλογική φιλοδοξία για συρρίκνωση των κενών μεταξύ των στρατιωτικών και των μη στρατιωτικών δυνατοτήτων – πάντοτε στο πλαίσιο των ΚΠΑΑ ειρηνευτικών και διαχειρίσεων κρίσεων αποστολών και επιχειρήσεων –, καθώς και να ωθήσουν την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική – τεχνολογική καινοτομία.
Τέλος, η ΕΕ αποσκοπεί στη συνεργασία με στρατηγικούς εταίρους, όπως το ΝΑΤΟ, ο ΟΗΕ και οι περιφερειακοί εταίροι, συμπεριλαμβανομένων του ΟΑΣΕ (Οργανισμός για την Άμυνα και την Συνεργασία στην Ευρώπη), της Αφρικανικής Ένωσης και της Ένωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN). Επιπλέον, θα εντείνει τις ειδικά προσαρμοσμένες διμερείς εταιρικές σχέσεις με ομόφρονες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Νορβηγία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία. Ακόμα, πρόκειται να συνάψει ειδικά προσαρμοσμένες εταιρικές σχέσεις με χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής μέσω της ενδυνάμωσης του διαλόγου, της συνεργασίας, της ενθάρρυνσης για συμμετοχή σε αποστολές και επιχειρήσεις ΚΠΑΑ και της ανάπτυξης κοινών ικανοτήτων.
Μένει να δούμε, λοιπόν, προς ποια κατεύθυνση θα οδηγηθεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η Στρατηγική Πυξίδα φαίνεται να αντικατοπτρίζει την ετοιμότητας της Ένωσης τουλάχιστον σε επίπεδο πολιτικής θέλησης να κάνει βήματα – και όχι θαύματα – προς την αναθεώρηση της θέσης της στην ευρωπαϊκή ήπειρο και τον κόσμο και εν τέλει προς την κατάκτηση στρατηγικής αυτονομίας. Η νέα γενιά ενθαρρύνεται όλο και περισσότερο να συμμετέχει μέσω της κοινωνίας πολιτών στην ευρωπαϊκή διαδικασία λήψης αποφάσεων. Είναι γεγονός ότι το πώς προσλαμβάνει αυτή η νέα γενιά policy-makers τις διεθνείς απειλές και προκλήσεις θα καθορίσει και τη μελλοντική θέση της Ευρώπης στον κόσμο. Θα είναι ένας διεθνής δρών, ο μοναδικός υπεύθυνος και υπόλογος για την ασφάλειά του, αλλά συνάμα και εγγυητής της διεθνούς ειρήνης; Θα παραμείνει ως έχει; Κάτι λιγότερο από ομοσπονδιοποιημένο κράτος, κάτι περισσότερο από οικονομική – τελωνειακή ένωση; Όπως ορθά σχολίασε ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, Joseph Borrell: «Οι απειλές αυξάνονται και η αδράνεια έχει το τίμημά της».
Συντάκτης: Σπυριδούλα Γιαννοπούλου