Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Κ Γ Καρυωτάκης
21 Μαρτίου, παγκόσμια ημέρα ποίησης και δεν θα μπορούσα να διαλέξω κάποιον άλλο στίχο που να δείχνει την αξία της. Ή μάλλον ήταν σαν ο στίχος να διάλεξε εμένα κι όχι το αντίστροφο.
Βρισκόμαστε στο 2023. Μια χρονιά που ήδη από τους πρώτους τρεις μήνες της μας έχει δείξει πως περιτριγυριζόμαστε από άσχημες εικόνες και γεγονότα. Ο Μάρτης, πριν προλάβει να μπει η άνοιξη κατέστησε σαφές πως η ζωή είναι μικρή και το αύριο αβέβαιο. Και κάπου εδώ μας βρίσκει η ποίηση, οι όμορφες λέξεις, που η Ελλάδα μπορεί να υπερηφανεύεται πως τουλάχιστον σε αυτό τον τομέα, έχει προσφέρει πολλά. Από τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γεώργιο Σεφέρη, στην Κική Δημουλά και τον Γιάννη Ρίτσο…
Κάποιοι μόνο από τους σπουδαίους. Αλήθεια, τι να πει κανείς για τους ανθρώπους που προσπαθούν, ναι ακόμη και μετά θάνατον, γιατί η ποίηση δεν πεθαίνει, να ομορφύνουν τούτο τον μάταιο κόσμο; Αλίμονο στον άνθρωπο που δεν ασχολήθηκε ποτέ του με την τέχνη. Και ως άτομο που κάποτε καταπιανόταν με ένα κομμάτι χαρτί και ένα μολύβι, προσπαθώντας να βάλει σε σειρά χρώματα και γράμματα, αισθήματα και ανθρώπους, μπορώ με βεβαιότητα να πω πως αν κάτι σε κάνει να νιώσεις πλήρης, τότε αυτό είναι η χαρά της δημιουργίας, η αποτύπωση σκέψεων με μέτρο και λυρισμό…
Όμως, η προσφορά της δεν σταματά στην πλευρά του ποιητή. Όσο κι αν εκείνος βρίσκει επιτέλους την πολυπόθητη λύτρωσή του, μια παρηγοριά που εν αντιθέσει με όλα γύρω του, είναι αναλλοίωτη και μόνιμη. Όταν πιάνεις στα χέρια σου το βιβλίο, γιατί η μαγεία βρίσκεται εκεί και όχι στις οθόνες, ταξιδεύεις σε έναν διαφορετικό κόσμο, που κάποιος άλλος διάλεξε και έπλασε, ένα παιχνίδι κατανόησης για το πώς και τι να σκεφτόταν άραγε για παράδειγμα ο Ελύτης όταν έγραφε ότι ‘Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου. Να μιλώ για σένα και για μένα’. Υποθέτω την αγαπημένη του, περιγράφοντας τον έρωτα που όλοι θα θέλαμε να ζήσουμε, το απόλυτο και την αντίθεσή τους με τον υπόλοιπο κόσμο, γιατί το συνηθισμένο πάντα θα κυνηγά το ονειρικό, το ζήτημα είναι να μην επιτρέψουμε να το πιάσει. Ναι αλλά ποιοι μας διώχνουν και από πού;
Η πραγματικότητα, η ρουτίνα, υγειονομικές, οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις, όλα αυτά μας οδηγούν σε τέλμα. Μας ‘διώχνουν’ από την ευτυχία. Αυτά είναι τα πράγματα που εκτελούν χρέη εμποδίων. Μοναδικό μας καταφύγιο η ποίηση λοιπόν. Εκεί που μας κρύβεται η ψυχική ηρεμία και το ωραίο, όχι μόνο το όμορφο, μα και το κατάλληλο. Στο σημείο που υπερτερεί η θαλπωρή και η παρακμή του έξω κόσμου φαντάζει μακρινή. Σαν τη μητέρα που αγκαλιάζει το νεογέννητό της προκειμένου να το προστατέψει από παντός είδους κακουχίες. Ο φθόνος παρόλα αυτά από πού πηγάζει; Ζηλεύουμε κάτι όταν δεν μπορούμε να το αποκτήσουμε. Ή και να το κατακτήσουμε. Το καταφύγιό μας επομένως τις περισσότερες φορές βρίσκεται μακριά και προϋποθέτει ένα σθένος το οποίο ίσως και να μην διαθέτουμε. Δεν έχουμε όλοι τα ίδια αποθέματα δύναμης έτσι ώστε να μην αφήσουμε το ‘μαύρο’ να μας πνίξει και να βγούμε στην στεριά. Γι΄ αυτό ζηλεύουμε την ποίηση. Αντικατοπτρίζει όσα δεν ζούμε και θα θέλαμε, όσα χάσαμε διότι δεν παλέψαμε αρκετά για να τα κρατήσουμε, τον ήλιο εν μέσω κακοκαιρίας. Μοναδική μου ευχή λοιπόν, φανερά επηρεασμένη από την σημασία της ημέρας, να αφήσουμε πίσω όλα τα δυστυχή και να ακολουθήσουμε τον δρόμο που χάραξαν κι ύστερα μας έδειξαν οι ποιητές, φτάνοντας επιτέλους στην δική μας Ιθάκη, που θα μας περιμένει η ευημερία, ενσαρκώνοντας τον ρόλο της Πηνελόπης.
Συντάκτης: Χαρά Σοφιανίδου