Παρόλο που ακόμη οι εκλογές δεν έχουν προκηρυχθεί, άτυπα βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο. Ήδη, από τα τις αρχές του έτους τα κόμματα έχουν εντείνει τις  εκστρατείες τους, τα ψηφοδέλτια, στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι έτοιμα, ενώ οι πολιτικοί αρχηγοί έχουν ξεκινήσει τις περιοδείες τους. Όλα δείχνουν ότι η 9η Απριλίου αποτελεί τελικά το ορόσημο της πρώτης κάλπης, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου και με βάση τις τελευταίες τραγικές εξελίξεις στα Τέμπη. Αυτό όμως που είναι σημαντικό, δεν είναι πότε τελικά θα γίνουν οι εκλογές, αλλά το αποτέλεσμα τους. Και πιο συγκεκριμένα η μορφή της κυβέρνησης που θα προκύψει.

Σύμφωνα, με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο της απλής αναλογικής, το ποσοστό που χρειάζεται για την συγκρότηση αυτοδύναμης κυβέρνησης υπερβαίνει αυτό του 42%. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, το ποσοστό αυτό φαντάζει ουτοπικό για τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Όχι, όμως, και για ένα συνασπισμό κομμάτων. Και εδώ είναι που τα πράγματα γίνονται σύνθετα. Η συγκρότηση αυτοδύναμης κυβέρνησης ενός κόμματος από την πρώτη Κυριακή έχει αποκλειστεί. Το μόνο που παραμένει σαν επιλογή είναι μια συγκυβέρνηση, που για την ώρα δεν φαίνεται. Η Νέα Δημοκρατία, έχει δηλώσει από τώρα, πως αν είναι πρώτο κόμμα δεν θα επιλέξει την συγκρότηση κυβέρνησης συνασπισμού και θα προσφύγει σε δεύτερες εκλογές με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, όποτε και προσδοκά την αυτοδυναμία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη επιθυμεί και αυτός να είναι πρώτος, αλλά παράλληλα μιλά και για προοδευτική διακυβέρνηση, ρίχνοντας γέφυρές στο ΠΑΣΟΚ και το ΜΕΡΑ 25 για τον σχηματισμό αριστερής (προοδευτικής) κυβέρνησης που θα στείλει την Νέα Δημοκρατία στην αντιπολίτευση. Βέβαια, και σύμφωνα πάντα με τις δημοσκοπήσεις, τα αθροιστικά ποσοστά και των τριών κομμάτων δεν επαρκούν για το πολυπόθητο 42%. Ενώ το σενάριο μιας ενδεχόμενης μη εισόδου του ΜΕΡΑ 25 στην Βουλή και σε συνδυασμό με  την άρνηση του ΚΚΕ για σύμπλευση, κάνει τον συγκεκριμένο συνασπισμό να μοιάζει μάλλον άπιαστο όνειρο. Αν ο σχηματισμός δεν επιτευχθεί από τις πρώτες εκλογές είναι δύσκολο να γίνει στις  δεύτερες.

Η Νέα Δημοκρατία έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι προσβλέπει στην κάλπη των δεύτερων εκλογών για την συγκρότηση αυτοδύναμης κυβέρνησης, όχι μόνο γιατί με το συγκεκριμένο  πολιτικό σκηνικό  δεν μπορεί να συνεργαστεί με κανένα από τα κόμματα τις Βουλής, αλλά και γιατί θεωρεί ότι οι συνθήκες θα της το επιτρέψουν. Πιο συγκεκριμένα, τρείς είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν σε μία αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ στις δεύτερες εκλογές. Το αφήγημα της σταθερής μονοκομματικής κυβέρνησης, αντί του συνασπισμού, στην αντιμετώπιση κρίσεων. Προβάλλει δηλαδή, ότι, η συλλογική λήψη απόφασης όχι μόνο δεν εξυπηρετεί, αλλά μάλλον καθυστερεί την λήψη οποιασδήποτε απόφασης, δίνοντας ως παράδειγμα κρίσεις που διαχειρίστηκε κατά την διάρκεια της θητείας της. Εκφράζει, καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο κόμμα, το Αντί-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα, που γεννήθηκε στα χρόνια των μνημονίων, και διατηρείται αμείωτα ενεργό μέχρι και σήμερα. Και τέλος, το αφήγημα της ακυβερνησίας, που θα επικρατήσει μετά τις πρώτες εκλογές. Η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί μετά τις πρώτες εκλογές, αν όπως όλα δείχνουν δεν υπάρξει συγκυβέρνηση, θα είναι υπηρεσιακή και πρόεδρος της θα είναι κάποιος ανώτατος δικαστικός. Για ένα μήνα λοιπόν, οι αποφάσεις της συγκεκριμένης κυβέρνησης, θα είναι αποτέλεσμα διαβουλεύσεων και αμοιβαίων υποχωρήσεων μεταξύ των κομμάτων. Ενώ δεν θα υπεισέρχονται σε μείζονα προβλήματα. Με αυτήν την ατζέντα, λοιπόν, η κυβέρνηση κατέρχεται σύντομα στις εκλογές, στοχεύοντας την γκρίζα ζώνη και την συσπείρωση για την αύξηση των ποσοστών της. Προσδοκά, ότι αν καταφέρει να συγκρατήσει τα δημοσκοπικά ποσοστά της στις τάξεις του 33% είναι εύκολο, με βάση τις παραπάνω στρατηγικές να εξασφαλίσει ένα ποσοστό κοντά στο 37% στις δεύτερες εκλογές που θα της επιτρέψουν την αυτοδυναμία. Κρίσιμη παράμετρο σε αυτό θα αποτελέσουν τα γκρίζα στελέχη και πως αυτά θα προσλάβουν το κυβερνητικό έργο. Αν θεωρήσουν ότι “κάτι αλλάζει” είναι πιθανότερο να εμπιστευτούν την Νέα Δημοκρατία, έχοντας πρόχειρα τα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ που ευνοούν την σύγκριση. Η προσωποποίηση της αντιπαράθεσης είναι επίσης κάτι που ευνοεί την Νέα Δημοκρατία. Ο Πρωθυπουργός παραμένει ο κυριότερος εκπρόσωπος του κέντρου, ενώ στο δίλημμα των δημοσκοπήσεων “ποιος από του πολιτικούς αρχηγούς είναι καταλληλότερος για Πρωθυπουργός” διατηρεί ισχυρό προβάδισμα έναντι των υπολοίπων. Αναμφισβήτητα, ο Μητσοτάκης παραμένει το δυνατό  χαρτί της Νέας Δημοκρατίας και αυτό είναι κάτι που θα μετρήσει στον κεντρώο ψηφοφόρο, αφού στην  ουσία ψηφίζει Πρωθυπουργό και όχι κόμμα.

Από την άλλη πλευρά, στον ΣΥΡΙΖΑ επιθυμούν την συγκρότηση προοδευτικής κυβέρνησης, ήδη, από την πρώτη Κυριακή γιατί βλέπουν  ότι αν τα ποσοστά της ΝΔ είναι κοντά στο 37%, μια πιθανή συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ δεν απέχει και πολύ. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσβλέπει στην συσπείρωση και στο κλείσιμο της ψαλίδας με την ΝΔ, ενώ επιθυμεί και την συμπίεση των μικρότερων κομμάτων προκειμένου να πετύχει έναν πολωμένο δικομματισμό. Η στάση του όσο αναφορά την τροπολογία για το κόμμα Κασιδιάρη, με την πριμοδότηση της πρότασης Αλιβιζάτου-Κοντιάδη, αλλά και η πρόσφατη απόφαση για την μη συμμετοχή Πολάκη στα ψηφοδέλτια του (ενισχύοντας ουσιαστικά την εκλογή Σταθάκη) μαρτυρά πως στρέφεται στην μετριοπάθεια, αποκηρύσσοντας de facto το αριστερό παρελθόν του και ωθούμενος εικονικά, τουλάχιστον, προς την σοσιαλδημοκρατία. Ο Αλέξης Τσίπρας έχει δηλώσει πως δεν επιθυμεί “κυβέρνηση ηττημένων”, ερχόμενος σε διαφωνία με αρκετά στελέχη του κόμματος του, που την βλέπουν με καλό μάτι, αν τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με αυτά του ΠΑΣΟΚ ξεπερνούν αθροιστικά το 42%. Στην πραγματικότητα, όμως, αποτελεί μία τακτική “εκβιασμού” προκειμένου να εξασφαλίσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, θα αποτελέσει πρώτο κόμμα. Αυτό, του επιτρέπει να εντείνει την πίεση προς το ΠΑΣΟΚ, στοχεύοντας στην ριζοσπαστική του βάση που θα επιθυμούσε συγκυβέρνηση των δύο κομμάτων, στέλνοντας την Δεξιά στην αντιπολίτευση. Αγνοεί, πάντως, το γεγονός ότι η πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ επιθυμεί συγκυβέρνηση με την Νέα Δημοκρατία, καθώς διαφοροποιείται από τον ΣΥΡΙΖΑ, που στα χρόνια των μνημονίων αποτέλεσε την πολιτική στέγη σημαντικών μελών του κραταιού, τότε, ΠΑΣΟΚ γεγονός που επέτρεψε και τον κατακερματισμό του κόμματος. Έτσι, η ΝΔ φαντάζει ως ήσσον κακό που θα εξασφαλίσει την παραμονή του στο πολιτικό προσκήνιο, έστω και μέσα από μία συγκυβέρνηση, που στην ουσία θα αποτελεί πνεύμονα ζωής για το ΠΑΣΟΚ, υπονομεύοντας παράλληλα την κυβερνητική πλειοψηφία αφού θα στοχεύει στους κεντρώους ψηφοφόρους που τώρα εκπροσωπούνται από την Νέα Δημοκρατία.

Στο ΠΑΣΟΚ, πάντως, τα πράγματα για την επόμενη μέρα των εκλογών δεν είναι ξεκάθαρα. Η εκλογή Ανδρουλάκη στην ηγεσία του κόμματος έδωσε μια δημοσκοπική ανάσα στο βαλλόμενο τότε ΚΙΝΑΛ, ενώ η επιστροφή του ισχυρού brand name, εξασφάλισε μια άνοδο περίπου στο 15% δημοσκοπικά. Τα μπρός-πίσω, όμως, των στελεχών του σχετικά με επιθυμία συγκυβέρνησης  ή την αυτόνομη πορεία, καθώς και οι δηλώσεις Ανδρουλάκη για το ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας με προϋπόθεση όμως να μην είναι πρωθυπουργός ούτε ο Μητσοτάκης ούτε ο Τσίπρας, αλλά και η σχεδόν μονοθεματική ατζέντα που αφορούσε τις υποκλοπές, γύρισε το ΠΑΣΟΚ στα ποσοστά του ΚΙΝΑΛ. Η στρατηγική του να μετατραπεί σε κόμμα διαμαρτυρίας, όχι μόνο δεν ευνόησε, αλλά παράλληλα υπονόμευσε το ΠΑΣΟΚ, το οποίο τελικά συνθλίβεται στις συμπληγάδες του δικομματισμού. Η αλήθεια είναι πως, αποτελεί αντικειμενική δυσκολία το τρίτο κόμμα να μπει ανάμεσα στα δυο μεγάλα. Αυτό που όμως προκαλεί δυσπιστία στους ψηφοφόρους, είναι οι δηλώσεις του προέδρου του για αυτόνομη πορεία που τελικά ερμηνεύονται από τον απλό πολίτη ως μια τακτική μη συνεργασίας με σκοπό την λήψη της τρίτης εντολής σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας με Πρωθυπουργό όχι τον αρχηγό του πρώτου ή του δεύτερου κόμματος αλλά του τρίτου κόμματος σε κοινοβουλευτική δύναμη. Είναι κάτι που σίγουρα κανένας από τους δυο άλλους πολιτικούς αρχηγούς δεν πρόκειται να δεχθεί. Για αυτό, και ένα σενάριο συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου είναι πιθανό. Κλειδί, όμως, παραμένει η βάση του ΠΑΣΟΚ και αν αυτή θα το δεχτεί. Το ΠΑΣΟΚ που εκπροσωπεί τώρα ο Ανδρουλάκης (και που αποτελεί μια συνέχεια της “Βενιζελικής” αυτής τάσης του) θα επιθυμούσε καλύτερα μια συγκυβέρνηση με την Νέα Δημοκρατία. Είναι το πιο μετριοπαθές που σφυρηλατήθηκε την περίοδο των μνημονίων και αποποιήθηκε το ριζοσπαστικό του παρελθόν. Από την άλλη, το “παλιό-ορθόδοξο” που γαλουχήθηκε με τα αντιδεξιά συνθήματα της δεκαετίας του 80΄. Η τάση αυτή δεν μπορεί να δεχθεί συνεργασία με την Δεξιά και βλέπει τον ΣΥΡΙΖΑ ως ήσσον κακό.

Η σημασία των εκλογών κρίνεται από την πρώτη Κυριακή και είναι κάτι που τα κόμματα γνωρίζουν καλά. Τα στελέχη της ΝΔ δεν χάνουν ευκαιρία να δηλώσουν ότι η πρώτη κάλπη είναι σημαντικότερη αφού η αυξημένη συμμετοχή  θα ευνοήσει μια ενδεχόμενη αυτοδυναμία στην δεύτερη. Από την άλλη, στον ΣΥΡΙΖΑ ποντάρουν σε δύο στρατηγικές. Πρώτον, μία χαλαρή συμμετοχή στην πρώτη κάλπη που θα πιέσει προς τα κάτω τα ποσοστά της κυβέρνησης, κλείνοντας την ψαλίδα των δύο κομμάτων, επιδιώκοντας να αποκρύψει το ρεύμα αποδοχής που αισθάνονται οι κεντρώοι ψηφοφόροι προς την ΝΔ  και δεύτερον να εντείνει την πίεση στο ΠΑΣΟΚ για συνεργασία.

Ποια γνώμη έχουν όμως οι ψηφοφόροι για τις κυβερνήσεις συνεργασίας;

Η πολιτική κουλτούρα των Ελλήνων είναι μακριά από την λογική της συνεργασίας που προτάσσει το σύστημα της απλής αναλογικής. Σε μία χώρα που ο κρατισμός αποτελεί σημαντική πολιτική στάση και τα κόμματα έχουν περάσει στην αντίληψη αρκετών ως μηχανισμός σύνδεσης με το Δημόσιο είναι δύσκολο να αποδεχθούν συνασπισμούς κομμάτων με αντικρουόμενα συμφέροντα. Και αν όντως σχηματίστηκαν κατά το παρελθόν, αυτό δεν ήταν πάνω σε προγραμματικές δεσμεύσεις αλλά μάλλον σε έκτακτες καταστάσεις.

Όλα δείχνουν πως οι συγκεκριμένες εκλογές είναι αρκετά περίπλοκές και  θυμίζουν εκείνες του 1989. Το σύστημα της απλής αναλογικής αποτελεί βόμβα στα θεμέλια του κοινοβουλευτικού συστήματος καθώς η αδυναμία σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης  μπορεί να επιτείνει επί τα χείρω την πίστη στο κοινοβουλευτικό σύστημα. Ο πρόσφατος σεισμός στην γειτονική Τουρκία εξασφαλίζει μια περίοδο νηνεμίας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που διασφαλίζει ότι μέχρι τις τουρκικές προεδρικές εκλογές της 14ης Μαΐου θα έχει σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση στην Ελλάδα, έστω και συνεργασίας, χωρίς να βρεθεί η χώρα στην δύσκολη θέση ενός θερμού επεισοδίου με υπηρεσιακή κυβέρνηση στην εξουσία.

Συντάκτης: Φώτης Αναστασόπουλος