« […] Τον σεβασμό σου στη μνήμη μας δώσε…

Δική μας η επιλογή, δική μας και η ευθύνη.

Δεν έχει σημασία γι’ αυτούς, εάν θα χαθούμε απόψε…

Θα έχουμε γίνει και εμείς θέμα σε μία οθόνη, θα έχουμε γίνει αφορμή για έκτακτο δελτίο.

Έγινα και εγώ του κράτους μία προίκα, για να τιμούνε κάθε χρόνο δήθεν τον χαμό μου.

Είπανε, φταίει ο ένας.

Είπανε, φταίει ο άλλος,

αλλά ποτέ δε μάθαμε, ποιος φταίει πραγματικά…

Κηρύξανε μέρες πένθους τα αρπακτικά του έθνους,

ψεύτικα δάκρυα βάλανε και εκφράσανε οδύνη… […] »

(Κοινοί Θνητοί, «Θ’ αργήσω απόψε»)

Πόνεσα. Πονάω. Θα πονάω. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σε πλήρη σύμπλευση οι τρεις χρονικές βαθμίδες. Παρελθόν. Παρόν. Μέλλον. Προσπάθησα, προσπαθώ, θα προσπαθώ να μην ανακαλώ το συμβάν. Απέτυχα παταγωδώς. Αποτυγχάνω ακόμη. Εγγυώμαι ότι μελλοντικά δε θα αποτύχω. Προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν παρανοήσεις, επισημαίνω ότι δεν είμαι υπέρμαχος της λήθης. Γιατί η λήθη δίνει περιθώρια για επαναλήψεις «ανθρώπινων σφαλμάτων». Και οι επαναλήψεις σε τέτοιες περιπτώσεις αποβαίνουν καταστροφικές, ειδικά στην Ελλάδα. Όταν κλείνω τα μάτια μου, ουκ ολίγες φορές μεταφέρομαι στην σκηνή του εγκλήματος. Βαρύγδουπη η τελευταία λέξη της προηγούμενης πρότασης. Αποδίδει ωστόσο, με άρτιο τρόπο την κατάσταση στην οποία απρόθυμα περιήλθαν οι «πρωταγωνιστές» της. Κακοβγαλμένη σκηνή από ταινία επιβίωσης, δε νομίζεις; Μόνο που εδώ δεν κατάφεραν να επιβιώσουν. Δεν τέθηκε θέμα επιλογής. Πονάω, όταν ασυνείδητα ταυτίζομαι με το κορίτσι που δεν κατόρθωσε ν’ απομακρυνθεί εγκαίρως, «σκεπάστηκε» από τις αιχμηρές λαμαρίνες και καταδικάστηκε σε αιώνιο «ύπνο». Πονάω εξίσου, όταν αισθάνομαι το ολοκληρωτικό κάψιμο του αγοριού από το δεύτερο βαγόνι του τρένου. Πονάω, όταν νοερά ακούω κλάματα, κραυγές και αδυνατώ να παράσχω βοήθεια.

Μάλλον το αλληλεξαρτώμενο, με τα λοιπά υποσυστήματα, σύστημά μου είναι εξαιρετικά σύνθετο. Θαρρώ ότι η πολυπλοκότητα που με χαρακτηρίζει ως υπόσταση, ανάγεται στην αδιάλειπτη επαφή μου με το κοινωνικό σύστημα. Γιατί στο πλαίσιό του έχω τη δυνατότητα να βιώνω, όχι απλώς να ζω. Αποτελώ πομπό και δέκτη των ερεθισμάτων του. Και με λυπεί ιδιαιτέρως, όταν η εν γένει υγιής αλληλεπίδρασή μου μετατρέπεται σε εργαλείο ιδιοποίησης και χειραγώγησης από την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία και τους ποικίλους φορείς που εκτελούν διαταγές ονόματι της. Ιδού το κρίσιμο ερώτημα∙ Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ή Μέσα Μεθοδευμένης Εμπορευματοποίησης; Επιδιώκουν συστηματικά να ερεθίσουν και να χειραγωγήσουν τον ψυχισμό μου, όντας κεκαλυμμένοι με το προσωπείο του θλιμμένου, συντετριμμένου πολίτη. Και για του λόγου τ’ αληθές, η υποκρισία διαφέρει εκ διαμέτρου από την υποκριτική.

Προβάλλουν εικασίες υπό τη μορφή αναλύσεων, «κόβουν και ράβουν» δεδομένα και γνωστοποιούν στο κοινό τα «βάσιμα» ευρήματά τους κατά το δοκούν. Προ(σ)καλούν στενούς συγγενείς και οικεία πρόσωπα σε τηλεοπτικά πάνελ «εξομολογητικού» χαρακτήρα, ισχυριζόμενοι πως η έκθεσή τους σ’ αυτά επιφέρει ιαματικά αποτελέσματα -ανακούφιση πρωτίστως από το ψυχικό άλγος. Περιφρονούν τους «κακοπροαίρετους» και «προκατειλημμένους», εκείνους δηλαδή που αποδοκιμάζουν τις πρακτικές που μόνο και μόνο στοχεύουν στην αύξηση των ποσοστών τηλεθέασης. Το κοινό διχάζεται. Μία μερίδα του αναβιώνει μνήμες προσωπικές, τραύματα που διακαώς επιχειρεί ν’ αφήσει πίσω του. Μία άλλη αισθάνεται μία πρωτόγνωρη αναστάτωση από τα γεγονότα. Η επίδραση των Μ.Μ.Ε. έκδηλη και στις δύο περιπτώσεις. Τώρα γεννιέται μία απορία, εύλογη θεωρώ∙ Μα καλά, ποιος ο λόγος που υπάρχει επιλογή (εξ)ειδίκευσης στους κλάδους της εγκληματολογίας, ιατρικής, νομικής, στατιστικής, ψυχολογίας από την στιγμή που οι «έγκριτοι» δημοσιογράφοι είναι ειδήμονες και πανταχού παρόντες;

Ένα βήμα παρακάτω. Αρκεί η περιβόητη «συγγνώμη», ώστε να καλυφθεί η απώλεια; Και τέλος πάντων, πώς προσδιορίζεται η «απώλεια»; Ως ένας αριθμός που στην καλύτερη, θα λάβει τη μορφή δεκαδικού ψηφίου ή ποσοστού; Ουδείς αλάνθαστος. Ουδείς αθάνατος. Ουδείς παρ’ όλα αυτά, πλασματικός. Και ας «μάχονται» με οποιοδήποτε μέσο να εκμηδενίσουν το σύνολο. Επαναδιατυπώνω∙ και ας «μάχονται» με οποιοδήποτε μέσο να εκμηδενίσουν τους «αντικομφορμιστές». «Αντικομφορμιστής», όχι αποκλειστικά υπό το πρίσμα του «αναρχικού στοιχείου», αλλά από την σκοπιά του ενεργού πολίτη, εκείνου που παρατηρεί ενέργειες και (σ)τάσεις, τις επεξεργάζεται και κρίνει, εάν θα συνταχθεί μ’ αυτές ή θα τις απορρίψει. Οι «κεφαλές» και «τυφλοί υπηρέτες» των Μ.Μ.Ε. αποδεικνύεται πολλάκις ότι καταστρατήγησαν τον αρχικό τους ρόλο, καθώς ενεπλάκησαν στο άνισο παίγνιο της «μεταπήδησης» στην ελίτ του δημόσιου βίου.

Στο νεανικό μυαλό μου, τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα δομούνται και λειτουργούν με μία λογική σειρά, μία αλληλουχία. Έως ότου να προκληθεί το δυστύχημα, θεωρητικά πάντοτε θα έπρεπε να υπάρξει συστηματική ενημέρωση της δυσχερούς κατάστασης στο ζήτημα των σιδηροδρόμων και ουσιαστική μέριμνα από τις αρμόδιες αρχές για την αποκατάστασή της. Ιθύνοντα πολιτικά και μη πρόσωπα, αντί να προνοήσουν για το μέγεθος της καταστροφής που ενείχε ένα «λάθος» και να μετατοπίσουν το βάρος των εργασιών τους στην επίλυση του προβλήματος, επέδειξαν πρωτοφανή ολιγωρία παρά τις πιεστικές προειδοποιήσεις των εργαζομένων, σπεύδοντας μάλιστα να αποποιηθούν των ευθυνών τους. Και όσα από εκείνα «απολογήθηκαν», προέβαλαν το επιχείρημα της «άγνοιας» ή κραυγαλέα διατείνονταν πως «τα δυστυχήματα είναι θυσίες που βελτιώνουν τις υποδομές»! Τραγελαφικό, έτσι; Είναι. Αναμφίβολα.

Κηρύχθηκαν τριήμερα πένθη και τα δάκρυα κύλησαν σα βροχή με τη ρίψη δακρυγόνων. Αχ, ατιμασμένοι νέοι! Αχ! Είστε τόσο αφελείς που δεν αντιλαμβάνεστε τη θλίψη που κατέκλυσε την ψυχή των «ανωτέρων» σας και συμμετέχετε σε πορείες διαμαρτυρίας. Κοντόφθαλμοι και άκρως επικίνδυνοι για την «πρόοδο» του τόπου τούτου. Ο δικτάτωρ Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε χαρακτηριστικά δηλώσει: «Θα πατάξωμεν την αναρχίαν». Οι συγκαιρινές κυβερνήσεις πορεύονται λίγο πολύ προς την ίδια κατεύθυνση με ορισμένες βέβαια, λεξιλογικές διαφοροποιήσεις. «Θα πατάξωμεν την πολυφωνία». Σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο, «Θα πατάξωμεν τη δημοκρατία». Θερμή παράκληση. Επίδειξη ιδιαίτερης προσοχής στα λεγόμενά σας, μην τυχόν και προσαφθεί στους «έντιμους» αυτούς ανθρώπους ο χαρακτηρισμός «απροσάρμοστοι»! Το ύφος του παρόντος άρθρου καυστικό. Όχι καμμένο σαν τα καλώδια του μη αξιοποιήσιμου συστήματος τηλεδιοίκησης. Μην έχετε παράπονα από δαύτους. Όλα καλώς πεπραγμένα. Υπαίτιος εξάλλου, απεφάνθη ο σταθμ-άρχης και όχι ο πολιτ-άρχης. Η ζωή συνεχίζεται. Συνεπώς, «πάμε και όπου βγει;»

Συντάκτης: Μαρία Κλάδη