Θα πρέπει να φανταστούμε τις διεθνείς σχέσεις σαν ένα ξέφρενο παιχνίδι μπιλιάρδου, που μία κίνηση του παίκτη προκαλεί έναν βομβαρδισμό πράξεων και κινήσεων, που όμως μετέπειτα μετατρέπονται σε στοχευμένες και συγκεκριμένες ενέργειες. Από την άλλη πλευρά του νομίσματος, μπορεί να λεχθεί ότι οι διεθνείς σχέσεις καθώς και τα “προϊόντα” τους αποτελούν αποτελέσματα αλυσιδωτών αξιοπαρομοίαστων γεγονότων στο πλαίσιο της παγκόσμιας σκηνής. Ενώ, η φυσική επιστήμη το αποκαλεί νόμο “Δράσης – Αντίδρασης”, οι Αμερικανοί κατα τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το αποκάλεσαν Domino Effect. Πρακτικά στην Πολιτική Επιστήμη αυτό σημαίνει ότι, αν ένα κράτος υποπέσει στην επιρροή μιας δύναμης (εν προκειμένω της κομμουνιστικής), σύντομα θα ακολουθήσουν ίδια πορεία και τα γειτονικά τους. Μιλώντας με σύγχρονους όρους και υπό το πρίσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία από τις 24 Φεβρουαρίου του περασμένου έτους, μπορεί κανείς να εφαρμόσει την ψυχροπολεμική θεωρία στο μοντέρνο περιβάλλον. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί  το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για το μεγαλύτερο μέρος του αιώνα αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν μία διηπειρωτική οικονομική υπερδύναμη. Όμως, με την αυξανόμενη ένταση του Ρωσο-ουκρανικού και την απειλή της ενεργειακής κρίσης, η αμερικανική ρώμη φαίνεται να πνέει τα λοίσθια με την Κίνα να ισχυροποιεί τη δύναμη και την επιρροή της σε χώρες που άλλοτε φάνταζαν ισχυρά αμερικανικά προπύργια και κέντρα επιρροής της βορειοατλαντικής υπεροχής. Η αμερικανική ισχύ, εγκαθιδρύθηκε πρωτίστως στηριζόμενη στο εμπόριο πετρελαίου. Όμως, με την πολιτική διάβρωση των σχέσεων μεταξύ αυτής και χωρών που αποτελούν κύριους παραγωγούς πετρελαίου στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπως τη Σαουδική Αραβία, η οποία θα αναλυθεί διεξοδικά παρακάτω, η αξιοπιστία του πετροδολάριου βρίσκεται υπό καίρια αμφισβήτηση, με την Κίνα να προσπαθεί να αναλάβει τα ηνία και να κατακερματισει το μονοπώλιο της Ουάσιγκτον.

Τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους, ο πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ επισκέφθηκε την πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας, προχωρώντας σε μία σειρά συμφωνιών με την μοναρχία του Ριάντ. Στην κορυφή της ατζέντας, βρισκόταν η ανακοίνωση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (εφεξής ΛΔΚ) να αγοράσει σαουδαραβικό πετρέλαιο με Γουάν, το κινέζικο εθνικό νόμισμα, αντί σε αμερικανικό δολάριο. Το ζήτημα αυτό βέβαια, βρίσκεται από διαβούλευση τα τελευταία έξι χρόνια, πρώτη φορά όμως παρατηρήθηκε τόσο μεγάλη πρόοδος και από τις δύο πλευρές. Η μεγαλύτερη χώρα της αραβικής χερσονήσου, συμφώνησε ήδη από την δεκαετία του 70’ την αποκλειστική χρήση δολαρίου στις εξαγωγές πετρελαίου, στα πλαίσια συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ταυτόχρονα, η Σαουδική Αραβία, εξάγει το ¼ του πετρελαίου της στην Κίνα, ενώ το Ριάντ βρίσκεται στην τριάδα των κορυφαίων επενδυτών της κινεζικής οικονομίας. Η αμερικανική οικονομία, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο πετροδολάριο. Έτσι, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται κατά μεσής ενός τεράστιου χρέους, μεταξύ άλλων παραγόντων, η ισορροπία επιτυγχάνεται μέσω των αγοραπωλησιών που προκύπτουν από το εμπόριο πετρελαίου στο εθνικό τους νόμισμα.  Αυτομάτως, αν η Σαουδική Αραβία πουλάει το πετρέλαιό της σε Γουάν, σημαίνει πως θα πρέπει να βρει έναν τρόπο και να ξοδέψει αυτά τα χρήματα.  Απάντηση είναι οι επενδύσεις στην Κίνα, η αγορά κινέζικου χρέους καθώς και οι αγορές εξοπλισμού, προϊόντων και υλικών από αυτή. Έτσι, όχι μόνο ενισχύεται σημαντικά η κινεζική βιομηχανία, αλλά και η Δύση χάνει έναν σημαντικό σύμμαχο της από την Αραβική χερσόνησο.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν αποπειράθηκε να αποκαταστάσει τις σχέσεις της με το Ριάντ αρκετές φορές, σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια ανακατάληψης της ισχυρής παρουσίας της στην περιοχή, με το ποσοστό επιτυχίας να είναι όμως ανύπαρκτο. Ήδη από την απαρχή του πολέμου στην Ουκρανία έγινε τόσο εμφαές όσο και σαφές το ζήτημα του πετρελαίου. Η Ουάσιγκτον συμβούλεψε τους παραγωγούς του μαύρου χρυσού να αυξήσουν την παραγωγή τους, ώστε να επηρεαστεί όσο το δυνατόν λιγότερο η παγκόσμια οικονομία, με την Σαουδική Αραβία, ούσα μέλος του ΟΠΕΚ (Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών) να αρνείται να συμβιβαστεί και μάλιστα, απέρριψε δύο αμερικανικές πρωτοβουλίες συζήτησης με τον Πρόεδρο Μπάιντεν. Η τελευταία, έντονα δυσανασχέτησε μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι το 2018, έξω από το Σαουδαραβικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη, που διατελέστηκε μέσω πρακτόρων του βασιλέα Αλ-Σαούντ. Οι δημοκρατικοί κατηγόρησαν δριμύτατα την μοναρχία σε δημόσιες ανακοινώσεις, κάτι που προκάλεσε την αντίδρασή τους.

Βεβαίως, σε αυτό το σημείο χρήζει ανάγκης να αναφερθεί ότι ο Μπάιντεν κατα τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας το 2019 δεν δίστασε να δηλώσει τις πολιτικές που θα υιοθετούσε απέναντι στη Σαουδική Αραβία, αποσκοπώντας να κάνει την προαναφερθείσα “να πληρώσει το τίμημα, ως το κράτος-παρίας που είναι” με αφορμή τον θάνατο του Κασσόγκι. Μετά την επιτυχή σύστασή της, η κυβέρνηση Μπάιντεν επίτρεψε να δημοσιευθούν τα ευρήματα της Κοινότητας Υπηρεσιών Πληροφοριών Ηνωμένων Πολιτειών (United States Intelligence Community) τα οποία, λέγεται, ότι επιβεβαιώνουν την ανάμειξη του Σαουδάραβα πρίγκιπα-διαδόχου, Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν και την δεδομένη έγκριση του για αποπεράτωση της επιχείρησης δολοφονίας του τέως δημοσιογράφου. Η συνθήκη αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μόνο ως ένα από τα πρώτα κρούσματα σήψης των σχέσεων ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας. Παρά την άμεση απειλή περιθωριοποίησης της, η Σαουδική Αραβία είχε μία πληθώρα αιτιών που λειτουργούν ως δικαιολογητικά για την αλλαγή της στάσης της, με αφετηρία την απόσυρση περίπου 6,000 Αμερικανικών στρατιωτικών ομάδων από το Αφγανιστάν που η παρουσία τους μετρούσε 20 χρόνια στη χώρα από την απόκρουση των Ταλιμπάν το 2001. Αυτή η κίνηση, όχι μόνο αποτέλεσε ανοιχτή πρόσκληση για την ανακατάληψη της Καμπούλ από τους Ισλαμιστές μαχόμενους “ακτιβιστές” – μία επιχείρηση που διήρκησε μόνο 11 μέρες χωρίς την προστασία των Αμερικανών στην περιοχή- αλλά και το πέρας της αποστολής με αποτέλεσμα η πόλη να είναι υπό καθεστώς κατοχής έως και σήμερα. Η ομιλία του Αμερικανού Προέδρου δήλωνε την πίστη στην απόφαση του και έπλεκε το πατριωτικό εγκώμιο μίας στρατιωτικής απόφασης, απαραίτητης για την προστασία του εθνικού συμφέροντος με όποιες συνέπειες ακολουθούσαν. Η ανάμειξη των ΗΠΑ δεν θα ήταν λογικό αν τελείωνε εκεί. Το κεφάλαιο της κατάστασης στην Υεμένη αξίζει ειδική μνεία, όμως άξιο αναφοράς για την  παρούσα χρονική περίοδο είναι ότι ο Γερουσιαστής Bernie Sanders βρέθηκε αρκετά κοντά στο να αποσύρει τη στήριξη της Αμερικανικης πλευράς στον πόλεμο. H στάση του Προέδρου των Δημοκρατικών σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, την κατηγορηματική του άρνηση όσον αφορά την αναβίωση της Συμφωνίας του 2015, γνωστή ως Joint Comprehensive Plan of Action (JCPOA), και την προειδοποίηση περί ένοπλης σύγκρουσης σε περίπτωση που το Ιράν δεν συμμορφωθεί με τους όρους του Μπάιντεν, δεν αποτελεί βοηθητικό παράγοντα στην εξυγίανση των πολιτικών του σχέσεων με το Ριάντ. Όλα τα προαναφερθέντα αποτελούν αδιάσειστη απόδειξη ότι η Σαουδική Αραβία δεν δύναται να στηριχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες λόγω της αστάθειας των εγγυήσεων ασφάλειας στην περιοχή, προκαλώντας ρήξη στους δεσμούς που ο προκάτοχος του, Ντόναλντ Τραμπ, είχε καταφέρει να σφυρηλατήσει.

Η εισβολή όμως της Ρωσίας στην Ουκρανία αλλάξε τους μέχρι τότε όρους του παιχνιδιού. Με την Ρωσία να αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες παγκοσμίως ο πρόεδρος των ΗΠΑ θέλησε σε συνεργασία με την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων να εμποδίσουν την άνοδο των τιμών του πετρελαίου ως συνέπεια του πολέμου. Με το πέρασμα του χρόνου, η ασκούμενη πίεση που δέχθηκε το Ριάντ από τις δυτικές ηγεμονίες να αυξήσει την παραγωγή του πετρελαίου με σκοπό την πτώση των τιμών, ως προς χείρα βοηθείας της πληγείσας από την ενεργειακή κρίση Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τον πληθωρισμό παθούσα Αμερικής γινόταν όλο και πιο έντονη σε μία προσπάθεια να κρατήσουν τη χώρα εκτός επιρροής της Ρωσίας και την Κίνας. Η απάντηση του Ριάντ δεν ήταν η επιθυμητή, αλλά αντιθέτως μείωσε την παραγωγή της κατά 2.000.000 βαρέλια την ημέρα, με φυσικό επακόλουθο τη μείωση της παγκόσμιας προμήθειας πετρελαίου κατά 2% και την εντύπωση ότι έχουν επιλέξει πλευρά στο Ρωσο-ουκρανικό μέτωπο. Η απάντηση των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν άμεση και εκδηλώθηκε με την απειλή της παύσης πωλήσεως οπλικού εξοπλισμού στην Μεσοανατολκή χώρα και με την έκκληση ενός μέρους του Δημοκρατικού Κόμματος περί απόσυρσης 5.000 αμερικανικών στρατιωτικών ομάδων από βάσεις του Περσικού Κόλπου.

Με αυτά να έχουν ειπωθεί, γίνεται κατανοητό ότι η στάση της Σαουδικής Αραβίας έλαβε αντίθετη ρότα κυρίως λόγω του νέου δόγματος ασφάλειας και γεωστρατηγικής θεώρησης της Ουάσιγκτον, από τη στιγμή που ανέλαβε τα ηνία η κυβέρνηση Μπάιντεν. Η αμερικανική παρουσία αποδυναμώθηκε άτακτα από τη Μέση Ανατολή, μέσω μιας σειράς αναθεωρήσεων δόγματος, και την ευκαιρία κατάφερε να αδράξει η Κίνα, σε ένα κρεσέντο συμφωνιών και εξελίξεων, που ενδεχομένως να μην ήταν προσδοκώμενες.

Η άνοδος της Κίνας στην διεθνή σκακιέρα φαίνεται να εκδηλώνεται με μία πληθώρα συμφωνιών των οποίων απώτερος σκοπός δεν αποτελεί άλλος από την απο-δολαριοποίηση της παγκόσμιας αγοράς και τον παραγκωνισμό των Η.Π.Α. από τη θέση της ως ηγέτιδα στην ευρύτερη περιοχή. Μερικά από τα πιο ισχυρά παραδείγματα δεν είναι άλλο από την «Πρωτοβουλία Μία Ζώνη Ένας Δρόμος», που άμεσο σκοπό έχει να συνδέσει την Κίνα στο άρμα ενός σύγχρονου δρόμου του μεταξιού, μέσω υλικοτεχνικών υποδομών, βάσεων, λιμανιών και διαφόρων επενδύσεων. Στις βασικότερες συμφωνίες μεταξύ Κίνας και Ριάντ προσμετράται η δημιουργία λιμανιού στην πόλη Jizan to 2019 με κινεζικά κεφάλαια, ενώ μία άλλη διμερής του ίδιους έτους αναφέρει την κατασκευή εγκαταστάσεων κόστους 10.000.000.000 δολαρίων Επιπλέον, η Saudi Aramco, η βασικότερη Σαουδαραβική πετρελαϊκή εταιρεία έχει δηλώσει ότι «η Κίνα αποτελεί το κλειδί για την επέκταση του Ριάντ στην Ασία». Αν κάτι πρέπει να μας μείνει, είναι η απίθανη συμφωνία που επιτεύχθηκε, με διαμεσολάβηση του Πεκίνου, συμφωνίας μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας επανεκκίνησης των διπλωματικών σχέσεών τους, κάτι που φάνταζε αδύνατο λίγο καιρό πριν.

Συμπερασματικά, παρατηρεί κανείς ότι, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν να χάσουν την ισχύ τους στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και στην πλειοψηφία της Ασίας (τουλάχιστον τα σημεία όπου συγκρούονται με την κινεζική επιρροή) εν μία νυκτί, ενώ χρειάστηκαν χρόνια για να οικοδομηθεί αυτή η εύθραυστη, όπως αποδείχθηκε σχέση. Με την έκφανση του πολέμου στην Ουκρανία, υφίσταται μία ανακατανομή των δυνάμεων και των παικτών της πολιτικής σκακιέρας, με τις θέσεις δύναμης να αλλάζουν και νέα κέντρα ισχύος να αποκτούν περισσότερη βούληση, αυτονομία και τόλμη. Ο φαινομενικά κοιμώμενος γίγαντας, που ακούει στο όνομα Κίνα, βρίσκει την κατάλληλη ευκαιρία να γίνει ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού στη Αραβική χερσόνησο ανατρέποντας τον παραδοσιακό ρόλο των ΗΠΑ. Μέλλει να δούμε την απάντηση της Ουάσινγκτον στο κινεζικό μομέντουμ· θα είναι μία αντίδραση ήπιας ισχύος ή θα υπάρξει μία εφαρμογή του επιθετικού δόγματος, όπως αρμόζει στην μοντέρνα αμερικανική εξωτερική πολιτική;

Συντάκτες: Δημήτρης Τάκος – Σοφία Κανελλάκη