Έχουν περάσει σχεδόν εφτά χρόνια από τότε που ο ηγέτης του Βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος και τέως Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ντέιβιντ Κάμερον, έθεσε δημοσίως το ερώτημα παραμονής ή αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Brexit) με τη διεξαγωγή σχετικού δημοψηφίσματος τη βραδινή της 23ης Ιουνίου 2016. Τα αποτελέσματα υπέδειξαν πως το 52% των βρετανών επέλεξε την έξοδο της χώρας από τον υπερεθνικό οργανισμό, ενώ το 48% τάχθηκε υπέρ της παραμονής εντός αυτού. Εκείνο το βράδυ, η βρετανική κοινή γνώμη απέδειξε πως επιθυμούσε να πορευτεί εκτός ευρωπαϊκής ενοποίησης, κάτι το οποίο τέθηκε εν τέλει σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2021, ημερομηνία που σηματοδότησε επισήμως πως το Ηνωμένο Βασίλειο έπαψε πλέον να αποτελεί κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κατά επέκταση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (Ε.Κ.Α.Χ).

Για να επεξηγηθεί αποτελεσματικότερα η όδευση προς τη συγκεκριμένη απόφαση που προκάλεσε κύμα έκπληξης ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, θα αποτελούσε σώφρων να αναλυθούν πρωτίστως οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτό το βήμα: Αρχικά, ο μέσος βρετανός πολίτης υπήρξε μάρτυρας της μεγάλης εισροής μεταναστών στην ενδοχώρα της Μεγάλης Βρετανίας ανά τα χρόνια. Ύστερα της υπογραφής της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992, η οποία έφερε με τη σειρά της την εδραίωση στενότερων οικονομικά –και όχι μόνο- σχέσεων ανάμεσα στα ήδη υπάρχοντα και μελλοντικά κράτη-μέλη της ένωσης, την εμφάνιση τους πραγματοποίησαν στο εσωτερικό της οκτώ κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, εξέλιξη η οποία οδήγησε στην ολοένα αύξηση της εισόδου μεταναστών (και από τα παραπάνω κράτη) στην Βρετανία. Σε συνδυασμό με το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής παγκόσμιας κρίσης του 2008 μετά της κατάρρευσης της μεγάλης αμερικανικής χρηματοοικονομικής υπηρεσίας ονόματι Lehman Brothers, ο βρετανικός λαός γινόταν όλο και πιο καχύποπτος με τα μεταναστευτικά ρεύματα που αυξήθηκαν εκείνη τη περίοδο. Η καχυποψία αυτή οξύνθηκε περαιτέρω τα επόμενα έτη και ως επακόλουθο, οι βρετανοί τάχθηκαν υπέρ της αποχώρησης, με το επιχείρημα πως οι ξένοι πολίτες δεν θα κατείχαν πλέον τόση μεγάλη δυνατότητα εισόδου στη Γηραιά Αλβιόνα και κατ’ επέκταση στα κοινωνικά κονδύλια, ως συμπλήρωμα της κοινότυπης, λανθασμένης, και άκρως επικίνδυνης άποψης που βλέπει τους μετανάστες ως τους αποδιοπομπαίους τράγους της ανόδου της ανεργίας, ανάμεσα στον γηγενή πληθυσμό.

Ο δεύτερος λόγος μετάβασης στο Brexit, αποτελεί εκείνος της ετήσιας προσφοράς 13,5 δισεκατομμυρίων λιρών Αγγλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με το Ηνωμένο Βασίλειο να λαμβάνει πίσω μόνο τις 4,5 δισεκατομμύρια λίρες, δημιουργώντας έτσι έλλειμμα στη χώρα ύψους 8,5 δισεκατομμυρίων. Αυτό οδήγησε τους πολιτικούς  και το λαό εν πολλοίς στο συμπέρασμα πως το Λονδίνο όφειλε να πάψει πλέον να δίνει απλόχερα ποσοστό του προϋπολογισμού της στην Ε.Ε ετησίως.

Οι πάντοτε τεταμένες σχέσεις Λονδίνου-Βρυξελλών και η μη εμπιστοσύνη του πρώτου στο κοινό «ευρωπαϊκό όραμα» αποτέλεσε τον τρίτο και τελευταίο λόγο διεξαγωγής του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου 2016. Μάλιστα μόλις από το 1975, οι βρετανοί θεωρούσαν πως η οικονομική πολιτική της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Ε.Ο.Κ), δεν συμβάδιζε απόλυτα με τα οικονομικά συμφέροντα και προοπτικές της χώρας, κάτι που οδήγησε στην διεξαγωγή του πρώτου δημοψηφίσματος παραμονής ή αποχώρησης μόνο που εκείνη τη φορά το 67% των κατοίκων τάχθηκε υπέρ της παραμονής, στάση που ενισχύθηκε περαιτέρω χάρις την υποστήριξη της τότε νεοφιλελεύθερης ηγέτιδας του Συντηρητικού Κόμματος και μελλοντικής Πρωθυπουργού του Βρετανικού κράτους Μάργκαρετ Θάτσερ.

Και κατόπιν της ανάλυσης των παραπάνω, έπονται οι συνέπειες του Brexit ασφαλώς στην βρετανική οικονομία. Προφύλασσε θετικές συνέπειες η απόφαση αποχώρησης από το ευρωπαϊκό εγχείρημα ή όχι; Στην προκειμένη περίπτωση, αποτελεί εύλογο το να μιλάει κανείς για αρνητικές συνέπειες και ειδικότερα για επιπτώσεις στο οικονομικό σύστημα του κράτους. Παρόλο τις υποσχέσεις του απερχόμενου Βρετανού Πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον και των Συντηρητικών πως την επομένη του Brexit το Ηνωμένο Βασίλειο θα μετατραπεί σε κράτος γεμάτο με προοπτικές δυναμισμό και ευημερία, σύμφωνα και με τα λεγόμενα Τζόνσον: «Η Βρετανία θα ανακαλύψει ξανά τους μύες που δεν είχε χρησιμοποιήσει για δεκαετίες» τα στοιχεία και τα δεδομένα δείχνουν προς ώρας το αντίθετο, τουλάχιστον όσον αφορά τρείς τομείς: αυτόν του εμπορίου, των αγορών, και του εργατικού δυναμικού του κράτους.

Υπό το πρίσμα της αγοράς λοιπόν, γίνεται ορατό πως το Brexit ανέτρεψε τις ισορροπίες σε μια μεγάλη πλειονότητα επιχειρήσεων που αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από εμπορικές συμφωνίες που είχαν υπογράψει με ευρωπαϊκά κράτη, στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς. Η έρευνα που πραγματοποίησε το Βρετανικό Εμπορικό Επιμελητήριο (British Chambers of Commence), υποδεικνύει πως από το συνολικό αριθμό των 500 βρετανικών επιχειρήσεων που εξετάστηκαν ως προς τα οικονομικά τους στοιχεία, το μεγαλύτερο ποσοστό εξ’ αυτών μέχρι και το 2023 αποδεδειγμένα εξακολουθεί να δυσκολεύεται με τη νέα οικονομική τάξη πραγμάτων που επέβαλε η έξοδος από την Ένωση. Ο αριθμός προϊόντων και αγαθών που εξάγονται και εισάγονται αντιστοίχως έχει μειωθεί κατά πολύ, κάτι το οποίο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί και αντιθέτως τα πράγματα από άποψη εμπορίου και αγοράς θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί καλύτερα δίχως το Brexit.

Brexit

 

Οι περισσότερες οικονομίες των πλουσιότερων χωρών που απαρτίζουν τις G7 κατέρρευσαν στην αυγή της πανδημίας του κορονοϊού, ωστόσο το χρονικό διάστημα που ακολούθησε παρατηρήθηκε μια ανάκαμψη αναφορικά στα οικονομικά πεπραγμένα των εξής κρατών, κάτι που φυσικά δεν συνέβη στη περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου σύμφωνα και με στοιχεία που προέρχονται από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α). Εάν ληφθεί υπόψη και η ενεργειακή κρίση που ήδη αντιμετωπίζει ο πλανήτης εδώ και σχεδόν ένα χρόνο, οι εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Τράπεζας της Αγγλίας για μια ακόμη μεγαλύτερη ύφεση στην βρετανική οικονομία το 2023 πολύ πιθανόν να αποδειχτούν αληθινές, χειροτερεύοντας περισσότερο τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, με τις μεγάλες οικονομίες των Ηνωμένων Πολιτειών, της Γερμανίας και της Γαλλίας να αποδίδουν καλύτερα στατιστικώς.

 

Brexit

 

Είναι γεγονός δυστυχώς, πως όταν η οικονομία μιας χώρας βρίσκεται στην ύφεση και στην παρακμή, οι πρώτοι που συνήθως επηρεάζονται από την αλλαγή αυτή, είναι φυσικά οι άνθρωποι που λαμβάνουν χαμηλά εισοδήματα δηλαδή τα ασθενέστερα στρώματα της κοινωνίας. Έως τον Δεκέμβριου του περασμένου έτους, ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 11%, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερα εμπόδια στην αγορά τροφίμων και ειδών διατροφής από τις μη εύπορες οικογένειες. «Η αύξηση των ρυθμιστικών και διοικητικών φραγμών με την Ε.Ε συμβάλλει στην εκτόξευση των τιμών», όπως επισήμανε ο Ρίτσαρντ Ντέιβις καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ και μελετητής του Κέντρου Μελέτης Οικονομικών Επιδόσεων της Σχολής Οικονομικών Επιστημών του Λονδίνου (London School of Economics).

Έως το θέρος του 2022, το Α.Ε.Π του Ηνωμένου Βασιλείου (GDP) συρρικνώθηκε κατά 5,5% περισσότερο, προκαλώντας όξυνση των φορολογικών εσόδων (περίπου 40 δισεκατομμύρια λίρες) ετησίως, σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη από το Κέντρο για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση (Centre for European Reform). Η κρίση του Brexit δεν θα μπορούσε να αφήσει έξω από το προσκήνιο ασφαλώς και το κομμάτι των επενδύσεων, οι οποίες έχουν συρρικνωθεί και αυτές με τη σειρά τους κατά 11%. Η αβεβαιότητα που έφερε στην οικονομία το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016, όπως φαίνεται προκάλεσε αβεβαιότητα ανάμεσα και στους επενδυτικούς δρώντες. Συμπερασματικά, η μείωση αυτή των επενδύσεων υποδηλώνει πως το Ηνωμένο Βασίλειο μετατρέπεται σιγά σιγά σε μια λιγότερο οικονομικά αποτελεσματική και με χαμηλότερες αποδοχές χώρα στην ευρωπαϊκή –και όχι μόνο- πραγματικότητα.

Μείζονα επίπτωση της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί σαφώς και εκείνη της αξιοσημείωτης μείωσης του εργατικού δυναμικού στη χώρα. Οι έρευνες φανερώνουν πως στη συνολική επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου, δραστηριοποιούνται λιγότερο από 330.000 εργαζόμενοι με τομείς όπως αυτές των μεταφορών, της φιλοξενίας και φροντίδας ανθρώπων καθώς και του λιανεμπορίου να αντιμετωπίζουν σημαντικές απώλειες. Ως επερχόμενα αυτής της πρωτοφανής άμβλυνσης, αποτελούν αυτά της ελλείψεως διαφόρων υπηρεσιών, μείωσης της εργατικής απόδοσης και παραγωγής σε αρκετά εργοστάσια και επιχειρήσεις αλλά και άνοδος των τιμών ανάμεσα στους καταναλωτές και στους πελάτες.

Και με φόντο τα παραπάνω, οι πολίτες δεν θα μπορούσαν παρά άλλο να είναι απογοητευμένοι και αγανακτισμένοι δεδομένου των συγκυριών που έχουν διαμορφωθεί. Η λαϊκή αυτή δυσαρέσκεια, έχει αναδείξει στην επιφάνεια ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο: Το φαινόμενο «Bregret». Οι δημοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν στις αρχές του 2023 από μια σειρά ερευνητικών εταιριών, απεικονίζουν χαρακτηριστικά την αίσθηση του φαινομένου αυτού: Ξεκινώντας από τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης της γαλλικής ερευνητικής εταιρείας Ipsos, το 45% του πληθυσμού της Βρετανίας που συμμετείχε στην έρευνα, δήλωσε ανοιχτά πως το Brexit έχει χειροτερέψει τη ζωή του, σε αντίθεση με το 11% που δηλώνει πως η καθημερινότητα του έχει βελτιωθεί ύστερα της ευρωπαϊκής εξόδου. Παρόμοια στοιχεία δημοσίευσε και η δημοσκόπηση της βρετανικής ερευνητικής εταιρίας ονόματι YouGov, με το 53% των συμμετεχόντων να υποστηρίζουν πως η αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτέλεσε μια λάθος επιλογή, σε αντίθεση με το 32% που υποστήριξε με τη σειρά του πως το Brexit αποτέλεσε την ορθή επιλογή για το μέλλον της Βρετανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου γενικότερα.

Οι πολίτες που χαρακτηρίζουν την αποχώρηση από την Ε.Ε  ως «μέγα λάθος» για τη χώρα, μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: Σε αυτούς που αρχικά υπήρξαν ένθερμοι υποστηριχτές του Brexit αλλά στη συνέχεια διαπίστωσαν πως η κυβέρνηση των Συντηρητικών διαχειρίστηκε με απερίσκεπτο τρόπο το θέμα της αποχώρησης, και στους ένθερμους υποστηριχτές που συνειδητοποίησαν προσφάτως τις αρνητικές οικονομικές συνέπειες της εξόδου από την Ένωση. Δεδομένου των παραπάνω ποσοστών σε συνδυασμό με την ορατή ανικανότητα της Συντηρητικής Κυβέρνησης να ορθοποδήσει την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου ύστερα της αποχώρησης, το φαινόμενο Bregret και συνακολούθως η επιθυμία της βρετανικής κοινότητας για μια ενδεχόμενη επανένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αρχίζουν να ενισχύονται όλο και περισσότερο με το πέρας του χρόνου.

Με τις δυσαρεστημένες λαϊκές φωνές να δυναμώνουν, και με την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου να οδηγείται περαιτέρω στην ύφεση, σε μια μετά-πανδημική εποχή που βρίσκεται υπό τη σκιά της ενεργειακής κρίσης, το μέλλον της χώρας όπως άλλωστε προβλέπει η πλειονότητα των οικονομικών ερευνητών και αναλυτών, αναμένεται αρκετά δυσοίωνο εκτός ευρωπαϊκής ενοποίησης και προστασίας.

Συντάκτης: Μαρία Ανδρίκου

Πηγές: