Ένα μεταξύ των πολλών ζητημάτων που απασχόλησαν ιδιαίτερα μέχρι πρόσφατα την ελληνική κοινή γνώμη, είναι και οι καταστροφικοί σεισμοί στην Τουρκία και τη Συρία. Η τραγωδία αυτή που ξέσπασε ακριβώς δίπλα μας, μπροστά στα μάτια μας και που έχει ταλαιπωρήσει κιόλας τη χώρα μας πολλάκις, όπως ήταν φυσικό κι αναμενόμενο μας έκανε να ξεφύγουμε από την καθημερινή αναλγησία κι αδιαφορία μας για τον συνάνθρωπο και να βοηθήσουμε όσο μπορούμε τους γείτονες, με αλτρουισμό κι αυταπάρνηση. Πέραν όμως αυτής της αυτονόητης διάστασης, εγείρονται πολλά ερωτήματα αναφορικά με την διαχείριση – και εργαλειοποίηση – της κρίσης από τον Τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν και το τι μέλλει γενέσθαι με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Κατ’ αρχάς, είναι σαφές ότι εν έτει 2023 δεν χωράνε σκέψεις περί αναβίωσης της διπλωματίας των σεισμών του 1999. Όχι μόνο η κατάσταση δεν είναι ίδια, αφού οι σεισμοί αυτή τη φορά είναι ισχυρότεροι, με καταστροφικότερα αποτελέσματα και δεν έπληξαν τη χώρα μας, αλλά και η συνδρομή τότε εκατέρωθεν ήταν αποτέλεσμα και της δράσης των ΜΚΟ, της λεγόμενης κοινωνίας των πολιτών, η οποία στην σημερινή Τουρκία εξαιτίας του αυταρχικού καθεστώτος ελέγχεται, ή παρουσιάζεται εξαιρετικά αδύναμη. Οπότε όχι, δεν μπορεί τώρα μια τέτοια διπλωματία να αναθερμάνει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε σημείο που η Τουρκία να εγκαταλείψει την στρατηγικά αναθεωρητική της ατζέντα – που με τόσο κόπο δεκαετίες τώρα έχει επιμεληθεί – ούτως ώστε να αποτραπεί μία κλιμάκωση και σύγκρουση. Εύλογα πολλοί έχουν παρασυρθεί από τον ενθουσιασμό που φέρνουν εξελίξεις, όπως φερ’ ειπείν το συμπονετικό τηλεφώνημα του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στον Τούρκο Πρόεδρο και η συνάντηση Δένδια – Τσαβούσογλου, κατά την οποία οι δύο Υπουργοί Εξωτερικών αγκαλιάστηκαν και δήλωσαν ότι: «Δεν χρειάζονται φυσικές καταστροφές για να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας.» και τρέφουν ελπίδες πως ένα νέο, ευοίωνο κεφάλαιο ανοίγει για τα ελληνοτουρκικά. Ακόμα κι αν αποπειραθούμε, ωστόσο, να εξασφαλίσουμε την ειρήνη στη περιοχή μας με τέτοια μέσα, τότε σύντομα θα ανακαλύψουμε πως αυτού του είδους η ειρήνη ούτε ουσιαστική είναι, ούτε διαρκής.
Από την άλλη, εν όψει τόσο των ελληνικών όσο και των τουρκικών εκλογών είναι λογικό να επικρατεί ανασφάλεια. Επικεντρώνοντας στην τουρκική πλευρά, πιθανολογείται η κήρυξη έκτακτης ανάγκης με αφορμή τυπικά και βάσει συντάγματος την βιβλική φυσική καταστροφή, αλλά ουσιαστικά και την βαθιά οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα εδώ και χρόνια. Ούτε, όμως, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης «στριμώχνοντας» την Τουρκία πρόκειται να προσφέρει μόνιμη λύση στην απειλή του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδας – ούτε οποιοδήποτε είδους «στρίμωγμα», όπως διατυμπανίζουν αρκετοί στη χώρα μας. Αντιθέτως, έτσι παρατείνεται η ζωή του παρόντος καθεστώτος και μάλιστα όσο διεξάγεται ο Ρωσο-Ουκρανικός πόλεμος, δίδεται παράλληλα μία πρώτης τάξεως ευκαιρία στην Τουρκία να πραγματώσει τις φιλοδοξίες της αναφορικά με τον αποφασιστικό ρόλο που επιθυμεί να διαδραματίζει σε Δύση και Μέση Ανατολή, δηλαδή στον μουσουλμανικό κόσμο. Πράγματι, ορθά έχει διατυπωθεί ότι η Τουρκία πατά σε δύο βάρκες ταυτοχρόνως, καθώς φαίνεται να απομακρύνεται όλο και περισσότερο πολιτικά και πολιτισμικά από τη Δύση, χωρίς παρ’ όλα αυτά να απαρνείται τυχόν οφέλη που δύναται να της εξασφαλίσει η γεωπολιτική της θέση.
Οι στιγμές εθνικού πένθους πάλι, κρίνονται ιδιαίτερα κρίσιμες καθώς κάλλιστα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το καθεστώς Ερντογάν για να ενισχυθούν οι πιθανότητες επανεκλογής, σε περίπτωση φυσικά που οι ψηφοφόροι προσέλθουν στις κάλπες την προγραμματισμένη ημερομηνία – αν και οι οργισμένες φωνές που προέρχονται από την Αντιπολίτευση και τον λαό για τις ελλείψεις και την ολιγωρία εκ μέρους του κρατικού μηχανισμού ολοένα και πληθαίνουν. Η εικόνα των αξύριστων και ταλαιπωρημένων Υπουργών στις τηλεοράσεις είναι μάλλον επιτηδευμένη και η υπόσχεση του Προέδρου για τιμωρία των υπαίτιων και ανοικοδόμηση 200.000 πολυκατοικιών ίσως δεν είναι μία απλή επιταγή των ηθικών αξιών που τον χαρακτηρίζουν. Προς το παρόν πάντως, έχει στραφεί εναντίων των μικροκατασκευαστών και όχι των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι έχουν υπογράψει τις άδειες και τα πιστοποιητικά των κτιρίων, αφού είναι μέλη του κόμματός του. Εξίσου αξιοσημείωτο είναι το ότι δεν έχουμε αποτελέσματα δημοσκοπήσεων από τις επαρχίες που επλήγησαν, μιας και αποτελούνται από μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων του AKP. Οψόμεθα, λοιπόν.
Πρέπει να είμαστε ακόμα και τώρα επιφυλακτικοί; Η κυβέρνηση ενδέχεται να υιοθετήσει προσωρινά πιο ήπια ρητορική. Άλλωστε, δεν θα επιτεθεί στις χώρες που συνδράμουν, ούτε θα διαφοροποιηθεί από τους πολίτες που ειλικρινά εκτίμησαν την ξένη βοήθεια. Τι γίνεται μετά τις εκλογές; Προς απογοήτευση αρκετών στην Ελλάδα, ακόμα κι αν αναδειχθεί νέα κυβέρνηση, πιο «φιλελεύθερη», δεν προβλέπεται η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας να μεταβληθεί σε γενικές γραμμές. Τι γίνεται εάν η Ρωσία συντριβεί στο πεδίο της μάχης και πολιτικά; Ξανά, το στρατηγικό όραμα της Τουρκίας δεν αναμένεται να αποκαθηλωθεί επειδή μία άλλη αναθεωρητική δύναμη «έφαγε τα μούτρα της». Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως εσωτερικών πολιτικών ζητημάτων και εξωτερικών εξελίξεων, ο τουρκικός αναθεωρητισμός παραμένει και θα παραμείνει κραταιός. Στα καθ’ υμάς, τα εθνικά συμφέροντά μας δεν πρόκειται να μείνουν ανυπεράσπιστα και να καταστεί η χώρα μας έρμαιο των τουρκικών επιδιώξεων, όπως πολλοί φοβούνται ακούγοντας τις ρητορικές υπερβολές του Προέδρου Ερντογάν. Ποιο είναι το ζητούμενο, λοιπόν; Μέσω της σύναψης συμμαχιών και της ενίσχυσης της αποτρεπτικής μας ισχύος, εν τέλει να επιτευχθεί μία βιώσιμη ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή και όχι μέσω γρήγορων και εύκολων λύσεων υπό την μορφή εκβιαστικών «στριμωγμάτων», τα οποία θα προσφέρουν στην ουσία μία καταναγκαστική, σύντομη, φαινομενική ειρήνη που θα την ακολουθήσουν πολλά και ακόμη πιο έντονα «θερμά επεισόδια» και – δεν είναι απίθανο – ένοπλη σύγκρουση.
Συντάκτης: Σπυριδούλα Γιαννοπούλου