Η ανθρωπότητα στο πέρας των αιώνων έχει υποστεί μια πληθώρα κλυδωνισμών που την ωθούν στον επαναπροσδιορισμό των όσων γνώριζε ως τότε και στην προσαρμογή , σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα, στα νέα δεδομένα. Αυτή η προσαρμοστικότητα ήταν εκείνη που την οδήγησε τον δρόμο της εξέλιξης και της άνοιξε τις ορμητικά κλειστές πόρτες του μέλλοντος .Με ανάλογο τρόπο δρα ο πληθυσμός του πλανήτη στη μακροχρόνια μέγγενη, την επονομαζόμενη “κλιματική κρίση” – “κλιματική αλλαγή”- το ευρέως γνωστό, “φαινόμενο του θερμοκηπίου”, ένα φαινόμενο παγκόσμιου βεληνεκούς που προβληματίζει κάθε ευσυνείδητο άτομο – κάτοικο αυτού του πλανήτη. Ειδικότερα, το προαναφερθέν ζήτημα, αναφέρεται στη ραγδαία αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, η οποία προκαλείται από την άνοδο στην ατμόσφαιρα συγκεντρώσεων αερίων που έχουν τη δυνατότητα να εσωκλείουν θερμότητα, όπως ομοίως συμβαίνει με το υλικό του γυαλιού που “παγιδεύει” θερμότητα σε ένα θερμοκήπιο. Από τα παραπάνω αέρια το μεγαλύτερο πλήγμα το προξενεί το διοξείδιο του άνθρακα (Co2), το οποίο, ως επί το πλείστων, παράγεται από το πλήθος των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων. Ως απόληξη των παραπάνω είναι η επιρροή μιας ευρείας γκάμας τομέων που απασχολούν την παγκόσμια κοινότητα, επί παραδείγματι εκείνος της ανθρώπινης υγείας, της βιοποικιλότητας και εκέινος για την οικονομία .
Ένας από τους περισσότερο πληγήσαντες τομείς, εξαιτίας του παραπάνω φαινομένου, είναι εκείνος της οικονομίας, ο οποίος σε αυτή τη χρονική περίοδο δίνει τιτάνια μάχη για την “επιβίωση” του, τόσο ενάντια στην πρόσφατη παγκόσμια υγειονομική κρίση, όσο και ενάντια στην αχαλίνωτη κλιματική αλλαγή. Μπορεί η πανδημία του ιού Covid-19 να ήταν το έναυσμα για τη συσσώρευση οικονομικών χρεών στα κράτη ανά την υφήλιο, όμως η κλιματική κρίση έχει προξενήσει παγκόσμια οικονομική διαταραχή και σύμφωνα με Ο.Η.Ε., ο πλανήτης βρίσκεται στα πρόθυρα της ανεξέλεγκτης υπερθέρμανσης. Ωστόσο, αν οι χώρες θέλουν να υπερκεράσουν την ολιστική καταστροφή, θα πρέπει να δεσμευτούν στη λήψη προληπτικών/κατασταλτικών μέτρων και την μείωση των εκπομπών των ρύπων.
Όμως, θα έπρεπε να ειπωθεί πρώτα, ότι τα προαναφερθέντα μέτρα ενδέχεται να διογκώσουν το παγκόσμιο χρέος καθώς είναι εξόχως δαπανηρά. Ο οίκος διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Janus Henderson εκτίμησε τη δαπάνη στα 62,5 τρισεκατομμύρια δολάρια ήδη στα τέλη του 2020. Στο παραπάνω γεγονός, θα έπρεπε να συμπεριληφθεί ότι οι δασικές πυρκαγιές και οι πλημμύρες ουσιαστικά εντείνουν τη “βλάβη” στον πλανήτη και στην οικονομία .Σύμφωνα με το δημοσίευμα της τράπεζας της Αγγλίας το κόστος υπολογίζεται στα 54-69 τρισεκατομμύρια δολάρια, το οποίο ποσό μπορεί να συγκριθεί με εκείνο του συνόλου της παγκόσμιας οικονομίας που ανέρχεται σχεδόν στα 80 τρισεκατομμύρια δολάρια. Παράλληλα η μελέτη της FTSE Russel η οποία καταρτίζει, αδειοδοτεί και εμπορεύεται χρηματιστικούς δείκτες, αναφέρει ότι οι οικονομικές επιπτώσεις θα γίνουν φανεροί εντός μιας δεκαετίας. Στη μελέτη αυτή συμπληρώνει ο Τζούλιαν Μουσάβι, πρώτος τη τάξει διευθυντής βιώσιμων επενδύσεων και ένας εκ των συντακτών της έκθεσης της FTSE Russel, ότι θα υπάρξουν στο άμεσο μέλλον οι πρώτοι περιορισμοί στη πιστοληπτική ικανότητα των χωρών λόγω του σοβαρού αντίκτυπου της κλιματικής αλλαγής.
Σε ένα πρώτο σενάριο υπολογίζεται ότι οι χώρες με ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες όπως η Μαλαισία, η Νότια Αφρική, το Μεξικό αλλά και η σαφώς οικονομικά ισχυρότερη Ιταλία μπορεί να βρεθούν στη θέση του να αδυνατούν να εξυπηρετήσουν το χρέος τους έως το 2050. Σε ένα δεύτερο σενάριο, συσχετίζεται πως οι χώρες που αντέδρασαν με βραδύτητα όπως η Αυστραλία, η Πολωνία το Ισραήλ και η Ιαπωνία κινδυνεύουν ομοίως με τις παραπάνω χώρες, με αποτέλεσμα να απειλείται να υποβαθμιστεί η δανειοληπτική τους ικανότητα. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ιδίως οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι εμφανώς περισσότερο εκτεθειμένες στην άνοδο της στάθμης των θαλασσών και στην ξηρασία. Άλλη μια έρευνα που διεξήχθη από την ομάδα των Πανεπιστημίων του Κέμπριτζ έχει ως απόληξη ότι 63 χώρες, δηλαδή, σχεδόν οι μισές από όσες αξιολογούν οι οίκοι S κ΄ P Global, Moody’s και Fitch, ενδέχεται να υποβαθμιστούν λόγω της κλιματικής κρίσης. Σφοδρότερο πλήγμα θα υποστούν οι χώρες της Κίνας ,της Μαλαισίας ,του Μεξικό και της Χιλής οι οποίες θα υποβαθμιστούν έξι βαθμίδες ως προς τη δανειοληπτική τους ικανότητα έως το 2100, ενώ οι ΗΠΑ, η Γερμανία, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ινδία και το Περού σχεδόν κατά τέσσερεις βαθμίδες. Η συνεπαγόμενη αύξηση του κόστους δανεισμού θα προσθέσει στις δανειακές υποχρεώσεις των εν λόγω χωρών 137-205 δισεκατομμύρια δολάρια.
Εστιάζοντας το ζήτημα αυτό στην Ελλάδα γίνονται έκδηλες οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην ήδη πληγείσα οικονομία της χώρας. Για αυτό το θέμα έχει διενεργήσει ήδη έρευνες το ΕΛΙΑΜΕΠ το οποίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κλιματική αλλαγή επηρεάζει όλο το εύρος των τομέων και της ελληνικής οικονομίας. Υπολογίζεται ότι αν δεν υπάρξει άμεση αντίδραση, το κόστος υπολογίζεται έως το 2100 ότι θα υπερβεί τα 700 δις εύρω. Τονίζεται σε αυτό το σημείο ότι ο τομέας της οικονομίας που θα πληγεί περισσότερο είναι εκείνος του τουρισμού καθώς αλλοιώνονται τα παράκτια παραρτήματα ,τα οποία αλυσιδωτά επηρεάζουν το εισόδημα των νοικοκυριών. Το ελπιδοφόρο στοιχείο προκύπτει από τις μελέτες οι οποίες υποδεικνύουν ότι υπάρχει σημαντικό όφελος από τις δράσεις προσαρμογής στη κλιματική αλλαγή, οι οποίες μπορούν να θωρακίσουν την οικονομία για να μετριάσουν τις ζημίες. Εκτιμάται συγκεκριμένα ότι στην Ελλάδα οι επενδύσεις σε μέτρα προσαρμογής οδηγούν σε μείωση του κόστους από τη κλιματική κρίση σχεδόν κατά 30%.
Πιάνοντας το μίτο του φαινομένου από την αρχή, από τη δεκαετία του 60’ και του 70’ αρχίσαν να αφήνουν σημάδια πάνω στον πλανήτη οι επιπτώσεις της συντελευμένης κλιματικής αλλαγής. Το γεγονός αυτό κινητοποίησε την παγκόσμια κοινότητα αρχικώς και έτσι το 1972 έγινε η πρώτη Διάσκεψη για το περιβάλλον που έλαβε χωρά στη Στοκχόλμη από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Στη Διάσκεψη αυτή τέθηκαν οι πρώτοι μη κερδοσκοπικοί στόχοι προκειμένου να περιοριστεί η επιρροή της οικονομικής ανάπτυξης έναντι του περιβάλλοντος. Απόληξη της εν λόγω Διάσκεψης ήταν η δημιουργία του προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον. Ο ορός Βιώσιμη Ανάπτυξη διατυπώθηκε για πρώτη φορά επισημά το 1987 στην Έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη με τίτλο ‘’Our Common Future”. Κάπως έτσι το νήμα του χρόνου μας φέρνει στο σήμερα και στο Συμβούλιο της Γλασκόβης που διεξήχθη στο Ηνωμένο Βασίλειο την 6η Οκτωβρίου του 2021. Εκεί αποφασίστηκε η επιτακτική ανάγκη να επιτευχθεί η παγκόσμια αντίδραση στο πρόβλημα και υπογραμμίστηκε η αναγκαιότητα μιας δίκαιης και ισότιμης κλιματικής μετάβασης και τονίστηκε το γεγονός της ανάγκης των αναπτυγμένων χωρών να αυξήσουν τη συνεισφορά τους ώστε να κινητοποιήσουν από κοινού 100δις δολάρια ετησίως ως το 2025. Σύμφωνα με το Συμβούλιο ορίστηκε ο στόχος της μείωσης του 55% των εκπομπών αεριού έως το 2030. Τον Απρίλιο του 2021 το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο κατέληξαν σε ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα που αποσκοπεί στη νομική καταχώρηση του στόχου της μείωσης των εκπομπών για το 2030. Αυτή η αυξημένη αισιοδοξία θα απαιτήσει το μετασχηματισμό της βιομηχανίας της ΕΕ όμως θα ωθήσει τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, θα αποφέρει ωφελεί ως προς την υγειά και το περιβάλλον στους πολίτες της ΕΕ και θα συμβάλει στη μακροπρόθεσμη παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της, εξαιτίας της προώθησης της καινοτομίας στις πράσινες τεχνολογίες. Τέλος, ετέθη σαφές χρονοδιάγραμμα σύμφωνα με το οποίο για την περίοδο 2021-2027 και μέσω του’’Next Generation Eu” τουλάχιστον το 30% των συνολικών δαπανών θα πρέπει να διατεθούν σε έργα που σχετίζονται με το κλίμα.
Συμπερασματικά, είναι ευκόλως κατανοητό ότι η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς και δεν κάνει διακρίσεις. Αργά η γρηγορά –εάν δε παρθούν έγκαιρα καίριες αποφάσεις – όλες οι χώρες του κόσμου θα έρθουν αντιμέτωπες με τον ίδιο κίνδυνο.
Συντάκτης: Αναστασία Σωτηρία Καμπάνη