Παγκόσμια οικονομία: ένας από τους πιο περίπλοκους, δαιδαλώδεις και δυσνόητους μηχανισμούς για τον μέσο, καθημερινό άνθρωπο. Οι κινητήριές της δυνάμεις μπορούν και αυτές να αποτελέσουν εξίσου περίπλοκα κατασκευάσματα, που μεταβάλλονται και εκσυγχρονίζονται ανάλογα με τις ανάγκες που επιτάσσει η κοινωνία και οι συναλλακτικές ανάγκες όλων μας. Ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο ότι μια από τις πιο σημαντικές και κεντρικές δομές στον χώρο μιας καπιταλιστικά οργανωμένης οικονομίας, μαζί με τα ομόλογα, είναι η επιχείρηση (business).

Η επιχείρηση συνιστά στην ουσία μια έννοια-«ομπρέλα» που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε είδους οικονομική πρωτοβουλία που αποσκοπεί στην παραγωγή και προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών και στην αποκόμιση κέρδους. Βασική υποενότητα αυτής της έννοιας είναι η εταιρία (corporation). Η ουσιαστική διαφορά της εταιρίας από την επιχείρηση -χωρίς βέβαια να έχει τεράστιο πρακτικό ενδιαφέρον- βρίσκεται στο ότι μια εταιρία προϋποθέτει τη συνεργασία τουλάχιστον δύο προσώπων, τα οποία επιδιώκουν έναν κοινό σκοπό, μια κοινή κερδοσκοπική δραστηριότητα. Στη σύγχρονη ελληνική αλλά και παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα, συναντάμε κάθε είδους εταιρίες, με διαφορετικούς σκοπούς, που μπορούν όμως να λάβουν συγκεκριμένες νομικές μορφές. Μερικές από τις εταιρίες αυτές που είναι αναγνωρισμένες τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως, είναι οι Ανώνυμες Εταιρίες (Α.Ε.), οι Ομόρρυθμες Εταιρίες (Ο.Ε.), οι Ετερόρρυθμες Εταιρίες (Ε.Ε.), οι Εταιρίες Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ), οι Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρίες (ΙΚΕ) και πολλά ακόμη μορφώματα.

Ανάμεσα σε αυτούς τους τύπους εταιριών, ίσως η πιο διαδεδομένη και φημισμένη διεθνώς είναι η Ανώνυμη Εταιρία. Οι μεγαλύτερες πολυεθνικές επιχειρήσεις στον κόσμο έχουν συσταθεί με βάση τα νομικά και οικονομικά χαρακτηριστικά αυτού του συγκεκριμένου μορφώματος/τύπου. Tesla, Amazon, Microsoft, SpaceX, Walmart, Apple, όλες οι διασημότερες επιχειρήσεις στο εμπόριο, τη ναυτιλία, την τεχνολογία αλλά και τις χρηματοπιστωτικές και τραπεζικές συναλλαγές, με τζίρους που μπορεί να αγγίζουν σε αξία μέχρι και εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, έχουν επιλέξει την Ανώνυμη Εταιρία ως τον ιδανικότερο τύπο για τις δραστηριότητες που θέλουν να ασκήσουν. Γιατί όμως αυτή η επιλογή;

Βασικό χαρακτηριστικό της Ανώνυμης Εταιρίας είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη ενός ελάχιστου ποσού για την ίδρυσή της, του λεγόμενου κεφαλαίου. Η οικονομική δύναμη μιας τέτοιας επιχείρησης διευρύνεται εφόσον το κεφάλαιο, δηλαδή η περιουσία της, αυξάνεται και ισχυροποιείται. Σε αυτό ακριβώς το στοιχείο έγκειται και το βασικό πλεονέκτημα μιας Ανώνυμης Εταιρίας. Το κεφάλαιό της μπορεί να διαιρεθεί σε συγκεκριμένα τμήματα ίσης αξίας, τις λεγόμενες μετοχές (stocks). Μια μετοχή, λοιπόν, αποτελεί στην ουσία ένα έγγραφο, το οποίο έχει ορισμένη χρηματική αξία και αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό του αρχικού εταιρικού κεφαλαίου που διαιρέθηκε. Οι μετοχές διατίθενται προς πώληση στο ευρύ κοινό, ενώ υπό προϋποθέσεις εντάσσονται και στο χρηματιστήριο, την οργανωμένη δηλαδή αγορά μετοχών σε κάθε κράτος παγκοσμίως. Το «ανώνυμο», λοιπόν, του συγκεκριμένου εταιρικού τύπου σημαίνει ότι μερίδιο στην περιουσία της μπορούν να κατέχουν παρά πολλά διαφορετικά πρόσωπα σε όλον το κόσμο.   Όσο οι επενδύσεις και οι οικονομικές πρωτοβουλίες της επιχείρησης εξελίσσονται αισίως, τόσο περισσότερο αυξάνεται η αξία της μετοχής της, πωλείται σε υψηλότερη τιμή και έτσι επέρχεται λογιστικά και η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της. Για παράδειγμα, η μετοχή της Exxon Mobil, αμερικανικής εταιρίας πώλησης πετρελαίου και φυσικού αερίου, από την αρχή του 2023, κυμαίνεται με μικρές αυξομειώσεις από 80 μέχρι 120 δολάρια, ανάλογα με τη σταθερότητα και την επιτυχία των επενδύσεων και δραστηριοτήτων της.

Η μετοχή, λοιπόν, αποτελεί τον βασικό τρόπο χρηματοδότησης μιας Ανώνυμης Εταιρίας, και μάλιστα με απευθείας αγορές από το ευρύ κοινό. Όποιος την αγοράζει, καταβάλλει χρήματα και αυξάνει το κεφάλαιο της επιχείρησης. Παράλληλα, ο ίδιος αποκτά κέρδος είτε με τη μεταπώληση της μετοχής του σε υψηλότερη τιμή σε δεύτερο χρόνο, είτε από άλλα δικαιώματα που πηγάζουν απευθείας από την κατοχή της μετοχής (π.χ. δικαίωμα για απόκτηση μερίσματος από τα πιθανά κέρδη της εταιρίας). Πρόκειται για μια δίκαιη σχέση μεταξύ των δύο αυτών πλευρών, όπου όλοι κερδίζουν αν η επιχείρηση πάει καλά και όλοι χάνουν αν συμβεί το αντίθετο.

Πέρα από τις πωλήσεις μετοχών, ένας ακόμη άμεσος τρόπος χρηματοδότησης της επιχείρησης είναι τα λεγόμενα ομόλογα. Τι είναι όμως ένα ομόλογο; Στις περιπτώσεις που η εταιρία έχει άμεση ανάγκη από οικονομική στήριξη στρέφεται και πάλι στο ευρύ κοινό για χρηματοδότηση, αυτή τη φορά με τη μορφή δανείου. Στην ουσία, διαιρεί και πάλι το ποσό που χρειάζεται να της διατεθεί (π.χ. 100.000 ευρώ) σε μικρά ισόποσα τμήματα ίσης αξίας, που ονομάζονται ομόλογα. Το ομόλογο, λοιπόν, όπως και η μετοχή είναι ένα έγγραφο που αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό του δανείου που θέλει να λάβει η εταιρία και το οποίο διατίθεται ανοιχτά προς πώληση στο Χρηματιστήριο. Βασικός όρος, ωστόσο, στην αγορά ενός ομολόγου, εφόσον άλλωστε πρόκειται για ένα δάνειο, είναι η υποχρέωση της επιχείρησης να επιστρέψει, ίσως και με τόκο, το ποσό της αξίας του ομολόγου στον αγοραστή του, έπειτα από την πάροδο ενός χρονικού διαστήματος. Έτσι, για παράδειγμα, αν αγοράσει κανείς σήμερα ένα ομόλογο αξίας 100 ευρώ από μια εταιρία, αυτή έχει τη νόμιμη υποχρέωση να του επιστρέψει, μετά από ένα ή δύο χρόνια, 120 ευρώ, αν έχει συμφωνήσει με τον αγοραστή ότι θα υπάρχει επιτόκιο 20% σε αυτό το ομόλογο. Με αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζεται άμεσα η ρευστότητα στην επιχείρηση που είτε αντιμετωπίζει κινδύνους οικονομικής κατάρρευσης είτε επιθυμεί να επιχειρήσει μια δυναμική επένδυση, τη στιγμή ακριβώς που έχει ανάγκη τη στήριξη από το κοινό, ενώ παράλληλα αποφεύγει τις δυσμένειες της δανειοδότησης από μια τράπεζα. Ταυτόχρονα, ο ομολογιούχος (αγοραστής ομολόγου) βγαίνει κερδισμένος αφού το ποσό τού επιστρέφεται επαυξημένο κατά το ποσοστό του επιτοκίου, έπειτα από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ενώ είναι δυνατό να συμφωνηθεί η παροχή και επιπλέον προνομίων και δικαιωμάτων προς εκείνον από την εταιρία (π.χ. υψηλότερο επιτόκιο, δικαιώματα απόκτησης μετοχών της επιχείρησης κ.α.).

Στον χώρο της έκδοσης ομολόγων, βέβαια, την πρωτοπορία κατέχουν οι τράπεζες. Αυτές, άλλωστε, αποτελούν επιχειρήσεις και μάλιστα Ανώνυμες Εταιρίες υποχρεωτικά κι από τον νόμο. Επομένως, κατέχουν όλα τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού κερδοσκοπικού, που επιδιώκει τόσο το κεφάλαιο όσο και η φερεγγυότητά της ως αξιόπιστου χρηματοδότη, να διευρύνονται διαρκώς. Έτσι, για παράδειγμα, αν μια τράπεζα διαχειρίζεται λανθασμένα τις καταθέσεις των πολιτών που την προτιμούν και κάνει επιπόλαια επιχειρηματικά ανοίγματα, τότε θα έχει πολλά έξοδα, ενώ τα έσοδα της θα μειώνονται αφού ολοένα και λιγότερα πρόσωπα θα την εμπιστεύονται. Επομένως, ελλείψει νέων καταθέσεων, η τράπεζα δε θα έχει χρήματα ούτε να επιστρέψει καταθέσεις σε πολίτες που φοβούνται μη χάσουν τις οικονομίες τους, ούτε να αποπληρώσει τα χρέη της, ούτε και να αποκτήσει έσοδα ως επιχείρηση, από τις προμήθειες που κρατά.

Σε ποιες μεθοδευμένες κινήσεις μπορεί να οδηγηθεί μια τράπεζα αν βρίσκεται στο χείλος της κατάρρευσης; Σε αυτό το σημείο, επιστρατεύει τα ομόλογα, δηλαδή τον δανεισμό. Εκδίδει, δηλαδή, ομόλογα τα οποία έπειτα προσπαθεί να πουλήσει κυρίως σε πολίτες. Ωστόσο, οι ατασθαλίες και οι μεθοδεύσεις από ετοιμόρροπες τράπεζες στο χώρο των ομολογιών είναι πολύ συχνό φαινόμενο. Συχνά, εκδίδουν τα λεγόμενα «perpetual bonds» (μη ληξιπρόθεσμα ομόλογα). Συμφωνούν δηλαδή με τους αγοραστές, που συνήθως είναι απλοί πολίτες χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις στα χρηματιστηριακά φαινόμενα και πρακτικές της αγοράς, να τους πουλήσουν ένα ομόλογο, του οποίου την αξία θα την επιστρέψουν πολύ υψηλότερη, αλλά όποτε και να μπορέσουν να το κάνουν. Έτσι, αν ένας απλός πολίτης αγοράσει ένα perpetual bond αξίας 100 ευρώ από την τράπεζα, με τη συμφωνία να του επιστραφούν 300 ευρώ, κινδυνεύει να μην πάρει ποτέ τίποτα, αφού η τράπεζα θα επιλέξει πότε και αν θα του δώσει τα χρήματα. Παρόλα αυτά, μια διαδικασία σαν αυτή είναι καθόλα νόμιμη (!).

Τα perpetual bonds δεν αποτελούν το μοναδικό τέχνασμα που επινοούν τράπεζες και επιχειρήσεις που βρίσκονται στο «χείλος του γκρεμού». Άλλα είδη ομολόγων, όπως τα CoCos, πρωταγωνιστούν στη διεθνή χρηματιστηριακή σκηνή. Πρόκειται στην ουσία για φθηνά ομόλογα των οποίων το αντίτιμο δεν είναι χρήματα με επιτόκιο, αλλά μετοχές της τράπεζας που τα εξέδωσε. Ωστόσο, στο μεταξύ υπάρχει τεράστιος κίνδυνος η αξία της μετοχής της τράπεζας να έχει περιέλθει σε μεγάλη ύφεση, εξαιτίας των ανατιμήσεων. Έτσι, για παράδειγμα, με την αγορά 150 CoCo bond συνολικής αξίας 1.000 ευρώ, η τράπεζα μπορεί να επιστρέψει στον αγοραστή μετά την πάροδο ενός χρονικού διαστήματος 150 μετοχές, η συνολική αξία των οποίων να έχει πέσει στα 200 ευρώ. Αποτέλεσμα: ζημία 800 ευρώ για τον αγοραστή. Η πιο αντιπροσωπευτική αλλά και επίκαιρη περίπτωση τέτοιας οικονομικής καταστροφής για τους αγοραστές των CoCos αποτελεί αυτή της Credit Suisse, όπου εξαιτίας της χρηματιστηριακής ύφεσης της μετοχής της, πάνω από 275 δις δολάρια που είχαν εκδοθεί σε τέτοιου είδους ομόλογα έπεσαν στο κενό.

Ο κόσμος της χρηματοοικονομίας και των επιχειρήσεων είναι δύσκολος, περίπλοκος ακόμη και βάναυσος, αφού επικρατεί η λογική της επιβίωσης του ισχυρότερου. Ως ο πιο ευέλικτος τύπος εταιρίας, η ανώνυμη ανταποκρίνεται σε αυτές τις συνθήκες ιδανικότερα αφού, προσφέρει, μεταξύ πολλών άλλων, το προτέρημα της ευελιξίας στην αγοραπωλησία μετοχών, στην έκδοση ομολόγων και γενικώς στην αύξηση του κεφαλαίου με πολύ ευκολότερο και ταχύτερο τρόπο σε σχέση με άλλες μορφές εταιριών. Δεν είναι τυχαίο που οι πιο φημισμένοι επιχειρηματίες, όπως ο Elon Musk, ο Sergey Brin και ο Jeff Bezos, έχουν δημιουργήσει κατά βάση Ανώνυμες Εταιρίες. Όσο, λοιπόν, προωθείται η ιδέα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τόσο περισσότερο το χρήμα θα βρίσκεται στο επίκεντρο των επιδιώξεων κάθε επιχειρηματικού κλάδου. Το εύρος της ανθρώπινης φαντασίας, ακόμη και σε πιο ύπουλες και σπάνιες πρακτικές, με σκοπό τη διάσωση του κεφαλαίου, μένει ακόμα να φανεί.

Συντάκτης: Γιώργος Λυμπέρης

Πηγές: