Η είσοδος του 2023, βρήκε τις δύο μεγαλύτερες χώρες της Νότιας Αμερικής, την Αργεντινή και την Βραζιλία, να ανακοινώνουν τη διερεύνηση μιας πιθανής δημιουργίας ενός κοινού νομίσματος, το οποίο θα χρησιμοποιείται παράλληλα με τα εγχώρια (όπως έγινε και στην αρχή της ΕΕ), και ως επί το πλείστων μιας νέας ενοποιημένης οικονομικής ζώνης στην Νότια Αμερική. Οι δύο χώρες άλλωστε, αντιπροσωπεύουν πάνω από το μισό ΑΕΠ της ηπείρου τους. Αν όντως το σχέδιο για μία νέα οικονομική ζώνη με όλες τις χώρες της Νότιας Αμερικής επιτευχθεί, τότε θα έχει δημιουργηθεί ο δεύτερος μεγαλύτερος νομισματικός συνασπισμός μετά από τον αντίστοιχο της Ε.Ε. και πιο συγκεκριμένα την Ευρωζώνη (θα αντιπροσωπεύει περίπου το 5% του παγκόσμιου ΑΕΠ σε σύγκριση με το 16% που έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση). Το νέο αυτό, δεν ξάφνιασε τους οικονομικούς αναλυτές που ασχολούνται με την συγκεκριμένη περιοχή, καθώς μία τέτοια πρόταση κοινού νομίσματος έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Παρόλα αυτά, οι ενδοιασμοί παραμένουν πολλοί και έντονοι.
Πρωτίστως, πριν αναλυθεί η προοπτική και η βιωσιμότητα ενός τέτοιου μεγαλεπήβολου σχεδίου, είναι επιβεβλημένη μία σύντομη αλλά περιεκτική περιγραφή των δύο οικονομιών. Η Αργεντινή, είναι μία χώρα με πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ειδικότερα, το 2022 παρουσίασε πληθωρισμό 100% ενώ ταυτόχρονα η πολύ σημαντική για τις εξαγωγές, τα κρατικά έσοδα και την οικονομική ανάπτυξη, παραγωγή σόγιας πλήττεται έντονα από τις μεγάλες ξηρασίες. Λόγω αυτής της σοβαρής υποτίμησης του εγχώριου νομίσματος (χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού, είναι το γεγονός ότι το μεγαλύτερο χαρτονόμισμα της Αργεντινής έχει αξία λιγότερη των 3 δολαρίων), η χώρα εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά από το Αμερικάνικο δολάριο. Όλες οι μεγάλες αγορές και τα συμβόλαια υπογράφονται σε αποτιμήσεις δολαρίων καθώς η αποτίμηση σε ένα νόμισμα που υποτιμάται ραγδαία θα ήταν προβληματική. Αυτά, σε συνδυασμό με το μεγάλο χρέος της χώρας (πάνω από 300 δις δολάρια- περίπου το 100% του ΑΕΠ), τα αυστηρά capital control και τον αποκλεισμό της από της παγκόσμιες αγορές χρέους λόγω της ένατης, από την κήρυξη της ανεξαρτησίας της το 1816, χρεοκοπίας της το 2020, αναδεικνύουν την προβληματική οικονομία της Αργεντινής. Από την άλλη πλευρά η Βραζιλία χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη οικονομική υπευθυνότητα. Παρόλο που και εκείνη έχει μεγάλο χρέος να διαχειριστεί (πάνω από 1,3 τρις δολάρια- περίπου το 87% του ΑΕΠ) η συνετή πολιτική της κεντρικής τράπεζάς της, αποτρέπει τον πιθανό αποκλεισμό της από τις παγκόσμιες αγορές, όπως έγινε στην περίπτωση της Αργεντινής. Σε αυτό συμβάλλει επίσης, ο σχετικά χαμηλός (για τις συγκεκριμένες συνθήκες) πληθωρισμός του 5,7% και η σημαντικά διαφοροποιημένη οικονομία της, με έμφαση την έντονη δραστηριότητα της χώρας στην βιομηχανική παραγωγή και στα καύσιμα. Επομένως, με δεδομένες τις συγκεκριμένες συνθήκες είναι ευνόητα τα αίτια της πρόθεσης μιας οικονομικά ασθενούς χώρας όπως η Αργεντινή, για οικονομική συσχέτιση με μία ισχυρή οικονομία όπως αυτή της Βραζιλίας. Η Βραζιλία από την άλλη, με έναν τέτοιο οικονομικό συνασπισμό, επιδιώκει να ενισχύσει την πολιτική και οικονομική επιρροή της στην περιοχή.
Όπως προαναφέρθηκε, η επιδίωξη των δύο χωρών για οικονομική/νομισματική ολοκλήρωση και συσχετισμό δεν εμφανίζεται πρώτη φορά στο προσκήνιο, είναι υπαρκτή εδώ και πολλά χρόνια. Για παράδειγμα, τo 1991 οι δύο χώρες συμμετείχαν στη δημιουργία του Νοτιοαμερικανικού εμπορικού συνασπισμού «Mercosur».
Σκοπός αυτού του συνασπισμού είναι να διευκολυνθεί το εμπόριο μεταξύ των χωρών μελών του, αφαιρώντας τους δασμούς και τους εμπορικούς περιορισμούς και θέτοντας μια κοινή εμπορική πολιτική (κοινές ταρίφες σε εισαγωγές από χώρες εκτός του συνασπισμού λόγου χάριν). Τον ίδιο στόχο έχει και η δημιουργία του κοινού νομίσματος. Ο στόχος της οικονομικής συσχέτισης και της διευκόλυνσης του εμπορίου, είναι πολύ σημαντικός, αφενός λόγω του οικονομικού μεγέθους των δύο χωρών και αφετέρου λόγω της μεταξύ τους οικονομικής εξάρτησης. Ειδικότερα, το 2022, το 14,3% των εξαγωγών της Αργεντινής (αξίας 12,7 δις δολάρια) ήταν προς την Βραζιλία ενώ το 20% των εισαγωγών της Αργεντινής (αξίας 16 δις δολάρια) ήταν επίσης από την Βραζιλία. Αυτό καθιστά την Βραζιλία τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Αργεντινής και την Αργεντινή τον τρίτο μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Βραζιλίας (μετά την Κίνα και την Αμερική). Μία τέτοια σχέση θα αναπτυσσόταν ακόμα περισσότερο με τη χρήση του κοινού νομίσματος. Πρωτίστως θα εξαλείφονταν όλα τα κόστη συναλλαγών, τα οποία προκύπτουν κυρίως από τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις και τα κόστη μετατροπής νομίσματος. Ταυτόχρονα, υπό προϋποθέσεις, θα έκανε πιο φθηνές τις εισαγωγές της Αργεντινής από την Βραζιλία ανεβάζοντας το βιοτικό επίπεδο της Αργεντινής και τα έσοδα της Βραζιλίας. Με μία τέτοια οικονομική συμφωνία, η Αργεντινή θα μείωνε την νομισματική της αβεβαιότητα και θα αποκτούσε ξανά πρόσβαση στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές από τις οποίες είναι αποκλεισμένη λόγω της προαναφερθείσας χρεοκοπίας του 2020. Σύμφωνα με τον Guedes μάλιστα, πρώην υπουργό οικονομικών της Βραζιλίας, η χρήση ενός κοινού νομίσματος θα μείωνε την οικονομική ανευθυνότητα των εκάστοτε χωρών.
Ωστόσο, παρόλες τις θετικές συνέπειες ενός τέτοιου εγχειρήματος, η πρόταση αυτή αντιμετωπίζεται με μεγάλο σκεπτικισμό. Οι ενδοιασμοί προκύπτουν από το γεγονός ότι δεν πληρούνται απαραίτητες οικονομικές προϋποθέσεις. Μία από τις βασικότερες, είναι η οικονομική ομοιομορφία των δύο χωρών. Σε έναν συνασπισμό, η νομισματική πολιτική και τα επιτόκια είναι κοινά*. Επομένως δεν γίνεται η μία χώρα να βρίσκεται σε ύφεση ή κρίση και η άλλη σε άνθιση ή ανάπτυξη. Αυτό ακριβώς όμως συμβαίνει με τις δύο χώρες. Όταν η Αργεντινή έχει περισσότερο πληθωρισμό σε έναν μήνα από ότι η Βραζιλία σε ένα χρόνο είναι ευνόητο ότι τα επιτόκια δεν γίνεται να είναι κοινά. Μάλιστα, η απόσταση των δύο οικονομιών είναι τόσο μεγάλη που τα επιτόκια τους αυτήν τη στιγμή διαφέρουν 61 ολόκληρες μονάδες (14% για την Βραζιλία και 75% για την Αργεντινή).
Μία άλλη ένδειξη της ανομοιομορφίας των δύο χωρών σχετίζεται με τους κλάδους που είναι αναπτυγμένη η κάθε μία. Η Αργεντινή είναι μία καθαρά αγροτική οικονομία ενώ όπως προαναφέρθηκε η Βραζιλία είναι βιομηχανική. Αυτό σημαίνει ότι διαφορετικοί οικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν τη μία και διαφορετικοί την άλλη. Για παράδειγμα, μία αύξηση της τιμής του πετρελαίου θα δρούσε θετικά για την Βραζιλία που το παράγει και το πουλάει αλλά αρνητικά για την Αργεντινή η οποία το χρειάζεται για την αγροτική της παραγωγή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι οικονομικοί κύκλοι των δύο χωρών να μην συμβαδίζουν, κάτι απαραίτητο για μία ενδεχόμενη οικονομική ένωση. Άλλη μία απαραίτητη προϋπόθεση, είναι η εύκολη μετακίνηση ανθρώπινου δυναμικού και κεφαλαίου μεταξύ των χωρών. Αυτό συμβαίνει διότι στην περίπτωση που η μία χώρα αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, και παράλληλα δεν έχει εύκολη πρόσβαση σε κεφάλαιο, δεν μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμα της, αδυνατεί να αξιοποιήσει το ανθρώπινο δυναμικό της και δεν μπορεί να εισάγει άλλο, τότε θα αυξηθεί σημαντικά η ανεργία και θα μειωθούν κατά πολύ το βιοτικό επίπεδο και οι μισθοί. Η προϋπόθεση αυτή δεν ικανοποιείται από τις χώρες της Νότιας Αμερικής λόγω της πιθανής αμφιλεγόμενης μεταφοράς κεφαλαίων, των νόμων κατά της μετανάστευσης, των περιορισμών έκδοσης βίζας και των κακών υποδομών μετακίνησης. Τέλος, για να ανακτήσει την πρόσβαση της στις παγκόσμιες αγορές η Αργεντινή, η Βραζιλία θα πρέπει να γίνει εγγυητής της, κάτι που θα έθετε σε σημαντικό κίνδυνο την οικονομία της. Άλλωστε, μέχρι και ο υπουργός οικονομικών της Βραζιλίας, Fernando Haddad, υποστήριξε ότι μία συνεργασία Αργεντινής και Βραζιλίας θα αρκούταν στην χορήγηση διάφορων πιστώσεων από την Βραζιλία, έχοντας όμως ως εγγύηση αργεντίνικα εμπορεύματα/παράγωγα. Ένα είδος δανεισμού δηλαδή, που είναι ακριβώς αυτό που εξαρχής προσπαθεί να αποφύγει η Αργεντινή.
Συμπερασματικά, αν και υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες που πρέπει να καθοριστούν, η πρόταση του κοινού νομίσματος είναι πολύ δύσκολο να γίνει βιώσιμη. Το εγχείρημα αυτό, παραπέμπει περισσότερο σε πολιτικό παρά σε οικονομικό διακύβευμα. Ίσως γίνεται γιατί οι αριστερές κυβερνήσεις των δύο χωρών προσπαθούν απλά να αυξήσουν την επιρροή τους στην περιοχή και να μειώσουν αυτή των Η.Π.Α. και του δολαρίου ή ίσως είναι απλά ένα επικοινωνιακό τρικ για τις επερχόμενες εκλογές του Οκτωβρίου στην Αργεντινή και τη ν αναθέρμανση των σχέσεων των δύο χωρών από πλευράς Βραζιλίας. Σίγουρα, και η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να εγκαθιδρυθεί και να θεμελιωθεί, απλά ένας οικονομικός συνασπισμός στην Νότια Αμερική φαντάζει σαν μία Ευρωπαϊκή Ένωση όπου κάθε χώρα έχει την οικονομική υπευθυνότητα (ή ανευθυνότητα) της Ελλάδας.
*Αν δεν είναι κοινά τα επιτόκια τότε κάποιος θα μπορούσε να δανείζεται το νόμισμα στην μία χώρα με τα χαμηλά επιτόκια και να αγοράζει ομόλογα της άλλης χώρας (η απόδοση των ομολόγων είναι ανάλογη με το ύψος των επιτοκίων) έχοντας με πλήρη ασφάλεια σίγουρο κέρδος αλλά καθιστώντας τις δύο οικονομίες εξαιρετικά προβληματικές.
Συντάκτης: Άγγελος Λαγός