Αναμφίβολα οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας χαρακτηρίζονται διαχρονικά από ταραχώδη γεγονότα, έχοντας αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι τους στις μνήμες των δύο λαών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα στο οποίο θα αναφερθούμε στον παρόν κείμενο την Κρίση στο Αιγαίο το 1987. Ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Το έτος 1973, ανακαλύφθηκαν κοιτάσματα πετρελαίου δέκα ναυτικά μίλια από το ακρωτήριο Μπάμπουρας της Θάσου και η Ελλάδα υποστήριξε, όπως ήταν φυσικό, πως μόνο αυτή είχε δικαίωμα εξόρυξης στην υφαλοκρηπίδα που εκτείνεται σε όλα της τα νησιά στο Αιγαίο, κάτι με το οποίο η Τουρκία φάνηκε εξ αρχής να μην συμφωνεί. Στις 19 Φεβρουαρίου 1987, ο τότε Υπουργός Βιομηχανίας, της κυβέρνησης Παπανδρέου Αναστάσιος Πεπονής, ζήτησε την υποχρεωτική συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στην κοινοπραξία των ξένων εταιριών που με επικεφαλής την Καναδική Denison εκμεταλλεύονταν τα πετρέλαια της Θάσου. Κι ‘αυτό γιατί χωρίς την άδεια της Ελληνικής Κυβέρνησης, προγραμμάτιζε στα τέλη Μαρτίου του 1987 τη διενέργεια γεωτρήσεων στην θέση Μπάμπουρας της Θάσου.
Η τουρκική κυβέρνηση του Οζάλ που αμφισβητούσε το δικαίωμα ερευνών επικαλείται το Πρωτόκολλο της Βέρνης, το οποίο είχε υπογραφεί το 1976 μεταξύ των τότε πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Τουρκίας Κωνσταντίνου Καραμανλή και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ αντίστοιχα και με χαρακτήρα διεθνούς δεσμευτικής συμφωνίας οι δύο χώρες δεσμεύονταν ότι θα απείχαν από αμφισβητούμενες ενέργειες στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Η Τουρκία θορυβείται και μετά από επαφές του τούρκου Πρέσβη με το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, μετέφερε στην κυβέρνηση της Τουρκίας την άποψη του ότι η Ελλάδα θα προχωρήσει στις έρευνες για πετρέλαιο. Αυτή η εξέλιξη προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην τουρκική Κυβέρνηση και στις 19 Μαρτίου του 1987 στέλνει το ερευνητικό πλοίο ‘’Πίρι Ρέις’’ στην ευρύτερη περιοχή της Θάσου συνοδευόμενο από δύο πολεμικά πλοία. Το πλοίο, βρισκόταν υπό την συνεχή παρακολούθηση του ελληνικού πολεμικού ναυτικού και της αεροπορίας, οι οποίοι είχαν λάβει να εφαρμόσουν σαφείς εντολές αυτοάμυνας. Το ‘’Πίρι Ρέις’’ πραγματοποίησε συνεχείς έρευνες στα διεθνή ύδατα, χωρίς την άδεια των Ελληνικών Αρχών. Τα ελληνικά πλοία, του διαμήνυσαν να αποφύγει την είσοδο στα ελληνικά ύδατα με επιδέξιο τρόπο και να συνεχίσει να πλέει εντός διεθνών υδάτων.
Εν συνεχεία, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, εξήγγειλε έντονη διαμαρτυρία προς την ελληνική Πρεσβεία, για παράνομη παρενόχληση του ‘’Πίρι Ρέις’’, από ελληνικά πολεμικά πλοία. Το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών από πλευράς του, απάντησε ότι η χώρα μας είναι υποχρεωμένη να προστατεύσει τα δικαιώματα της. Ωστόσο, μετά από αυτές τις εξελίξεις, η Τουρκία κατέθεσε έγγραφα σε ΝΑΤΟ και Ε.Ο.Κ., με τα οποία υποστήριζε ότι: 1) Η Ελλάδα οχύρωσε παρανόμως τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, 2) ότι διεκδικεί τον εναέριο χώρο των 10 μιλίων και 3) πως θέλει να μετατρέψει το Αιγαίο σε ελληνική λίμνη, ενώ προειδοποίησε τους συμμάχους, ότι η Τουρκία θα προχωρήσει σε μέτρα σε διμερές επίπεδο, κατά της Ελλάδας.
Η κρίση κορυφώθηκε, στις 26 Μαρτίου 1987, όπου η Τουρκία ανακοίνωσε την έξοδο του ερευνητικού πλοίου Σισμίκ, στα διεθνή ύδατα για έρευνες. Στην Άγκυρα το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας συνεδρίασε και ανακοίνωσε ότι η Τουρκία θα προχωρούσε σε έρευνες στο Αιγαίο, εφόσον η Ελλάδα έκανε το ίδιο. Το Συμβούλιο κάλεσε τούρκους και ξένους δημοσιογράφους και ανακοίνωσε, μεταξύ άλλων, ότι “Αύριο το Σισμίκ θα βγει στο Αιγαίο με κατεύθυνση τα διεθνή ύδατα. Θα συνοδεύεται από πολεμικά πλοία”.
Η Ελλάδα κινητοποιήθηκε αμέσως. Σε πολιτικοστρατιωτική συνδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην οικία του πρωθυπουργού στο Καστρί, συμφωνήθηκε η στρατηγική και η τακτική που θα ακολουθούσε η ελληνική πλευρά. Ο Ανδρέας Παπανδρέου μετέφερε, στον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ, ‘’ότι θα πρέπει να κινητοποιηθούν οι πάντες και να γίνει σαφές ότι εάν οι Τούρκοι πραγματοποιήσουν γεώτρηση, η Ελλάδα θα χτυπήσει. Επίσης ο πρωθυπουργός, του ζητάει να μεταφέρει σε ΝΑΤΟ και Ε.Ο.Κ. ότι, οι προειδοποιήσεις τους δεν είναι απλώς λόγια. Αυτό θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουν κυρίως, οι Αμερικανοί. Και εάν δεν συνετίσουν την Τουρκία, να καλέσει τους αξιωματούχους του ΝΑΤΟ και να τους ανακοινώσει, ότι θα κλείσουν τη βάση στη Νέα Μάκρη’’.
Στις 26 Μαρτίου το State Department, απέστειλε μήνυμα, όπου ζητούσε αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ των δύο χωρών, ενώ η Τουρκία κλιμάκωνε τις προκλήσεις. Τουρκικά πολεμικά πλοία παραβίαζαν τα ελληνικά ύδατα. Η ελληνική κυβέρνηση εξέδωσε εντολή για πλήρη ετοιμότητα. Ο Ελληνικός Στρατός κινητοποιήθηκε. Στον Έβρο εκκενώθηκαν παραμεθόρια χωριά, τα στρατιωτικά νοσοκομεία ήταν προετοιμασμένα, για όλες τις ανάγκες που ενδεχομένως θα δημιουργούνταν. Τα αεροπλάνα της Πολεμικής Αεροπορίας ήταν σε εγρήγορση. Τα αντιαεροπορικά πυροβόλα, που ήταν τοποθετημένα στα νησιά, είχαν την άδεια, να χτυπήσουν εχθρικά αεροσκάφη. Τα πολεμικά πλοία του Πολεμικού Ναυτικού, πήραν θέσεις μάχης στο Αιγαίο. Τα Γενικά Επιτελεία του Ελληνικού Στρατού, λάμβαναν συνεχείς ενημερώσεις για τις τουρκικές κινήσεις.
Στις 27 Μαρτίου, συνεδρίασε το Υπουργικό Συμβούλιο υπό την Προεδρία του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, πρότεινε την παραπομπή του όλου θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, δηλώνοντας πως, για την ελληνική πλευρά, η Συμφωνία της Βέρνης είναι ανενεργή. Στο διάγγελμα του, ο ιδρυτής του ΠΑ.ΣΟ.Κ., επέρριψε ευθύνες στο ΝΑΤΟ και ανακοίνωσε ότι η αμερικανική βάση στη Νέα Μάκρη, κλείνει. Συγχρόνως, ανακοινώνει ότι ο Υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας, μετέβη στη Σόφια, για να συναντηθεί με τον Πρόεδρο της Βουλγαρίας Ζίβκοφ, μεταφέροντας του μήνυμα, από τον ελληνα πρωθυπουργό. Επρόκειτο για κίνηση ματ του Παπανδρέου, το περιεχόμενο του μηνύματος έμεινε τελικά μεταξύ των τριών ανδρών.
Την ίδια ώρα που οι Τούρκοι ανακοίνωναν ότι οποιαδήποτε επίθεση στα πολεμικά πλοία που συνοδεύουν το Σισμίκ αποτελεί αφορμή πολέμου, ο Γιάννης Καψής, Υφυπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, ανακοίνωνε στον Ρόμπερτ Κίλι, Πρεσβευτή των Η.Π.Α. στην Αθήνα, το κλείσιμο της βάσης των Η.Π.Α. στη Νέα Μάκρη. Παράλληλα, ξεκίνησαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις με τη συμμετοχή των Η.Π.Α και του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ Λόρδου Κάρινγκτον, που προσφέρθηκε να μεσολαβήσει. Είχε θορυβηθεί ιδιαίτερα από την επίσκεψη Παπούλια στη Σόφια. Τα μεσάνυχτα της Παρασκευής, ο Τουργκούτ Οζάλ, είχε δηλώσει ότι: ‘’Το τουρκικό ερευνητικό πλοίο που επρόκειτο να πλεύσει (στο Αιγαίο) αύριο, δεν θα βγει στα διαφιλονικούμενα νερά, εκτός μόνον εάν η Ελλάδα πράξει το ίδιο’’. Παράλληλα, ενημέρωσε τον λόρδο Κάρινγκτον για μια πρόταση διεξόδου και τον διαβεβαίωσε ότι αποδεχόταν τη διαμεσολάβησή του. Ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ, μετέφερε όλα αυτά στην Αθήνα. Στις 3:00 π.μ. του Σαββάτου, ο Γιάννης Καψής με εντολή του Ανδρέα Παπανδρέου, ενημέρωσε τον Κάρινγκτον ότι η Ελλάδα δεν θα δεχόταν πολιτικές συνομιλίες επί νομικού ζητήματος, αλλά θα δεχόταν τις ενέργειές του για αποκλιμάκωση.
Το πρωινό της 28ης Μαρτίου, όπου φαίνεται ότι οι δύο πλευρές οδηγούνται σε εξομάλυνση της έντασης, είχαν πραγματοποιηθεί, δύο επισκέψεις του Τούρκου πρέσβη Ναζμί Ακιμάν στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, όπου επέμενε στη θέση ότι η Τουρκία, εφόσον η Ελλάδα δεν κάνει έρευνες πέρα από τα χωρικά της ύδατα, θα τερματίσει κάθε ενέργεια. Παράλληλα, την Κυριακή 29 Μαρτίου 1987, ο Ακιμάν συναντήθηκε με τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Καστρί για να παραδώσει προσωπικό μήνυμα του Τούρκου Προέδρου. Σε αυτό, ο τούρκος Πρόεδρος μιλούσε καθαρά για “αμφισβητούμενες περιοχές” στο Αιγαίο, ζητώντας διερευνητικές διαπραγματεύσεις με σκοπό μια τελική συμφωνία.
Συνοψίζοντας, είναι συνετό να γίνει μία συνολική αποτίμηση του όλου γεγονότος. Ο τούρκος Πρόεδρος βλέποντας την αποφασιστικότητα της Ελλάδας ανακοίνωσε, ότι το Σισμίκ δεν θα έβγαινε στο Αιγαίο. Το γεγονός, χαρακτηρίστηκε ως νίκη της Ελλάδας, στη μακρά προκλητικότητα της Τουρκίας. Αυτό συνέβη, κυρίως, λόγω της πολιτικής βούλησης του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός έκανε σαφές ότι η Ελλάδα έχει και την πυγμή και τα μέσα, ώστε να αντιμετωπίσει της τουρκικές προκλήσεις και να υπερασπιστεί τα εθνικά δικαιώματα και την κυριαρχία της, στα εδάφη της.
Συντάκτης: Σωτήρης Σωτηρόπουλος