Ήταν ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου 2022 όταν ο Πρόεδρος του Ρωσικού κράτους Βλαντίμιρ Πούτιν, διέταξε την εισβολή ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στο γειτονικό κράτος της Ουκρανίας, σε μια πρωτοφανή για τα δεδομένα του 21οου αιώνα «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» όπως αποκάλεσε ο ίδιος την διεξαγωγή ανοιχτού πολέμου ενάντια της Ουκρανικής επικράτειας, η οποία στηρίχθηκε σε μια πληθώρα λόγων που έκθεσε ο Ρώσος Πρόεδρος. Έκτοτε και ύστερα από έναν χρόνο έναρξης της επίθεσης αυτής, που ανέτρεψε τα δεδομένα της ευρωπαϊκής και διεθνής τάξης πραγμάτων και προκάλεσε τον φόβο και τον τρόμο εκατομμυρίων ανθρώπων ανά την υφήλιο, οι συγκρούσεις στα ενδότερα του Ουκρανικού κράτους συνεχίζονται έχοντας αφήσει πίσω τους έναν μεγάλο αριθμό νεκρών και τραυματιών και από τις δύο πλευρές, έναν επίσης μεγάλο αριθμό ανθρώπων που τραυματίστηκε ψυχικά έπειτα από τις θηριωδίες που αντίκρυσε και βίωσε, ερειπωμένα και κατεστραμμένα σπίτια και κτήρια σε κάθε πλευρά της Ουκρανίας, και φυσικά μια ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Και βέβαια, τα σημαντικότερα καίρια ερωτήματα της παγκόσμιας κοινότητας παραμένουν αναλλοίωτα: Πως φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Πως μπορεί να εξελιχθούν τα πράγματα το επόμενο διάστημα και κυρίως πότε θα τερματιστεί ο Ρωσοουκρανικός Πόλεμος;

Ως προς το πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο, οι λόγοι είναι πολλαπλοί: Από την στιγμή της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και της κατάρρευσης του σοβιετικού μπλοκ το 1991, η Ρωσία προσπαθεί αποδεδειγμένα να επιβληθεί και να κρατήσει υπό τον έλεγχο της  -έμμεσο ή και άμεσο – τα πρώην γειτονικά κομμουνιστικά κράτη της ΕΣΣΔ. Αυτό προσπαθεί να κάνει και στην περίπτωση της Ουκρανίας κατά το πέρασμα των ετών. Μετά την ανάδειξη του φιλοδυτικού πολιτικού Βίκτορ Γιούσενκο στην εξουσία το 2004, θερμότερες σχέσεις αναπτύχθηκαν μεταξύ του Ουκρανικού κράτους και της Δύσης οι οποίες επικεντρώθηκαν προς το ενδεχόμενο μιας ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (NATO), ενδεχόμενο το οποίο συνεχίζει να ισχύει μέχρι και την σήμερον ημέρα, προκαλώντας την οργή του Κρεμλίνου και συνεπώς την οργή του ίδιου του Πούτιν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Πούτιν προχώρησε στην ρωσική εισβολή του Φεβρουαρίου 2022, φοβούμενος πως η Ουκρανία θα εισχωρήσει έτι περαιτέρω προς τη σφαίρα επιρροής της Δύσης με ό,τι αυτό κι αν συνεπάγεται για τις ανησυχίες ασφάλειας του ρωσικού κράτους. Αυτό που επιδιώκει να επιτύχει ο Ρώσος Πρόεδρος σύμφωνα και με τον διεθνολόγο Θεόδωρο Τσίκα, είναι να διασφαλίσει πως τα γειτονικά κράτη του Ρωσικού κράτους θα έχουν ένα καθεστώς «περιορισμένης κυριαρχίας», κάτι που σημαίνει πως η Ρωσία θα είναι η αρμόδια δύναμη για το εσωτερικό και το εξωτερικό πολιτικό σκηνικό των συγκεκριμένων χωρών.

Ένας ακόμη λόγος με τον οποίο η Ρωσία δικαιολογεί την επίθεση του περασμένου Φεβρουαρίου, αποτελεί η λεγόμενη «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας. Με τον εξής όρο, η Μόσχα υποστηρίζει πως προχώρησε στην εισβολή ώστε να απαλλάξει την Ουκρανική επικράτεια από την «κυβέρνηση των ναζί» αναφερόμενη στο καθεστώς Ζελένσκι, αλλά και από την δράση ορισμένων εθνικιστικών οργανώσεων –όπως το Τάγμα Αζόφ- του οποίου η δράση τα τελευταία χρόνια έχει αμβλυνθεί. Η διεθνής σκηνή όσον αφορά τους λόγους που οδήγησαν στην στρατιωτική επίθεση εναντίον της Ουκρανίας, έχει διχασθεί. Ορισμένοι, ρίχνουν τις ευθύνες στη Δύση και συγκεκριμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες πως επενέβη για άλλη μια φορά στις υποθέσεις της Ανατολής.  Άλλοι, κατηγορούν ανοιχτά τον Πούτιν και το Κρεμλίνο για καταπάτηση της εθνικής αυτονομίας και ανεξαρτησίας του Ουκρανικού κράτους.

Από την έναρξη των εχθροπραξιών στο εσωτερικό του Ουκρανικού κράτους, και οι αμφότερες πλευρές δεν έχουν δώσει ακριβές στοιχεία ως προς τον αριθμό των νεκρών και των τραυματιών. Ωστόσο το Νορβηγικό Γενικό Επιτελείο, εκτιμά πως οι νεκροί και οι τραυματίες της ρωσικής πλευράς ανέρχονται στους 180.000 ενώ της ουκρανικής πλευράς στους 130.000. Σχεδόν 9,5 εκατομμύρια Ουκρανοί πολίτες  αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την χώρα τους και να μεταναστεύσουν στη γειτονική Πολωνία. Παρόλο που περίπου τα 8 εκατομμύρια αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους κατά τη διάρκεια του απερχόμενου έτους, το 1,5 εκατομμύριο των Ουκρανών προσφύγων παρέμεινε στην Πολωνία με τα δύο τρίτα να έχει επιτύχει στην εύρεση εργασίας και να έχει προσαρμοστεί όπως φέρουν πληροφορίες, σε πρωτοφανή νούμερα μετακίνησης προσφύγων στις χώρες της Ευρώπης, από τον καιρό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Σε αυτό το σημείο, αποτελεί αναγκαίο να γίνει μια ανασκόπηση των σημαντικότερων γεγονότων που στιγμάτισαν τον Ρωσοουκρανικό πόλεμο το χρονικό διάστημα που πέρασε, σύμφωνα και με τα στοιχεία που δίνονται από το Associated Press. Ύστερα της εισβολής ρωσικών στρατευμάτων στο Ουκρανικό έδαφος την πρωινή της 24ης Φεβρουαρίου 2022, σειρά είχε η ρωσική κατάληψη της πόλης της Χερσώνας και της περιοχής της Ζαπορίζια συμπεριλαμβανομένου και του πυρηνικού εργοστασίου της Ζαπορίζια την 2η Μαρτίου, προκαλώντας παγκόσμια ανησυχία. Τον υπόλοιπο μήνα, ακολούθησε η ανάκτηση του ελέγχου του οδικού δικτύου προς την πρωτεύουσα του Κιέβου, αλλά και τα χτυπήματα στη ναυτική πόλη της Μαριούπολη προκαλώντας τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων. Τον Απρίλιο έγινε γνωστό, πως η ρωσική πλευρά είχε διαπράξει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στην περιοχή της Μπούτσα συμπεριλαμβανομένου εκτελέσεων βασανιστηρίων και σεξουαλικών κακοποιήσεων, προκαλώντας τεράστια διεθνή αίσθηση και οδηγώντας τη διεθνή σκηνή στο συμπέρασμα πως η Ρωσία οφείλει να κατηγορηθεί για εγκλήματα πολέμου. Επιπλέον, τον Μάιο και συγκεκριμένα στις 16 Μαΐου, η Μαριούπολη ανακτάται από τις ρωσικές δυνάμεις ενώ στις 18 Μαΐου η απρόσμενη απόφαση των χωρών της Σουηδίας και της Φινλανδίας να προχωρήσουν στην ένταξη τους στο NATO προκαλεί την οργή της Μόσχας.

Το καλοκαίρι του 2022, σηματοδοτεί την τροφοδότηση της Ουκρανικής πλευράς από δυτικά όπλα ειδικότερα πυραύλων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την συμφωνία Ρωσίας-Ουκρανίας ύστερα από μεσολάβηση της Τουρκίας και των Ηνωμένων Εθνών για συνέχιση των εξαγωγών σιτηρών που παρέμειναν στα Ουκρανικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας βάζοντας τέλος στο αδιέξοδο που απειλούσε το παγκόσμιο επισιτιστικό σύστημα, και από τις δυνατές εκρήξεις που σημειώθηκαν σε αεροπορική βάση της χερσονήσου της Κριμαίας, προκαλούμενες από ουκρανικές δυνάμεις. Τον Σεπτέμβριο, ο Ρώσος Πρόεδρος ανακοινώνει επιστράτευση 300.000 στρατιωτών στην Ουκρανία, ενώ παράλληλα σχεδιάζει την προσάρτηση τεσσάρων ουκρανικών περιοχών, του Ντονέτσκ, του Λουγκάνσκ, της Χερσώνας και της Ζαπορίζια μέσω δημοψηφίσματος. Ο Οκτώβριος σημαδεύτηκε με το συμβάν ανατίναξης φορτηγού με εκρηκτικά στη γέφυρα που ενώνει την Κριμαία με την ενδοχώρα της Ρωσίας, με τον Πούτιν να κατηγορεί ευθέως την Ουκρανία και να αντιδρά με την ανάκτηση κρίσιμων εργοστασίων στην ουκρανική επικράτεια. Ο Νοέμβριος και ο Δεκέμβριος σηματοδότησαν μαζί με το τέλος του περασμένου έτους, την υποχώρηση ρωσικών στρατευμάτων από την περιοχή της Χερσώνας την 9η Νοεμβρίου, αλλά και την πρώτη επίσκεψη από την έναρξη του πολέμου του Ουκρανού Προέδρου Βολοντιμίρ Ζελένσκι στις Ηνωμένες Πολιτείες στις 21 Δεκεμβρίου σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε με τον Αμερικανό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν για την παροχή πυραύλων αεράμυνας καθώς και άλλων όπλων. Το 2023 έκανε την εμφάνιση του με νέες ρωσικές επιθέσεις εναντίον ουκρανικών περιοχών, ενώ στις 20 Φεβρουαρίου ο Αμερικανός Πρόεδρος επισκέφτηκε την ουκρανική πρωτεύουσα, απεικονίζοντας με αυτό τον τρόπο την υποστήριξη και την αλληλεγγύη των Ηνωμένων Πολιτειών προς το κράτος της Ουκρανίας ένα χρόνο μετά, με τον Ουκρανό Πρόεδρο να χαρακτηρίζει την επίσκεψη αυτή ως «μια μεγάλη στιγμή για την Ουκρανία».

Ένα άλλο μείζον θέμα, αποτελεί εκείνο της στάσης των υπόλοιπων χωρών ανά τον πλανήτη σχετικά με τον εν εξελίξει πόλεμο. Ποιο εμπόλεμη πλευρά έχουν διαλέξει τα κράτη της υφηλίου; Εκείνο της υποστήριξης προς τη Ρωσία ή προς την Ουκρανία; Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ που πραγματοποιήθηκε στις 2 Μαρτίου 2022, υπέδειξε πως από τις 181 χώρες που συμμετείχαν σε αυτή οι 141 καταδίκασαν τις ενέργειες του Ρωσικού κράτους, οι 5 εκ αυτών τάχθηκαν κατά της καταδίκης, ενώ 35 χώρες παρέμειναν ουδέτερες.

Αναλυτικότερα, δυνάμεις όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία αλλά και η ήπειρος της Ωκεανίας, έχουν καταδικάσει με τη στάση τους τη Ρωσία και έχουν ταχθεί υπέρ των κυρώσεων εναντίον της. Αντιθέτως, κράτη όπως αυτά της Λευκορωσίας, της Βόρειας Κορέας, της Ερυθραίας και της Συρίας έχουν δηλώσει την υποστήριξη τους προς τη ρωσική πλευρά. Τα Αφρικανικά κράτη του Μάλι και της Μπουρκίνα Φάσο έχουν ταχθεί υπέρ του ρωσικού μετώπου, σε μια προσπάθεια τους να εναντιωθούν κατά της Δύσης η οποία ανά τα χρόνια έχει εκμεταλλευτεί σε μεγάλο βαθμό την ήπειρο της Αφρικής.

Για τις χώρες της Αιγύπτου και του Σουδάν, μάλλον δεν αποτελεί ωφέλιμο το να ταχθούν υπέρ της ουκρανικής πλευράς, μιας και το επισιτιστικό σύστημα των συγκεκριμένων κρατών εξαρτάται από τις εισαγωγές ρωσικού σιταριού, ενώ για την υπερδύναμη Κίνα αλλά και για το κράτος του Ισραήλ, οι διπλωματικές και στρατιωτικές σχέσεις που έχουν αναπτύξει με την Ρωσία δεν τους επιτρέπει τίποτα άλλο παρά να επιλέξουν να ταχθούν με το Ρωσικό κράτος. Η Ινδία βρίσκεται μάλλον σε ευάλωτη θέση ως προς την επιλογή πλευράς λόγω της παροχής ρωσικού στρατιωτικού εξοπλισμού σε αυτή και σημαντικών ποσοτήτων ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου, η Τουρκία διατηρεί περισσότερο τον ρόλο του μεσολαβητή μεταξύ Ρωσίας-Ανατολής και Ουκρανίας-Δύσης, ενώ το Ιράν έχει δείξει την υποστήριξη του προς τις ενέργειες του Πούτιν έχοντας παρέχει μάλιστα και επανδρωμένα αεροσκάφη προς το ρωσικό μέτωπο.

Μία από τις επιπτώσεις του Ρωσοουκρανικού πολέμου του 2022, αποτελεί φυσικά εκείνη της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης και του επισιτιστικού προβλήματος. Οι τιμές στα καύσιμα αλλά και την ενέργεια αυξήθηκαν κατά πολύ κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του πολέμου, κάτι που οδήγησε τα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην απόφαση σταδιακής αποδέσμευσης από το ρωσικό πετρέλαιο και τα ορυκτά καύσιμα με την υπογραφή της Διακήρυξης των Βερσαλλιών τον Μάρτιο του 2022. Κατά επέκταση την 6η Οκτωβρίου 2022, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέδωσε μια σειρά μέτρων ώστε να βοηθηθούν οι πολίτες και τα νοικοκυριά με την εξοικονόμηση ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω διαφόρων πρακτικών που θέσπισαν οι εθνικές κυβερνήσεις των κρατών μελών της Ένωσης.

Ως προς το ζήτημα της επισιτιστικής κρίσης, η άνοδος των τιμών αγοράς τροφίμων αλλά και η άμβλυνση των εισαγωγών διαφόρων αγαθών όπως αραβοσίτου, σιταριού και ηλιέλαιου, αποτέλεσε από την πρώτη στιγμή μια από τις κύριες ανησυχίες της Ε.Ε, η οποία σε συνεργασία με τα Ηνωμένα Έθνη προχώρησαν στην λεγόμενη Πρωτοβουλία του ΟΗΕ για τα Σιτηρά στον Εύξεινο Πόντο, ώστε να αντιμετωπιστεί μαζικά και παγκόσμια το επισιτιστικό πρόβλημα.

Η πλειονότητα των πολιτικών αναλυτών και διεθνολόγων, εκτιμά πως ο πόλεμος δεν θα τερματιστεί σύντομα ύστερα και από το αδιέξοδο στις σχέσεις Ρωσίας-Ουκρανίας από τον Μάρτιο του 2022. Η αβεβαιότητα της συγκεκριμένης διένεξης βασίζεται σε τρεις λόγους, όπως αναφέρει και ο Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Κρίστοφερ Μπλάτμαν. Αρχικά, και οι δύο πολιτικοί ηγέτες –Ζελένσκι και Πούτιν- ανησυχούν για την επιβίωση των καθεστώτων τους. Στη συνέχεια, επικρατεί η αίσθηση αβεβαιότητας. Και τα δύο μέτωπα κατέχουν μια θολή αίσθηση της δύναμης τους, και έτσι οι συνεχείς συγκρούσεις συμβάλλουν στο να διαπιστώσει η κάθε πλευρά πόσο υπερέχει έναντι της άλλης. Έπειτα επικρατεί και ένα «πρόβλημα δέσμευσης», δηλαδή και η Ρωσία αλλά και η Ουκρανία επηρεάζονται από τις συνεχόμενες αλλαγές στην ισορροπία εξουσίας και έτσι αδυνατούν να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Προχωρούν σε συνεχείς προληπτικούς πολέμους ώστε η μία πλευρά να επιβληθεί στην άλλη και να εξασφαλίσει την τρέχουσα ισορροπία δυνάμεων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι εύλογο να διαπιστώσει κανείς πως ο πόλεμος με τον αμέτρητο αριθμό νεκρών και τραυματιών στην καρδιά της Ευρώπης, θα συνεχίσει να υφίσταται και να ανατρέπει συνεχώς τα δεδομένα της διεθνής σκακιέρας.

Συντάκτης: Μαρία Ανδρίκου

Πηγές: