Μία από τις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, λίγο πριν την προκήρυξη εκλογών και τη διάλυση της Βουλής, αφορά την τροποποίηση της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του προεδρικού διατάγματος 26/2012 σχετικά με τις προϋποθέσεις συμμετοχής των πολιτικών κομμάτων στις εκλογές. Η τροπολογία η οποία υπερψηφίστηκε από τη την κυβερνητική πλειοψηφία και το ΚΙΝ.ΑΛ. θεσπίζει την απαγόρευση λήψης μέρους στις εκλογές κομμάτων που αποτελούν εγκληματικές οργανώσεις. Η εν λόγω ρύθμιση έχει διχάσει κυβέρνηση και αντιπολίτευση αλλά και την κοινή γνώμη με άλλους να συμφωνούν και άλλους να κάνουν λόγο για αντισυνταγματικότητα της τροπολογίας. Άμεσα θιγόμενο από την παραπάνω τροπολογία βρίσκεται το «Εθνικό κόμμα Έλληνες» το οποίο με βάση τις προϋποθέσεις που θέτει η νέα τροπολογία δεν μπορεί να συμμετάσχει στις επικείμενες εκλογές. Το κόμμα ιδρύθηκε από τον Ηλία Κασιδιάρη πρώην βουλευτή του ελληνικού κοινοβουλίου και προβεβλημένο πολιτικό στέλεχος της Χρυσής Αυγής και καταδικασμένου πρωτόδικα σε κάθειρξη 13 ετών και 6 μηνών για διεύθυνση της εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» ενώ σήμερα η υπόθεση του εκδικάζεται σε δεύτερο βαθμό. Ωστόσο, λίγους μήνες πριν από την καταδίκη του σε συνεργασία με άλλα μέλη της Χρυσής Αυγής είχε ιδρύσει το παραπάνω κόμμα. Η κυβέρνηση πρεσβεύει ότι με την τροπολογία το δημοκρατικό πολίτευμα θωρακίζεται, αποτρέποντας την κάθοδο στις εκλογές καταδικασμένων υποψηφίων για εγκληματική οργάνωση, οι οποίοι δρώντας υπό το μανδύα πολιτικού κόμματος υποδαυλίζουν και θέτουν σε κίνδυνο τις δημοκρατικές διαδικασίες, όπως στην προκειμένη περίπτωση.
Τι προβλέπει όμως η επίμαχη τροπολογία που δεν επιτρέπει την συμμετοχή του «Εθνικού κόμματος Έλληνες» στις εκλογές; Στην διάταξη θεσπίζονται τρεις προϋποθέσεις για το δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών στις εκλογές, με την πρώτη να κάνει λόγο για νομιμότητα του κόμματος. Σημαντική τροποποίηση εισάγεται στην δεύτερη προϋπόθεση, καθώς ,ενώ στο σύνταγμα προβλέπεται στέρηση δικαιώματος του εκλέγεσθαι μόνο συνέπεια αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, η τροπολογία απαγορεύει την κάθοδο κόμματος στις εκλογές σε περίπτωση που ο πρόεδρος του και υψηλά ιστάμενα μέλη έχουν καταδικαστεί ακόμη και πρωτόδικα σε ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη, για εγκλήματα με πολιτειακή απαξία αλλά και για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, για το οποίο πρωτόδικα έχει καταδικαστεί ο κ. Κασιδιάρης. Τα προαναφερθέντα ισχύουν και αν η πραγματική ηγεσία του κόμματος έχει καταδικαστεί για τα παραπάνω εγκλήματα. Η έννοια της “πραγματικής ηγεσίας” αυτή αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία άλλο πρόσωπο από τον τυπικό πρόεδρο μιας παράταξης φαίνεται να ασκεί την πραγματική διοίκηση/ηγεσία του κόμματος. Τρίτη και τελευταία προϋπόθεση αποτελεί η εξυπηρέτηση της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος από την οργάνωση και δράση του κόμματος. Για την διαπίστωση του παραπάνω κριτηρίου λαμβάνεται υπόψη τυχόν καταδίκη μελών του κόμματος. Η συνδρομή των τριών αυτών προϋποθέσεων θα κριθεί από τον Άρειο Πάγο, το αρμόδιο δικαστήριο για την επικύρωση της υποψηφιότητας των βουλευτών και των κομμάτων στις εκλογές και κατά συνέπεια η συμμετοχή του κόμματος του Ηλία Κασιδιάρη στις εκλογές θα κριθεί με βάση τα παραπάνω κριτήρια.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης πλην του Κινήματος Αλλαγής καταψήφισαν την τροπολογία για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Η γενική αντίληψη εντοπίζεται στο γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία δεν επιθυμεί να προφυλάξει το πολίτευμα από νεοναζιστικά στοιχεία αλλά να διασφαλίσει την αυτοδυναμία ενόψει των επικείμενων εκλογών, καθώς, είτε το κόμμα του Ηλία Κασιδιάρη εισέλθει στο Κοινοβούλιο είτε όχι θα επηρεάσει την κατανομή των εδρών, αφού με βάση τις δημοσκοπήσεις και διάφορες εκτιμήσεις αρκετοί ψηφοφόροι εκ δεξιών της Νέας Δημοκρατίας θα στραφούν προς το Εθνικό Κόμμα Έλληνες.
Ειδικότερα, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α διαφώνησε προτείνοντας με ξεχωριστή νομοθετική πρωτοβουλία τον αποκλεισμό κομμάτων από την εκλογική διαδικασία, μόνο για συμμετοχή των υποψηφίων σε εγκληματική οργάνωση, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα υπόλοιπα κριτήρια που θεσπίζει η τροπολογία. Ακόμη, αντιτείνει ότι η εξυπηρέτηση της δημοκρατίας που θεσπίζεται στην τροπολογία είναι ασαφής, προτείνοντας τον έλεγχο των ναζιστικών και ρατσιστικών κινήτρων του κόμματος με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο. Το Κομουνιστικό Κόμμα Ελλάδος διατύπωσε ενστάσεις καταψηφίζοντας την τροπολογία κρίνοντας ότι προωθείται η κεντρική θεωρία της Ευρωπαϊκής πολιτικής για την εξίσωση κομμουνισμού και φασισμού. ενώ στην αοριστία των διατάξεων μπορεί να θεμελιωθεί και η απαγόρευση κομμάτων άλλων ιδεολογιών ή πολιτικής τοποθέτησης σε μελλοντικό χρόνο όπως σε μελανές περιόδους της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας (βλ. Εμφύλιος). Μία άλλη οπτική η οποία εκφράστηκε από το ΜΕΡΑ25 σχετίζεται με την εκών άκων ηρωοποίηση του Κασιδιάρη και του κόμματος του. Η άποψη αυτή εδράζεται στο γεγονός πως με την νομοθετική απαγόρευση κατάρτισης συνδυασμών του κόμματος στις εκλογές, το αυγό του φιδιού εκκολάπτεται και η ακροδεξιά ιδεολογία βρίσκει όλο και περισσότερους υποστηρικτές, οι οποίοι αμφισβητούν το δημοκρατικό πολίτευμα θεωρώντας το ανεπαρκές ,από την στιγμή που δεν επιτρέπεται η εκπροσώπηση ενός σημαντικού ποσοστού του λαού το οποίο δυνητικά πρόσκειται στην εν λόγω παράταξη.
Η συμμετοχή του Εθνικού Κόμματος –Έλληνες καθώς και άλλων κομμάτων που ενδέχεται να μην πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις επαφίεται στην τελική κρίση του αρμόδιου τμήματος του Αρείου Πάγου, ενώ υπάρχει πιθανότητα να κριθεί αντισυνταγματική η τροπολογία από το δικαστήριο και να μείνει ανεφάρμοστη. Ωστόσο, για την ευκρινέστερη κατανόηση της τροπολογίας και των ενστάσεων της αντιπολίτευσης, καθίσταται επιτακτική η διευκρίνιση ορισμένων σημείων που καθιστούν την νομοθετική ρύθμιση προβληματική, υπό το πρίσμα νομικών παρατηρήσεων και κρίσεων. Κατά πρώτο και κύριο λόγο η τροπολογία αποτελεί διοικητικό περιορισμό που επιβάλλεται στο κόμμα που δεν πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις και όχι στον εκάστοτε πρόεδρο (πραγματικό ή τυπικό) που έχει καταδικαστεί πρωτόδικα. Ο τελευταίος έχει τη δυνατότητα να πάρει μέρος στις εκλογές ως ανεξάρτητος υποψήφιος όσο δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα με βάση το άρθρο 51 παράγραφος 3 του συντάγματος, δηλαδή, η ποινική του καταδίκη να έχει επικυρωθεί από τον Άρειο Πάγο. Γίνεται φανερό ,όμως, ότι είναι πρακτικά αδύνατο ένας βουλευτής να συγκεντρώσει το κατώτερο όριο 3% που απαιτείται για την είσοδο στο κοινοβούλιο κάτι που σημαίνει περιορισμός στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Είναι αντιφατικό να επιτρέπεται στον βουλευτή να συμμετάσχει στις εκλογές αλλά όχι στο κόμμα του από την στιγμή που δεν υπάρχει αμετάκλητη καταδίκη. Επιπρόσθετα, ζήτημα ανακύπτει και σχετικά με την πραγματική ηγεσία που θεσπίζει η διάταξη. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποφανθεί ο δικαστής εάν πράγματι η ηγεσία ενός εκλογικού συνδυασμού είναι εικονική χωρίς να έχει διενεργηθεί δίκη και αποδεικτική διαδικασία. Στην πράξη καταργείται η αμεροληψία του δικαστή παραχωρώντας του τη δυνατότητα να κρίνει αυθαίρετα, με βάση την προσωπική του βούληση εξυπηρετώντας παράλληλα πολιτικές σκοπιμότητες.
Μία ακόμη προβληματική που αναδύεται εντοπίζεται στο τρίτο κριτήριο, δηλαδή, στην εξυπηρέτηση της δημοκρατίας από το κόμμα όπως προβλέπεται στο άρθρο 29 του συντάγματος. Κατά την ψήφιση του Συντάγματος του 1974 είχε προταθεί από την κυβέρνηση η καθιέρωση στο σύνταγμα της δυνατότητας απαγόρευσης αντιδημοκρατικών κομμάτων, ωστόσο, η πρόταση καταψηφίστηκε από την αντιπολίτευση και ο συντακτικός νομοθέτης δέχθηκε ότι η εκάστοτε ιδεολογία μπορεί να γίνει ανεκτή, αρκεί το κόμμα να δηλώσει τυπικά ότι σέβεται το δημοκρατικό πολίτευμα που ορίζει το άρθρο 29 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια δεν προβλέφθηκε συνταγματικά δυνατότητα διάλυσης ή μηχανισμός απαγόρευσης πολιτικού κόμματος και ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζονταν στην ελληνική ιθαγένεια των βουλευτών και στην συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας τους ως κριτήρια συμμετοχής. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση δικαιωμάτων του Ανθρώπου εξαρτά την απαγόρευση πολιτικού κόμματος μόνο από πράξεις του οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε ανατροπή του πολιτεύματος. Αντίθετα, με την κυβερνητική τροπολογία δίνεται η δυνατότητα για πρώτη φορά στην δικαστική εξουσία να ασκήσει έλεγχο στο ιδεολογικό περιεχόμενο του εκάστοτε κόμματος, καταργώντας για ακόμη μία φορά τον ρόλο του αδέκαστου δικαστή, ο οποίος εύκολα μπορεί να μην επικυρώσει την συμμετοχή ενός κόμματος στις εκλογές θεωρώντας το αντιδημοκρατικό. Το κριτήριο της τυχόν καταδίκης μελών του κόμματος, λειτουργεί επικουρικά εν προκειμένω και δεν λαμβάνεται αποκλειστικά υπόψη από τον Άρειο Πάγο, καθιστώντας την διάταξη περαιτέρω ασαφή, καθώς, δεν θεσπίζονται βάσιμες ενδείξεις για την διαπίστωση αυτής της προϋπόθεσης. Τέλος, ο Άρειος Πάγος έχει προθεσμία 48 ωρών τις παραμονές των εκλογών για να ελέγξει τα καταστατικά των κομμάτων με αποτέλεσμα να είναι πρακτικά αδύνατο να αποφανθεί επί των δημοκρατικών η μη ιδεών ενός κόμματος.
Συλλήβδην, η ασάφεια της προαναφερθείσας διάταξης ανοίγει τυχόν τον ασκό του Αιόλου έχοντας ως απόρροια την στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι σε αρκετούς κομματικούς φορείς διότι, χωρίς βάσιμα στοιχεία ελλοχεύει ο κίνδυνος να κριθούν αντιδημοκρατικοί είτε κινούνται στο χώρο της Δεξιάς είτε της Αριστεράς. Παρά το γεγονός ότι δεν θεσπίζεται απαγόρευση λειτουργίας κομμάτων, στην ουσία καταργείται ο βασικός ρόλος ενός κόμματος που το διακρίνει από τις υπόλοιπες οργανώσεις, το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης εδραιώθηκε η ανεκτικότητα οποιασδήποτε ιδεολογίας, καταδικάζοντας τις διώξεις φρονημάτων όπως στο παρελθόν του ΚΚΕ ή στο πρότυπο της μαχόμενης δημοκρατίας στην Γερμανία και στην Τουρκία. Οι πρακτικές αυτές ενδυναμώνουν και συσπειρώνουν τους εχθρούς της δημοκρατίας, αντικατοπτρίζοντας μια βαθιά ανασφάλεια του πολιτεύματος να αντιμετωπίσει ουσιαστικά τις ακραίες εξτρεμιστικές οργανώσεις. Η αποτελεσματική διευθέτηση του ζητήματος έγκειται στην ταχεία και ορθή απονομή δικαιοσύνης σε τέτοιες περιπτώσεις αλλά και στην ουσιαστική διαπαιδαγώγηση των πολιτών, κυρίως στο πλαίσιο της σχολικής εκπαίδευσης, με βάση τις αρχές και τις αξίες της δημοκρατίας απορρίπτοντας ως έλλογα και ηθικά όντα τις ακραίες αντιδημοκρατικές αντιλήψεις, από οποιονδήποτε ιδεολογικό χώρο κι αν προέρχονται.
Συντάκτης: Αχιλλέας Παπαστεργίου