Κατά γενική ομολογία, οι χάρτες ασκούν ιδιαίτερη γοητεία. Ίσως δεν είναι μόνο η πληθώρα χρωμάτων και σχημάτων που έλκει την προσοχή μας, αλλά σίγουρα προσεγγίζουν και μια βαθιά ριζωμένη ανάγκη μας: δίνουν την εντύπωση ότι ο αχανής μας κόσμος εξηγείται, και μάλιστα εύκολα. Αγγίζοντας μια τόσο ευαίσθητη χορδή, η γεωγραφία αναπόφευκτα βρέθηκε σε θέση να ασκεί σημαντική επιρροή, όχι μόνο στην κοινή αντίληψη περί χώρου, αλλά μέχρι και στη διαμόρφωση στρατηγικών υψηλής πολιτικής. Πολλοί ακόμη πιστεύουν ότι αυτή ακριβώς είναι που θέτει τα όρια και τις συνθήκες την ανθρώπινης δράσης. Μήπως, όμως, πρακτικά συμβαίνει το αντίθετο; Μπορεί να ειπωθεί ότι οι θεωρίες γεωπολιτικής στην πραγματικότητα ανάγονται σε λόγους και τι μπορεί να σημαίνει αυτό;
Κατά τον Foucault, ένας λόγος (discourse) αποτελεί ένα σύστημα αναπαράστασης του κόσμου, μια μέθοδος περιγραφής της πραγματικότητας. Όμως, όπως είναι φυσικό, κάθε επινόηση αποτελεί αντανάκλαση του δημιουργού της, κληρονομεί τις αρετές και κυρίως τα πάθη του. Έτσι και οι λόγοι καταλήγουν στρατευμένοι: περιγράφουν τον κόσμο με συγκεκριμένους όρους. Βέβαια δεν αρκεί μόνο ένας για να κινητοποιήσει αυτή τη διαδικασία, αλλά εν τέλει όποιος επιχειρήσει να αναφερθεί σε έναν λόγο, θα πρέπει να το κάνει σαν να ήταν υποκείμενό του. Και με αυτόν τον τρόπο, οι λόγοι εδραιώνουν σχέσεις εξουσίας.
Σε αυτό το σημείο, ο λόγος αρχίζει να εφαρμόζεται, να επιδρά στην πραγματικότητα, να φέρνει αποτελέσματα και τελικά να γίνεται αληθής. Τότε μόνο ο λόγος γίνεται υπαρκτός, όταν επιβάλλεται ως «καθεστώς αλήθειας». Μπορεί να θεωρείται ότι συστάθηκε για να εξηγήσει την πραγματικότητα, αλλά στην ουσία επενεργεί για να τη διαμορφώσει στα μέτρα του. Δηλαδή δεν έπεται της πραγματικότητας, αλλά προηγείται.
Παράλληλα, η γεωπολιτική, από τη φύση της, δεν υπήρξε ποτέ ένα αμιγώς θεωρητικό πεδίο, και αυτό διότι χαρακτηρίζεται από ένα σχετικά ασυνήθιστο γνώρισμα: κάθε θεωρητική εξέλιξη που προκύπτει εντός του πεδίου είναι, δυνητικά, άμεσα εφαρμόσιμη. Πράγματι, δεν είναι σπάνιο νέες θεωρίες να επηρεάζουν τους αρμόδιους για τη χάραξη πολιτικής και, κατά συνέπεια, το ίδιο το πλαίσιο του διεθνούς συστήματος. Πολλές φορές μάλιστα, το ίδιο καθήκον της χάραξης πολιτικής ανατίθεται απευθείας στους θιασώτες των εκάστοτε νεοεμφανιζόμενων θεωριών. Έτσι, οι διάφορες θεωρίες γεωπολιτικής μετατρέπονται πια σε αυτό που κοινώς ονομάζουμε «αυτοεκπληρούμενες προφητείες». Και αυτό ακριβώς είναι το σημείο όπου η γεωπολιτική φαίνεται να προσεγγίζει τα μέτρα του λόγου.
Ειρωνικά, ακόμα και η παρατήρηση καθαυτή θα μπορούσε δυνητικά να αξιοποιηθεί πρακτικά. Αν κάποιος αντιλαμβανόταν επαρκώς την διαπλαστική ικανότητα των θεωριών γεωπολιτικής όταν αυτές καθιερώνονται σαν δόγματα, θα μπορούσε να μεταβάλλει κατά βούληση το σύστημα, αρκεί να έπειθε τους υπόλοιπους δρώντες να επιδράσουν στη βάση των κινήσεών του. Από τη στιγμή που η απόπειρά σου προκαλεί ανάλογη και σχετική αντίδραση, η βούλησή σου γίνεται πραγματικότητα και θα παραμένει όσο μπορείς (και σε συμφέρει) να την υπερασπιστείς.
Ένα καλό παράδειγμα που καταδεικνύει σαφώς την δυναμική των γεωπολιτικών δογμάτων είναι η (ευρέως διαδεδομένη πλέον) θεωρία της «κεντρικής γης» του Mackinder. Όρισε μια περιοχή που χονδρικά εκτείνεται από την Ανατολική Ευρώπη μέχρι την Κεντρική Ασία (τα όρια δηλαδή της τότε Σοβιετικής Ένωσης) ως «την καρδιά του κόσμου», κατά την οποία, « όποιος κυριαρχεί στην Παγκόσμια Νήσο , κυριαρχεί στον κόσμο».
Αυτή η αντίληψη επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την χάραξη της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, συμβάλλοντας στην ανάδυση του φόβου του «ντόμινο»: ότι λόγω της προνομιακής θέσης της σοβιετικής επιρροής, θα μπορούσε να μολύνει διαδοχικά τη μία χώρα μετά την άλλη. Για αυτό επιχείρησαν να κυριαρχήσουν στην περιφέρεια (την οποία μεταγενέστερες θεωρίες ανέδειξαν σε πρωτεύουσα έννοια) και να την απομονώσουν. Με τη σειρά της, η αμερικανική δράση που αναπτύχθηκε σε αυτή τη βάση, προκάλεσε την ανάλογη αντίδραση: οι σοβιετικοί ένιωσαν εγκλωβισμένοι και επιδίωκαν συνεχώς τον απεγκλωβισμό τους. Αυτό όμως έγινε αντιληπτό από την αμερικανική πλευρά ως επιβεβαίωση των πεποιθήσεών τους. Παρά, λοιπόν, το επεξηγηματικό προσωπείο τους, οι θεωρίες γεωπολιτικής τείνουν να επαληθεύονται μόνο, και όχι να τεκμαίρονται. Ακριβώς όπως οι λόγοι, γίνονται αληθείς.
Ωστόσο, από το παραπάνω παράδειγμα προκύπτει και μια δεύτερη διάσταση: οι θεωρίες, πάλι σαν τους λόγους, δεν είναι μόνο υποκειμενικά δομημένοι, αλλά και σχετικοί στον χρόνο. Φυσικό είναι να στηρίζονται στα δεδομένα και τις παρατηρήσεις της εποχής τους, τα οποία όμως, δεν έχουν μεγάλο προσδόκιμο ζωής. Καταστάσεις έρχονται και παρέρχονται, άνθρωποι αλλάζουν την ιστορία με τη δράση τους και στο τέλος η στοιχειοθέτηση μιας θεωρίας δεν αντιστοιχεί πια στην πραγματικότητα. Θα χρειαστεί ριζική αναδιάρθρωση για να επιβιώσει, απομακρύνοντάς την από τις αρχικές της τοποθετήσεις, ή την υποχώρηση της μόδας της ενώπιον όσων βασίζουν το αφήγημά τους στις υπάρχουσες συνθήκες. Ήδη αναφέρθηκε η πορεία του παραπάνω παραδείγματος: ο Spykman μεταφέρει το ενδιαφέρον στην περιοχή γύρω από το «κέντρο της γης». Τώρα, όποιος ελέγχει αυτή τη ζώνη, ελέγχει το κέντρο. Και αυτή η εξέλιξη εξηγεί πληρέστερα την κατεύθυνση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Οπότε οι θεωρίες, ιδιαίτερα στη γεωπολιτική, ίσως είναι περισσότερο κανονιστικές από ό,τι θα φανταζόταν κανείς. Και ειδικά η ομοιότητα με τους λόγους, δίνει νέα διάσταση στη συζήτηση. Μπορεί να μην μιλάμε μόνο για αυτοεκπληρούμενες προφητείες, αλλά ακόμα και για λανθάνοντα (αν όχι συνειδητά) πρότυπα της νεωτερικότητας, τα οποία μάλιστα είναι σχετικά τόσο ως προς τους θιασώτες τους, αλλά και ως προς την εποχή τους. Η σύνδεση αυτή αποτελεί μάρτυρα (μεταξύ άλλων) των τάσεων μας να υπερεκτιμάμε τα μέσα μας. Αυτό που κατά τα άλλα αποτελούσε απλό εννοιολογικό εργαλείο, ξαφνικά μετατρέπεται σε αυτοσκοπό, εξέλιξη η οποία μόνο επιζήμια μπορεί να είναι για την επιστήμη, όπως και για το εποικοδόμημα της εφαρμογής της.
Υπό αυτό το πρίσμα, τι μπορούμε να συμπεράνουμε για τη φύση των ιδεών της γεωπολιτικής; Ίσως ότι τα πράγματα είναι πολύ σχετικότερα από ό,τι νομίζουμε. Εξάλλου, σπανίως το πυκνό πλαίσιο αλληλεπιδράσεων που συνιστά την αντιληπτή πραγματικότητα περιγράφεται τόσο σύντομα και απλά, αν όχι ποτέ. Δεν είναι τυχαίο ότι συνήθως οι δημοφιλέστερες θεωρίες είναι και οι πιο «εύπεπτες», αυτές δηλαδή που προσφέρονται για μαζική κατανάλωση. Από την άλλη, δεν μπορούν όλοι να είναι ειδικοί των πάντων. Όμως, η εν συναίσθηση αυτής ακριβώς της σχετικότητας είναι το κλειδί της ευελιξίας που χρειάζεται κανείς όταν μελετά τον άνθρωπο. Και φυσικά, όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν ίδιον της γεωπολιτικής. Εξάλλου, κατά την ανωτέρω θεώρηση, οι λόγοι ενυπάρχουν όπου παρατηρείται νοηματοδότηση. Έτσι, η ίδια ανάγκη σχετικότητας διαχέεται και πέραν της γεωπολιτικής. Αλλά, ποιος ξέρει, ίσως είναι κι αυτό ένας λόγος.
Συντάκτης: Ανδρέας Κυριάκου